19.3.19

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (2 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1911-18 ΜΑΡΤΙΟΥ 1996) Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΝΟΣΤΟΥ

Οι Λατίνοι στα παλιά ηλιακά ωρολόγια χάραζαν την επιγραφή «Sine sole sileo», δηλαδή «Χωρίς ήλιο σιωπώ». Κάτι ανάλογο, όπως ειπώθηκε, δεν θα αποτελούσε τολμηρότητα αν χαρασσόταν ως επιγραφή στο σύνολο της ποίησης του Ελύτη. Ο «ηλιοπότης», όπως αυτοχαρακτηρίζεται στο Άξιον Εστί, θα ήταν ένα επίθετο που οπωσδήποτε θα του άρμοζε, αποδίδοντας έτσι και το πυρηνικό στοιχείο της ποίησής του, κάτι που εύγλωττα προκύπτει και από τους τίτλους των συλλογών του: Ήλιος ο πρώτος, Παραλλαγές πάνω σε μια ηλιαχτίδα, Φωτόδεντρο, Ήλιος ο ηλιάτορας.
«Τον ήλιο», θα μας πει στα Ανοιχτά Χαρτιά, «τον έπλαθα όπως ο πεινασμένος το ψωμί στον ύπνο του». Σε αντίθεση με το σεφερικό φλέγμα, με το ενίοτε ψυχρό αγγλοσαξονικό προσωπείο, ο Ελύτης, σαφέστατα εξωστρεφής, σάρκινος και φυσιοκρατικός, καταθέτει έναν λόγο αίθριο αλλά και χρησμικό, στο πλαίσιο του οποίου ένας ολόκληρος θίασος λέξεων καθιστά τη φωτοπλαστικότητα καθοριστικό στοιχείο της ποιητικής του. 

Ο υπερρεαλισμός δεν τον υπέταξε. Διείσδυσε στην ποίησή του φιλτραρισμένος με τη διαδικασία της όσμωσης.
Ο Ελύτης, έχοντας από πολύ νέος σπουδάσει τις ανασυντάξεις των εκφραστικών τρόπων – ως νέες αξίες ή ως νέες αυθάδειες απέναντι στην παρακμή των παρωχημένων σχημάτων της ορθόδοξης ποιητικής αντίληψης – κατόρθωσε με το διαισθητικό του ένστικτο να ανατάξει, να μεταπλάσει και να εντάξει στο έργο του εδάφια τελείως αναξιοποίητα για την ποίηση, που ενδημούσαν στη «θεολογία» του τόπου του, στον βιβλικό λόγο, στην ποίηση των Κοντακίων και των Ψαλμών, στους μετρικούς φθόγγους του Ρωμανού του Μελωδού, στην αρχαία, βυζαντινή και δημώδη ποίηση, και να τα συγκεράσει με τον υπερρεαλισμό. Η ποίηση του Ελύτη, και συγκεκριμένα το Άξιον Εστί, έχει δανειστεί το μουσικό της περπάτημα και τις ποιητικές της φόρμες από την εκκλησιαστική ποίηση και ιδίως από τη συντακτική και γλωσσική ιδιοτυπία του Ρωμανού του Μελωδού. Τα παραθέματα από τη Βίβλο (Παλαιά και Καινή), μεταμοσχευμένα στη στιχουργική πλοκή του Άξιον Εστί, καθιστούν το συνθετικό αυτό έργο λειτουργικό ποίημα, όπου λειτουργούνται Ελλάδα και Ορθοδοξία στην πολυκύμαντη διαχρονική τους ενότητα. Παρακάτω παραθέτω ορισμένους στίχους του ποιητή, που μοιάζουν να έλκουν την καταγωγή- έμπνευσή τους από κάποιους άλλους:
Γράφει ο Ελύτης: «Τα θεμέλιά μου στα βουνά»
Λέει στους (Ψαλμούς 86.1): «Οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσι τοις αγίοις»
Αλλού:
«Τα οστά των ταπεινωμένων»
και πάλι στους Ψαλμούς:
«Αγαλλιάσονται οστέα ταπεινωμένα».
Λέει στο Άξιον Εστί:
«Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα»,
ενώ ο Ρωμανός ο Μελωδός γράφει:
«Περιερχόμενοι την γην και εξερευνώντες αυτή μετά λύχνου του άστρου».
Συνεχίζει αλλού ο ποιητής:
«Ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία»
«Ο τράχηλός σου ως ορμίσκοι» γράφει στο Άσμα Ασμάτων.
«Στένων ο Άδης, σείστηκε, εβόησε» γράφει ο Ελύτης.
Στα Ιδιόμελα εσπερινού του Μεγάλου Σαββάτου ακούμε να λέγεται:
«Σήμερον ο Άδης στένων βοά».
Η αισθητική του ενημερότητα λοιπόν, σε συνδυασμό με την κατακτημένη γνώση και το ταλέντο του, τον κατέστησαν έναν μύστη του lege artis.
Ο Ελύτης πάντως δεν υπήρξε ποιητής της ανάγκης. Είδε τη χώρα του περισσότερο με τη νατουραλιστική της διάσταση παρά με την κοινωνική. Πίστευε μ’ άλλα λόγια αυτό που ισχυριζόταν ο Eliot, ότι δηλαδή η ποίηση δεν απευθύνεται στο πλήθος, αλλά αποτελεί προνόμιο μιας πνευματικής ελίτ. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα και με όσα έγραψαν τότε κάποιοι κριτικοί, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στον Ρίτσο η ποίηση κρατάει πανό, ενώ στον Ελύτη κάνει ηλιοθεραπεία.
Άλλωστε, και σαν φυσική παρουσία, ήταν ένας τύπος μοντέρνου εστέτ, χαρακτήρας κλειστός και μονήρης, ελάχιστα εκδηλωτικός, κεντρομόλος και αυτοελεγχόμενος, ένας ελιοτικός Prufrock, περιορισμένος στη συντροφιά της λιγοπρόσωπης παρέας που σύχναζε στο πατάρι του Λουμίδη της οδού Σταδίου, όπου έπινε τον καφέ του ακούγοντας τον σάλαγο της φωνής του Κατσίμπαλη. Μοναχικός συνεπώς αλλά και με πείσμα ακατάβλητο, θα εξομολογηθεί σε συνέντευξή του:
«Όταν έγραφα το Άξιον Εστί, έμεινα τέσσερα χρόνια κλεισμένος σε ένα δωμάτιο. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι της μάνας μου, όπου εκεί ήταν αδύνατο να εργαστώ. Τότε ο Εμπειρίκος μου δάνεισε ένα ράντσο κι ένα παλιό ραδιόφωνο, κι ο Κατσίμπαλης μου δάνεισε χρήματα, για να προπληρώσω τους δυο μήνες. Ήταν καλοκαίρι και δεν είχα ψυγείο να πιω δροσερό νερό. Απ’ το απέναντι σπίτι μού φέρνανε συχνά μια καράφα. Και μόλις βγήκε το Άξιον Εστί, μου επιτέθηκαν όλοι. “Ποίημα είναι αυτό; Αυτό είναι κατασκεύασμα!” Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να το δεχτούν σιγά- σιγά. Θυμάμαι έκανα βόλτες στη βεράντα κι έλεγα: θα έρθει η εποχή που θα μιλάει κανένας για το Άξιον Εστί; Και βέβαια δεν το πίστευα».
Μέσα στη νύχτα λοιπόν, απ’ τις επάλξεις ενός δωματίου τέσσερα επί πέντε της γνωστής οδού Σκουφά, η ψυχή του ποιητή ζητούσε να ψαύσει το γαλάζιο, το καίριο και σκοτεινό, κι άλλοτε πάλι να ανασύρει την καταποντισμένη μνήμη, προεκτείνοντας τον κήπο ως τη θάλασσα ή ακούγοντας το μουρμουρητό μιας πηγής στο σώμα του διπλανού του. Ωστόσο, πάντοτε σταγόνες βροχής από έναν άλλο κόσμο, την «άνω Ταρκινία», όπως τον αποκαλούσε, χτυπούσανε το τζάμι του. Ήταν τότε που αναγκαζόταν να ομολογήσει:
Είμαι ένας ειδωλολάτρης που του έτυχε ν’ αγγίξει από
το άλλο μέρος, άθελά του, τη χριστιανικήν αγιότητα.
«Τα μικρά έψιλον» (Δήλωση του ’66), Εν Λευκώ, 1992
Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά για τον Ελύτη, όταν ο ίδιος, αποδεχόμενος αρχικά την ύπαρξη μυστηρίου, έθετε υπό αμφισβήτηση τα εξαγόμενα κάθε πρωτοβάθμιας εμπειρίας, έτσι που να μη συμβεί στον ίδιο αυτό για το οποίο κατηγορούσε όλες τις μετριότητες στην τέχνη, γράφοντας στο Εν Λευκώ:
Μια φωτογραφική μηχανή κρυμμένη μέσα στην κακή ποίηση μας καταδικάζει να ξαναβλέπουμε αυτά που πολλές φορές είδαμε – και να μη βλέπουμε αυτά που δεν είδαμε ποτέ.
Σίγουρα η παρατηρητικότητα είναι μεγάλο ελάττωμα για τον ποιητή που καταντά, στο τέλος, τα σύννεφα να τα παίρνει για σύννεφα.
«Τα μικρά έψιλον» (Δολώματα για τον κανένα), Εν Λευκώ, 1992
Επιχειρώντας λοιπόν μια βαθιά τομή στην πραγματικότητα, έριχνε την καθετή του μέσα στα γεγονότα, για να αλιεύσει το θαύμα, να ανασυνθέσει το φαινόμενο της ζωής, βάσει των στοιχείων που του προσκόμιζαν οι ασκημένες, όπως ένα λαγωνικό, αισθήσεις του, που, αν ήταν τυχερός – όπως έλεγε –, τις έβλεπε ενίοτε να επιστρέφουν από τα πεδία όπου τις είχε εξαπολύσει, κρατώντας στα δόντια τους θηράματα της ίδιας σπουδαιότητας μ’ αυτά που κατά καιρούς είχαν πετύχει να χτυπήσουν οι θρησκείες.
Κατ’ αυτό τον τρόπο ανακάλυπτε την ποίηση:
«την ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο λόγος και το φως το Άκτιστο που είναι ο Θεός».
Aνοιχτά Xαρτιά, 1974
Γίνεται έτσι κατηχούμενος ενός φωτός εαρινού και ίσως γι’ αυτό και αναστάσιμου, θυμίζοντάς μας τον Ανδρέα Εμπειρίκο:
Θα σπρώξουμε το μεγάλο λίθο που πλακώνει την καρδιά μας
και παίζοντας με παρηχήσεις θα ξαναβρούμε αναστάσιμο στο Έαρ τον Έρωτα.
Στην ευλογημένη αυτή χώρα όπου γεννήθηκε ο Ελύτης, οι άνθρωποι χρόνια πριν θεοποίησαν τον Έρωτα – τόσο τον πνευματικό όσο και τον σωματικό – με τον ίδιο φυσικό τρόπο με τον οποίο αργότερα έγιναν απόστολοι της χριστιανικής αγάπης στον κόσμο, ανασταίνοντας τη χωμάτινη ύπαρξη με δύο μόνο τρόπους: με τη θρησκευτική αφοσίωση προς το ερώμενο πρόσωπο και την ερωτική έλξη προς το απροσπέλαστο θείο. Ως εκ τούτου, ο ίδιος θα γράψει τον στίχο:
Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι
αλλά και τον στίχο:
Απ’ το Θεό τραβιέται ο άνθρωπος όπως ο καρχαρίας από το αίμα.
Οι στίχοι αυτοί ανήκουν στο γνωστό σκηνικό ποίημά του Μαρία Νεφέλη, που διέπεται από μια αυστηρή αλλά αόρατη δομή. Σ’ αυτό περιγράφεται ένα πραγματικό πρόσωπο, η πρώτη χίπισσα της Αθήνας. Με την τεχνική της αντίστιξης η Μαρία Νεφέλη συνομιλεί με τον Αντιφωνητή, που είναι ο ίδιος ο ποιητής με τις μνήμες και το παρελθόν του και που, όταν η κοπέλα γίνεται υποχθόνια, εκείνος πηγαίνει ψηλά. Όταν αυτή μιλάει διασπασμένα, όπως πολλά κορίτσια της σύγχρονης εποχής, εκείνος μιλάει μέσα απ’ τη διάσταση του ονείρου. Στο ποίημα αυτό όμως ο Ελύτης και πάλι δηλώνει απερίφραστα το διττό της ποιητικής του, που και μόνο από την επιλογή του ονόματος της ηρωίδας αποκαλύπτεται. Αναφέρομαι στην ενόραση και στον ερωτισμό. Η Μαρία της θεότητας και η Νεφέλη της αίσθησης δεν είναι παρά, όπως ειπώθηκε, το μαύρο και το λευκό που ανυψώνουν τις αισθήσεις σε επίπεδο καθαγιασμένο. Η Μαρία Νεφέλη, μετεωρισμένη από την αντανάκλαση των αγγέλων, ακούει την ψαλμωδία των παιδιών και ψάχνει την αληθινή της μέρα που πρέπει να παράπεσε κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη.
Η παρουσία
[...]
Α. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ’ αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σα να γίνεται κάτι αλλού – που μόνο αυτή ακούει και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.
Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου έλεγε «θυμάσαι;» Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα – πώς να το πω: απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα – κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν
– ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά φαίνεται, το παράκανα. Επειδή – δεν ξέρω – κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει...
Μαρία Νεφέλη, 1980
Η ιδέα λοιπόν της Μαρίας που ντύνεται το πρόσωπο της επαναστατημένης Νεφέλης είναι ο άπιαστος παράδεισος, όχι όμως με τη χριστιανική έννοια, αλλά με την έννοια που ένας άλλος οργανισμός είναι ενσωματωμένος στον δικό μας, αλλά από δικό μας λάθος δεν μπορούμε ούτε να τον αποδεχτούμε ούτε και να τον απολαύσουμε.
Ωστόσο η ποίηση του Ελύτη διαπνέεται περισσότερο από παγανιστικές διαθέσεις παρά από μια βιωματική ένταση που αναδύεται από τη ζωηφόρα πίστη και κοινωνεί τη Λειτουργική και Μυστηριακή χριστιανική ζωή. Δεν του είναι όμως και εύκολο να αγνοήσει την εκλεκτική συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στον Θεό Δημιουργό και στον Τεχνίτη του Λόγου Ποιητή. Κι αυτό γιατί η ονομασία των πραγμάτων είναι αποκλειστικό προνόμιο του Θεού. Και ο ποιητικός λόγος αποκτά αυτή την ονομαστική δημιουργική δύναμη μόνο όταν ο Θεός παραχωρεί στον ποιητή τη χάρη να μιλήσει, δικαιώνοντας τον Hölderlin:
«Μόνον κάποιες στιγμές ο άνθρωπος υποφέρει την Θεία πληρότητα»
αλλά και τον Stéphane Mallarmé:
«Δεν είμαστε παρά μάταιες μορφές της ύλης, αλλά πολύ υπέροχες, γιατί ανακαλύψαμε τον Θεό και την ψυχή μας».
Ο επικαιρικός αλλά και προφητικός Ελύτης, ωθούμενος από μια θεήλατη ανάγκη στην παραμυθία της ποίησης, υπερυψούται και μεταλαμβάνει των μυστηρίων εκείνων που αιωρούνται μεταξύ ουρανού και γης. Κατ’ αυτό τον τρόπο γίνεται
– όπως και κάθε ποιητής άλλωστε – εκλεκτός των Θεών ή ευνοούμενος των Μουσών, κατά τον Πλάτωνα, επιχειρώντας με διαθλάσεις του κρυφίου να μας οδηγήσει κατευθείαν στο Ον.
Κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει.
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο
ανατέλλοντας.
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.
«La Pallida Morte»,Τα ελεγεία της Οξώπετρας, 1991
Η άρρηκτη συνεργασία του ποιητή με τον Θεό, την οποία άλλωστε και ο Ανδρέας Κάλβος αποδεχόταν όταν έγραφε «Το πνεύμα όπου μ’ εμψύχωνε, του Θεού ήταν φύσημα», περιγράφεται μ’ έναν εξαίρετο τρόπο στα Ελεγεία της Οξώπετρας:
[...]
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή
Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
«Περασμένα μεσάνυχτα», Tα ελεγεία της Oξώπετρας, 1991
Η πυρκαγιά αυτή, που εξαπλώνεται την ώρα του οίστρου στο δωμάτιο του ποιητή και της οποίας εμπρηστής φέρεται ο ίδιος ο Θεός, χτυπώντας τα πλήκτρα στη γραφομηχανή, μας επιστρέφει πολύ πίσω, σε κάποια άλλη πυρκαγιά που η επιφοίτηση του Πνεύματος του Αγίου προκαλούσε τη μέρα της Πεντηκοστής στους συναγμένους μαθητές.
«[...] και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και εκπλήρωσεν όλον τον οίκο ου ήσαν καθήμενοι· και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστο αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Α-
γίου».
Πράξεις Αποστόλων, Κεφ. Β.1, 2-4
Η ιδιάζουσα μεταφυσική του Ελύτη υπερβαίνει τη στατικότητα του νατουραλισμού μετουσιώνοντας το φυσικό στοιχείο σε μεταφυσικό και εκτείνεται στις κυρίαρχες συνιστώσες της μυστικής του γραφής, την οποία συγκλονίζουν από τη μια η αναγωγή του φωτός σε κάτι εξόχως ιερό και από την άλλη η μαγεία του ελληνικού ορίζοντα που συχνά εγγίζει τα όρια της αγιοσύνης. Ανιχνεύοντας τη φωσφορούχα ουσία των πραγμάτων που δεν είναι πάντα προσπελάσιμη, καθώς θα πει στο ποίημα «Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμπόδιστου»: «Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει», μεταχωρεί από το εικονικό στο ανεικονικό, καταλήγοντας σε εκζητήσεις θρησκευτικότητας. Νοσταλγός της χαμένης ενότητας με το φως, ξανοίγεται στο απόλυτο, για να θηρεύσει το κρυπτόμενο, να λύσει τον γρίφο του σιβυλλικού, που όλοι προσεγγίζουμε «ως δι’ εσόπτρου». «Κάτι κάτι. Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει», θα γράψει στο Φωτόδεντρο.
Η συνάντηση όμως μ’ αυτό το «Κάτι» συνέπιπτε και στον Ελύτη όπως και στον Χριστιανισμό με την απαιτούμενη προϋπόθεση της πίστης, η οποία, αν για τον Απόστολο Παύλο αποτελούσε «βεβαίωσις πραγμάτων μη βλεπομένων και ελπιζομένων υπόστασις», άλλο τόσο για τον Ελύτη είναι αυτή που εγκιβωτίζει στο αόρατο το ορατό με έναν και μοναδικό τρόπο, την πίστη:
Και να μάθεις υπάρχουνε χιλιάδες τρόποι αλλά να
μπεις έτσι στα μέλλοντα θέλει ευπιστία
Ενώ λοιπόν η πίστη καλείται να παλιννοστήσει το θαύμα και τον άγγελο σε μια ανθρωπότητα που, αντί να καθιερώνει, προτιμά να διαγράφει, ωστόσο η σταθερή υποστολή της επιβραδύνει την παραδείσια οικείωση:
Και ο Αντιφωνητής:
ξορκίζουμε τις νύχτες όρθιοι κατάντικρυ
της ταραγμένης θάλασσας ξέμπαρκοι ναυτικοί
που εχάσαμε το θείο ναυάγιο για πάντα.
Μαρία Νεφέλη, 1980
Το Θείο ναυάγιο όμως, τη μεγάλη αντιφεγγιά του Αιώνιου, θα είχαμε τη χάρη να το αντικρίσουμε, αν δεν μας απέκρυπτε τη θέα του η επέλαση μιας αποστεγνωμένης λογικής, η σκιά του νου, που προσθέτει μα δεν αφαιρεί, ακούει μα δεν αφουγκράζεται.
[...]
Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
Η γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν’ αντισταθμίζει
Το κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει.
«Ρήμα το Σκοτεινόν», Τα ελεγεία της Οξώπετρας, 1991
Η αποκωδικοποίηση του μηνύματός του λοιπόν φθέγγεται την ύπαρξη ενός παρόντος διαρκούς, στο πλαίσιο του οποίου αισθητοποιεί και ενοράται με βλέμμα διονυσιαζόμενου ένα μέλλον που ηρωικά απεργάζεται το πεπερασμένο.
Ακολουθώντας το έσω ρεύμα των νύξεων, μεταφέρει μέσα από τη σκουριά του καιρού την κρυπτική γλώσσα μιας λάμψης στιγμιαίας που «ρυτιδώνει την ψυχή όπως όταν σηκώνεται πουνέντες», για να την εγκαταστήσει τέλος με εξισώσεις μαγικές σε μιαν «άκρα τελειότητα συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υακίνθους όπου τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα».
Πρόκειται για την ίδια εκείνη τελειότητα που άγει στο εδεμικό κηπίο, τη θριαμβική πλατεία του απόλυτα Ωραίου και Αγαθού, απ’ όπου η απόδραση της λύπης και του στεναγμού εγκαινιάζει τον αμετάκλητο ενταφιασμό της φθοράς και του θανάτου την κατάργηση. Η αφαίρεση του μαρασμού από τους υακίνθους, ως αναπόδραστη προϋπόθεση της εισόδου μας στον χώρο της τελειότητας, παραπέμπει στην πεμπτουσία των θαυμάτων που διενεργούσε ο Ιησούς και που συνίσταντο στην πάταξη της αμαρτίας μάλλον κι όχι στον κολασμό του αμαρτωλού, καθώς αυτή θεωρείται ο ηθικός αυτουργός της πτώσης, αν κρίνουμε μάλιστα και από τα λόγια του Ιησού που, πριν προβεί στο θαύμα, έσπευδε να συγχωρήσει πρώτα τις αμαρτίες του πάσχοντος. Αρχικά λοιπόν χαρίζονται τα αίτια και στη συνέχεια αφαιρείται το αιτιατό.
Στην ποίηση του Ελύτη, ο Λόγος προηγείται των λεγομένων, σαν άλλο φως απολλώνιο της Δήλου ή της Αττικής, φέγγοντάς του να διανύσει τη νύχτα της εγκατάλειψης. Στη νύχτα αυτή, η άλγουσα ψυχή, διψώντας για «Ζωή εσαεί. Φως εσαεί. Λόγο εσαεί», μάχεται να χρωματίσει με το άσπιλο αίμα της μια υδάτινη μαρμαρυγή:
[...]
Άπλες αμάλαγες του Ιουνίου νομάδες άνεμοι
Χαρακωμένα καστανά χώματα που ανεβήκαμε
Διψασμένοι για λίγη λάμψη όρους Θαβώρ
«Παλίντροπον», Το Φωτόδεντρο, 1971
κι αλλού πάλι εκζητεί τον Άρτο της Ζωής:
Έννοια σου κιόλας πεθαίνω από ουρανική ασιτία.
Μαρία Νεφέλη, 1980
Πορευόμενος μέσα από αντινομίες, επιχειρεί να καταγράψει την ολότητα του ανθρώπου, η οποία απαντά άλλοτε στη θεία καταγωγή του Έρωτα
«ανυψώνοντας τις αισθήσεις σ’ ένα επίπεδο καθαγιασμένο»
κι άλλοτε πίσω απ’ το σκοτεινό πλέγμα του θανάτου.
Γράφει στο Εν Λευκώ:
«Δε γίνεται να μη δακρύζει ο ήλιος ακριβώς όπως δε γίνεται να μην είναι ο θάνατος ένα υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο στραμμένο καταπάνω μας»
και παρακάτω:
«Θάνατος είναι αυτό: να μένουν τα πράγματα που ονειρεύεσαι στη μέση».
Στον θάνατο, η γνωριμία με το υπεραισθητό και το άγνωστο συντελείται ως αεικινησία μες στο ασάλευτο και στο αιώνιο, για να αποθεωθεί τελικά μέσα από τη διαλεκτική του φωτός. Όπως όμως η διαλεκτική του φωτός, κατά τον Blake, δεν περιορίζεται σ’ έναν πύρινο δίσκο αλλά μετουσιώνεται σε «ένα αναρίθμητο πλήθος ουράνιων Ταγμάτων που αναφωνούν Άγιε, Άγιε Συ Κύριε Παντοδύναμε», έτσι και για τον Ελύτη το Φως δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από την προγεννητική μνήμη και τίποτα λιγότερο από το αρχέτυπο της δημιουργίας που είναι η αθωότητα.
[...]
Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ πού είσαι; Θέλω τα πριγκιπικά σου μαλλιά κι εκείνη την σαπφείρινη πέτρα στην μέση του χιτώνα σου. Να εκλείψουν οι πατέρες όλων των εξουσιών και να επιστρέψει μέσα μας η ζωή, όπως το μωρό της Μαρίας.
«Παντοτινά περασμένα ή Πέραν πολύ του χειμώνος»,
Ο κήπος με τις αυταπάτες, 1995
Παρακολουθούμε παράλληλα και μια σκέψη που, κινούμενη ανάμεσα σε αναμνήσεις, προφητείες και αγέραστα όνειρα, κομίζει την ανακαινίζουσα αγγελία:
Ουκ εάλω το φως!
Σκηνοθετεί έτσι ένα σκηνικό ελπίδας, αναστηλώνοντας σε κάθε στίχο τη λατρεία του Θείου, η οποία όμως δεν ασφυκτιά στο πλαίσιο μιας θρησκοληψίας, αλλά μεταμορφώνει κάθε οργανική και ανόργανη ύλη σε μια αλήθεια που διασχίζει το μυστικιστικό «γίγνεσθαι», προκείμενου να περισώσει ή και να επωάσει υποσχέσεις αθανασίας.
«Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη, αλλά που πάει πολύ πιο βαθιά ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο ήλιος και ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός».
Ανοιχτά Χαρτιά, 1974
Βέβαια, αν και απουσιάζει από την ποίησή του η νηπτική εκείνη ματιά που θα δικαίωνε το πρωτόκτιστο κάλλος, αποδεχόμενη τη θέση της Αγίας Γραφής «τα πάντα εν πάσι Θεός», δε διστάζει ωστόσο να διαπιστώσει:
[...]
Αλλ’ εκείνη ξέρει Και από τον γυναικωνίτη τ’ ουρανού χαμογελά θλιμμένη με μια γλάστρα δίπλα της βασιλικό σα να θέλει να πει ότι κάτι ακόμη αληθινό μας απομένει
Ναι η δροσιά και η διαφάνεια ίσως απ’ το πέρασμα του Ευαγγελίου
«Τα δύο του κόσμου (Παραλλαγή)», Το Φωτόδεντρο, 1971
Η εισβολή του Θείου στην ανθρώπινη ιστορία, «το πάντων καινόν, καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον», κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ανιχνεύεται ως διαφάνεια του Ευαγγελίου η οποία εισάγει στην άλλη όραση, την ενόραση, τη διεισδυτική εκείνη ματιά που δύναται να αδράξει ανάμεσα απ’ τα χαλάσματα μια κηλίδα φωτός, να αναιρέσει την ακαμψία του θανάτου και να προοιωνίσει την καθαρτήρια μετάβαση στον χώρο της Αθανασίας, εκ του οποίου προέρχεται και στον οποίο προ της πτώσεως ανήκε.
[...]
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν’ ανήκω πουθενά.
Τιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ.
«Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμπόδιστου»,
Τα ελεγεία της Οξώπετρας, 1991
Η κατηγορηματική άρνησή μας να αποδεχτούμε το τέλος, η οποία φανερώνεται με το προαίσθημα ενός άλλου σύμπαντος που θα απορροφήσει μέσα του το υποκειμενικό και το αντικειμενικό, το φθαρτό και άθλιο, ανταλλάσσοντάς τα με το «αεί» του φωτός, του «είναι» και της «εν ανθρώποις ευδοκίας», συνιστούν την αέναη πολεμική και του Ελύτη ενάντια, όπως λέει, στο «Δεν και το Αδύνατον του κόσμου ετούτου».
Συγκαταλέγεται έτσι στην τρυφερή συντροφιά των εραστών μιας Αιωνιότητας που, αν και μόνο Ένας, όπως λέγεται, την αξιώθηκε, ωστόσο αυτοί επιμένουν να επουλώνουν την πληγή του χρόνου με το βάλσαμο που ονομάζουνε θρησκεία, σε πείσμα εκείνων που αποκαλούν φιλοσοφία τη γνώση που τους επιτρέπει να ζουν με τις πληγές τους.
Θα πει στο Φωτόδεντρο:
[...]
για να μη μ’ έχει του χεριού της η ερημιά,
να ’βρω εκκλησάκι να ’χω να μιλήσω.
Ποίηση και θείο λοιπόν ζουν σε συνεχή όσμωση, με την ίδια έννοια που ο έρωτας της ομορφιάς είναι άρρηκτα δεμένος με τον πόθο της αθανασίας.
[...]
Κρίμας, κρίμας κόσμε
σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί·
και κανείς κανείς δεν έλαχε
δεν έλαχε ν’ ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών
καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονειρεύτηκα.
Μαρία Νεφέλη, 1980
Με μια φωνή που έχει κάτι από την αρμονία του δωρικού κίονα και τον λυρισμό του κορινθιακού κιονόκρανου, χάνεται ανάμεσα σε πολλαπλά ψηλαφίσματα, αποτελούμενα άλλοτε από οπισθοχωρήσεις κι απελπισμένες κραυγές:
Ποιος πλην του θανάτου μάς διεκδικεί;
Ποιος επ’ αμοιβή πράττει το άδικο;
Δυτικά της Λύπης, 1996
κι άλλοτε από τη λυτρωτική βεβαιότητα της Χάριτος που γενναιόδωρα μοιράζεται το Πάσχα από τον «νικήσαντα τον Άδη».
Η σταγόνα το αίμα κάθε Απρίλιο δωρεάν και για όλους.
Μαρία Νεφέλη, 1980
Η δωρεά όμως της Εσταυρωμένης Άνοιξης, που αποτελεί την ύστατη έκφραση αντιδουλικότητας και αδιαλλαξίας απέναντι στο κατεστημένο των παθών και της αμείλικτης φθοράς, απέμεινε για άλλη μια φορά ανεκμετάλλευτη και τόσο τραγικά απούσα από τον υμνητή του Ωραίου, τον εραστή του Φωτός. Έφυγε λοιπόν γιατί, όπως θα έλεγε ο Lorca, «η ουράνια λευτεριά τού άναψε τα μακρινά της φώτα», δείχνοντάς του όχι μόνο τον προορισμό αλλά και όλη τη διαδικασία της αναχώρησης, την οποία μάλιστα και μας την περιγράφει στα Ελεγεία της Οξώπετρας. Εδώ μας μεταφέρει στο δωμάτιό του στο νοσοκομείο όπου, ενώ ακούει τους τροχούς από τα αμαξίδια με τα φάρμακα, διαπιστώνει και τον αντιφατικό ρόλο του αγγέλου.
La pallida morte
Άοσμος κι όμως πιάνεται
Όπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους αλλ’ επίμονα
Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ’ όλο του δωματίου το μάκρος.
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός
Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ’ αμαξίδια
Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ’ απ’ τον καθρέφτη
Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται
Tα ελεγεία της Οξώπετρας, 1991
Το σκότος ωστόσο ως το τέλος το μαχόταν.
Κόβω κάτι δαγκωνιές του θανάτου τόσο ισχυρές που,
ώσπου να συνέλθει, προφταίνω να πάρω μια καινούργια παράταση.
Τα μακρινά όμως φώτα της ουράνιας λευτεριάς στέκονταν ακόμη εκεί, και μάλιστα επίμονα αναμμένα. Κι αυτός δεν είχε μάθει να αντιστέκεται στο Φως.
Ενώθηκε μαζί του κι απορροφήθηκε.
ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Κέδρος 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια: