21.7.17

«Δύο χρόνια χωρίς τον Έκτορα Κακναβάτο»-προσπάθεια καταγραφής από τις τελευταίες διηγήσεις του [γράφει η κόρη του, Ρένια Κοντογιώργη]


ΡΕΝΙΑ: Εσύ να λες, εγώ να γράφω.
ΕΚΤΟΡΑΣ: Τι θες πάλι να μάθεις;
ΡΕΝΙΑ: Λέω για τοτε που θα έφευγες για Μέση Ανατολή.
(όσο ακομη θυμασαι, μίλα μην και χαθούν, μην περάσουν, μη σιγήσουν οι φωνές μέσα σου -όσο ακομη αντέχεις, σύρε τον καημό και στήσε τον απέναντι -ένας ακόμη λυγμός να μας ξεφύγει ειναι παρακαταθήκη, για όλους οσους ευλογηθήκαμε να τον ακούσουμε να διηγείται… Ξεκίνα απ` οπου θέλεις, ακούω.
ΕΚΤΟΡΑΣ: Δυο απόπειρες να περάσουμε απέναντι. Δυο φορές μας γυρίζουν πίσω. Δεν το μπορέσαμε!Λοιπόν παρακολούθα:

17.7.17

ΣΤΕΛΛΑ ΔΟΥΜΟΥ Χρονορυχείο, Θράκα

ΕΡ: Πώς βλέπει την ποιητική της περσόνα η δημιουργός σας;
ΑΠ; Στη βαθιά νύχτα εγώ με σκάφανδρο / μου αρκεί /- οι μικρές ιστορίες αρχίζουν με μια ανάσα
ΕΡ: Τι γνώμη έχει για την ποίηση;
Πολύ κάρβουνο για το τίποτα, αφέντες μου /πολύ κάρβουνο για το τίποτα.
ΕΡ: Τι πιστεύει για το ανθρώπινο είδος;
ΑΠ: (…) Κι όπως τρίβεται και λιώνει ο τρόπος / να στεκόμαστε όρθιοι / παρακαλάμε με στόμα απίθανο / να φυσήξουνε οι άνεμοι που θα μας επιστρέψουν /τα φτερά μας
(Χμ, εδώ τσάκωσα την ποιήτρια να ρωτά και να απαντά η ίδια για το φλέγον θέμα):
ΕΡ: Και τι προσφέρεις εσύ ποιητή εξόν /από λεκτικές εξαπατήσεις;

13.7.17

Μάρκος Μέσκος: Κριτικογραφία



  1. Μ.Αν.[Μανόλης Αναγνωστάκης], περ.Κριτική 2 (Μάρτιος – Απρίλιος 1959).
  2. Στέλιος Γεράνης, περ.Το Περιοδικό μας 9 (Μάρτιος 1959).
  3. Γιάννης Δάλλας, περ.Ηπειρωτική Εστία 84 (Απρίλιος 1959).
  4. Β.Νησιώτης [Πάνος Θασίτης], περ.Διάλογος 1 (Απρίλιος-Ιούνιος 1962).
  5. Μάριος Αφεντόπουλος [Μαρκίδης], περ.Μαρτυρίες 8 (Ιανουάριος 1964).
  6. Τάκης Σινόπουλος, περ. Εποχές 9 (Ιανουάριος 1964).
  7. Γιάννης Δάλλας, εφ. Το Βήμα (4-12-1971).
  8. Σ.Λ.Τσοχατζίδης, περ.Διαγώνιος 9 (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1974).
  9. Βασίλης Στεριάδης, εφ.Η Καθημερινή (22-6-1978).
  10. Τάσος Λειβαδίτης, εφ. Η Αυγή (22-10-1978)
  11. Θανάσης Θ.Νιάρχος, περ.Η Λέξη 10 (Δεκέμβριος 1981).
  12. Ανέστης Ευαγγέλου, Ανάγνωση και γραφή, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη (1981).

Η Αθηνά Δημητριάδου σε α΄ πρόσωπο

Λίγα λόγια για τον Στόουνερ, και όχι μόνον.
Το μεράκι ή το σαράκι της μετάφρασης με συντροφεύει από πολύ νεαρή ηλικία.
Ευτύχησα να έχω στα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά καθηγητές –τον Γιώργο Καρατσώλη αρχικά, τον Στέφανο Πατάκη αργότερα– οι οποίοι επέμεναν να μην είναι η μετάφραση ξερή αλλά να μεταφέρει το ύφος και το ήθος του κειμένου, την ανάσα του. Στη συνέχεια ήρθε η αναστροφή μου με τα αγγλικά κείμενα και αργότερα η ανάγκη να μεταφέρω –για λόγους βιοποριστικούς πια– σε στρωτά ελληνικά βιβλία μαζικής παραγωγής, ενίοτε προχειρογραμμένα, που ήδη έκαναν θραύση στις αγγλόφωνες χώρες και είχαν αρχίσει να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην εγχώρια αγορά.
Ήταν κι αυτά πολύτιμη μαθητεία με τον τρόπο τους.
Έφτασα στον Στόουνερ τυχαία ως αναγνώστρια, αφού είχα γευτεί τη χαρά και την οδύνη να μεταφράσω σπουδαία κείμενα, από τον Μέλβιλ, τον Τουέιν και τον Γουό μέχρι τον Μπέκετ, τον Κουτσί και τον Τομπίν. Ο Τζον Γουίλιαμς, όπως και ο σπουδαίος Ρίτσαρντ Γέιτς και η Κριστίνα Στεντ, είναι από τους Αμερικανούς συγγραφείς που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητοι στην εποχή τους, και ανακαλύφθηκαν εκ νέου –δικαίως– τα τελευταία χρόνια ως εξαιρετικά δείγματα γραφής. Ο ολιγογράφος Γουίλιαμς έγραψε σε μια εποχή όπου ήδη μεσουρανούσε ο Νόρμαν Μέιλερ, και αργότερα μονοπώλησε τη σκηνή ο πολυγραφότατος, χειμαρρώδης και ισοπεδωτικός Φίλιπ Ροθ.

1.7.17

Ο «Σιρόκος», του Τάκη Γκόντη

 Δήμος Χλωπτσιούδης


O Τάκης Γκόντης είναι ένας δεξιοτέχνης του λόγου πού ήσυχα δημιουργεί μακριά από τον πυρήνα της κριτικής και της δημοσιότητας. Ο δύσκολος δρόμος του ποιητή και συγγραφέα είναι σαν του αγρότη που καλείται να αντιμετωπίσει τα «δημοσιογραφικά φαινόμενα» προστατεύοντας τη «σοδειά» του.

Το νέο του μυθιστόρημα, «Σιρόκος» (Γαβριηλίδης 2017), έρχεται να επιβεβαιώσει πως ο χρόνος που περνά λειτουργεί προς όφελος του Εδεσσαίου λογοτέχνη σαν αγρανάπαυση δημιουργική.
Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται γύρω από τη ζωή ενός πατέρα που χάνει την επιμέλεια του γιου του, καθώς η σύζυγός του μετακομίζει σε μία αυστηρά ελεγχόμενη και προστατευόμενη περιοχή του νησιού, όπου κατοικούν επιφανή πρόσωπα της χώρας. Πλήθος αλληγοριών περικλείουν το έργο. Πολιτικές αναλογίες συνδέουν το μύθο με σύγχρονες πολιτικές καταστάσεις, ακόμα και αν η μυθοπλασία αφήνει σε απόσταση την επικαιρότητα. Έτσι όμως δίνει και μία διαχρονικότητα στο φανταστικό νησί και την εναλλαγή των προσώπων στους κάθε είδους θεσμούς με μόνο στόχο την κοινωνική ειρήνη –και βεβαίως τον κοινωνικό έλεγχο– και την προστασία μιας επιλεγμένης κάστας ανθρώπων.