31.10.15

«Όταν σε αγαπούνε αποκτάς υπόσταση»

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

«Συνηγορία Ποιήσεως», Μάρκος Μέσκος, εκδόσεις Κίχλη

Σε μια εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων Κίχλη κυκλοφορεί το ξεχωριστό βιβλίο του ποιητή Μάρκου Μέσκου, «Συνηγορία Ποιήσεως», με εικόνα εξωφύλλου και σχέδια του ιδίου.
Το βιβλίο, αποτελείται από σημειώσεις του για την ποίηση και την ποιητική, μικρά κείμενα που θυμίζουν αποφθέγματα, ρήσεις σοφές, αποστάγματα γνώσης και εμπειρίας από την πολυετή θητεία του στον στίβο της ποίησης και της ζωής, που εδώ συνταυτίζονται αβίαστα, αφού η ζωή παραλληλίζεται εύστοχα με το ποιητικό σύμπαν που πραγματεύεται, ενώ εντοπίζονται μεταξύ των δυο ‘κόσμων’ πολλές ομοιότητες κι αναλογίες. για τον ποιητή ζωή και ποίηση διέπονται από τις ίδιες νόρμες.. Άλλωστε, η ζωή δεν συνιστά το αρτιότερο, πολυπλοκότερο και θαυμαστότερο ποίημα όλων; Και είναι εύλογο να συνάγουμε, ανατρέχοντας στην πορεία του ποιητή Μάρκου Μέσκου όλα αυτά τα χρόνια, ότι έχει μέσα του κατασταλαγμένα ως βιώματα πολλά για τη σχέση ζωής με τη δημιουργία. Έτσι τα μικρά αυτά κείμενα, θα λέγαμε, ότι όχι μόνο αποτελούν ψηφίδες που συνθέτουν την ταυτότητα του ποιητή, τον χάρτη της ζωής του, αλλά συγκροτούν και μια νοερή συνομιλία με τους ομοτέχνους του, όπως και έναν διάλογο αποτίμησης κι απολογισμού με τον εαυτό του σαν να στέκεται μπροστά σε ένα καθρέφτη. Οι στοχασμοί του Μάρκου Μέσκου ανοίγουν διάπλατα την ‘πόρτα’ σε νέους δημιουργούς, τους οποίους αναφέρει ως ‘ασκητές’, αλλά και σε ένα ποιητικό κόσμο καθαρό, διαυγές κι απογυμνωμένο από ψιμύθια και φτιασίδια, απαλλαγμένο δηλαδή από κάθε τι που τον διαφθείρει, όπως η ματαιοδοξία και το ‘μικρόβιο της δημοσιότητας’. Τον αποκαλύπτει ως έχει μαζί με τα κακοτράχαλα μονοπάτια του, τις αιχμές αλλά και τις λείες του επιφάνειες, που σαν κάτοπτρα αντανακλούν τη βιωμένη εμπειρία του ιδίου, και όλων εκείνων που τον υπηρετούν με συνέπεια..
Στο βιβλίο αποκαλύπτονται επίσης τα διλήμματα, οι φόβοι και οι αγωνίες του Μ. Μέσκου για το παρόν και το μέλλον της ποίησης, όπως μικρότερα ή μεγαλύτερα μυστικά της τέχνης που ‘διακονεί’ ακατάπαυστα εδώ και πολλές δεκαετίες, επιστρατεύοντας συχνά πυκνά το πικρό χιούμορ, αλλά πάντα με μια γλώσσα υποδόρια, εξόχως ποιητική, αναδεικνύοντας σε κάθε περίπτωση την αποκτημένη με τα χρόνια εμπειρία, την πολυμάθεια και το ήθος του. Κυρίως όμως μαρτυρούν έναν ακάματο ‘αναχωρητή’ της ποίησης’ και της ζωής. Κι αν για τον ίδιο «Τα ποιήματα μιας ενότητας που έχουν τοποθετηθεί κατά διαλεκτικό τρόπο, το δεύτερο Ποίημα είναι η συνέχεια του πρώτου, το τρίτο η συνέχεια του δεύτερου και ούτω-καθεξής. στο τέλος της ενότητας έχουμε τη συνολική σύνθεση, από την οποία κατά κάποιον τρόπο (γνωστό στη συνείδηση του ποιητή) προκύπτει η μυθιστορία, το μικρό μυθιστόρημα), έτσι και στο βιβλίο αυτό το κάθε κείμενο ή απόφθεγμα αποτελεί τη συνέχεια του προηγούμενου, ώσπου στο τέλος της ‘ενότητας’ , του βιβλίου εν προκειμένω, έχουμε ένα μικρό, αλλά σημαντικό δοκίμιο περί ποιήσεως, ποιητικής- και όχι μόνο. Δεν ήταν εύκολο να διαλέξω ανάμεσα στα μικρά αυτά κείμενα, αφού όλα χωρίς εξαίρεση μου χάρισαν την ίδια αισθητική απόλαυση, και με δίδαξαν το ίδιο. Παραθέτω, ωστόσο, μερικά που τράβηξαν εξαρχής την προσοχή μου, ξεκινώντας με αυτό που θεωρώ κορωνίδα της σκέψης του, και βέβαια ξεκάθαρη μαρτυρία της σεμνότητάς του.

  • «Κάθε μικρόβιο δημοσιότητας που προσεγγίζει τον ασκητή δημιουργό είναι βάρος περιττό- μοιάζει άλλης περιοχής το πρόβλημα, όμως δεν είναι! Αποπροσανατολίζει και οδηγεί στη ανούσια ματαιοδοξία. Ο δημιουργός: καθίσταται μαϊντανός και πάει με κάθε είδος γαστρονομικού γεύματος (προς πάσιν βρώσιν) της αναζητούμενης Ευθυμίας./ Πόσους, αλήθεια, υπηρετεί η περίπτωση;»
  • «Τι να’ ναι άραγε η ποίηση, άνθος του μυαλού ή κακιά ώρα;( άπειρα τα ερωτήματα. Μηδαμινές οι απαντήσεις»
  • «Το ποίημα εκθέτεται γυμνό, ολάκερο απροστάτευτο στη συμπάθεια, στον χλευασμό, και τη ασέλγεια και την κατανόηση του ή μη»
  • «Το ποίημα πρέπει να σέβεται την αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου»
  • «Ψεύτη κόσμε! κι όμως ο άνθρωπος πρέπει να πιστέψει στη ζωή, ν’ αγωνιστεί για την όποια (χρονικά)διάρκεια του »
  • «ΛΕΞΕΙΣ ΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ, άγνωστος υπόγειος ρυθμός, άτι το ποίημα χτυπάει με την οπλή του το χώμα. Σε λίγο, οι έμμονες ιδέες μαζί του θα τρέξουν πετώντας.»
  • «ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΙΟΥ ένας κάποτε σημείωνε: «Δώστε μου τρεις λέξεις να σας φτιάξω το καράβι του Κόσμου! Τρεις λέξεις μόνο».
  • «ΟΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΙ, ταμένοι ποιητές ισχυρίζονται πως κατάφεραν να γίνουν ένα μουσικόν όργανο· όπως κι αν χαϊδέψεις τις χορδές του, εκείνο θα σημάνει Ποίηση.
  • – Αν, εσύ, μπορείς να σηκώσεις το άχθος, πάρε τον δρόμο.»

____________________________

Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μακεδονίας το 1935. Εκεί οι εγκύκλιες και οι γυμνασιακές του σπουδές. Κατ” αρχάς στο εμπορικό κατάστημα του πατρός του και κατόπιν, 1965-1980, στην Αθήνα. Απεφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων εργασιών του ποδαριού, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία αλλά και επιμελητής εκδόσεων. Πολύ πριν, από το 1957, είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Μαρτυρίες». Γράφει ποιήματα από το 1952. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 είναι εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Φίλος και συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των «Χειρογράφων» ενώ από το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Έχει τιμηθεί με το βραβείο ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» για τους «Χαιρετισμούς», 1995, και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
http://fractalart.gr/markos-meskos/ 

29.10.15

Ένα φιλμ από Εδεσσαίους για την Έδεσσα

https://www.facebook.com/band.wheelman/videos/vob.100005301038807/260946344092065/?type=2&theater&__mref=message 
Στον παραπάνω σύνδεσμο μπορείτε να δείτε ένα νοσταλγικό φιλμ   από Εδεσσαίους για την Έδεσσα. Ο μουσικός Λάκης Σαμαράς μας το έστειλε και μεταξύ άλλων σημειώνει:
Νοστάλγησα μ' αυτό το video. Είδα καλούς ανθρώπους που έχουν "φύγει" και ξανάκουσα την φωνή τους. Ο θείος μου ο Γιάννης, ο κύριος Νίκος, ο κύριος Μίμης. Άκουσα μετά από χρόνια ένα κομμάτι από τον δίσκο "Τα φαντάσματα της ελευθερίας", που είχε κάνει παραγωγή ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος "Μέγας Αλέξανδρος" και ο Δήμος Έδεσσας, σε ποίηση και μουσική των συμπολιτών μας Μάρκου Μέσκου και Χρήστου Βέσκα αντίστοιχα. Είχα την χαρά και τύχη να παίξω ηλεκτρικό μπάσο και μεταλλόφωνο. Είδα επίσης τον Νύσση (κορνέτα) και τον Μπέμπη (κλαρίνο). Μεγαλώσαμε ακούγοντας αυτούς τους μουσικούς. Τέλος, είδα έναν παππού επάνω σε ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με χόρτα, να περπατάει στο σοκάκι. Εντάξει...η ανθρωπότητα προχωράει. Αλλά μου λείπουν τέτοιες φιγούρες, γιατί έκαναν πιο ανθρώπινη την ατμόσφαιρα. Αυτή είναι η Έδεσσα που μεγάλωσα.
Τον ευχαριστούμε πολύ!

25.10.15

Εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην Έδεσσα

Μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά βρήκαμε στο διαδίκτυο για τα "Εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην Έδεσσα". 
Κάποτε υπήρχαν η Άνω Εστία, το Κανναβουργείο... 
μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ http://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/06/18-6.pdf

21.10.15

Ο ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΧΑΡΠΑΝΤΙΔΗΣ



Του Θοδωρή Σαρηγκιόλη

Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης γεννήθηκε το 1959 στο κάτω Νευροκόπι Δράμας και από το 1964 διαμένει στην Καβάλα, όπου δικηγορεί. Στο ενδιάμεσο έζησε και σε άλλες πόλεις και κωμοπόλεις της Βόρειας Ελλάδας. Κυκλοφόρησε το πεζό «Μανία πόλεως» εκδόσεις Επικαιρότητα (1993) και τα διηγήματα «Οι εξοχές των νεκρών» από τις εκδόσεις Νεφέλη (1995). Μέσα στον Απρίλιο του 2000 εκδίδεται η Τρίτη συλλογή του με διηγήματα με τον τίτλο «Το έκτο δάχτυλο» από τις εκδόσεις Κέδρος. Συνεργάστηκε στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Υπόστεγο». Έγραψε επίσης το «Ταξίδι με θέα τη θάλασσα», ένα ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων για την Καβάλα σε μορφή θεατρικού αναλογίου.
«Μπορεί όσα θα ακουστούν να μην έχουν ενιαίο ρυθμό πλάι στο άρρυθμο μπλουζ […], ίσως μπερδεύεται ένα αργό μακεδονίτικο […] μαζί με ήχους μπαγλαμά […]» (σ. 10). Αυτή η προοιμιακή διατύπωση στη δεύτερη σελίδα του πεζού «Μανία Πόλεως» μας προετοιμάζει για την πολυρρυθμία των κειμένων του Κ.Χ., την ποικιλία των επιρροών, που άλλοτε αναγνωρίσιμες και άλλοτε τόσο καλά αφομοιωμένες, εντάσσονται στο σώμα της γραφής του, χωρίς παρενέργειες και ασυμβατότητες. Έντονη η παρουσία του παρελθόντος χρόνου, που εισβάλει στην συγχρονική αφήγηση εμβολίζοντας την ευθύγραμμη εξέλιξη του κειμένου. Συγγραφική τεχνική ή μήπως εξορκισμός του φόβου «πως σύντομα θα μας εκδικηθεί το παρελθόν»; (σ. 17).
Το παιχνίδι με τις λέξεις είναι η περιπέτεια της γραφής, σε φωτεινά και σκοτεινά δρομάκια, με την υγρασία του καιρού και την μυρωδιά της ιστορίας. Είναι ακόμη η χειρουργική πρόθεση του συγγραφέα, προσθετική ή αφαιρετική, για να αναπλάσει την εικόνα του μύθου και της ιστορίας. Ο μύθος και η ιστορία είναι για τον Κ.Χ. δύο βασικές συνιστώσες της γραφής του. Απ’ αυτές ξεκινά και μ’ αυτές στηρίζει τις αφηγήσεις του. Κλονίζεται, όμως, από την ορθωμένη ζωντάνια και διαπιστώνει πόσο είναι «μικρός, χάρτινος, ένα λιγοστό μελάνι ανίκανο ν’ αντιπαρατεθεί στη ζωή» (σ. 45). Κι επιθυμεί να χάσει «το χρώμα του χαρτιού, να μιλήσουν οι φωνές που (τον) κατοικούν» (σ. 45). Το δίλημμα τίθεται αμείλικτο, αλλά δύσκολα λύνεται.
Αν οι αφηγήσεις είναι ταξικό προνόμιο, τότε ποιος δικαιούται να αφηγηθεί την ιστορία μιας πόλης και των ανθρώπων της; Ένας συγγραφέας, που αναπνέει τον αέρα της, βλέπει τα χρώματα της, πατά στο χώμα της και αφουγκράζεται τον παλμό της. Ένας άνθρωπος εντός και επί τα αυτά και όχι υπεράνω και εκτός. Ένας υποψιασμένος, γι’ αυτό και πληγωμένος και του γκρίζου παρόντος της. Αυτό που τελικά φαίνεται να συγκρατεί τον συγγραφέα από την φυγή, είναι η απελπισμένη αισιοδοξία του πως θα ‘ρθει «η ευτυχισμένη των χρωμάτων εποχή» (σ. 44). Είναι πάντα έτοιμος, μέσα στης νύχτας τον μαυλισμό, ν’ ανοίξει την πόρτα του στην μεγεθυμένη απ’ το ημίφως γοητεία της γυναίκας – πόλης. Αυτής της νυχτερινής Καβάλας, «που όμως έχασε το άλφα της ανάμεσα στο βήτα και λάμδα και προσαρμόστηκε σοφά στην περίσταση» (σ. 30).
Ο μανιακός με την πόλη του συγγραφέας θέλει να εξορκίσει «το σκοτάδι και όχι τη νύχτα, γιατί αυτή είναι χρήσιμη αφού σκεπάζει τις πληγές της πόλης» (σ. 20), την κάνει όμορφη και ελκυστική κι έτσι την ερωτεύεται ξανά, ανακαλύπτοντας ομορφιές που δεν είχε συνειδητοποιήσει. Η σωματική αίσθηση των πραγμάτων και των ιδεών, η αίσθηση τελικά ν’ αντιλαμβάνεται τον κόσμο με την αφή, την γεύση, την όσφρηση, κάνει την επαφή με την πατρίδα, τον γενέθλιο τόπο, ν’ αποκτά μιαν ένταση, που καταπραΰνει και καθαρίζει σαν το νερό. Στις «εξοχές των νεκρών», το δεύτερο βιβλίο του Κ.Χ., η πόλη είναι παρούσα σε πολλά από τα διηγήματα, αλλά το βλέμμα του συγγραφέα ανοίγεται και σ’ άλλους τόπους, κοντινούς και μακρινούς. Εστιάζεται σε χωρικές λεπτομέρειες, μ’ ένα βλέμμα επιλεκτικό, διαλέγοντας τα κοντινά πλάνα από τα πανοραμικά. Έτσι αυξάνει την ένταση δίνοντας λεπτομέρειες προσώπων και χώρων, που εξυπηρετούν καλύτερα την αφήγηση.
Η παράθεση ιστορικών πληροφοριών συνδέει έντεχνα τους χώρους με το παρελθόν, τα γεγονότα που συνέβησαν και τους σημερινούς ανθρώπους. Τίποτα στα κείμενα του Χαρπαντίδη δεν είναι μετέωρο. Όλα πατούν γερά στο ιστορικό υπόστρωμα και αναδεικνύουν την αίσθηση της ιστορίας, της συνέχειας και της εξέλιξης. Μιας εξέλιξης, όμως, όχι ευθύγραμμης, ούτε ομαλής. Αλλά μ’ ανατροπές μικρές και μεγάλες, που γίνονται ορατές από το ευαίσθητο βλέμμα του συγγραφέα. Η παρουσία των νεκρών στα διηγήματα του Χαρπαντίδη είναι φυσική και καθόλου υπερβατική. Οι νεκροί έρχονται, συνομιλούν, συγκατοικούν και επιστρέφουν στις εξοχές τους, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο χτίσιμο μιας ιστορίας.
Η γη, το χώμα που πατούμε και σ’ αυτό θα επιστρέψουμε, συνοψίζει, κατά τον Χαρπαντίδη, την αίσθηση των εγκάτων, των ανθρώπινων κυττάρων και τη μνήμη του αίματος. Πράγματα ανεξίτηλα, που μαζί με κάποια ιδιαίτερα κτίρια συνθέτουν την σκηνή και το σκηνικό, όπου εκτυλίσσονται τ’ ανθρώπινα δράματα και η ιστορία. Η γραφή του ενσωματώνει σ’ αυτά που αφηγείται, τόσα ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία και ιστορικά γεγονότα, όσα είναι απαραίτητα για την οικονομία και την δραστικότητά της. Μπορεί ο Χαρπαντίδης να περιγράφει νατουραλιστικά και ξαφνικά στην επόμενη παράγραφο, ν’ απογειώνεται το κείμενο και να γίνεται ένα πεζό ποίημα, μεταστοιχειώνοντας την καθημερινότητα και το απλό σε ποίηση.
Μια ποίηση, όμως, φυσικά εκπορευόμενη από απτά και υποστασιοποιημένα αντικείμενα και πρόσωπα, που μεταδίδουν τις μυρωδιές, τα χρώματα και τους ήχους μέσα από λέξεις. Λέξεις με μαστοριά αρμολογημένες, που στηρίζουν το κείμενο και το εξακτινώνουν προς κάθε κατεύθυνση. Ο πεζογράφος δεν «σκοτεινιάζει» την γραφή του υποδυόμενος τον βαθυστόχαστο, παρά μόνο βάζει στο χαρτί, χωρίς καμία επιτήδευση, τις λέξεις που θα δημιουργήσουν το κλίμα, την ατμόσφαιρα και το αποτέλεσμα που επιθυμεί. Ο αναγνώστης της πεζογραφίας του Κοσμά Χαρπαντίδη θα βρει στα κείμενα του έναν αυθεντικό συγγραφέα, με αίσθηση του μέτρου και γνώση της οικονομίας της γραφής, πράγμα ζητούμενο στην σημερινή πλημμυρίδα των ογκωδέστατων μυθιστορημάτων. Έρχεται να προστεθεί στη σειρά των πολλών άξιων διηγηματογράφων της Ελλάδας, που υπηρετούν το είδος αυτό, ενισχύοντας την άποψη πως «το μικρό είναι πιο όμορφο».





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Ομιλία στη «Συνάντηση Μακεδόνων και Βαλκάνιων Συγγραφέων (1970-2000)», που έγινε στην Έδεσσα στις 23 Μαρτίου 2002, χωρίς άλλες εκ των υστέρων διορθώσεις και ήταν η παρουσίαση του Κ. Χαρπαντίδη.
  2. Όλες οι παραπομπές που γίνονται είναι από το βιβλίο «Μανία πόλεως» εκδόσεις «Επικαιρότητα», 1993.
 Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης γεννήθηκε το 1959 στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας. Σπούδασε νομικά και σήμερα ζει στην Καβάλα. Έχει κατοικήσει, κατά καιρούς, και σε άλλες πόλεις του βορρά. Δικηγορεί από το 1986. Εμφανίστηκε το 1993 με τα αφηγήματα "Μανία πόλεως" (εκδόσεις Επικαιρότητα) και στη συνέχεια το 1995 με τα διηγήματα "Οι εξοχές των νεκρών" (εκδόσεις Νεφέλη). Συνεργάστηκε στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού "Υπόστεγο". Το 1997 έγραψε το "Ταξίδι με θέα τη θάλασσα", ένα ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων για την Καβάλα σε μορφή θεατρικού αναλογίου.


(2011) Κρυφές αντοχές, Μεταίχμιο
(2010) Καβάλα - Θάσος, Μίλητος
(2009) Μανία πόλεως, Κέδρος
(2006) Τα δώρα του πανικού, Κέδρος
(2002) Το έκτο δάχτυλο, Κέδρος
(1995) Οι εξοχές των νεκρών, Νεφέλη
(1993) Μανία πόλεως, Επικαιρότητα

 Συμμετοχή σε συλλογικά έργα:
(2009) Παλίμψηστο Καβάλας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2002) Εν Δράμα, Νομαρχιακή Επιχείρηση Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης Ν. Δράμας

18.10.15

Αναπαράσταση της Απελευθέρωσης της Έδεσσας

https://www.youtube.com/watch?v=9-pgtewl4jg 
Πατώντας τον παραπάνω σύνδεσμο μπορείτε να δείτε την αναπαράσταση από το Εδεσσαϊκό Θέατρο της απελευθέρωσης της Έδεσσας. 
Η αναπαράσταση έγινε μπροστά από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Έδεσσας στις 17/10/2010,  στα πλαίσια του εορτασμού της συμπλήρωσης 100 χρόνων. Πολύ σημαντική η συμβολή όλων όσων συμμετείχαν στην αναπαράσταση αυτή.

16.10.15

“ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ 1962 για την απελευθέρωση”

Ογδόντα χρόνια μετά το γεγονός της απελευθέρωσης της πόλης μας, που έχει καταγραφεί, αναλυθεί και στολισθεί (ίσως και με λάθος άνθη), είναι ενδιαφέρουσα κι άλλη μία μαρτυρία συμμέτοχου κι αυτόπτη να προστεθεί. Η μαρτυρία του τότε επίκουρου Σταθμάρχη Χρήστου Δρυστάρη, όπως την καταγράφει σε ένα κείμενο με ημερομηνία 11 Οκτωβρίου 1962, αποτελούμενο από είκοσι πέντε (25) δακτυλογραφημένες σελίδες. Το ενδιαφέρον του κειμένου για την Έδεσσα αρχίζει από την σελίδα 12 και τελειώνει στη σελίδα 23 (αυτό το απόσπασμα δημοσιεύουμε παρακάτω). Το ουσιαστικό, όμως, ενδιαφέρων της καταγραφής του Χρ. Δρυστάρη, εντοπίζεται στις αποσιωπήσεις και τον υποκειμενικό του τόνο. Αυτές οι αποσιωπήσεις μαζί με την ασυσχέτιστη δημοσίευση στη σελ. 41 του αφιερωματικού τεύχους “100 ΧΡΟΝΙΑ ΣΙΔ/ΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΕΔΕΣΣΑ-ΘΕΣ/ΝΙΚΗ-ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ”, έκδοση Δήμου Έδεσσας, ενός βιογραφικού του Χρ. Δρυστάρη με την υπογραφή του Ν. Δημόπουλου, μ’ έκαναν να θεωρήσω ενδιαφέρουσα τη δημοσίευση του αποσπάσματος για τους Εδεσσαίους. 
Γράφει ο Ν. Δημόπουλος: “Πριν από την απελευθέρωση της Έδεσσας, εκείνη την εποχή ήταν σταθμάρχης των σιδηροδρόμων της Έδεσσας και ο ίδιος προετοίμασε την άφιξη του στρατηλάτη διαδόχου Κωνσταντίνου στην Έδεσσα. Ο Δρυστάρης μαζί με τον Μητροπολίτη Έδεσσας υπόγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλεως Εδέσσης με τον Τούρκο εκπρόσωπο, κατά την φυγή των Τούρκων τον Οκτώβριο του 1912”. Στην προηγούμενη (40) σελίδα του ίδιου τεύχους σε ανυπόγραφο βιογραφικό του Παρίση Παπαπαρίση αναφέρεται: “Τα τελευταία χρόνια πριν από την απελευθέρωση, βρέθηκε σταθμάρχης της Έδεσσας ο Παρίσης Παπαπαρίσης. Μαζί του δούλεψαν ο υποσταθμάρχης Τζώροβιτς και με κλειδούχους τους Δημ. Πουλιάκη, Ν. Λουσιώτη και Αθ. Τζιώγα. Αυτοί βρίσκονταν στο σταθμό του 1912 και υποδέχτηκαν τους πρώτους έλληνες στρατιώτες”. Παρατηρούμε μια ανεξήγητη αλληλοαποσιώπηση της συμμετοχής στο ιστορικό γεγονός των δύο σταθμαρχών. Ίσως η απάντηση στα ερωτήματα, που απορρέουν από την ανωτέρω παρατήρηση, να βρίσκεται στις υπογραφές του πρωτοκόλλου παράδοσης της Έδεσσας. Ας σπεύσουν οι ιστοριοδίφες να φέρουν στο φως το πρωτόκολλο, που πιθανόν να βρίσκεται στα Αρχεία εκκλησιαστικής, στρατιωτικής, πολιτικής ή άλλης αρχής. Το κείμενο καθ’ αυτό θα μπορούσε να καταταγεί στις ιστορικές αναμνήσεις, χωρίς προηγούμενη (και ταυτόχρονη των γεγονότων) ημερολογιακή καταγραφή. Ο ιστορικός έλεγχος του κειμένου είναι επιβεβλημένος, αλλά δεν είναι στις προθέσεις και τις δυνατότητες μου· οι ιστορικοί έχουν το λόγο. Το κείμενο δημοσιεύεται χωρίς υπομνηματισμό. Το από 1-11 σελ. κείμενο αφορά γεγονότα ευρύτερου και όχι τοπικού ενδιαφέροντος και γι’ αυτό θεώρησα ότι δεν ήταν απαραίτητο να δημοσιευθεί. Η γλώσσα και η ορθογραφία του κειμένου διατηρήθηκαν και οι επεμβάσεις μου αφορούν μόνο την στίξη. 
Θ. ΣΑΡΗΓΚΙΟΛΗΣ
 “Ο ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΡΥΣΤΑΡΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ” 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ: 
 https://drive.google.com/file/d/0BwXfKEe9g2drdUE5R1dxWE5mWHVpamZJZVU3a2djdUk5MzlF/view?usp=sharing

( Απόσπασμα επιστολής προς την εφημερίδα “Ελληνικός Βορράς”. Δημοσιεύθηκε στο Εδεσσαϊκό περιοδικό λόγου και τέχνης “Επί Τροχάδην”, χρόνος Α’, τεύχος 2, καλοκαίρι 1993, Έδεσσα, σελ. 13-17).

8.10.15

ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΡΤΟΜΑΤΖΙΔΗΣ (Τραπεζούντα 1895 – Έδεσσα 1979)



Του Θοδωρή Σαρηγκιόλη

Άνθρωπος με πολλές δεξιότητες, γνώσεις και ευαισθησίες ξεχώριζε στο επαρχιακό σκηνικό της Έδεσσας, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια του και πέθανε σε πλήρη ένδεια. Η μόρφωση του και οι γνώσεις του ξέφευγαν κατά πολύ από το μέσο όρο των κατοίκων της περιοχής.
Ο Παύλος Χαρτοματζίδης ένας Έλληνας της διασποράς, ζάμπλουτος κάποτε στη Ρωσία, τα ‘χασε όλα στην επανάσταση των μπολσεβίκων, αλλά κράτησε την έπαρση και την αλαζονεία της αριστοκρατικής του καταγωγής, χωρίς κανένα από τα υλικά στηρίγματα της. Για τους πολλούς υπήρξε παρεξηγημένος και γι’ αυτό παρέμεινε απομονωμένος.
Διδάχθηκε αρχαία Ελληνικά στην Τραπεζούντα, γνώριζε πέντε γλώσσες (ρωσική, τουρκική, αγγλική, γαλλική, ιταλική και στοιχεία σανσκριτικής), ενώ ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο Νοβοροσίσκ από τον ζωγράφο Κων/νο Κουβάκιν. Στην Έδεσσα ασχολήθηκε επαγγελματικά με την Ζωγραφική και προπολεμικά παρουσίασε έργα του σε εκθέσεις. Κατασκεύασε μόνος του φωτογραφική μηχανή, με την οποία εργαζόταν επαγγελματικά. Ήταν ο πρώτος που κινηματογράφησε την Έδεσσα, φυσιογνωμίες της πόλης, κατοίκους με τοπικές φορεσιές, χορευτικές εκδηλώσεις και την κηδεία του μητροπολίτη Κωνστάντιου. Αυτά τα κινηματογραφικά γεγονότα παρουσίασε σε ταινία που πρόβαλε στον κινηματογράφο “Βέρμιον”.
Στη δεκαετία ’30 έως ’40 υπήρξε δάσκαλος στα χωριά Λουτροχώρι, Μαρίνα και Πέλλα. Πέρα των τυπικών εγκυκλίων γνώσεων δίδαξε στα αγροτόπαιδα πρακτικές και κοινωφελείς γνώσεις (δενδροκομία, μελισσοκομία, ορνιθοτροφία, σηροτροφία κ.ά. Στη διάρκεια της διδασκαλικής του θητείας συγκέντρωνε αρχαιολογικά ευρήματα, δημιουργώντας πυρήνες μελλοντικών μουσείων. Στην Πέλλα, όπου δίδαξε το σχολικό έτος 1938-39, άφησε έναν κατάλογο στην κοινότητα, στον οποίο καταγράφονται χίλια (1000) αρχαιολογικά αντικείμενα, τα οποία δυστυχώς λεηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Εξέδωσε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “Το ναυάγιο του Σφιατογόρ” (εκδ. Τυπογραφείον – Βιβλιοδετείον ΦΙΣΤΑ – εν Εδέσση 1934) όπου καταγράφει τα νεανικά χρόνια της μαθητείας του σ’ ένα αγρόκτημα στο Νοβορόσισκ και την εφιαλτική εμπειρία της φυγής του από το Βατούμ προς την Τραπεζούντα, πάνω στο τιτλώνυμο πολεμικό μεταγωγικό που βυθίστηκε στη Μαύρη θάλασσα.
Έκτοτε δεν ξανάγραψε λογοτεχνία, σιωπώντας και αρνούμενος να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στο χώρο των γραμμάτων, μένοντας προσκολλημένος στους ποιητές και συγγραφείς της Αθηναϊκής Σχολής.
Ο Π. Χαρτοματζίδης όμως κρατούσε ημερολόγιο. Κατάλοιπα αυτών των ημερολογιακών σημειώσεων, που αναφέρονται στις  δεκαετίες ’40 , ’50 και ’60, βρίσκονται στην κατοχή του φιλοπρόοδου Συλλόγου Έδεσσας “Μέγας Αλέξανδρος”. Οι καθημερινές ημερολογιακές εγγραφές γίνονταν σε μικρού σχήματος σημειωματάρια και ξεκινούν πάντα με τις ενδείξεις: Μήνας, ημέρα, πίεσις, θερμοκρασία, ουρανός, άνεμος. Στη συνέχεια περιγράφονται οι καθημερινές ενασχολήσεις του, οι προστριβές με την μητέρα και τον πατέρα του, γίνονται αναφορές στην επικρατούσα πολιτική, πολεμική, κοινωνική κατάσταση, με τις ανάλογες κρίσεις για γεγονότα και πρόσωπα.
Συναντούμε, επίσης, καταγραφές ονείρων, όπου εκεί η γραφή του αγγίζει τη λογοτεχνία και συχνά εμφανίζονται λυρικές παράγραφοι, απόρροια της ευαισθησίας και της παρατηρητικότητας του, αλλά και της ανάγκης φυγής από τη μίζερη καθημερινότητα. Από την ανάγνωση των ημερολογιακών σημειώσεων του προκύπτει μία αίσθηση πολυπραγμοσύνης, ενός homo universalis, που το ασφυκτικό επαρχιακό περιβάλλον και η ταραχώδης οικογενειακή ατμόσφαιρα δεν αφήνουν να εκφρασθεί αβίαστα.
Είναι κυρίαρχο ένα αίσθημα του ανεκπλήρωτου των επιθυμιών του, που σε συνδυασμό με την πρόσδεση και εξάρτηση από την οικογένεια του τον κρατούν στην Έδεσσα, όπου σιγά-σιγά αυτοεγκλωβίζεται και περνά στο κοινωνικό περιθώριο. Τα περιεχόμενα των ημερολογίων του πιστεύουμε πως έχουν το ενδιαφέρον και την σημασία που έχουν, κάποτε, τα φαινομενικώς ασήμαντα πράγματα.
Εν κατακλείδι, ο Π. Χαρτοματζίδης, παρά την ευρύτητα των κλασικών σπουδών και γνώσεων του, δεν έκανε εκείνο το άλμα, που θα τον οδηγούσε σε μία κορύφωση, σ’ έναν έστω από τους τομείς γνώσης ή ταλέντου που διέθετε. Παραμένοντας, έτσι, μια ιδιότυπη, πολυπράγμων και δυσπρόσιτη προσωπικότητα. Αυτά που έκανε δεν ήταν ελάχιστα, όμως δεν κορυφώθηκαν σ’ ένα έργο αναφοράς. Γι’ αυτό, η τιμή που του πρέπει ας καθορισθεί από την απόσταση του χρόνου, που ως αλάνθαστος κριτής βάζει τα πρόσωπα και τα πράγματα στη θέση τους.


Σημειώσεις:

1) Τα στοιχεία βιογραφίας του Παύλου Χαρτοματζίδη αντλήθηκαν από το κείμενο του Νίκου Καραμανάβη “Παύλος Χαρτοματζίδης” στο ομώνυμο αφιέρωμα εκδ. Δ. Πέλλας, Ν.Ε.Λ.Ε. Πέλλας, Φ.Ο.Ε., περιοδικό “Επί Τροχάδην”, Έδεσσα 1993, σελ. 27-28.

2) Ομιλία στην εκδήλωση για τον Παύλο Χαρτοματζίδη στην αίθουσα του Μ. Αλεξάνδρου στις 30/1/1998, χωρίς άλλες εκ των υστέρων διορθώσεις.


Ο Παύλος Χαρτοματζίδης.
…Έξαφνα ένας δαιμονιώδης ομαδικός πάταγος εκπυρσοκροτήσεων είχε κορυφώσει τη φρίκη και την αγωνία. Οι φλόγες είχαν πια απλωθεί στην αποθήκη των πολεμοφοδίων!
Ω φρίκη! Φρίκη! Όπως μια καλοκαιρινή μέρα πάει να περάσει κανείς κοντά από τέλμα όπου οι βάτραχοι γύρω στις όχθες του ηλιάζονται ομαδικώς κ’ έξαφνα από τον κρότο των βημάτων του διαβάτη πανικόβλητοι πηδούν αλλεπαλλήλως στα νερά κι ακούγεται ένα αδιάκοπο, πλιούμ, πλιούμ, πλιούμ, έτσι κι οι ναυαγοί του Σφιατογόρ πανικόβλητοι σ’ εκείνην τη στιγμή πηδούσαν ακατάσχετοι στα μανιασμένα κύματα για να ξεφύγουν από το μοιραίο. Ολίγοι μόνον, οι ψυχραιμότεροι, κρεμάσθηκαν από σχοινιά στα τοιχώματα της πρώρας και μερικοί άλλοι καβαλίκεψαν στον πρωραίο δοκό. Ο ράφτης Ραφαήλ κάπου ξεκάρφωσε ολόκληρη μια θύρα και την κρατούσε σαν ασπίδα του Τρωικού πολέμου με όλη τη μεγαλοπρέπεια του Τελαμόνιου Αίαντα, χωρίς όμως να πάψει το μοιρολόγημα.
Γύρω στο πλοίο η θάλασσα κατασκεπάσθηκε από κάθε είδους αντικείμενα, σανίδια, σχοινιά, σωσίβια, κουπιά, ρούχα, κι όπως σε φθινοπωρινή δύση βλέπει κανείς μέσα στο κιτρινόχρωμο χωράφι άφθονα και κιτρινόπυρρα πεπόνια, έτσι και σ’ εκείνην τη στιγμή μέσα στο μαύρο φόντο της νύχτας και στη φρικτή μαρμαρυγή των κυμάτων φαίνονταν κιτρινόπυρρα από τη λάμψη των φλογών τα κεφάλια των ζωντανών ή των πνιγμένων ναυαγών μέσα στη θάλασσα. Εδώ έβλεπες ανθρώπους που πάλευαν με τα πελώρια κύματα, εκεί κουπιά αδέσποτα και παρεκεί άλλη φρικτότερη τραγωδία.


(Παύλος Χαρτοματζίδης, απόσπασμα από
“Το ναυάγιο του Σφιατογόρ”, σελ. 80-81)




Το πρωτότυπο εξώφυλλο του βιβλίου.
…Ο κύριος Παύλος ήταν δάσκαλος, ο αρνητής των εγκοσμίων και ο εραστής της φύσης, ο θαμώνας των παραπέρα γωνιών των καφενείων, ο απλά ντυμένος, αλλά και ο πλούσια μορφωμένος, αυτός που ήταν έτοιμος πάντα και με ήθος και με ευγένεια, αλλά και παρρησία από ένα ελάχιστο μόριο και ένα σημείο των πραγμάτων και των φαινομένων της ζωής, ν’ αρχίσει μιαν ολόκληρη ιστορία εξηγώντας τα. Ο κυρ-Παύλος ο λιθοβολημένος από τα παιδιά και την αδιάφορη κοινωνία. “Κάθε φορά που άπλωσα το χέρι να αγκαλιάσω ή να προσφέρω κάτι στον κόσμο, μου το τσάκισαν”, εξομολογήθηκε ο εγκάρδιος και απλός καλοσυνάτος, ο γηράσκων αεί διδάσκων και διδασκόμενος, ο παραδοξοφανής, ίσως, αλλά ποτέ παραδοξολόγος.


Μάρκος Μέσκος,
(Βιβλιοκρισία για το βιβλίο του Π. Χαρτοματζίδη,
“Το ναυάγιο του Σφιατογόρ”, (1934),
που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
“Ηχώ της Εδέσσης”).