16.10.18

ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ-Βασίλης Παπάς, «Chiaroscuro»





 ΜΙΚΡΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, κομμάτια από τη ζωή απλών ανθρώπων και επώδυνα οικογενειακά βιώματα αποτελούν το βασικό υλικό των αφηγηματικών ποιημάτων που περιλαμβάνονται στη συλλογή του Βασίλη Παπά. Έχοντας αυτά ως οδηγό, μια πόλη αποπειράται να διασχίσει ξανά έναν τραυματικό αιώνα μέσα στη διάχυτη καφκική ατμόσφαιρα που την περιέβαλλε τότε. Ένα chiaroscuro φιλτράρει την ιστορία· κάποια γεγονότα μένουν στη φωτεινή πλευρά της, ενώ η σκιά τους οδηγεί μοιραία κάποια άλλα στο σκοτεινό της φόντο και στον αφανισμό.


Ο Βασίλης Παπάς γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1954 και έχει σπουδάσει ιταλική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Φλωρεντίας. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Παράγραφος 1, 2» (Εξάντας 1987, Τα τραμάκια 1995), «Ντοκυμανταίρ» (Δελφίνι 1995) και «Πρωί στο φρύδι » (Κέδρος 2003). Το 2001 εκδόθηκε στην ΠΓΔΜ μια ανθολογία ποιημάτων του με τον τίτλο «Στην πόρτα μου» και το 2004 η συλλογή «Πρωί στο φρύδι». Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Romiosini στη Γερμανία μια ανθολογία ποιημάτων του σε δίγλωσση έκδοση με τον τίτλο «Frühmorgens am Felsrand». Ποιήματα, κείμενα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Το Δέντρο», «Ποίηση», «Νέα Εστία», «Εντευκτήριο», «Υπόστεγο», «Παρέμβαση», «Δέκατα», «Πολιορκία», «Οθόνη», «Απηλιώτης» και στις εφημερίδες «Η Αυγή», «Η Καθημερινή», «Αγγελιοφόρος». Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά, στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα γερμανικά, στα γαλλικά, στα βουλγαρικά και στα σλαβομακεδονικά.
(Το δελτίο τύπου του βιβλίου)

Η ΑΥΛΗ
Δὲν εἶχαν τίποτα νὰ κρύψουνε οἱ κυνηγοὶ
ζωηροὶ φυσιολάτρες τοῦ ’60
διεκδικοῦσαν μὲ ἀνέμελους θορύβους
τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς φυσικῆς ζωῆς.
Βαλσαμωμένα ζῶα στὴ βιτρίνα τους
πτηνά, ἀγριογούρουνα, ἐλάφια
μὲ γυάλινα ματάκια ἐπιτίθονταν
στὸ βλέμμα τῶν περαστικῶν.
Δίπλα τὸ ἐντευκτήριο
μὲ κουρτινάκια ἔκρυβε τὰ πάντα.
Μόνο ἂν ἄνοιγες ὡς τίμημα τὴν πόρτα
θὰ ἐρχόσουν ἀντιμέτωπος μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ κατηχητικοῦ
ποὺ διάβαζαν στὸ ἀναγνωστήριο βιβλία
ὅλα τους μ’ ἕνα βεραμὰν χαρτὶ ἀποστειρωμένα·
οἱ συγγραφεῖς καὶ οἱ τίτλοι τους ἤτανε ἀριθμοί.
Θεέ μου, τί πλήξη νὰ σὲ περιβάλλουνε
ὅλοι αὐτοὶ οἱ συγγραφεῖς
παραδομένα βλέμματα
πλάσματα ἀπὸ ταινίες φαντασίας
νὰ σοῦ προτείνουνε ἀνούσια βιβλία, βαρετά·
ὅλοι τους θά ’τανε σὲ λίγα χρόνια κνίτες.
Ἀνάμεσά τους ἡ στοὰ
κατέληγε στὴν ἐσωτερικὴ αὐλὴ τοῦ πανδοχείου
μ’ ἕνα μικρὸ στὴ μέση σιντριβάνι καὶ τὰ ψάρια
νὰ χάνονται οἱ ράχες τους στὰ πράσινα νερά.
Κοίταζα μὲ τὶς ὧρες τὴν αὐλὴ τὰ καλοκαίρια
ὅταν κυλιόμουνα στὸν βοῦρκο τοῦ ζεστοῦ μεσημεριοῦ
ἢ τοὺς χειμῶνες ποὺ περίμενα τὴ μουσικὴ
ἀπὸ τὶς στάλες τῆς βροχῆς στὶς σκουριασμένες στέγες.
Πελάτες ἔρχονταν, ἀναχωροῦσαν
μέσα σὲ ἄγριες κάπες τυλιγμένοι
μὲ πατατοῦκες καὶ βαριὰ παλτὰ
μὲ κασκορσὲ τὰ καλοκαίρια
ἄκεφοι πάντα, σκεπτικοί.
Σὰν ξένο ἔδαφος ἦταν ἡ αὐλὴ
μιὰ πρεσβεία μελαγχολικῶν ἀνθρώπων.
Μικροέμποροι ποὺ γύριζαν μὲ μπόγους στὰ παζάρια
ἄρρωστοι ποὺ ἐπισκέπτονταν κυρίως πρακτικοὺς
χωριάτες ποὺ δίνανε παρὼν τὰ πρωινὰ σὲ δίκες
ζευγάρια νευρικὰ ποὺ μόλις εἴχανε κλεφτεῖ
κι ἄρχιζε ἡ ἀπόγνωση ἀπὸ τὴν ἑπομένη.
Σκιές, φυσιογνωμίες μισοκρυμμένες,
ξένοι ποὺ θέλανε νὰ βρίσκονται κάπου ἀλλοῦ
ποὺ δὲν τοὺς ἔνοιαζε ποιοὶ ἤμασταν ἐμεῖς
συσσώρευαν τὸ ἀφηρημένο βλέμμα τους ἐκεῖ
καὶ περιφερόταν μὲς στὴν αὐλὴ φυλακισμένο.

ΤΟ «ΠΕΡΙΚΑΛΛΕΣ»
Δὲν ἦταν λίγοι ὅσοι χύσανε μαῦρο δάκρυ
ὅταν μεταμόρφωσαν οἱ μπουλντόζες
σὲ μιὰ στοίβα ἀπὸ μπάζα τὸ παλαιὸ «Περικαλλές».
῎Ετσι μάθαμε κι ὅλοι ἐμεῖς
πὼς τὸ ἀείμνηστο γυμνάσιό μας
καὶ προσωνύμιο διέθετε, ἐπίσης, φιλολογικόν.
Καθόλου ὅμως δὲν μὲ συγκινεῖ αὐτὴ ἡ ἱστορία
καὶ ἂν ἔστω ἐλάχιστα μοῦ πέφτει κάποιος λόγος
ὁμολογῶ πὼς δὲν διαπίστωσα τίποτα τὸ περικαλλὲς ἐκεῖ.
Οἱ κίονες ἐπὶ τῆς κεντρικῆς εἰσόδου –ρυθμοῦ ἰωνικοῦ–
ἦταν ἀναμφισβήτητα ὡραῖοι
καὶ στοὺς δυὸ τρεῖς ἀναβαθμοὺς
ἁρμολογοῦνταν πάντοτε σχολαστικὰ
κεφάλια τελειοφοίτων μαθητῶν
στὴν ἀναμνηστικὴ φωτογραφία.
Τὸ θέμα ὡστόσο ἤτανε ἀλλοῦ
ὄχι στὸ ἑτοιμόρροπο ἀρχοντικὸ σχολεῖο
ἀλλὰ στὸ ὀδυνηρὸ περιεχόμενό του
στὸν πείσμονα κατατρεγμὸ
τῆς γλώσσας ποὺ σᾶς διηγοῦμαι τώρα
στοὺς ἱερωμένους μὲ μορφὴ ἀναχωρητῶν
ποὺ προέτρεπαν μὲ οἶστρο ἐνστόλων
–ὅταν ξεπρόβαλλαν ἀπ’ τὸ φαρμακερὸ μικρό του μπαλκονάκι–
στὸ μέρος ὅπου δὲν ἀκούγονταν ἔργα μεγάλων ποιητῶν
παρὰ λόγοι ἀγαθοὶ τοῦ βασιλέα Παύλου.
Καὶ ἂν εἶναι νὰ εἰπωθεῖ κάτι καὶ γιὰ τὸ παρελθὸν
μιὰ ἀναφορὰ σ’ αὐτό, ποὺ ζοφερὸ μαζὶ μὲ τὸ σχολεῖο
δούλευε ἀσταμάτητα
καὶ ἐκτελοῦνταν οἱ ἀποφάσεις του ἐκεῖ,
τὸ ἔκτακτο στρατοδικεῖο.
Τὰ κτίρια στὴ μνήμη μας
δύσκολα ζοῦνε χωριστὰ ἀπ’ τὸ περιεχόμενό τους
ποὺ ἀγωνίζεται νὰ διαχυθεῖ
κάποια στιγμὴ στὸ chiaroscuro ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ζωὴ
ν’ ἀφήσει μόνο του τὸ ἐξαγνισμένο κέλυφος στὸν χρόνο.
Γι’ αὐτὸ καλύτερα ἂς εἶναι ἐλαφρὺ τὸ χῶμα
καὶ ἡ παιδικὴ χαρὰ ποὺ πλέον σκεπάζει
τὸ παλαιὸ «Περικαλλές».
Στὴν μπάλα τὴν ψυχρόαιμη τοῦ κατεδαφιστῆ
οἱ σφαῖρες ποὺ πυροδοτήθηκαν
ἀπ’ τὴ σκανδάλη τοῦ ὅπλου ἢ τοῦ μυαλοῦ
βρήκανε κάτι νὰ σκορπᾶ δικαιοσύνη.

ΟΙ ΣΚΙΕΣ
Εἶπε τὰ λίγα λόγια, ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ στιγμή.
῎Εγινε ἡ μετάφραση, πῆρε στὸ χέρι ἕνα ποτήρι
νὰ περιδινηθεῖ στοὺς καλεσμένους.
Οἱ πίνακες τοῦ φίλου του
ὑποχρεώνανε σὲ δημιουργικὸ κλοιὸ
μιὰ αἴθουσα ἀσφυκτικὰ γεμάτη.
Κάποιος πλησίασε καὶ τοῦ ’σφιξε τὸ χέρι.
Κάτι τοῦ εἶπε σὲ σπασμένα ἑλληνικά.
Καὶ πρὶν προλάβει νὰ εὐχαριστήσει
εἶδε μιὰ ἀνθρώπινη γραμμὴ
νὰ σχηματίζεται ἐμπρός του.
«Καθηγητὴς Ἰατρικῆς», συστήθηκε ὁ πρῶτος.
«Δικαστικός, Πρόεδρος τοῦ Ἀνωτάτου...»,
«Συγγραφέας», «Καθηγητὴς τῆς Νομικῆς»...
Ὅλοι τους συντοπίτες του ἀπὸ κεῖ.
Λιτοί, σύντομοι, βουρκωμένοι.
Μὰ ποιοί εἶναι αὐτοί, ποιό εἶναι τὸ μέρος.
Γιατί ἄλλαξαν ὅλα ξαφνικά.
Ἐγὼ σὲ ἔκθεση ζωγραφικῆς ξέρω ὅτι μπῆκα
πῶς ἔγινε καὶ βρέθηκα μὲς στὶς σκιὲς τοῦ Ἅδη.

 Εκδόσεις Κίχλη Kichli Publishing

Δεν υπάρχουν σχόλια: