5.2.19

Γεράσιμος Δενδρινός: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη


Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε το 1955 στον Πειραιά και σπούδασε Ελληνική Φιλολογία. Έργα του: Ένα πακέτο Άρωμα (διηγήματα, Κέδρος 1995), Απέραντες συνοικίες (μυθιστόρημα, Κέδρος 2001), Χαιρετίσματα από το νότο (μυθιστόρημα, Κέδρος 2003), στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Δημήτρη Μακρή Χαιρέτα μας τον πλάτανο (ξένος τίτλος: E Tanti Saluti), η οποία διαγωνίστηκε στο 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2004), Άλκης (νουβέλα, Μεταίχμιο 2003), Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια (ταξιδιωτικό κείμενο, Κέδρος 2006), Φραγή εισερχομένων κλήσεων (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2006), Άβατοι τόποι (ποιήματα, poema 2015) και, τελευταίο, Βήματα σε λιθόστρωτο (Διάπλαση 2018), το οποίο μας έδωσε την αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση. Ασχολείται επίσης με τη ζωγραφική, την τέχνη του κολάζ και τη μετάφραση κειμένων της Λατινικής Γραμματείας. Διηγήματα, ποιήματα και κριτικές του έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας Βήματα σε λιθόστρωτο, περιπλανήθηκα μαζί σας στα δυτικά προάστια της Αθήνας. Έχουν τέτοια ομορφιά αυτές οι περιοχές, ώστε να γοητεύσουν έναν συγγραφέα να την εξιστορήσει;
Το ότι η φθορά αναδίδει μια ξεχωριστή γοητεία είναι ήδη γνωστό. Τα δυτικά προάστια είναι μια απέραντη περιοχή, που ένα μέρος της φέρει το όνομα Θριάσιο Πεδίο (από την αρχαία πόλη Θριάς) και περιλαμβάνει την έκταση του Σκαραμαγκά με τη Λίμνη Κουμουνδούρου (οι αρχαίοι Ρειτοί), του Ασπρόπυργου, της Μάνδρας, της Μαγούλας και της Ελευσίνας, γεμάτη εργοστάσια, αλάνες, χωματερές κ.λπ., που διασχίζει ο αφανής πλέον Σαρανταπόταμος, ο αρχαίος Ελευσίνιος Κηφισός, τόπος γεμάτος από αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά σπαράγματα, που τον κατοικούν παλαιοί Έλληνες Αρβανίτες, Μικρασιάτες και, τις τελευταίες δεκαετίες, αλλοδαποί. Αυτή η καπνισμένη περιοχή από τα φουγάρα των εργοστασίων και των διυλιστηρίων του Σκαραμαγκά είχε τότε, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, μια διαφορετική ζωή από εκείνη της υπόλοιπης Αττικής, που με γοήτευσε, όταν στο πρώτο βιβλίο μου, Ένα πακέτο Άρωμα (Ρόπτρον 1992, και μετά σε ολοκληρωμένη έκδοση στον Κέδρο 1995), προσπάθησα να την αναστήσω για πρώτη φορά ως αποκλειστικός καταγραφέας της, ξεκινώντας από τη Μάνδρα για να καταλήξω στην Ελευσίνα, ανοίγοντας λογοτεχνικό διάλογο μεταξύ των δύο πόλεων στην αρχή, και στη συνέχεια, στα υπόλοιπα βιβλία μου, στο πλάνο της αφήγησης τοποθέτησα και τη Θεσσαλονίκη, φτάνοντας στο πρόσφατο, όπου συμπεριέλαβα και την Κωνσταντινούπολη.
Σε αυτή την αφήγηση είναι εμφανής η νοσταλγία. Για ποιο λόγο μιλάτε με τόση αγάπη για τις περασμένες δεκαετίες;
Γιατί τότε οι άνθρωποι ήταν ακόμα αυθεντικοί χαρακτήρες. Δεν είχαν αλλοιωθεί από διαβάσματα και από τα ΜΜΕ, που καταδυνάστεψαν την πνευματική υπόσταση και δηλητηρίασαν την αισθητική μας τις δεκαετίες ’80 και ’90, δηλαδή τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, εποχή που άρχισε να μας καθοδηγεί συστηματικά η τηλεόραση χτίζοντας χαρακτήρες και νέες συνειδήσεις, τακτική που συνεχίζεται ως τις μέρες μας, ποδοπατώντας κάθε αυθορμητισμό κι αυθεντικότητα. Σήμερα, όλο και πιο σπάνια βλέπουμε τον τύπο εκείνου του ανθρώπου που παραμένει, παρ’ όλες αυτές τις προκλήσεις, γνήσιος κι αναλλοίωτος.
Ποια είναι η σημασία του γενέθλιου τόπου στο έργο του συγγραφέα;
Σίγουρα είναι μεγάλη, αλλά σε μένα συνέβη το εντελώς αντίθετο. Ούτε η Μάνδρα, αλλά μήτε η Ελευσίνα υπήρξε γενέθλιος τόπος. Απλώς συνδέθηκα μαζί τους από τη δεκαετία του ’60 και του ’70, επειδή εκεί ζούσαν κάποιοι στενοί συγγενείς μου. Γεννήθηκα στον Πειραιά, όπου εξακολουθώ να ζω. Κατά περίεργο τρόπο, αντί να τοποθετήσω τον πυρήνα των βιβλίων μου σ’ αυτή την πόλη, μετακόμισα το σκηνικό μου στο Θριάσιο Πεδίο. Θυμάμαι έντονα πολλά περιστατικά, ακόμη και τα θαλάσσια μπάνια που κάναμε οικογενειακώς στην παραλία της Ελευσίνας, αλλά και πιο δυτικά, στην Κινέτα και στην Πάχη, στο επίνειο των Μεγάρων. Από τα γεγονότα που συνέβησαν τότε, ελάχιστα έχω κρατήσει στη μνήμη. Όσο και να φαίνονται αυτά τα βιβλία αυτοβιογραφικά (συνήθως ο κύριος αφηγητής σ’ αυτά είναι ο μικρός Μάκης), ελάχιστα από αυτά συνέβησαν στην πραγματικότητα. Σχεδόν τα πάντα είναι επινοημένα – με μια ευκολία, μάλιστα, που ούτε κι εγώ μπόρεσα να καταλάβω πώς γράφτηκαν. Είμαι παραμυθάς, κι αν δεν είχα έναν συγγραφέα φίλο μου, τον Θεσσαλονικιό Γιάννη Πατσώνη, που με προέτρεπε να γράψω τα όσα του είχα αφηγηθεί κατά καιρούς (ιστορίες φανταστικές, που φαίνονταν αληθοφανείς), δεν θα είχα χριστεί ποτέ με την ιδιότητα αυτή του συγγραφέα.
Γράφετε για έναν κόσμο που μοιάζει να φεύγει ακολουθώντας τον αδυσώπητο χρόνο. Μένει τίποτε ίδιο στη φθορά του χρόνου;
Η φθορά υπάρχει ως κάτι το αναπόφευκτο και το μοιραίο. Οι χώροι και τα πρόσωπα φθείρονται, καταρρέουν και περνούν. Είναι σαν να βλέπεις παλιές φωτογραφίες και ανακαλύπτεις πόσο μεγάλωσες, και δεν θυμίζεις τίποτε από εκείνο το δειλό παιδί αρχικά, κι ύστερα τον αμίλητο έφηβο που παρατηρούσε τα πάντα. Η μνήμη είναι αυτή που αντιστέκεται σε κατάλοιπα του παρελθόντος που μας καθόρισαν και, αν είσαι ικανός πλάστης και ξέρεις γράμματα, μπορείς να τα αναστήσεις.
Ελευσίνα, Σκαραμαγκάς… Πριν από μερικές δεκαετίες, εκεί οι κάτοικοι έμεναν σε σπίτια με αυλές και κολυμπούσαν στις παραλίες του Σκαραμαγκά και της Ελευσίνας. Σήμερα, μετά τον βιολογικό καθαρισμό, ποια είναι η κατάσταση;
Στην παραλία του Ασπρόπυργου και της Ελευσίνας, και όχι του Σκαραμαγκά, υπάρχουν ακόμα σπίτια με αυλές. Φοίνικες, ελιές και ευκάλυπτοι κοσμούν πεζοδρόμια και σπίτια. Μεγάλες εκτάσεις της παραλίας δόθηκαν για να χτιστούν πολυκατοικίες. Στα πολύ παλιά σπίτια κατοικούν σήμερα αλλοδαποί. Υπάρχουν και εγκαταλειμμένα εργοστάσια με παλαιά ακμή, όπως αυτά της «Ελαιουργικής», του «Κρόνου» και της «Ίριδος», που σήμερα τα δύο πρώτα χρησιμοποιούνται ως πολιτιστικά κέντρα. Ο βιολογικός καθαρισμός του κόλπου της Ελευσίνας έγινε χάρη στους εμπνευσμένους δημάρχους της με περιορισμένη όμως επιτυχία, αλλά στον Σκαραμαγκά η μόλυνση από τα διυλιστήρια είναι πια μόνιμη. Τα καλοκαίρια, οι κάτοικοι της Ελευσίνας κολυμπούν στη μικρή παραλία όπου υπήρχε παλιά το καφενείο «Ο Φονιάς», αλλά σε αρκετά μέτρα από την ακτή ένα δίχτυ βυθισμένο στα νερά εμποδίζει τις πίσσες και τα λάδια να φτάσουν στην παραλία με τα βότσαλα. Στον Σκαραμαγκά παίρνουν το μπάνιο τους ηλικιωμένοι κυρίως και αλλοδαποί, που λιάζονται στα μεγάλα βράχια ακόμα και τ’ απογεύματα.
Μην ξεχνάτε πως, λίγο-πολύ, η καθημερινότητα μας έχει φθείρει ανεπανόρθωτα.
Στην ιστορία σας με τίτλο «Θριάσιο Πεδίο», κάνετε μια αναφορά στην περιοχή σε συνδυασμό με ιστορικά αλλά και σημερινά στοιχεία. Είναι αλήθεια ότι η πόλη της Ελευσίνας μέχρι το 1960 ήταν μια από τις ωραιότερες πόλεις στην Ελλάδα;
Ανέκαθεν ήταν ωραία πόλη με θαυμάσια ρυμοτομία. Ποτέ δεν είχα την αίσθηση πως ήταν μολυσμένη περιοχή. Στην Ελευσίνα, λόγω του αεροδρομίου, οι κατοικίες πρέπει να έχουν ένα καθορισμένο ύψος. Η Πλατεία Ηρώων, όπου καταλήγει η Ιερά Οδός, είναι ακόμα ζωντανή από κόσμο και το εκκλησάκι του Αγίου Ζαχαρία, που χτίστηκε με πωρόλιθους από αρχαίους ναούς και κιονόκρανα, της δίνει ξεχωριστή αίγλη. Το αρχαίο Τελεστήριο και το Αρχαιολογικό Μουσείο της είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να δουν, εκτός από τους ξένους τουρίστες και τους ντόπιους, Έλληνες από όλα τα μέρη. Κάθε τόσο διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις, στις οποίες πρωτοστατούν κάθε έτος τα «Αισχύλεια» στην παλιά «Ελαιουργική», απ’ τα μακροβιότερα και πλέον συνεπή πολιτιστικά φεστιβάλ της χώρας, που έχει τιμηθεί με ευρωπαϊκή διάκριση ως ένα από τα καλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης. Νεοκλασικά αρχοντικά υπάρχουν ίσαμε κάτω την παραλία, η οποία είναι γεμάτη από καλαίσθητες καφετέριες και ταβέρνες, πάντα γεμάτες από κόσμο, ειδικά στο τέλος κάθε εβδομάδας. Η σύγχρονη πόλη έχει κάτι από νοσταλγική επαρχία, βρίσκεται 18 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, όπως και η Παραλία Ασπροπύργου, αλλά ως περιοχές είναι σαφώς καλύτερες από τους σημερινούς τόπους διασκέδασης της παραλιακής, παραδομένους καθημερινά στην τόσο πολύβουη και φτηνή αναψυχή, όπως το Παλαιό Φάληρο, η Γλυφάδα, η Βάρκιζα και η Βάρη.
Μου φέρατε στον νου το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης». Πέρα από την απογοήτευση, υπάρχει καμία ελπίδα να αλλάξει κάτι μελλοντικά στην Ελευσίνα;
Θαυμάσιο τραγούδι, από τα Παράλογα (1976) του Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου. Ξέρετε, ποτέ δεν υπήρχε κάτι σ’ αυτή την πόλη που να με απογοητεύσει. Ανέκαθεν, επειδή η ύπαρξή της και μόνο συνδέθηκε με τα βιβλία μου, την αντιμετώπιζα με περισσότερη αγάπη από την πόλη της Μάνδρας. Στην Ελευσίνα ήταν πάντα η κατάληξη των αφηγήσεών μου. Μακάρι να μπορούσα να μείνω για πάντα σ’ αυτήν. Η Ελευσίνα, με τον καιρό, γίνεται όλο και καλύτερη – και, κάθε τόσο, όλο και κάτι από το αρχαίο της ένδοξο παρελθόν προβάλλει στην επιφάνεια από την αρχαιολογική σκαπάνη. Σκεφτείτε πως για το 2021 έχει οριστεί ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.
Καταπληκτικές είναι οι περιγραφές που κάνετε για την ελληνική εκπαίδευση. Είναι πραγματικές ή επινοημένες από την πένα του συγγραφέα;
Είναι το μόνο κείμενο που κατά τα 2/3 έχει πραγματικά στοιχεία. Τον ίδιο εκπαιδευτικό κόσμο τον έχω καταγράψει στο κινηματογραφικό μυθιστόρημά μου Φραγή εισερχομένων κλήσεων (Μεταίχμιο 2006), με σκηνές ενός «άγριου» Λυκείου στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης με ανόμοιους καθηγητές και μαθητές, που η κριτική δικαίως επέκρινε, και ίσως χρειαστεί να το ξαναπιάσω ως λογοτεχνικό ντοκουμέντο, επειδή η ίδια κατάσταση ταλανίζει, πέρα από τα συχνά πειράματα του Υπουργείου, ακόμα την εκπαίδευση.
Εσείς, από την εμπειρία σας στην εκπαίδευση, θα προτείνατε σε έναν νέο να γίνει εκπαιδευτικός;
Για να υπηρετήσει σε μικρότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, θα το πρότεινα, γιατί εκεί τα παιδιά είναι ακόμη πιο εύπλαστα και κάπως διαχειρίσιμα. Για το Λύκειο έχω πολλές επιφυλάξεις, επειδή οι μαθητές έχουν ήδη διαμορφώσει χαρακτήρα, είναι επικριτικοί απέναντι σε γονείς και καθηγητές και δύσκολα πείθονται, επειδή αυτά τα πρότυπα εκπίπτουν στα μάτια τους. Εκπαιδεύονται και καθοδηγούνται από θεάματα παντός είδους, αλλά κυρίως μέσα από τα κινητά, που έγιναν πια η προέκταση των χεριών τους. Μην κοιτάτε που το Υπουργείο τα απαγορεύει. Υπάρχουν στα διαλείμματα, ακόμη και στην ώρα της διδασκαλίας. Ο καλός δάσκαλος είναι όλο και πιο σπάνιο δείγμα στα σχολεία και συνήθως υποφέρει γιατί, ως ευσυνείδητος, δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τους μαθητές, αλλά πολύ συχνά τους κακότροπους συναδέλφους του. Όσο όμως και να εξάγουμε συμπεράσματα, ο έφηβος δεν φέρει τόσο την όλη ευθύνη, όσο η κοινωνία στην οποία ζει χωρίς κανένα μέλλον πια, και που ένα μεγάλο μέρος της την αποτελούν ο γονιός, ο δάσκαλος και κατ’ επέκταση η ίδια η πολιτεία που τον αποκλείει και τον αδικεί.
Αλλά στη λογοτεχνική πιάτσα κυκλοφορεί, όπως στην πολιτική, η διαπλοκή.
Μου άρεσε ιδιαίτερα το αφήγημα «Μετά τα Μέγαρα». Γράφετε για το κατηχητικό και για τις μνήμες σας. Ποια είναι η επίδραση της παιδικής ηλικίας στην ενηλικίωση του ανθρώπου;
Όλο το θέμα είναι επινοημένο. Τόσο αυτό, όσο και το «Σούπερ μαντολίνο», αν και μπουκωμένα με πολλά ευτράπελα περιστατικά, με παίδεψαν πολύ. Είναι πολύ δύσκολο να καταφέρεις να μιλήσεις ως δεκάχρονο παιδί. Οι ψυχολόγοι λένε πως τα πρώτα πέντε χρόνια διαμορφώνουν τον χαρακτήρα μας. Δυσκολεύομαι να αποδώσω τη λέξη «ενηλικίωση» ειδικά σε μένα, που ακόμη μπορώ να έχω σοβαρές στιγμές στην καθημερινότητά μου, αλλά πάντα αυτοσαρκάζομαι, περνώντας εύκολα στη φάση της γελοιοποίησης των πάντων, ίσως από άμυνα. Σίγουρα όμως η ενηλικίωση αφορά τη σοβαρότητα, την ανιδιοτέλεια, τη σύνεση, την καλή προαίρεση, αρετές σπάνιες τόσο σε μένα, όσο και στους άλλους. Μην ξεχνάτε πως, λίγο-πολύ, η καθημερινότητα μας έχει φθείρει ανεπανόρθωτα.
Ο αναγνώστης απολαμβάνει το βιβλίο σας, διότι είναι γραμμένο με ανθρωπιά αλλά και περίσσιο ταλέντο. Φτάνουν αυτά για να γραφεί ένα επιτυχημένο βιβλίο;
Χρειάζεται και επίπονη δουλειά. Οφείλεις να διορθώνεις το κείμενο, και πολλές φορές απαιτείται να επισκέπτεσαι χώρους, να μιλάς με πρόσωπα – χώρια τα καλά λεξικά που πρέπει να έχεις, ακόμα και τα εικονόγραπτα. Επίσης, οφείλεις να ακούς με προσοχή τους φίλους που σου κάνουν καλοπροαίρετη κριτική – δεν μπορείς να επωμίζεσαι μονάχος την πορεία της σύνθεσης του βιβλίου σου. Αν το γραπτό βασίζεται στην πραγματικότητα, τότε είναι που απαιτείται μεγάλη προσοχή, μην πέσεις έξω από τις υπερβολές και ανυπόστατες πληροφορίες που μπορεί να σου ξεφύγουν. Δεν μπορείς να μιλάς για τη δεκαετία του ’80 και να γράφεις φράσεις σύγχρονες, «Μην τρελαθούμε κιόλας!», «Τι παίζει εκεί;», «Ήταν η επιλογή του», αφού αυτές καθιερώθηκαν πριν από λίγα χρόνια, για να φέρω ένα παράδειγμα.
Είσαστε ικανοποιημένος από την πορεία σας στα ελληνικά γράμματα;
Θα έλεγα απερίφραστα «ναι», αν κρίνω πως καλοί εκδοτικοί οίκοι, όπως ο Οδυσσέας παλιά, ο Κέδρος, το Μεταίχμιο και πέρσι η Διάπλαση, στέγασαν όσο καλύτερα μπορούσαν τη δημιουργική μου σκέψη. Δεν πρέπει λοιπόν να έχω παράπονο και σε όσους έκριναν τη δουλειά μου θετικά ή και αρνητικά, εφόσον παρέθεσαν και στοιχεία. Λόγω ανασφάλειας και συστολής, δεν είμαι ούτε υπήρξα ποτέ «συγγραφέας της φήμης». Υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν για να υπηρετούν αυτήν, επιδιώκοντας πάντα τα πρωτεία. Τρέχουν παντού για να προβάλουν το βιβλίο τους, και καλά κάνουν, αν αξίζει να διαβαστεί και να βραβευτεί. Αλλά στη λογοτεχνική πιάτσα κυκλοφορεί, όπως στην πολιτική, η διαπλοκή. Μερικοί μπλέχτηκαν μέχρι και στα γρανάζια της πολιτικής, για να γίνουν τα βιβλία τους ευπώλητα. Άλλοι πλασάρουν τα βιβλία όλης της οικογένειας, της συζύγου, της κόρης, του γιου τους ως αξιόλογα… Άλλοι ούτε πενήντα ετών δεν είναι, κι έχουν γράψει 30 βιβλία μήπως και πετύχουν το μπεστ σέλερ, ξεχνώντας ολότελα τη λογοτεχνία και χρησιμοποιούν ως γραφή την κακή δημοσιογραφία… Πολλοί ποζάρουν στο διαδίκτυο ως ευειδείς σε καφετέριες παρουσιάσεων με ύφος μπλαζέ ή περίλυπο – υποφέρουν κι αυτοί από ύπαρξη (sic). Βέβαια, το βιβλίο πρέπει να προβληθεί και, ως προϊόν, να πουληθεί –είναι δίκαιο αίτημα των εκδοτών– αλλά όχι με τέτοια φτήνια, προχειρότητα και χωριατιά… Αλλά η συγγραφική μοίρα είναι σκληρή: Πιστεύω πως βιβλία που δεν ακολουθούν τους κανόνες της προβολής, εξίσου καλά, χάνονται, και για τα οποία αξίζει να ασχοληθεί η κριτική, και όχι αυτά που προωθούνται ως «καλά» και «βραβεύσιμα» από το μονοπώλιο γνωστών εκδοτικών οίκων. Προ ετών, είχα πάρει στα χέρια μου ένα βιβλίο που έλαβε κάποιο βραβείο και είχα απελπιστεί από τη φτώχεια του θέματος, τις κοινοτοπίες, την εκφραστική αδυναμία, γεμάτη εντυπωσιακές, μέχρι και σεξιστικές ακροβασίες, αδιαφορώντας πως ένας συγγραφέας, εκτός από το κείμενό του, οφείλει να σέβεται και τον επαρκή αναγνώστη.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία που σας έκανε εντύπωση;
Από Έλληνες συγγραφείς, σίγουρα αυτούς με ξεχωριστό ύφος, κάτι που δύσκολα βρίσκεις σήμερα, επειδή η αυτόματη πληκτρολόγηση στο λάπτοπ δημιουργεί κείμενα που μοιάζουν μεταξύ τους. Μελετώ λοιπόν τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Γεώργιο Βιζυηνό, Δημήτρη Χατζή, Κώστα Ταχτσή, Γιώργο Ιωάννου, Μάριο Χάκκα, Κοσμά Πολίτη κ.ά., ακόμα και σύγχρονους. Αυτοί πάντα με διδάσκουν. Αυτές τις μέρες διαβάζω για τρίτη φορά από τότε που μεταφράστηκε (στις αρχές της δεκαετίας του ’80), το Κάτω από το ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρι και φυσικά τη Χαριστική βολή και το Αδριανού απομνημονεύματα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Ασύλληπτης αξίας βιβλία.
Τι σας έμαθαν οι γονείς σας που εξακολουθείτε ακόμη να το τηρείτε;
Να είμαι τίμιος και προπάντων αληθινός σε ό,τι λέω και κάνω, κάτι πολύ δύσκολο, ομολογώ. Το δεύτερο συχνά μου προκαλεί ηθικό δίλημμα. Είμαι όμως άνθρωπος και, ως ελλιπής κι εγώ, μπορεί να λέω πολλά, αλλά τουλάχιστον προσπαθώ να κάνω με υπευθυνότητα και ευσυνειδησία όσο περισσότερα μπορώ.

Βήματα σε λιθόστρωτο
Γεράσιμος Δενδρινός
Διάπλαση
304 σελ.
 https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/11501-gerasimos-dendrinos

Δεν υπάρχουν σχόλια: