21.2.19

Πρόσκληση σε Κάθισμα ευχών

Γράφει ο Σταύρος Σ. Σταμπόγλης //

Γιώργος Χ. Θεοχάρης: Ποιητική συλλογή «ΠΛΗΣΜΟΝΗ ΟΣΤΩΝ», Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα Οκτώβριος 2018

«Πλησμονή οστών»· τίτλος – φράση σαν φλούδι αβύσσου· ένα  μικροτσίπ. Εδώ η έννοια «αφθονία σώματος»  δεν σημαίνει παρά  «κόκκος αλατιού».  Όπως σκάλιζαν κάποτε το σύμβολο «ΙΧΘΥΣ». Όπως εκφέρουμε τη λέξη «ΣΤΑΥΡΩΣΗ». Ποιητική  ορμώμενη από φόρμα «νεονατουραλιστική», θα τολμούσα. Μιλώ για  την εξαιρετική Μεταφορά του εναρκτήριου ποιήματος  ORIOLUS ORIOLUS, (απόσπασμα 1ο ), «Έκοβα σύκα λευκά, σφιχτά, μόλις που να μαλάσσονται, σαν στήθος νεαρό – κόρφος ανέγγιχτος, κι  έσταζε κόμπους κόμπους το γάλα τής επιθυμιάς στις άκρες τους και στάλα στάλα εδάκρυσεν η γλύκα στο κέντρο τού χλωρού κορμιού τους».

Σε άλλο σημείο της συλλογής συναντάμε  ένα  ποίημα, το κορυφαίο ίσως,   με έντονο στοιχείο νέο-νεορομαντισμού.  Ρομαντισμός· μια «αρχαιότητα»  με σπάνιο ήθος, ακόμη  προπορευόμενη,   κι εμείς λαχανιασμένοι πίσω της. Όπου ο τρόπος  προβολής
της Ανάγκης, της  Ελευθερίας, του Θήλεος, του Έρωτα , της Ανάφλεξης,  θεωρήθηκε   επαναστατική στιγμή στην νεότερη Ιστορία του Ανθρώπου, (απόσπασμα 2ο ),
« Την όμορφη γυναίκα δείτε, που αποκοιμήθηκε, γυμνή στην αμμουδιά. Τα ανοικτά της σκέλη, διχάλα μαστιχόδενδρου, π΄ απ΄ την πληγή του στάζει, λαμπυρίζοντας,
κόμπους κόμπους ο έρωτας. Στη λόχμη των λαγόνων της μπαινοβγαίνουν
μελισσάκια· φτιάχνουν το μέλι των φιλιών στου εφηβαίου της τη μαλακή κηρήθρα».
Ο Ρομαντισμός σηματοδοτεί την έναρξη του Μοντέρνου στην εξέλιξη
των ανθρώπινων .
«Πορευόμενοι» θα βρούμε γραφές του πένθους, του θανάτου και του χωρισμού όπως οφείλουμε. Με  χάρες, απώλειες,  οδύνη, τρυφερότητα, καρτερία, αποδοχή· και
η επίγευση  ένας παρηγορητικός κόσμος. Υποθέσεις αγίων  καθώς σε κυκλώνει ο ψίθυρος των χρωμάτων. Μα μιλούν τα χρώματα; Πως δεν μιλούν· μιλούν, συνομιλούν κι ομολογούν  τ΄ αγκάλιασμα της ευχής, (απόσπασμα 3ο ), «Ακόμη κι οι παράλληλες σιδηροτροχιές έχουν μια βεβαιότητα συνάντησης στο άπειρο. Στη νιοστή του ακόμα επιθυμία. Δώρησέ μου την ανεπανάληπτη θλίψη του χωρισμού στην αποβάθρα. Ο χωρισμός στο τραίνο στάζει πίκρα ώρα πολλή κι όπως κι εσύ καλά καταλαβαίνεις υπάρχει χρόνος να ξανασκεφθούμε. Ή, -τύχη αγαθή- , ν΄ αναθεωρήσουμε του τέλους τη θυσία».
Το  4ο απόσπασμα  είναι του  πένθους για τον φίλτατο, «Πίναμε στη μνήμη του και, κάθε βράδυ, έκτοτε το φεγγάρι πρόβαλλε από την ανατολή φωτεινό, λαμπερό, αντίδωρο στη συγκινητική, θνητή προσήλωσή μας. Εκείνο το καλοκαίρι, ούτε μια νύχτα, δεν καθίσαμε ξανά χωρίς τον Χρήστο».

Πρόκειται για Λόγο που αφενός ακολουθεί το σύγχρονο και αφετέρου διαφυλάττει
τις  υποσχέσεις του ελληνικού παραδοσιακού – δημοτικού τραγουδιού  και του λαϊκού άσματος των πόλεων, (απόσπασμα 5ο ), «…στο πικραχείλι του, κραυγή η φωνή του. Βαρύς, κατεβασμένος ο ουρανός προσμένει την πικρή ανάληψή του». Ο Θεοχάρης  χρησιμοποιεί τα πάντα. Δεν  πετά τίποτα. Η ποιητική του γεφυρώνει, δεν διασπά.
Θα υποστήριζα πως στηρίζεται κυρίως στην ολιστική σκέψη, παρά στην  καρτεσιανή λογική.  Βρισκόμαστε πολύ μακριά από την   παγωνιά της γραφειοκρατικής γνώσης
και άλλες στολές, παραφράζοντας κάτι από Χέγκελ, κάτι από Λορεντζάτο. Είναι
μια ποιητική που αναλύει το πολύπλοκο πίσω από την προβαλλόμενη  απλότητα .
Όπως  η λεωφορειογραμμή με τίτλο «Άνω Νέα Σμύρνη τέρμα Ασύρματος», (απόσπασμα 6ο ), «Κι ωστόσο ζηλωτές αεί της ζωής, θαμώνες του παρόντος, στο
σκαληνό της πλατείας Μαβίλη θα ανταμώνουμε,  φίλοι».  Εδώ το ενιαίο της συντριβής κινείται  ιππεύοντας  τους μετασχηματισμούς του.   Ό,τι σημαίνει την δύναμη της Συνύπαρξης κατά την Ανάγκη·  υπολογίζοντας μια απόσταξη. Ό,τι αντέχει  την συγκρουσιακή λογική των αποστάσεων κατά την κίνηση, ενώ ο ουρανός στο βάθος της  λεωφόρου Συγγρού  παίζει  σε αποχρώσεις   πληγωμένης θάλασσας. Ναι, στους κόσμους του υπερρεαλισμού διεισδύουμε μόνο μέσω των  τραυμάτων.
Η ποίηση του Θεοχάρη δεν θρυμματίζει τις εικόνες, δεν κόβει τις ευθείες, αλλά
λεηλατεί το γεγονότος  για να γράψει το ποίημα  ως τεθλασμένη γραμμή. Όπου
σερβίρει παγώνοντας  ιδανικά τις στιγμές,  κι αφήνει σ΄ εμάς την ευθύνη του βρασμού.
Ο αναγνώστης μου δεν μπορεί να είναι το ουδέτερο σε τούτη τη σχέση αλλά η
γεννήτρια, αν του λόγου μου είμαι το καύσιμο, υπονοεί ο ποιητής,  (απόσπασμα7ο),
« Ναι,  απάντησε ο γιατρός, αλλά μη φοβάστε, είμαστε στο νοσοκομείο, κι εξάλλου θυμηθείτε τον Εμπειρίκο: αγαπάμε , ανέκαθεν, διαπύρως τη ζωή. Οι εξετάσεις
έδειξαν ότι το επεισόδιο δεν ήταν εκτεταμένο. Έλαβε αγωγή ενδοφλεβίως επιστρέφοντας στο δωμάτιο».
Εδώ, πάντα  έχουμε να κάνουμε με  ρυθμούς καρδιάς που γεννιούνται από την τριβή της αντικειμενικής πραγματικότητας με την ιδιαιτερότητα καθώς η Ανάγκη παίζει τον ρόλο της  μήτρας  κι όχι της ερινύας. Κάτι που αφήνει επίγευση αλήθειας, (απόσπασμα 8ο ), «Οργώνοντας έφτασες στη θάλασσα –  κι είδες εκεί την αιχμή του αρότρου σου-  καρίνα της βάρκας που, πάντα, σε περίμενε  –  ανέβηκες  –  και επί των κυμάτων  βαδίζοντας  –  πέρασες στην Αχερουσία   αροτριώνοντας ακατάπαυστα – τώρα-
τα πετρωμένα χώματα του Άδη»* . Ακούστε τα μαντάτα σε νάρθηκες, ανοιχτείτε κάτω από λεπτεπίλεπτους μίσχους τετρακιόνιων παλαιολόγιας κοπής, σε τύμπανα και σφαιρικά τρίγωνα ουράνιων θόλων. Θα δείτε τούτες τις εικόνες, και ακόμη ζωηρότερες, ολοζώντανες να σας γνέφουν. Τα σωθικά της Βυζαντινής τέχνης διαθέτουν αρκούντως βάση υπερρεαλιστική.


Γιώργος Χ. Θεοχάρης

Όμως  η συλλογή παρά τα διακριτά αρώματα,  είναι ένα  ενιαίο αγαπητικό τραγούδι, με την ουμανιστική έννοια. Τραγούδι υπό τον καυτό ήλιο της πεθυμιάς, ή μήπως είναι ο πόθος για την ζωή, πράγμα που στην ουσία σημαίνει το ίδιο. Ενώ αλλού  ομολογείται σε ήχο τρυφερό και ευθύ  η άλλη μέρα. Οι απώλειες του, κάθε είδους και επιπέδου, ενισχύουν την  ερώτηση που  μας γεμίζει ελπίδα, (απόσπασμα 9ο ), «Τι μένει; Τι απομένει; / Πως ακόμη / αρδεύεται  ετούτη η πόλη; / Ποιο μυστικό κρατάς ω Ποίηση / και οι  θαμμένες κοίτες μένουν ζωντανές;». Αλλού αποτυπώνει την ομορφιά του  «δίνομαι». Δεν  λιμπίζεται αλλά   επιθυμεί με θαυμασμό και σέβας, (απόσπασμα 10ο ), «Μα εγώ που εσπούδασα τη γλώσσα των άψυχων / των στεναγμών τους το ρυθμό, τους κώδικες των ήχων / ξέρω πως ο έρωτας με μιας και τ΄ άψυχα ψυχώνει / κι ούτ΄ από σίδερο καρδιά δεν στέργει νά ΄ναι μόνη».  Εδώ η φόρμα σφυρίζει μέχρι «Ερωτόκριτο ρυθμό». Δεν φοβάται ο Γιώργος Θεοχάρης ν΄ ακουμπήσει τρόπους. Όπου με καθημερινή λαλιά, με οικονομία, με οικείες μεταφορές και απλούς συμβολισμούς,  ορίζει το αυθεντικό και το έγκυρο. Και πάντα μακριά από τις παγίδες μιας έντονης ελλειπτικότητας και μιας  υπέρ-αφαίρεσης όπου ο λόγος καμιά φορά  καταλήγει μεταμφίεση αινίγματος.
Η  ζωή, υπονοεί ο Θεοχάρης, είναι θρόϊσμα εμπιστοσύνης και πίστης. Ό,τι ενισχύει την καθολικότητα των εννοιών «προσπαθώ», «δέομαι», «απαιτώ» για την ανακούφιση και την σωτηρία της Ύπαρξης.  Μια έκκληση   που μετασχηματίζεται σε προστακτικό χρόνο απέναντι στην καρτερία της αιωνιότητας … «αγιασθήτω, ελθέτω, γενηθήτω, δος ημίν».  Απαιτεί την Ύπαρξη  όχι ως επηρμένος ημίθεος αλλά ως μεγάθυμος ευπατρίδης  σ΄ ένα σύμπαν που έχει φτιαχτεί για μα μην  συνεργάζεται, και γι  αυτό τον έχει ανάγκη. Αναθρώσκει ετούτη η γραφή όπως  ακουμπάμε στ΄ ανοικτό  παράθυρο τα ψίχουλα. Να τα πάρουν τα πουλιά να τ΄ αποθέσουν στο χώμα, να τα μοιράσει ο άνεμος. Εικόνες να στολίσουν τα μάτια  των παιδιών. Τα παιδιά είναι που σώζουν τον κόσμο. Τα παιδιά υπάρχουν πριν από εμάς. Είναι οι κυλιόμενες συσπειρώσεις του μέλλοντος πριν απ΄ το παρόν μας. Συνθήκη τζαζ rock. Δηλαδή και heavy metal να τις πεις   έξω δεν πέφτεις.
Ορίστε  πάλι η ανάσα του Χέγκελ στον σβέρκο μας, (απόσπασμα 11ο  ), «…γιατί τα παιδιά είναι η μόνη κατορθωμένη ομορφιά και τα  αθώα βλέμματά τους είναι η μόνη μας παρηγοριά απέναντι  στη ζοφερότατη πορεία προς το θάνατο που λέγεται ζωή και γιατί τα παιδιά είναι της ομορφιάς το αλφαβητάρι και  τα  κορίτσια τα εύηχα του φωνήεντα». Αλλά μια και μιλήσαμε για σουρεαλισμό, ροκ ματιά, κλέφτικους και τις καρδιάς ρυθμούς, να ένα ακόμη συμβάν  σε τούτο το σταυροδρόμι, (απόσπασμα 12ο ), «Σκέφθηκα πως όσο δεν κατορθώνουμε να μεταφράσουμε την απουσία / δεν θα το καταφέρουμε: να μη μας λείπουν οι νεκροί./  Σε λίγη ώρα πέρασε μπρος μου η νεαρή καντηλανάφτισσα. / Φορούσε κλαρωτό  ένα φόρεμα και σιγοτραγουδούσε. / Πριν βγει στο δρόμο έστρεψε, / είδε πως ήταν πάνω της αγκιστρωμένη η ματιά / και με μια κίνηση θριαμβική, στα χέρια μου, / γεμάτο, / ρίχνει ένα πορτοκάλι μοσχοκάρφια». Μέθεξη πάνω και κάτω κόσμου, ή ο πειρασμός ως μέγα εύρημα  ζωοποιό.  Δεν μπορείς να φανταστείς που δύναται να τρυπώσει η ζωή με το λεπίδι της ομορφιάς της. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μετέρχεται  ο ποιητής για να ξετρυπώσει, να ανακρίνει, να επιλέξει  και να αποκαλύψει τα πιο κοφτερά χιλιοστόμετρα.
Ο Θεοχάρης δεν είναι συγγραφέας-σεναριογράφος, δεν στήνει ιστορίες. Επαφίεται
στην αστραπή που θα τον πληγώσει, (απόσπασμα 13ο ), «Με την παρέλευση σαρανταοκταώρου υπεβλήθη σε μαγνητική τομογραφία, στην ανάγνωση της οποίας εντοπίστηκαν  στην δεξιά πλευρά του εγκεφάλου ίχνη εκρήξεων από βαρελότα, χαλκούνια και άλλα μαϊτάπια. Τα φίλμς της απεικόνισης είχαν μιαν έντονη
μυρουδιά μπαρούτης». Κάποιοι αυτό το λένε «γενναιότητα» να κονιορτοποιείς
το κακό, άλλοι «εξ αποκαλύψεως δημιουργία», ή απλά «προνόμιο».
Δέστε ακόμη κάτι άλλο,  η άγραφη σελίδα είναι ένα λευκό εχθρικό· μια  εμμονική αθωότητα. Οι λέξεις προέρχονται απ΄ το κτισμένο. Το κτισμένο φέρει την αμαρτία του λόγου.  Οι λέξεις που πέφτουν στο χαρτί  προηγούνται ακόμη κι  αν φαίνεται ότι έπονται. Όμως παρά την εμπειρία τους οι λέξεις είναι σαν τα Κυριακάτικα κορίτσια  που βολτάρουν στην ακροθαλασσιά. Ξεσηκώνουν τον κόσμο. Ορίζουν  την αίσθηση
του χρόνου στην άβυσσο του κυανού καταμεσής. Εκσυγχρονίζουν και εξανθρωπίζουν οι λέξεις, αν όπως ο Θεοχάρης τιθασεύσεις και τον τόπο και τον χρόνο τους χρησιμοποιώντας το κόλπο της metáfora.  Σαν έμπειρος, αν θέλετε, ταχυδακτυλουργός,  ακολουθώντας τις συμβουλές του αγαπημένου Ελλήνων και Λατίνων Πάμπλο Νερούντα, (απόσπασμα 14ο ), «Μονάχα εκείνος που θα  ευλογηθεί / να σκύψει να μυρίσει τα χρυσάνθεμα / να τα χαϊδέψει ερωτικά / και να γευτεί τής γύρης τους το απόσταγμα, μονάχ΄ αυτός μπορεί / την παγωνιά της βαρυχειμωνιάς / που επίκειται, ν΄ αντέξει».



Η «Πλησμονή οστών» δεν φωνάζει.  Μα ο χαμηλός τόνος  δεν είναι από αδυναμία  αλλά  καρτερικότητα  και μέγα εσωτερικό αναστεναγμό. Αυτό που φαίνεται σε κάθε ποίημα είναι η κορυφή. Ο Θεοχάρης ορίζει τις μυστικές  αστραπές μας  ως συμπαντικό φλερτ καθώς το θεϊκό ίσα που μας κλείνει το μάτι σε μια στιγμιαία διασταύρωση. Αλλά, αλλά το -νυν και αεί- για τον ανθρώπινο χρόνο δεν σημαίνει διάρκεια μα  ευθύνη. Ευθύνη να σμίγεις. Ευθύνη να παλεύεις το σύνηθες και το πεπερασμένο. Ευθύνη να αναγνωρίζεις την ομορφιά για ένα μοναδικό καθήκον , να την προστατεύεις. Οι λέξεις του Θεοχάρη είναι μέρος του ήθους μας,  της   ελπίδας μας. Ό,τι ανθοφορεί μέσα στην επιθυμία και στην ανάγκη,    (απόσπασμα 15ο ), «…χαίρονται το κορμί τ΄ Απρίλη ολοκληρωτικά, / κάνοντας τα γλυκά τα μάτια και στον Μάη».
Η «Πλησμονή οστών» είναι μια γωνιά  ανακούφισης,  μια καταφυγή καθώς οι οβίδες σκάνε πλάι μας. Και μην αφεθείτε  ούτε στιγμή πως οι λέξεις του Θεοχάρη  μπορεί να είναι τυχαίες ή τεχνητές,  αλλά να σκέπτεσθαι πως τα σωθικά του λόγου έχουν πολύ υποφέρει, (απόσπασμα 16ο ), «Στίλβουσες λάμες δίκοπες / δεν σφάζουν δεν ματώνουν / μόν΄ από σάρκες χάρτινες / λέξεις ελευθερώνουν». 
Εδώ μέσα είμαστε  κάτω από  έναστρο ουρανό.  Σε Κάθισμα ευχών είμαστε και σε ακροκέραμο απογείωσης, ως αγριοπερίστερα σημαδεμένα από το χέρι της αιωνιότητας. Τελειώνω,  παραφράζοντας τον ποιητή,  «… πάντα να βλέπουμε επίμονα, ασάλευτα, ανατολικά».


Αντίκυρα 24 Ιανουαρίου 2019

 http://fractalart.gr/plismoni-ostwn/?fbclid=IwAR0zCEwGWCPhVSeAn2_32IYrt5AWjDg9aVK8NBwIUktYv-ULQw4a6ayu8cs

* Οι παύλες, (-), είναι προσωρινό τρικ του σχολιαστή για να διευκολυνθεί στην  απαγγελία…

Δεν υπάρχουν σχόλια: