18.3.19

Νίκος Λάζαρης [Χαρούμενος πόνος]

Σωτήρης Παστάκας, Νήσος Χίος, Εκδόσεις Πλανόδιον, Αθήνα 2002
Εκείνος είναι ένας ώριμος άντρας γύρω στα σαράντα, επιτυχημένος επαγγελματικά και καταξιωμένος κοινωνικά, που ζει μια ήσυχη τακτοποιημένη ζωή, η οποία του εξασφαλίζει, φαινομενικά τουλάχιστον, αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Εκείνη είναι μια νεαρή, φλεγόμενη γυναίκα που σφύζει από νιάτα και ομορφιά. Εκείνος είναι παντρεμένος, αλλά με εμφανή τα ίχνη της φθοράς και της κόπωσης από τα δεσμά του πολύχρονου έγγαμου βίου. Εκείνη είναι ελεύθερη,
διαθέσιμη, έτοιμη να ριχτεί ανά πάσα στιγμή στην ερωτική περιπέτεια και να στραγγίξει τους χυμούς της ηδονής ως την τελευταία σταγόνα. Εκείνος είναι τρυφερός, διαλλακτικός, ευάλωτος, υποχωρητικός. Εκείνη είναι παρορμητική, επιθετική, μάλλον κυνική. Μια σύγχρονη παραλλαγή της Μαρίας Νεφέλης.
Συναντιούνται τυχαία στο μυροβόλο νησί της Χίου, ερωτεύονται κεραυνοβόλα και ζουν έξι μήνες έντονου ερωτικού πάθους. Καθώς όμως όλα τα ωραία πράγματα σε αυτόν τον κόσμο έχουν ένα τέλος, έρχεται η στιγμή που χωρίζουν. Ωστόσο, η φλόγα του έρωτα (τουλάχιστον για τον έναν από τους δύο εραστές) δεν σβήνει. Σιγοκαίει μέσα από την ανάκληση της μνήμης και βέβαια φουντώνει όταν μεταφέρεται στους μαιάνδρους της γραφής.
Ξετυλίγοντας το αφηγηματικό νήμα αυτής της σύγχρονης, διαποτισμένης από την αρμύρα του Αιγαίου ερωτικής ιστορίας, με τον υπαινικτικό τρόπο της ποίησης εννοείται, ο Σωτήρης Παστάκας, στην τέταρτη ποιητική συλλογή του Νήσος Χίος, τοποθετεί το μείζον θέμα των ερωτικών σχέσεων στο μικροσκόπιο κι επιχειρεί να απαντήσει σε ορισμένα βασικά ερωτήματα όπως: Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα στον έρωτα; Τι φοβάται περισσότερο ένας ερωτευμένος; Μπορεί ο πόνος του έρωτα να μετεξελιχθεί σε χαρά; Ποιος είναι ο χρόνος του έρωτα και πως τον μετρούν οι εραστές;
Αφετηριακό – και κομβικό – σημείο του Παστάκα στο Νήσος Χίος είναι η διαπίστωση ή μάλλον η ακλόνητη πεποίθηση ότι ο έρωτας είναι το πιο συγκλονιστικό γεγονός που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου. (Το άλλο συγκλονιστικό, το ύψιστο γεγονός του θανάτου, δε ζυγίζεται με τα ίδια σταθμά και τούτο γιατί τον θάνατο μόνο θεωρητικά έχουμε τη δυνατότητα να τον προσεγγίσουμε∙ βιώνουμε τον θάνατο των άλλων, ποτέ τον δικό μας). Ο έρωτας, μοιάζει να μας λέει ο Παστάκας, είναι ένα ταξίδι μύησης μέσα στον κόσμο, ένα μέγιστο μάθημα αυτογνωσίας, η ατραπός που οδηγεί στη διεύρυνση των ορίων της συνείδησης και συνδέει τους εραστές με το υπερβατικό στοιχείο. Ο ερωτευμένος είναι αυτός που έχει δει το πρόσωπο της Μέδουσας. Ο έρωτας αλλάζει τη σκέψη, τις συνήθειες, τον ψυχισμό του, αγγίζει και επηρεάζει την ίδια τη δομή των κυττάρων του. Τον μεταφέρει στην αντίπερα όχθη, πέραν του κόσμου τούτου.
Ο ερωτευμένος κάνει πράγματα που σε ένα φυσιολογικό άτομο – σε ένα άτομο δηλαδή που δεν έχει χτυπηθεί από τα βέλη του έρωτα – φαίνονται αδιανόητα. Μπορεί να έρθει σε ρήξη με τους οικείους του, το κοινωνικό σύνολο, τον ίδιο του τον εαυτό. Μπορεί να γίνει θύτης ή θύμα. Τη μια στιγμή μπορεί να ανεβεί στον Όλυμπο και την άλλη να βυθιστεί στα Τάρταρα. Ο πόθος του να δει την προσωπικότητά του να καθρεφτίζεται και να επιβεβαιώνεται μέσα στο βλέμμα του άλλου, διαβρώνει την ύπαρξή του μέχρι τις ρίζες. «Ο πόθος», έχει γράψει ο Παστάκας σ’ ένα κείμενό του που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Πλανόδιον (τχ. 33, Δεκέμβριος 2001), είναι γνήσιο παιδί του Οιδίποδα. Είναι από μόνος του μπαρόκ μες στην υπερβολή του. Χτίζει στον αέρα πολυποίκιλτα καμπαναριά, βλέπει τη Βενετία από τον όγδοο όροφο ξενοδοχείου της Ομόνοιας.
Αυτό το στοιχείο της υπερβολής δεν είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού στο Νήσος Χίος. Η εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι αυτή μιας ακύμαντης επιφάνειας. Η ένταση είναι διαρκής και διαπερνά υπογείως τις περισσότερες σελίδες του βιβλίου. Και αυτό είναι φυσικό, αφού όλα τα αδιάψευστα τεκμήρια του ερωτικού πάθους είναι εδώ.
Η ζήλεια:
Ζηλεύω την πολυάριθμη παρέα σου,
τα σφριγηλά σας ημικύκλια. Ζηλεύω,
αυτόν που κάθεται αντίκρυ 
στα γυμνά βυζάκια σου,
κι εσύ τον κοιτάζεις γυμνό.

Ζηλεύω, τις κιθάρες, τα τραγούδια σας,
τη φωτιά που φωτίζει τα μεταμεσονύκτια
μπάνια σας. Να δεις όπου να ‘ναι θα ζηλεύω 
και τις κουβέντες σας!
(σελ. 22)
Ο απολογισμός μετά την ερωτική μάχη:
Μετρώ τα δάκτυλα του δεξιού μου χεριού
και τα βρίσκω πέντε. Μετρώ τα δάκτυλα
των δύο μου χεριών και τα βρίσκω δέκα.
Μετρώ όλα τα δάκτυλα και τα βρίσκω είκοσι.
Τα δόντια τριάντα δύο. Τις αισθήσεις μου
πέντε. Ακέραιο, δεν μπορώ να πω, με άφησε
το πάθος σου κι η αγάπη μου για σένα.

Δεν μετρώ τα ποτά, δεν μετρώ τα τσιγάρα.
(σελ. 10)
Η απόγνωση που μεταμφιέζεται σε θυμό:
Η απόγνωση δεν είναι ακόμη πόνος.
Είναι θυμός, αντεκδίκηση,
ζώσα λάβα και ζωντανή χειρολαβή,
που σου προσφέρω να πιαστείς,
να σε τραβήξω πάλι κοντά μου.
Πυγολαμπίδα της αυγής
μεταλαβιά μου,
μαύρε κονδυλοφόρε μου
μην με παρεξηγήσεις: σε θέλω 
ακόμη ζωντανή, γι’ αυτό 
σε λούζει ο θυμός μου.
(σελ. 16)
Κι ακόμη ο φόβος για το ενδεχόμενο της απώλειας του αγαπημένου προσώπου, ο πόνος, η εξάρτηση, η αμφιβολία, οι τάσεις φυγής, οι νοσηρές σκέψεις, οι παράλογες επιθυμίες.
Για τον Παστάκα, ο ερωτευμένος στο Νήσος Χίος είναι αυτός που ομολογεί την πλήρη άγνοιά του στα ζητήματα της αγάπης:
[…]
Δεν μιλώ για την αγάπη.
Τι έχω να πω εγώ για την αγάπη;
Δεν ξέρω τίποτα, όπως ο καθένας
από εσάς που με διαβάζει!

[…]
(σελ. 14)
Είναι αυτός που ουσιαστικά δεν έχει φύλο, αφού:
[…]
Ερμαφρόδιτοι οι ερωτευμένοι.
Όποιος αγαπάει, ξεπερνάει 
τα όρια του φύλου, χάνεται
σε μια πελώρια αγκαλιά
κι ούτε που ξεχωρίζει ποιος κερνά
και ποιος πίνει, σαν κάποιους 
πότες που μπρος στα μάτια μας

γίνονται ξαφνικά ένα με το ποτήρι
(σελ. 42)
Ο ερωτευμένος είναι αυτός που όταν ο άλλος φεύγει, μένει πάντα πίσω∙ αυτός που φοβάται τη μελαγχολική προέλαση του φθινοπώρου∙ αυτός που είναι άρρωστος, αλλά δεν ξέρει τι όνομα να δώσει στην αρρώστια του∙ αυτός που όσο θυμάται, τόσο δεν κοιμάται∙ αυτός που ζει σε μια περίεργη φυλακή∙ του έχουν αφήσει άπλετο τον χώρο, αλλά του έχουν δεσμεύσει τον χρόνο.
Το Νήσος Χίος (που αρχίζει με μια θεαματική ανάδυση, δίκην Αφροδίτης, της νεαρής ερωμένης μέσα από τα κύματα και τελειώνει με στοχαστικούς στίχους που παραπέμπουν στο πνεύμα του Εκκλησιαστή), είναι, ιδωμένο από την ανδρική σκοπιά, ένας ύμνος και συγχρόνως ένα ρέκβιεμ του έρωτα. Κυρίως όμως είναι – κι έτσι πρέπει ίσως να διαβάσουμε το βιβλίο – ένα σχόλιο για τον πόνο που γεννάει ο έρωτας. Ο πόνος, πιστεύει ο Παστάκας, είναι το υψηλό τίμημα που πρέπει να καταβάλουν οι εραστές, προκειμένου να διαβούν τη στενή πύλη. Ο πόνος δαγκώνει την ψυχή του ερωτευμένου. Στάζει μέσα στις φλέβες του ένα αργό δηλητήριο. Κάμπτει τις αντιστάσεις του. Ο ερωτευμένος βρίσκεται σε σύγχυση.
Αναρωτιέται:
… Κι αν για την πραγματική οδύνη
αρκεί ένας ανύπαρκτος έρωτας;
(σελ. 19)
Αυτοσαρκάζεται:
Το πιο αστείο: να είναι
ψεύτικος ο πόνος μου.
Αληθινός ο έρωτάς σου.
(σελ. 18)
Αποφαίνεται:
Τελικώς, είναι αληθινός ο πόνος
που νιώθω για τον ψεύτικο
τον έρωτά σου.
(σελ. 12)
Κι έρχεται η στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι ο πόνος της αγάπης μπορεί, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να έχει ευεργετικές συνέπειες∙ να λειτουργήσει ως καθαρτήρια, λυτρωτική πράξη και να οδηγήσει τους εραστές στο ξέφωτο της χαράς και της βαθύτερης αυτοσυνείδησης:
[…]
Ο πόνος είναι κατάκλειστος.
Δεν μπορείς να τον εντοπίσεις
σε όργανα, σε ιστούς και κύτταρα.

Τίποτα δεν τον μαρτυρεί.
Διάχυτος κι ασύλληπτος,
σαν τη χαρά φαντάζει. Ο πόνος,
αγάπη μου, γίνεται όταν είναι
μεγάλος, χαρά που συναρπάζει.

Μόνον όποιος αγάπησε πολύ,
μπορεί να αγαπήσει πάλι.
(σελ. 24)
Το Νήσος Χίος είναι ένα βιβλίο που το χαρακτηρίζει η ωριμότητα και μια, όλο και πιο σπάνια στις μέρες μας, δημιουργική σεμνότητα. Ο Παστάκας γνωρίζοντας, αφ’ ενός, ότι γράφει πάνω στα γραμμένα κι έχοντας, αφ’ ετέρου, ζυγίσει σωστά τις δυνάμεις του δεν επιχειρεί να κάνει τομή στην ερωτική λογοτεχνία ή να αντιμετωπίσει μετωπικά το εξαιρετικά δύσκολο θέμα του. Επιλέγει έναν πλάγιο τρόπο για να προσεγγίσει τον στόχο του. Και κατορθώνει, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα περιεκτική, καίρια, διαυγή, βαθείς εξομολογητικούς τόνους και ενίοτε μιαν αδιόρατη ειρωνεία που αποκλιμακώνει την ένταση (όταν αυτό απαιτείται), να αποφύγει τα στερεότυπα του είδους και να αρθρώσει έναν προσωπικό και προπάντων πειστικό λόγο.
Υπάρχουν ποιήματα στη συλλογή Νήσος Χίος (όπως αυτό της σ. 40, στο οποίο ο αφηγητής ζητά από την αγαπημένη του «να περπατήσουν μαζί σε μέρος κεντρικό, υπό το φως του ήλιου, μια μέρα αργίας στης Νέας Σμύρνης την πλατεία», γιατί «έρωτας είναι να συντονίζεις το βήμα σου με το βήμα του άλλου»), που μας αγγίζουν με την τρυφερότητα και την αθωότητά τους. Άλλα που αναδεικνύουν την ικανότητα του Παστάκα να κάνει ορισμένες διεισδυτικές ψυχολογικές παρατηρήσεις. Και άλλα, όπως το ποίημα της σ. 37, όπου ο Παστάκας, βαδίζοντας κυριολεκτικά επί ξυρού ακμής, τολμάει να μιλήσει για την κακοσμία του στόματος και την αποφορά των σωμάτων, χωρίς να γλιστρήσει στο κακό γούστο και την ευτέλεια.
Αυτή την εμμονή στη λεπτομέρεια, στο πλαίσιο μιας τεχνικής που επιδιώκει τον εντοπισμό του ουσιώδους διαμέσου του επουσιώδους, την είχαμε προσέξει στις τρεις ποιητικές συλλογές που εξέδωσε ο Παστάκας πριν από τη Νήσο Χίο. Πράγματι, διαβάζοντας αυτά τα βιβλία (Το αθόρυβο γεγονός 1986, Η μάθηση της αναπνοής 1990, Ο κοινωνός των αποστάσεων 1997),είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για έναν ποιητή χαμηλών τόνων, απαλών φωτοσκιάσεων και λεπταίσθητων παρατηρήσεων, που αντλεί το υλικό και το κύρος των ποιημάτων του από το έπος της καθημερινότητας. Η τέχνη του είναι η τέχνη της λεπτομέρειας. Ο Παστάκας, ως γνήσιο τέκνο του αισθητισμού, αναζητεί την ομορφιά στα πιο ασήμαντα, αδιάφορα περιστατικά του καθημερινού βίου, καθώς και σε περιοχές όπου το βλέμμα του δημιουργού διστάζει ή φοβάται να διεισδύσει.
Ο Παστάκας είναι ένας από τους λίγους σύγχρονους ποιητές που μπορούν να γράψουν αισθαντικά ποιήματα, άλλοτε αναλύοντας τα συναισθήματα τα οποία προκάλεσε σε έναν άντρα το κίτρινο φυλλαράκι της ακακίας που κάθεται στα μαλλιά του μια μέρα καθώς κατέβαινε την οδό Ακαδημίας∙ άλλοτε προσπαθώντας να μας εξηγήσει γιατί ο γαλάζιος καπνός της εξάτμισης ενός αυτοκινήτου έχει τη δύναμη να μεταβάλει την τοπογραφία ενός κεντρικού δρόμου της Αθήνας και την καθημερινή προοπτική όσων μένουν μόνιμα εκεί∙ άλλοτε αφήνοντας να εννοηθεί ότι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχει να κάνει ο ταξιδιώτης, την πρώτη νύχτα του στην Πράγα, είναι να ξεδιπλώσει μια ολοκαίνουρια πιτζάμα∙ άλλοτε αποτίνοντας φόρο τιμής στους γνωστούς – αγνώστους συντελεστές μιας κινηματογραφικής ταινίας, τα ονόματα των οποίων αναγράφονται στην οθόνη μετά το τέλος της προβολής τη στιγμή που ανάβουν τα φώτα, αλλά και στους ανώνυμους θεατές που κατευθύνονται προς την έξοδο κ.λπ. Και όλα αυτά δοσμένα με μια λεκτική κομψότητα, διαυγείς εικόνες, ένα ανάλαφρο, παιγνιώδες ύφος το οποίο επιφέρει καίρια πλήγματα στη σοβαροφάνεια και μια μουσικότητα που μας θυμίζει έργα μουσικής δωματίου.
Στο Νήσος Χίος όμως η καλλιέπεια, η μουσικότητα και ο αισθητισμός υποχωρούν και τη θέση τους παίρνει μια πιο ρεαλιστική, πιο άμεση, με εμφανές το στοιχείο της ωμότητας σε ορισμένα σημεία, γραφή. Το υλικό εδώ φαίνεται πιο ακατέργαστο. Το βιβλίο, ως σύνολο, έχει δύναμη και τελικά επιβάλλεται στον απαιτητικό αναγνώστη. Με το Νήσος Χίος ο Σωτήρης Παστάκας (που έχει επίσης μεταφέρει ωραία στη γλώσσα μας ορισμένους σπουδαίους Ιταλούς ποιητές όπως ο Σερένι, ο Πέννα και ο Σάμπα) ανοίγεται σε νέους εκφραστικούς χώρους, τους οποίους εξερευνά με την υπομονή και το πάθος φυσιοδίφη. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν αυτή η συλλογή σηματοδοτεί μια στροφή στη δημιουργική του πορεία ή αποτελεί απλώς μια παρένθεση. Θα πρέπει να περιμένουμε το επόμενο βήμα του, για να οδηγηθούμε σε πιο ασφαλή συμπεράσματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: