26.2.16

ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΜΕΣΚΟ










«Η ποίηση ποτέ δεν παραδόθηκε ολοκληρωτικά στους ποιητές.»

Δύο μέρες πριν από την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Μάρκου Μέσκου με τον τίτλο «Άλφα Βήτα», συνάντησα τον ποιητή και κουβέντιασα μαζί του. Η συζήτηση δημοσιεύτηκε στο  περιοδικό τεχνών και πολιτισμού της Κύπρου,  ΔΙΟΡΑΜΑ  τευχ. 4  Ιαν.-Φεβρ./2016 


ΕΡ.  Παρ  όλον που έχετε ένα μεγάλο και πλούσιο έργο δεν έχετε επαναπαυτεί, αλλά συνεχίζετε και ανανεώνετε τη γραφή σας. Είναι η ποίηση ανεξάντλητη;


ΑΠ. Το μόνο που μπορώ να ισχυριστώ  στο ερώτημα σας είναι ότι η πορεία μου έχει αρκετές διαστρωματώσεις. Φυσικά δεν έχει τελειώσει τίποτε κι όλα από την αρχή.  Η τελευταία ενότητα των ποιημάτων μου «Άλφα Βήτα» αυτό εννοεί. Τη ζωή μας πάλι από την αρχή.
Αν η ποίηση είναι ανεξάντλητη; Φυσικά, και έτσι πρέπει να είναι. Η ποίηση ποτέ δεν παραδόθηκε ολοκληρωτικά στους ποιητές. Πάντα κάτι αφήνει πίσω το οποίο πολλαπλασιάζεται σε λίγο και γίνεται πάλι ένα ορυχείο προς άρδευση.


 ΕΡ.  Έχετε ήδη γράψει δυο βιβλία ποιητικής. Ποια είναι η ανάγκη που ωθεί ένα ποιητή να μιλά για τη τέχνη και τη τεχνική του έργου του;

ΑΠ.  Έχω την εντύπωση, όχι τη βεβαιότητα, αν εννοείτε το «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο», πιστεύω ότι όλο το βιβλίο και η  «Συνηγορία ποιήσεως» έχουνε ψήγματα ποιημάτων. Υπάρχουν και καθαρά ποιήματα μέσα.
Η ανάγκη που ωθεί ένα δημιουργό να μιλά για  τεχνική του έργου του, πιστεύω ότι αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον άγνωστο αναγνώστη, γίνεται πιο βατή, όταν εκτός από το μυστήριο ποίημα υπάρχει και κάποια προσέγγιση του ποιήματος από τον ίδιο το δημιουργό. Αυτό θαρρώ πως ωθεί τους περισσότερους να μιλήσουνε για τη τεχνική, αν και πάντοτε όλα αυτά αιωρούνται, δεν είναι τίποτα απόλυτο.


ΕΡ. Εκτός από ποίηση έχετε γράψει και πεζά. Ποια είναι η ανάγκη που υπαγορεύει ένα ποιητή να καταφεύγει και στη φόρμα του διηγήματος;

ΑΠ. Αρκετό καιρό τώρα, τα όρια ανάμεσα στα είδη της λογοτεχνίας είναι πολύ κοντά, πάρα πολύ κοντά. Πολλές φορές η ποίηση περνάει στο πεζό και το πεζό περνάει στη ποίηση. Είναι εμφανή τα σημάδια όταν κάποιος ασχολείται με τη ποίηση και κατόπιν γράφει διήγημα.
Δεν είναι το ίδιο εύκολο να περάσεις από τη φόρμα του διηγήματος στη φόρμα του ποιήματος. Όμως νομίζω ότι το διήγημα σου δίνει την ευκαιρία να μιλήσεις πλατύτερα για όλα αυτά που σ’ απασχολούν, για όλα τα βιώματα, όλες τις ανάγκες που έχεις, όλες τις επιταγές των γραφών σου. Αυτό νομίζω είναι ένα σημείο κομβικό στο ερώτημα σας.


ΕΡ. . Ενώ ζείτε Θεσσαλονίκη πολλά χρόνια, η ίδια η πόλη απουσιάζει από τη ποίηση σας, ενώ πρωταγωνιστούν τα τοπία του γενέθλιου τόπου.

ΑΠ. Κατ’ αρχάς έχει δίκαιο το ερώτημα, αλλά ωστόσο υπάρχουν μερικά ποιήματα τα οποία είναι καθαρότατα της Θεσσαλονίκης και κανενός άλλου τόπου. Όταν μιλάω για τον Αβραάμ Μπεναρόγια, όταν μιλάω για τον Τόλη Καζαντζή, μιλούσα για τις θάλασσες του Θερμαϊκού. Η ψυχή της Θεσσαλονίκης θα βγει από  άλλα συμπαρομαρτούντα, από άλλες συμπτώσεις. Εμένα μ’ αρέσει να μιλώ για την ιστορία της Θεσσαλονίκης από την εποχή των Ζηλωτών, της επανάστασης των Ζηλωτών. Από εκεί ξεκινά για μένα η Θεσσαλονίκη. Πιο νωρίς δεν την ξέρω. Υπάρχει ο Γαλέριος, βέβαια, ο Ρωμαίος αυτός μέγιστος αυτοκράτορας, αλλά τα άλλα, περισσότερο τα πνευματικά κίνητρα του τροχού της ιστορίας της Θεσσαλονίκης είναι μετά τους Ζηλωτές.


ΕΡ. Έχετε τοποθετηθεί πολύ ανοιχτά στα πολιτικά δρώμενα και ήσασταν υποψήφιος βουλευτής. Τι συνέπεια έχει αυτό για τον ίδιο τον ποιητή, το έργο του και τους αναγνώστες του;


ΑΠ. Τις συνέπειες δεν τις ξέρω. Γνωρίζω πολύ καλά όμως ότι, όταν οι πυρήνες του έργου ακουμπάνε σε μια πολιτική επιλογή, δεν είναι δυνατόν να αρνηθείς τη βοήθεια σου. Και όχι για το βουλευτιλίκι που λέμε, μια συμμετοχή, μια βοήθεια και μια συμμετοχή στον κόσμο αυτόν που ονειρεύεσαι και πιστεύεις. Τίποτε άλλο . Τι έχει; Τίποτα, ξεχάστε το. Πάλι από την αρχή.
Εμένα προσωπικά δεν με ενδιέφερε ποτέ αυτή η ιστορία του βουλευτή. Άλλωστε δεν μπορώ να επικοινωνήσω με κανένα εκεί μέσα. Προσπαθώ να βρω ένα βουλευτή   του χώρου στον οποίο ανήκω κι εγώ και δεν μπορώ. Αδύνατο να επικοινωνήσω.


ΕΡ. Ως καταξιωμένος ποιητής, πιθανότατα δέχεστε ποιητικές συλλογές νέων δημιουργών που ζητούν τη γνώμη σας. Από μια πρώτη εκτίμηση βλέπετε ότι αλλάζει κάτι στη σύγχρονη ποιητική γραφή ; Δίνει κάποιο άλλο στίγμα η νεώτερη γενιά ιδιαίτερα διακριτό;


ΑΠ.  Να θυμηθούμε λίγο και τον Μανώλη Αναγνωστάκη που έλεγε να κατεβάσουμε λίγο το πήχη,  γιατί η ερώτηση έχει το καταξιωμένος ποιητής.  Αυτό το απλό. Και είναι μεγάλος ο κύκλος του ποιητή, πολύ μεγάλος. Ένας άνθρωπος που τυχαίνει να γράφει ποιήματα. Σίγουρα δέχομαι πολλές ποιητικές συλλογές νέων ανθρώπων. Φυσικά κάθε εποχή έχει και τη γραφή της, έχει και τη δροσιά της, έχει κάποιες αφετηρίες. Όμως αυτές οι προσπάθειες οφείλουν να περιμένουν, να μη βιάζονται για να φανεί αργότερα εάν η Α, Β , Γ ή Δ  φωνή  είχε κάτι ιδιαίτερο να εκφράσει στο χαρτί με το μολύβι. Δεν είναι εύκολο. Απλώς εκείνο που φαίνεται είναι μια αισθητή ικανότητα του ανθρώπου αυτού που σου κάνει την τιμή να σου στείλει το πρωτόλειο του να δεις εάν από την αρχή προδικάζονται εξελίξεις και ίσως κάτι σημαντικότερο. Δεν μπορείς να πεις ότι έχεις να κάνεις με μια περίπτωση  ενός Ρεμπώ από τη πρώτη ή ενός Μπωντλαίρ ή μιας άλλης, μεγάλης ποιήτριας. Δεν είναι εύκολο αυτό. Απλώς βλέπεις ότι υπάρχουν εν ενεργεία κάποιες πλευρές αυτής της ενότητας που ενδεχομένως προδικάζουν κάποια καλύτερη ακόμα εξέλιξη.


ΕΡ.  Ποιών ποιητών συνοδοιπόρων σας, συγχρόνων με σας  ή λίγο παλαιότερων σας λείπει σήμερα η παρουσία, εκτός από τον Αναγνωστάκη στον οποίο αναφερθήκατε πιο πριν;


ΑΠ.  Εδώ στη Θεσσαλονίκη μου λείπει πάρα πολύ ο Κλείτος ο Κύρου. Μου λείπει, ο Άνθος Φιλητάς  που έκανε την εισαγωγή της κοινωνικής τέχνης στη Θεσσαλονίκη,  ο Καφταντζής, ο Τέο Σαλαπασίδης, που δεν τους γνωρίζει ο κόσμος, δεν τους ξέρει.
Όμως οι δικοί μου φίλοι τυγχάνει να είναι στο νότο, στην Αθήνα. Είναι ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ευτυχώς ζει ακόμα, ο Μάρκος Μαρκίδης ο οποίος αναχώρησε, ο Θωμάς Γκόρπας ο οποίος επίσης αναχώρησε, ο Ανδρέας Κίτσος Μυλωνάς ο οποίος δεν έγραφε ποιήματα αλλά έχοντας το πάθος ομοειδών αισθημάτων ήταν χρήσιμος κι αυτός στη παρέα. Ακόμα ο Τάσος Λειβαδίτης σαν περίπτωση ποιητή. Υπάρχουν και κρυμμένοι ποιητές που δεν γνωρίζει ο κόσμος. Ο Μανώλης Φουρτούνης, ο Γιώργος Γαβαλάς,  ακόμα ο Ροβήρος Μανθούλης και ο Σωκράτης Καψάσκης που γράψανε κάποτε ποιήματα  και αργότερα τους πήραν  άλλοι δρόμοι, ο κινηματογράφος, η απομόνωση στο χωριό και δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν το κέρμα της ζωής τους κι  από τη μια πλευρά κι από την άλλη. Η ασχολία με τη ποίηση θέλει αφοσίωση. Είναι πολύ σκληρή υπόθεση. Αν νομίζουν κάποιοι ότι η ποίηση είναι ο τρόπος να γίνουμε γνωστοί στους φίλους, στην οικογένεια ή στο σόι μας είναι οικτρά γελασμένοι.


ΕΡ. Έχετε επισκεφτεί παλαιότερα τη Κύπρο και ήρθατε σε επαφή με Κύπριους ποιητές. Ποια είναι η εικόνα που έχετε για την Κυπριακή ποίηση;  

ΑΠ. Να πω ότι δεν γνωρίζω καλά την Κυπριακή ποίηση. Γνωρίζω τον  Χαραλαμπίδη, τον Θεοδόση Νικολάου, είχαμε πάει στην Αγία Νάπα, πολύ καλός ποιητής.  Ακόμα γνωρίζω τον Μιχάλη Πιερή που μου έστελνε ένα περιοδικό. Από εκεί και πέρα δεν γνωρίζω λεπτομέρειες. Κάποιοι νέοι που γράφουνε μου έχουν στείλει ποιήματα αλλά δεν έχω σταματήσει πολύ εκεί. 
Και να πω και κάτι άλλο, μια δική μου ευχή. Με έχει κουράσει αυτή η ιστορία της ποίησης. Περίπου 60 χρόνια ασχολούμαι. Και τα Λύτρα, από τις τελευταίες μου συλλογές, τι νόημα έχει; Τα Λύτρα προς το ιερόν της ποίησης να με αφήσει ήσυχο να ξεκουραστώ, να ησυχάσω κάποτε, αλλά μάλλον δεν μ’ αφήνει.




Ανδρέας Καρακόκκινος