21.2.19

Για τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Χρήστου Τουμανίδη – γράφει ο Σπύρος Θεριανός

Χρήστος Τουμανίδης, Από το βάθος της αιτίας. Ποιήματα (1978-2005), εκδ. Κουκκίδα, 2018.
Ο Ρολάν Μπαρτ θεωρεί πως υπάρχει μία λέξη-κλειδί για κάθε συγγραφέα, που αποτυπώνει τον πυρήνα του έργου του. Στην ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη αυτή η λέξη είναι η ‘απώλεια’. Όλα βιώνονται ως απώλειες: η αποκοπή από τον γενέθλιο τόπο, οι στιγμές που έζησε και πέρασαν, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, οι εκπληρωμένοι έρωτες που έχασαν τις πρώτες τους χάρες, το παρόν που δεν είναι έτσι όπως το θέλει, οι φίλοι που «έφυγαν» από τη ζωή. Η απώλεια, όμως, πέρα από ένα βαθύ αίσθημα είναι και μια αναστοχαστική διαδικασία. Η σχέση μας με αυτό που χάσαμε «πνευματικοποιείται», γίνεται μία μορφή πένθους, μια διαδικασία εσωτερίκευσης, κατά την οποία αμβλύνονται τα όποια αρνητικά συναισθήματα είχαμε στο παρελθόν. Αυτός ο νοσταλγικός οίστρος
-γιατί η απώλεια εμπεριέχει τόσο το πένθος όσο και τη νοσταλγία- έχει τα δικά του αγκαθωτά μονοπάτια. Το επισημαίνει, κατά κάποιο τρόπο ο Α. Καμύ σ’ ένα απ’ τα δοκίμιά του για το Παράλογο: από τη μία η αδιαφιλονίκητη νοσταλγία, και από την άλλη, η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας όπως τη βιώναμε, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, ο οποίος αρκεί για να εξαφανίσει κάθε ελπίδα για την απαλλαγή μας από το βαρύ φορτίο του χρόνου και την αποφυγή της ανυπολόγιστης πτώσης, μπροστά στα μάτια μας, της εικόνας που έχουμε για τον εαυτό μας. Η ‘απώλεια’ στο ποιητικό έργο του Τουμανίδη είναι μία ‘σταθερά’, που έχει δύο προελεύσεις: την ιδιοσυγκρασία του ποιητή και το κοινωνικό-λογοτεχνικό συγκείμενο εντός του οποίου δοκιμάζει τις πρώτες του ποιητικές εγγραφές, τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η ‘απώλεια’ εμφανίζεται ως κοινός τόπος σε αρκετούς ποιητές της γενιάς του. Ακόμα και στα ποιήματα που γράφουν σήμερα.

Ο Χρήστος Τουμανίδης γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1952, στο χωριό Λιθαριά Αλμωπίας του Νομού Πέλλας. Οι τίτλοι των δύο πρώτων του συλλογών Αστάθμητα (1978) και Απόπειρες (1982), αποτυπώνουν τις αναζητήσεις ενός νέου ποιητή. Η αρχική σκέψη του για τον τίτλο της πρώτης ποιητικής συλλογής ήταν Αστάθμητα βήματα, που με την προτροπή του Γιάννη Ρίτσου, έγινε Αστάθμητα. Λέξη, με την οποία ο Τουμανίδης ήθελε να εκφράσει την αβεβαιότητά του για τα πρώτα εκείνα ποιήματά του. Το ίδιο υποδηλώνει και ο τίτλος της δεύτερης ποιητικής συλλογής Απόπειρες. Όμως, ο ποιητής έχει πάντα στο μυαλό, την υπέρβαση των τεχνικών δυσκολιών, που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει. Εκεί ακριβώς, που οι αναγνώστες απολαμβάνουμε συνειρμούς και αποδίδουμε ερμηνείες, ο ποιητής αναθυμάται τον αγώνα με το υλικό του. Στις επόμενες δύο συλλογές Η ώρα του λιμανιού (1987) και Αντίστιξη των άστρων (1997) αναδύονται και άλλα χαρακτηριστικά στον ποιητικό του λόγο, αλλά θα αδικούσαμε τις προηγούμενες συλλογές αν μιλούσαμε για ωριμότητα. Πρόκειται για διαφορά τάξης στην ποιητική έκφραση. Η συλλογή Κεριά θυέλλης (2005) είναι το αποτύπωμα της πολύχρονης μαθητείας του στη φόρμα του χαϊκού.
Στα ποιήματα των δύο πρώτων συλλογών, ο βαθμός αφαίρεσης, με τον οποίο εκφέρει τον ποιητικό λόγο είναι οριακός. Ενώ στις συλλογές Η ώρα του λιμανιού και Αντίστιξη των άστρων γίνονται φανερές οποιεσδήποτε «αναφορικές» αξιώσεις των ποιημάτων, στα Αστάθμητα και τις Απόπειρες, ο Τουμανίδης αποδομεί κάθε στοιχείο αναφορικότητας. Στη συλλογή Αστάθμητα, αναζητώντας τον δικό του «χαμένο χρόνο», λόγω της αφαίρεσης των εκφραστικών του μέσων, υπονομεύει την υπόσταση της φωνής μέσω της οποίας μιλά ενώ στην πράξη καταδεικνύει την αδυναμία ανασύνθεσης της ζωής ή μέρους της στα πλαίσια των συνθηκών εντός των οποίων έχει βιωθεί.
Πόρτες, παράθυρα – το άδειο.
Δύσκολο τα δέντρα να σταθούν
στο πλάι μας.
Η μυρωδιά από καμένο οξυγόνο,
το απόβραδο.
«Πέτρο, Μαρίνα! Κυπάρισσέ μου!»
-Πρέπει να βρω το δρόμο.
(«Αναζήτηση»)
Στο συγκεκριμένο ποίημα, τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που παραθέτει δεν μπορούν να αντιπαραβληθούν ή να επιβεβαιωθούν με κάτι έξω από αυτά. Με κάποια αναφορά σε κάποιον τόπο και χρόνο. Σε συνάρτηση με κάποιους ανθρώπους που ήταν κι αυτοί παρόντες. Δεν βλέπουμε το Πάικο, τη Λιθαριά, την Άρνισσα, τόποι που τον έχουν σημαδέψει. Κανένα στοιχείο αληθοφάνειας δεν δίνεται γι’ αυτή τη διαδρομή μέσα από τη «μυρωδιά του καμένου οξυγόνου, το απόβραδο». Έχει εξαλείψει οποιαδήποτε συνάφεια. Όποια στοιχεία χρησιμοποιεί, τα αποδίδει με την τεχνική του μοντάζ και με μία ελλειπτικότητα, που δίνει πυκνότητα στην έκφραση. Μα και σε όποια ποιήματα ακόμα, κατονομάζει τη Λιθαριά, τη Νάουσα, τη Χαλκίδα, το Πάικο, την Άρνισσα –αυτό βλέπουμε να συμβαίνει από την συλλογή Η ώρα του λιμανιού και μετά- τούτα τα ονόματα δεν είναι παρά ετεροτοπίες, τόποι υπαρκτοί, δηλαδή, οι οποίοι αποδίδονται με τέτοιες ποιητικές και μυθικές διαστάσεις, ώστε καθίστανται ασύμβατοι με τους πραγματικούς τόπους. Ενίοτε, συνυπάρχουν με τρόπο φασματικό στο ίδιο ποίημα, εκφράζοντας ένα ωκεάνιο συναίσθημα, ένα συναίσθημα αξεδιάλυτου δεσμού με τον εξωτερικό κόσμο, με τον οποίο ο μοναχικός άνθρωπος αισθάνεται, κάποιες φορές, ότι αποτελεί ένα όλο:
Η νύχτα με βρήκε στο δρόμο,
ανάμεσα σε αρχαίους ναούς
και κλειστά καταστήματα.
Μαζί με τους φανοστάτες άναψα το τσιγάρο μου,
και κατηφόρισα.
[…] Η Αιόλου είναι μια νύχτα γεμάτη γκρεμούς.
Από τη μία η Ακρόπολη, απ’ την άλλη. η Πέλλα.
Λίγο πιο πέρα η Νάουσα,
με τις μηλιές και τα πολλά, πολύχρωμα νερά της.
[…] Ακούμπησα το κεφάλι σ’ ένα κλειστό περίπτερο,
σα να ακουμπούσα επάνω σου.
Άξαφνα ένα φως χύθηκε μέσα μου.
η Ιερά Οδός στις εννιά το πρωί,
τα μάτια σου μες στο λεωφορείο-
δεν άντεξα.
Έπιασα το μολύβι να γράψω εκείνο το φως.
[…]
(«Δρόμοι της νύχτας»)

Και ποιο είναι το Βάθος της αιτίας, που επιστεγάζει ως τίτλος τον τόμο με τα ποιήματα της περιόδου 1978-2005; Θα το συναντήσει ο αναγνώστης στην ομώνυμη ενότητα ποιημάτων στη συλλογή Η ώρα του λιμανιού. Είναι ο έρωτας και η γυναίκα. Για την οποία έχει γράψει ο Μπωντλαίρ πως «είναι το πλάσμα που προβάλλει τη μέγιστη σκιά ή το μεγάλο φως στα όνειρά μας. Ζει μια άλλη ζωή από τη δική της. Ζει πνευματικά στις φαντασίες που κατατρέχει και που γονιμοποιεί». Πρόκειται για την ποιητική συλλογή, που έκανε τον ποιητή Σωτήρη Σαράκη να γράψει πως πρώτη φορά συναντά τόσα πολλά τσιγάρα σε ποιήματα. Όπως η καρέκλα του Βαν Γκογκ αποκτά αυτονομία και παύει να είναι μια απλή καρέκλα και γίνεται ένας κόσμος θλιβερός, μοναχικός και φτωχός, με τον ίδιο τρόπο τα τσιγάρα και τα αποτσίγαρα στην ποίηση του Τουμανίδη γίνονται σύμβολα ενός κόσμου ερημοποιημένου, μοναχικού, διψασμένου για έρωτα και για παρηγοριά:
Τι θα γίνει μ’ αυτή την αζήτητη θλίψη
στα ράφια;
[…] Μέσα από στοίβες αποτσίγαρα
έρχεται το λεωφορείο και σε παίρνει.
(«Πίσω απ’ τα τζάμια»)
*
Γυρίζοντας μεσάνυχτα στο σπίτι
είδα την απουσία σου.
[…]
Στο τασάκι με τα πολλά ζουπηγμένα απογεύματα.
(«Μοναχικός γυρισμός»)
*
[…] Βραδιάζει αργά απ’ τον Καράμπαπα
κι εγώ δεν θέλω.
Μήτε τσιγάρο, μήτε φως, μήτε τραγούδι.
Έτσι, μες στην ασάφεια των στιγμών
κοιτάζω τη ζωή μου.
(«Χαλκίδα, 1985»)
*
Ένα τσιγάρο που τελειώνει
σε τρεμάμενα δάχτυλα είμαι
και συ να το κοιτάζεις.
Όπως κοιτάς
τα καράβια που άραξαν
τους ξέμπαρκους ναύτες.
Όπως κοιτάς
το βράδυ αυτό που έρχεται
να σκεπάσει ξανά τις αιτίες.
(«Μελαγχολία»)
*
Μέσα στην κάφτρα και τον καπνό που φωνάζει
είναι όλα τα τρένα των οχτώ.
Όλες οι απωθημένες σου σιωπές.
Είναι το βράδυ αυτό
που στέκει
αμέτοχο δήθεν στο θάνατο.
Είναι τα δυο κιτρινισμένα δάχτυλά σου,
η στιγμή πριν και η στιγμή μετά τη στάχτη.
(«Το βράδιασμα του καπνιστή»)
Στον τόμο Από το βάθος της αιτίας, ο Χρήστος Τουμανίδης συγκεντρώνει τις συλλογές της πρώτης περιόδου της ποιητικής του πορείας (1978-2005). Έχουν ακολουθήσει οι ποιητικές συλλογές Οι ελεγείες της Ανατολής (2014) και Πάνω σε μια χορδή (2017).
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: