24.2.19

Στρατής Πασχάλης,Η παρέμβαση που καλεί σε υπέρβαση (του Θ.Παπαϊωάννου)

Είτε βαδίζει μόνος σε μια αρχαία ακρογιαλιά, είτε συνωστίζεται σε κάποιο shopping mall του καιρού μας, υπάρχει κάτι εντός του ανθρώπου, το οποίο ζητά να εκφραστεί. Κάτι που κυριεύει σαν ίλιγγος και διαπερνά σα ρίγος. Μια ανεξιχνίαστη ευαισθησία. Ένα φτερούγισμα της ψυχής που αψηφά κάθε λογική νευτώνειου τύπου. Ορμέμφυτο και συναίσθημα. Μπορεί να προκύπτει από κάποιο βίωμα – ο συγκλονισμός μπροστά στη θέα ενός φυσικού φαινομένου, μια προσωπική, συναισθηματική εμπειρία, αλλά το βίωμα είναι η αφορμή για να ξεπροβάλει αυτό το τόσο άναρχο όσο και ριζικό, το τόσο αφηρημένο όσο και βαθύ, το τόσο προσωπικό όσο και καθολικό πράγμα. Κάτι σαν την ακαριαία συνειδητοποίηση της ιερότητας του να υπάρχεις. Κάτι που δεν υπόκειται σε κανένα ορθολογικό σύστημα και δεν εκτονώνεται από την ιδεολογία. Κάτι τόσο έντονο όσο και απροσδιόριστο, που μόνο σε κάτι άλλο ομοούσιο με αυτό μπορεί να αποτυπωθεί. Σε κάτι που δεν ορίζεται, παρά μόνο αναγνωρίζεται.

    Η ποίηση δεν ορίζεται, μόνον αναγνωρίζεται. Σαν κάτι φυσικό που το εισπράττεις πριν καν σκεφτείς. Αποτυπώνει τη βαθύτερη αυθεντικότητα, την εκστατική απορία, την απάντηση στο αναπάντητο. Στάση ζωής. Διαρκής αναζήτηση γνησιότητας πάνω κι έξω από τις σχετικές αξίες και μόδες που ορίζουν τη συμβατική ζωή των κοινωνιών, αποφαίνεται ο Στρατής Πασχάλης στο βιβλίο του «Ποίηση σε μικρόψυχους καιρούς». Και συνεχίζει: Αν θες, ας πούμε, να επαναστατήσεις αληθινά στις μέρες μας, άφησε το ποίημα αχαλίνωτο να γεμίσει επίθετα, να ανακαλύψει ξανά τη φαντασία και τα αισθήματα, να πει το καθετί σα να μην ειπώθηκε ουδέποτε, να αποτυπώσει τη ζωντάνια της στιγμής. Ξέχασε ό,τι διάβασες, σκέψου με την αίσθηση, νιώσε την όποια γλώσσα, πιο βαθιά και απ’ τα νοήματά της, μην εκδώσεις ποτέ – ζήσε!  Ανατρεπτικός στοχασμός ενός ποιητή ή κραυγή αγωνίας ενός ευαίσθητου ανθρώπου; Γιατί όχι και τα δύο σε μια μεταιχμιακή εποχή, τόσο κομβική για την ανθρώπινη ύπαρξη;
Στο βαθμό που το ποιητικό κατοικείν συνιστά μια πρόταση ύπαρξης, το ποιητικό δοκίμιο του Στρατή Πασχάλη αποτελεί μια καίρια παρέμβαση. Άλλωστε, η στιγμή που διάλεξε να το εκδώσει, με φόντο το άνυδρο τοπίο στα Γράμματα και την Τέχνη γενικότερα, σίγουρα δεν είναι τυχαία. Σε μια εποχή που η ποίηση, υπονομευμένη από την ψυχανάλυση, κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από την υστερία ενός ανθρώπινου υποκειμένου που κινδυνεύει να γίνει ψηφίο μιας αλγοριθμοποιημένης μάζας και ασφυκτιά, αλλά, εκφραζόμενο με αυτόν τον τρόπο, δεν καταφέρνει κάτι άλλο από το να διαιωνίζει αυτιστικά το αδιέξοδo μιας «κρίσης χωρίς τέλος» (!), ο Πασχάλης αντιπροτείνει την υπέρβαση, στρέφοντας το βέλος προς τα έξω – «…που με αποπλάνησε ένα φυτό στην άκρη του πεζόδρομου με άνοιγμα προς το Άνοιγμα» (2).
Γι’ αυτόν, η πραγματική επανάσταση υπέρκειται της ιστορικότητας και συνίσταται στην ανάσταση του εσωτερικού ανθρώπου. Το διακύβευμα είναι η εσωτερική ελευθερία και η ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι μια ζωντανή ενέργεια που, ανήσυχη διαρκώς, μεταδίδει την ανάγκη του ανθρώπου να υπερβεί τις συμβάσεις και ν’ αναπνεύσει έναν αέρα εσωτερικής ελευθερίας. Απελευθερώνοντας τις λέξεις από τα δεσμά της χρησιμοθηρικής τους υποτέλειας, το ποίημα επιτυγχάνει κάτι πέρα από τον συμβατικό τρόπο επικοινωνιακής επαφής, μια «λυτρωτική φυγή», που ταυτοχρόνως σημαίνει και ισχυρότερη παρουσία του ανθρώπου στον εσωτερικό του κόσμο. Στην ποιητική στιγμή της απόλυτης ειλικρίνειας, το Εγώ γίνεται ένας Άλλος και ο ποιητής – ο άνθρωπος, καταφάσκει υπαρξιακά μέσω της αυτοακύρωσής του, σε μία συνθήκη, η οποία συνταιριάζει τον παροξυσμό της ερωτικής κορύφωσης με την χαρμολύπη της καρδιακής προσευχής  αφού – «πόρρω ηδονής ίδρυται και λύπης το θείον»(3).
Επωμισμένη τη μετάδοση του δέους, η ποιητική φράση, θνησιγενής, καταλήγει στο λευκό χαρτί αποδίδοντας μιαν αίσθηση αειθαλή και τότε, εκεί που τέμνονται η ηδονή και η οδύνη, το ακαριαίο γίνεται αιώνιο και η Ιστορία ακυρώνεται. Αυτή η έκσταση που οδηγεί στη λύτρωση από την αμείλικτη πρόοδο του ιστορικού χρόνου και διασώζει τη γνησιότητα της ψυχής είναι το ζητούμενο.
    Η Ιστορία δεν διασταυρώθηκε με την ποιητική κατάσταση όπως η ατομική ψυχή. Όχι γιατί δεν μπόρεσε, αλλά γιατί δεν θέλησε να ρισκάρει την κατάργησή της. Εκεί που τέμνεται η ψυχή με την ποίηση, ο κόσμος καταργείται, κι αρχίζει να διαγράφεται ο μετα-κόσμος, δηλαδή η Ζωή ως μη προ-θανάτια διαδικασία, γράφει ο Στρατής Πασχάλης, φέρνοντάς μας στον νου τον Μπασελάρ:   «Η ποίηση είναι μια στιγμιαία μεταφυσική. Ένα σύντομο ποίημα, δίνει μια θέαση του Σύμπαντος και, ταυτόχρονα, το μυστικό μιας ψυχής, ενός όντος και των αντικειμένων. Αν απλώς ακολουθεί τον χρόνο της ζωής, είναι κατώτερο από τη ζωή. Υπερτερεί απέναντι στη ζωή, μόνο όταν ακινητοποιεί τη ζωή, όταν βιώνει επί τόπου τη διαλεκτική της χαράς και της οδύνης.»(4)
Η ποίηση υπάρχει αντιφατικά – με εκείνη τη δισυπόστατη όψη του αγγέλου. Προτιμά την άγρια χαρά της πραγματικής ζωής από την πλαστή αισιοδοξία του θετικισμού. Πύρινη λαίλαπα έτοιμη να κατακάψει κάθε βεβαιότητα τεχνοκρατικού ντετερμινισμού και φως ικανό να ανάψει το μέσα μας βλέμμα. Άνθος και πένθος. Οξύ ικανό να θανατώνει τα καρκινικά κύτταρα κάθε ραδιούργου κολεκτιβισμού και έλαιο – βάλσαμο για τα μεράκια μας.
Ανένταχτο στην κωδικοποιημένη αισθητική των ρευμάτων τέχνης, το ποίημα, γνήσιο εργόχειρο της ψυχής και της αίσθησης, είναι αδύνατο να χειραγωγηθεί από οποιαδήποτε νοοπολιτική επιχείρηση. Χειρονομία που παρακινεί και χάδι που καταπραϋνει, το ποίημα μπορεί να γίνει κτήμα του κάθε αναγνώστη, αλλά και δημιούργημά του μέσα από την εντελώς προσωπική του ανάγνωση και να τον παρασύρει στο να ανασύρει από τα συντρίμμια της ισοπεδωτικής σύμβασης, την εσώτερη αλήθεια του. Αφ’ ενός να κοινωνήσει ο ίδιος με αυτήν την αλήθεια και αφ’ ετέρου να κοινωνήσει αυτήν την αλήθεια στον Άλλο.
Αυτήν την κοινωνία επιδιώκει ο Πασχάλης, περισσότερο από ποτέ, στην προσφάτως εκδοθείσα «Ποίηση σε μικρόψυχους καιρούς». Το συγκεκριμένο έργο, περιλαμβάνοντας πλήθος κειμένων δοκιμιακού χαρακτήρα από όλη την έως τώρα πορεία του ποιητή και διανθισμένο με ορισμένα δικά του πρωτοεκδοθέντα ποιήματα, αποτελεί ένα έργο παρακαταθήκη για τα ελληνικά γράμματα, τόσο για την ποιότητα, όσο και για την παρεμβατική του στόχευση.
Ίσως είναι από τις λίγες φορές στα λογοτεχνικά χρονικά που το πάθος του προσωπικού βιώματος του αναγνώστη εναρμονίζεται τόσο τέλεια με την αυστηρή ματιά του αποστασιοποιημένου κριτικού, γεγονός που προσδίδει στο έργο συγκλονιστικό ενδιαφέρον και το κάνει να πρωτοτυπεί. Είναι σαν ο ποιητής να προσεγγίζει τους μεγάλους της τέχνης του, αρχικά με τον ενθουσιασμό του εφήβου μπροστά στα είδωλά του, αυτός ο ενθουσιασμός να τον ωθεί στο να σκύψει με όρεξη πάνω από τα έργα τους και να τα αφομοιώνει με ερωτισμό και τότε μοιάζει με ευλαβή πιστό μπροστά στους αγίους, για να παρέμβουν τελικά το αισθητηριακό χάρισμα, η βαθιά αισθητική καλλιέργεια και ο ισχυρός κριτικός νους και να τον καταστήσουν ακριβή ανατόμο των ποιητικών σωμάτων, επιτρέποντάς του να διατυπώνει λεπτές κρίσεις σπάνιας οξυδέρκειας πάνω στην ιδιοσυστασία της γλώσσας του καθενός από τους μεγάλους.
Σε αυτή τη συνθήκη, που το κλασικό συνομιλεί με το ανατρεπτικό, το πνευματικό συναιρείται με το ενστικτώδες και η διάνοια αγκαλιάζει τη διαίσθηση, ο Στρατής Πασχάλης επιχειρεί να διεισδύσει στον πυρήνα της ποιητικής αυθεντικότητας του εκάστοτε δημιουργού. Συγκινείται, συγκινεί, ανατέμνει και αποκρυπτογραφεί, προσπαθώντας να βρει εκείνο που τον συνδέει με αυτούς, τους συνωμότες της δολοφονίας της σύμβασης, τους έλληνες και ξένους Αποστόλους της ποιητικής υπέρβασης. Ρεμπώ, Παπαδιαμάντης, Ρακίνας, Σολωμός, Χαίλντερλιν, Κλωντέλ, Ελύτης, Όμηρος, Μπωντλαίρ, Μαλαρμέ, Καβάφης, Λωτρεαμόν, Σεφέρης, Έλιοτ, Καρυωτάκης, Γκάτσος, Μπερνάρ Νοέλ.
Το παρόν βιβλίο θα μπορούσε να είναι και ένας οδηγός μέθεξης στον μυστηριακό κόσμο τους, έτσι όπως τον βίωσε ο ίδιος ο συγγραφέας. Ερμηνεύοντας τα σημεία του καθενός, τη λογική της ποιητικής του παρτιτούρας και το ποιητικό της αίτιο, τον τρόπο που η μορφή αποτυπώνει την ουσία σε κάθε έργο, επιχειρεί να συλλάβει το όραμα της γλώσσας τους. Κινούμενος από το εικαστικό στο στοχαστικό, ίσως και για να δικαιώσει το προσωπικό του πιστεύω περί της άναρχης ποιητικής ενατένισης και επιθυμώντας να μας εμπνεύσει ένα όραμα ύπαρξης, ο Πασχάλης προεκτείνει την προτροπή του Ρεμπώ: «Να βρεις μια γλώσσα», λέγοντάς μας: Σκέψου με την αίσθηση!
Στο λυκόφως των θεών, στη χαραυγή του μετα-ανθρώπου, σε μια εποχή ακραία υλιστική που εχθρεύεται την πνευματική μετουσίωση, σε μια εποχή που η Τέχνη μοιάζει συμπλεγματική απέναντι στην ομορφιά και σπεύδει να μηδενίσει σαδομαζοχιστικά κάθε υποψία υπέρβασης, υιοθετώντας χαιρέκακα το ερώτημα του Χαίλντερλιν: «Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;»(5), ένας προλετάριος της γραφής και γνήσιος υπηρέτης της ποίησης, ο Στρατής Πασχάλης  «σαν τους ιερείς του Βάκχου τους σεβάσμιους, που χρεωστούν να φανερώνονται από Χώρα εις Χώραν, εν μέσω των ιερών Νυχτών»(6), απευθύνει ένα κάλεσμα ερωτικό. Λέγοντάς μας πως η ποίηση υφίσταται ακόμα και σε μικρόψυχους καιρούς, προτείνει έναν τρόπο εγγραφής του ανθρώπου στον Κόσμο, υπερβατικό.
Για να μπορέσει ο Άνθρωπος να σταθεί όρθιος και να συνεχίσει την πορεία του στο Αδιανόητο, «και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως(7), όμορος με τον Μύθο(8).»

(*) Ο Θ.Παπαϊωάννου είναι διδάκτωρ του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Paul Valéry Montpellier 3 και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

(1) Ο  τίτλος του έργου της Myriam Revault d’Allones, La crise sans fin, Seuil, Paris 2012.
(2) Στίχος  από το ποίημα του Στρατή Πασχάλη «Χωρίς σάβανο σιωπής», Εικονίσματα, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013, σ.21.
(3) Φράση του Πλάτωνα, την οποία χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα ο Στρατής Πασχάλης στην πρώτη του ποιητική συλλογή Ανακτορία, Ίκαρος, Αθήνα 1977.
(4) Γκαστόν Μπασελάρ, Η εποπτεία της στιγμής, μτφ.: Κωστής Παπαγιώργης, Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σελ.153.
(5) Στίχος από το ποίημα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν: «Άρτος και Οίνος,», μτφ. Γιώργος Σεφέρης. Από την προμετωπίδα στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος Ά», Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ.153.
(6) Φράση από το ποίημα του Φρήντριχ Χαίλντρελιν: «Άρτος και Οίνος,», μτφ. Τάκης Παπατσώνης. Στο Τ.Κ. Παπατσώνης, Friedrich Hölderlin 1770, 1843, 1970. Εγκώμιο-Τρεις Ύμνοι-Τρία Σχόλια, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σ. 71.
(7) Στίχος από την «Ωδή εις θάνατον», του Ανδρέα Κάλβου.
(8) Στίχος από το ποίημα «Έλλην 1940-50», του Αλέξανδρου Μάτσα.
 https://www.oanagnostis.gr/%cf%83%cf%84%cf%81%ce%b1%cf%84%ce%ae%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%83%cf%87%ce%ac%ce%bb%ce%b7%cf%82%ce%b7-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%ad%ce%bc%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%b7-%cf%80%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%b5/?fbclid=IwAR0TPz_tg4fzUf3bV5Cv3XjWktvfElV9pS510EjVI5vgTASm9OsFkCWTzFs

Δεν υπάρχουν σχόλια: