13.7.19

Τάκης Βαρβιτσιώτης, Οκτώ ποιήματα

ΑΜΦΙΒΟΛΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Αμφίβολη κυριαρχία της θάλασσας
Που κάποτε σπινθηροβολεί
Μια λάμψη ξετυλίγοντας
Θεϊκή
Και που άλλοτε πάλι
Κατάφορτη από βιολέτες
Σχεδόν μελανή
Σαγηνεύει το θάνατο

ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ ΜΑΝΤΑΛΟ
Σκουριασμένο μάνταλο
Μιας πόρτας που έκλεισε
Και πιά δεν ανοίγει
Πόσο με συνεπαίρνεις!
Κι εσύ πρωτόφαντη ηλακάτη
Που αποσυνθέτεις
Των ονείρων μου τη συναρμογή
Και ύστερα ξαναϋφαίνεις
Μιαν ιριδόχρωμη λαμπηδόνα
Για να με στολίσεις
Την ύστατη στιγμή
Η ΠΟΙΗΣΗ
Οι ίδιες εποχές τα ίδια όνειρα οι ίδιες πληγές
Η ποίηση παραμένει πάντοτε αδυσώπητη
Η ποίηση σωριάζει τίς σκιές
Τη μια σκιά πάνω στην άλλη.
ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΤΑΞΑΝΘΗ ΠΑΙΔΟΥΛΑ
Για χάρη αυτής τής όμορφης
Κατάξανθης παιδούλας
Θα σπαταλούσα ολόκληρη τη ζωή μου
Πασχίζοντας να εξερευνήσω
Τη μουσική πτυχή εκείνη
Που εκτείνεται ολοένα
Έως την άκρη από τα βλέφαρά της
Να θαυμάσω την απόλυτη διαφάνεια των ματιών της
Όπου τόσα
Εκπληκτικά ναυάγια
Ευδοκιμούν
Ενθύμια μιας υπέρλαμπρης γιορτής
Μα τώρα περασμένης
Συντρίμματα από λέξεις που έχουν πιά λησμονηθεί
Ανεπαίσθητοι ψίθυροι χιονιού
ΟΙ ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ
Οι υπνοβάτες όπως και οι ποιητές φοβίζουν τους ζωντανούς
Υπάρχει μια νέα παράξενη χώρα που επισκέπτονται
Από νερό κοχύλια και κοράλλια και γαλάζιο ουρανό
Στολίζουνε τίς νύχτες τους μ’ έναν απίθανο αστερισμό
Τα παιδικά τους χρόνια αναθυμούνται κι έρωτες πεθαμένους
Ταξιδεύουν με μια λέμβο μικροσκοπική μέσα σε θάλασσα τρικυμισμένη
Και με τα χέρια τους δεμένα παραδίνονται στο μυστήριο
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Ακόμα και η θάλασσα
Λαμποκοπά μενεξεδένια
Κι από τη στάχτη
Ξεχειλίζει μια φωτιά
Πού στεφανώνει τίς παρυφές της
’Ενώ εκείνος
’Εξαφανίζεται
Μες σ’ έναν δρόμο σκοτεινό
Που πια δεν έχει γυρισμό
ΜΙΑ ΘΛΙΨΗ ΑΚΑΤΑΜΕΤΡΗΤΗ
Μια θλίψη ακαταμέτρητη
Να περιφέρεται άραγε
Μέσα στη νύχτα των ματιών της
Σαν πάχνη αδιόρατη
Ή μόνο κάποια μελωδία
Που μόλις ακούγεται ενός άλλου κόσμου;
Μήπως λοιπόν είχα μεθύσει από τον έρωτα
Κι αλήθεια χόρεψα χωρίς να καταλάβω
Τον ανεκλάλητο αυτόν χορό
Ή μήπως μάλλον ονειρεύτηκα
Και τώρα ζώ μονάχα μες στην έκλαμψη
Μιας ανεξάλειπτης αθωότητας;
ΑΜΦΙΘΥΜΙΑ
Γιατί ’σαι σήμερα χλωμός;
Είναι που ακούμπησα στην άρπα σου
Τη λυπημένη
Γιατί ’σαι σήμερα χαρούμενος;
Είναι που διάβασα
Πως η αγάπη δεν πεθαίνει
*Δημοσιευμένα στο περιοδικό “Εντευκτήριο”, Τεύχος 72 Ιανουάριος.-Μάρτιος 2006.

Δεν υπάρχουν σχόλια: