4.3.19

Τζούλια Στρέϊερ (Julia Strayer): Ἂς ποῦμε


Ἂς ποῦ­με

(Let’s Say)
Σ ΠΟΥΜΕ πὼς πέ­φτω θύ­μα κλο­πῆς, ἀλ­λὰ προ­τι­μῶ νὰ πι­στέ­ψω ὅ­τι σπρώ­χνω τὴν κό­ρη μου στὶς κού­νι­ες τοῦ πάρ­κου ποὺ βρί­σκε­ται ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­π’ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Με­θο­δι­στῶν, τὰ φύλ­λα τοῦ Φθι­νο­πώ­ρου χο­ρεύ­ουν στὸ γρα­σί­δι κα­θὼς ὁ ἄ­νε­μος φυ­σᾶ, καὶ σὲ κά­θε σπρώ­ξι­μο ἐ­κεί­νη γί­νε­ται ἕ­να χρό­νο με­γα­λύ­τε­ρη, μέ­χρι ποὺ φτά­νει στὴν ἡ­λι­κί­α μου ἐ­νῶ ἐ­γὼ πα­ρα­μέ­νω στὴν ἡ­λι­κί­α ποὺ εἶ­μαι, κι ὡ­στό­σο ἐ­κεί­νη ξέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ ὅ­σα ἐ­γώ, για­τὶ ἔ­τσι εἶ­ναι τὰ παι­διὰ σή­με­ρα. Ξέ­ρει τί θὰ φᾶ­με γιὰ βρά­δυ, ὅ­τι τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ῒ στὶς ὀ­χτὼ θὰ βρέ­ξει κι ὅ­τι πε­θαί­νω. Ὁ κλέ­φτης δὲν εἶ­χε σκο­πὸ νὰ πυ­ρο­βο­λή­σει, ἀλ­λὰ εἶ­ναι νέ­ος κι εὐ­έ­ξα­πτος, κι ἔ­χω δεῖ τὸ πρό­σω­πό του. Δὲν τὸ σκέ­φτη­κε δυ­ὸ φο­ρὲς ὅ­ταν σχε­δί­α­ζε τὸ ὅ­λο σκη­νι­κὸ καὶ ἡ προ­νο­η­τι­κό­τη­τα δὲν ἦ­ταν τὸ δυ­να­τό του ση­μεῖ­ο. Ἀ­κό­μα καὶ ἡ μά­να του τὸ ξέ­ρει αὐ­τό. Τοῦ ἔ­λε­γε καὶ τοῦ ξα­νά­λε­γε ὅ­σο με­
γά­λω­νε ὅ­τι δὲν θὰ ἔ­κα­νε πο­τὲ τί­πο­τα, ἂν δὲν μά­θαι­νε νὰ σκέ­φτε­ται τὰ πάν­τα ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πρίν, ὅ­μως αὐ­τὸς δὲν ἄ­κου­γε, δὲν ἦ­ταν ἱ­κα­νός, κι ἔ­τσι τὸ νὰ γί­νει κλέ­φτης ἦ­ταν ἡ μο­να­δι­κὴ ἐ­πι­λο­γὴ κα­ρι­έ­ρας ποὺ εἶ­χε, καὶ δὲν εἶ­ναι καὶ πο­λὺ κα­λὸς οὔ­τε καὶ σ’ αὐ­τό, γι’ αὐ­τὸ μὲ πυ­ρο­βο­λεῖ στὸ στῆ­θος καὶ τρέ­χει. Κοι­τά­ζω ἔκ­πλη­κτη πρὸς τὰ κά­τω καὶ βου­λώ­νω τὴν τρύ­πα μὲ τὸν δεί­κτη μου προ­σπα­θών­τας νὰ θυ­μη­θῶ τί εἶ­χα πιά­σει μ’ αὐ­τὸν τὸν δεί­κτη καὶ φαν­τά­ζο­μαι ὅ­λα τὰ ἀν­θε­κτι­κὰ μι­κρό­βια νὰ σπεύ­δουν μέ­σα στὴν ρο­ὴ τοῦ αἵ­μα­τος, κι ἀ­κό­μα κι ἂν δὲν σκο­τω­θῶ ἀ­πὸ σφαί­ρα, θὰ τὸ πά­θω σί­γου­ρα ἀ­πὸ μό­λυν­ση. Δὲν πρό­λα­βα νὰ πῶ στὴν κό­ρη μου ποῦ ἦ­ταν ἡ δι­α­θή­κη ἢ ἡ ἀ­σφά­λεια ζω­ῆς, ἢ γιὰ τὸν μυ­στι­κὸ τρα­πε­ζι­κὸ λο­γα­ρια­σμὸ στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τα­μι­εύ­ω χρή­μα­τα γιὰ κά­τι τρε­λό, ὅ­πως γιὰ μα­θή­μα­τα slackline ἢ γιὰ ἕ­να ἐ­τή­σιο road trip σ’ ὅ­λη τὴ χώ­ρα, περ­νών­τας ἀ­πὸ τὴ μιὰ μι­κρὴ πό­λη στὴν ἄλ­λη, ἢ γιὰ νὰ ζή­σου­με στὴν ἐ­ξο­χή, νὰ χτί­σου­με ἕ­ναν ἀ­νε­μό­μυ­λο, νὰ ἔ­χου­με κό­τες καὶ νὰ καλ­λι­ερ­γοῦ­με τὸ δι­κό μας πε­ρι­βό­λι, ἁ­πλῶς καὶ μό­νο γιὰ νὰ δοῦ­με ἂν θὰ τὰ κα­τα­φέρ­να­με. Θέ­λω νὰ συ­νε­χί­σω νὰ τὴν σπρώ­χνω στὶς κού­νι­ες, ἀλ­λὰ δὲν θέ­λω νὰ με­γα­λώ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο ἐ­γώ. Θὰ μὲ κα­τη­γο­ρή­σει μιὰ μέ­ρα, ὅ­ταν θὰ κα­τα­λά­βει πό­σα χρό­νια ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή της ἡ­λι­κί­α ἔ­χα­σε ἐ­ξαι­τί­ας τῆς κού­νιας. Ναί, θὰ εἶ­ναι σί­γου­ρα θυ­μω­μέ­νη. Μπο­ρῶ ἤ­δη νὰ δῶ τὸν θυ­μὸ νὰ συσ­σω­ρεύ­ε­ται μέ­σα της, λε­πτὲς γραμ­μὲς ὑ­φαί­νουν τὴν πλε­κτά­νη τους στὶς ἄ­κρες των μα­τι­ῶν της κα­θὼς οἱ ἐ­ρευ­νη­τὲς προ­σπα­θοῦν νὰ τῆς ποῦν ὅ­τι κά­νουν ὅ,τι μπο­ροῦν γιὰ νὰ βροῦν τὸ εὐέ­ξα­πτο παι­δὶ τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ μά­να κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι της ὅ­ταν τὸ βλέ­πει νὰ μπαί­νει σπί­τι μὲ τρε­μά­με­να χέ­ρια καὶ τὸ αἷ­μα μου νὰ ἔ­χει πι­τσι­λί­σει τὴν μπλού­ζα του. Καὶ ξέ­ρει πὼς ἔ­χει κά­νει κά­τι ἀ­νό­η­το ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀλ­λά­ξει, γι’ αὐ­τὸ σκου­πί­ζει μὲ τὴν πο­διά της κεν­τη­μέ­νη μὲ βι­ο­λέ­τες τὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­πὸ τὸ μέ­τω­πό της καὶ κά­θε­ται στὸν κα­να­πὲ μέ­χρι οἱ χτύ­ποι τῆς καρ­διᾶς της νὰ μει­ω­θοῦν καὶ νὰ μπο­ρέ­σει ἡ ἀ­να­πνο­ή της νὰ ξα­να­βρεῖ τὸν ρυθ­μό της, ὅ­σο τὰ μά­τια της πε­ρι­ερ­γά­ζον­ται τὸ δω­μά­τιο κι ἐ­κεῖ­νος κά­νει νευ­ρι­κὲς κι­νή­σεις, ἀ­φη­γεῖ­ται τὴν ὅ­λη ἱ­στο­ρί­α ἐ­νῶ ἐ­γὼ κεί­το­μαι ἀ­κό­μα στὸ ἔ­δα­φος κι ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι ἂν τὸ νὰ ἀ­νε­βά­σω τὴν κό­ρη μου στὸ γύ­ρω-γύ­ρω-ὅ­λοι θὰ τῆς ἀ­φαι­ρέ­σει τὰ χρό­νια ζω­ῆς ποὺ τῆς πρό­σθε­σαν οἱ κού­νι­ες, ἔ­τσι ὥ­στε νὰ ξα­να­γί­νει παι­δί, ὅ­πως ἀ­κρί­βως τὴν θυ­μᾶ­μαι ἐ­γὼ ὅ­ταν ἦ­ταν πο­λὺ μι­κρὴ γιὰ νὰ πά­ει μό­νη της μὲ τὰ πό­δια ἀ­π’ τὸ σχο­λεῖ­ο στὸ σπί­τι, ἡ σχο­λι­κή της τσάν­τα πιὸ με­γά­λη ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη, ὅ­ταν δὲν εἶ­χε πά­ρα μό­νο εὐ­και­ρί­ες μπρο­στά της. Κά­νω τὶς ἴ­δι­ες σκέ­ψεις ποὺ κά­νει ἡ μη­τέ­ρα τοῦ νευ­ρι­κοῦ ἀ­γο­ριοῦ ὅ­ταν ὁ γιὸς της ἦ­ταν μι­κρός, μὲ τὶς μα­κρι­ὲς μαῦ­ρες βλε­φα­ρί­δες του ποὺ ἔ­κα­ναν τὰ κο­ρί­τσια νὰ τρέ­χουν πί­σω του, κι ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἀ­κό­μα ἐλ­πί­δες. Καὶ παί­ζου­με καὶ οἱ δυ­ὸ τὸ παι­χνί­δι Τί θὰ γι­νό­ταν ἄν, ἐ­γὼ δι­ε­ρω­τώ­με­νη ἂν τὰ πράγ­μα­τα θὰ ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἂν εἶ­χα στα­μα­τή­σει στὸ στε­γνο­κα­θα­ρι­στή­ριο πρὶν ἀ­πὸ τὴν τρά­πε­ζα, ἡ μη­τέ­ρα του δι­ε­ρω­τώ­με­νη ἂν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ τὸν εἶ­χε προ­τρέ­ψει πε­ρισ­σό­τε­ρο πρὸς τὸν ἀ­θλη­τι­σμὸ ἢ τὸ μου­σι­κὸ συγ­κρό­τη­μα ἢ τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ λέ­σχη κι ἂν αὐ­τὸ θὰ εἶ­χε κά­ποι­α ση­μα­σί­α, ἂν καὶ πά­λι θὰ στε­κό­ταν μπρο­στά της κλαί­γον­τας για­τὶ πυ­ρο­βό­λη­σε μιὰ γυ­ναί­κα στὸ πάρ­κινγκ τῆς ὁ­δοῦ Ἒλμ καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὰ πό­δια. Ἡ μη­τέ­ρα του ξέ­ρει ὅ­τι δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α τί ἔ­κα­νε ἢ τί δὲν ἔ­κα­νε ἐ­κεί­νη κά­πο­τε. Τὸ μό­νο ποὺ ἔ­χει ση­μα­σί­α εἶ­ναι ἂν θὰ τὸν στεί­λει γιὰ ντοὺς ὅ­σο ἐ­κεί­νη θὰ καί­ει τὰ ροῦ­χα του μα­ζὶ μὲ τὰ φύλ­λα τοῦ Φθι­νο­πώ­ρου ποὺ στοί­βα­ξε στὸ βα­ρέ­λι τῆς πί­σω αὐ­λῆς ἢ ἂν θὰ ση­κώ­σει τὸ ἀ­κου­στι­κό.

Πη­γή: Ἀπὸ τὴν τρί­μη­νη δι­αδι­κτυακὴ ἐ­πιθε­ώρη­ση SmokeLong, στὶς 15 Δε­κεμ­βρί­ου 2014 (δεῖτε ἐδῶ καὶ μιὰ συ­νέντευ­ξη μὲ τὴ συγ­γρα­φέα γιὰ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα).


Τζού­λια Στρέϊ­ερ (Julia Strayer). Ἀ­πό­φοι­τος τοῦ με­τα­πτυ­χια­κοῦ προ­γράμ­μα­τος Κα­λῶν Τε­χνῶν καὶ Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς (M.F.A Program) τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Sarah Lawrence, ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γή­τρια στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης. Ἔρ­γα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ δι­α­δι­κτυα­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Smokelog Quarterly. Τὸ πρῶ­το της βι­βλί­ο πρό­κει­ται νὰ ἐκ­δο­θεῖ σύν­το­μα ἀ­πὸ τὸν ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο Glimmer Train.


Νάν­συ Ἀγ­γε­λῆ (Εὔ­βοι­α, 1982). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α καὶ ἀ­πὸ τὸ 2008 ζεῖ στὴν Ἱ­σπα­νί­α ὅ­που ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν λο­γο­τε­χνι­κὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν δι­δα­σκα­λί­α ξέ­νων γλωσ­σῶν. Εἶ­ναι τα­κτι­κὴ συ­νερ­γά­τις τοῦ ἱ­στό­το­που γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα «Πλα­νό­διον - Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι». Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις της συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ δι­ά­φο­ρα πε­ρι­ο­δι­κὰ τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου κα­θὼς καὶ στὰ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι (2014- 2016),  ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης. Ἔ­χει ἐκ­δό­σει δύο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Σμί­λη κυ­κλο­φο­ρεῖ ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρῶν πε­ζῶν Ἡ νο­η­τὴ εὐ­θεί­α ποὺ ἑ­νώ­νει ἕ­να σῶ­μα μ’ ἕ­να ἄλ­λο. Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὸ μπλὸγκ με­τα­φρα­στι­κῶν δειγ­μά­των ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὰ ἑλ­λη­νι­κά: http://nancyangeli.blogspot.com.es/







Δεν υπάρχουν σχόλια: