18.10.19

Δημήτρης Κοσμόπουλος, «Θέριστρον», εκδ. Κέδρος, 2018 (γράφει ο Αντώνης Γ. Παπαβασιλείου)



Πάντα μου φαίνεται δύσκολο -μπας και ακατόρθωτο;- να μιλάς για τα βαθιά νερά της ποίησης. Δηλαδή, για κύματα οδυνών, βασάνων, δοκιμασιών — μέσα στην αλήθεια των πραγμάτων. Παίρνουμε λίγο θάρρος ερχόμενοι σε μια συνάντηση, μια προσπάθεια κουβέντας. Να αγγίξουμε λέξεις, νοήματα, φθόγγους. Σε μια ποιητική συλλογή, μάλιστα, που ξεκινάει με λόγια ενός μεγάλου μυστικού. Του Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Ο ΕΝ ΤΗ ΦΩΝΗ ΑΦΩΝΩΣ ΦΘΕΓΓΟΜΕΝΟΣ.

Τι υπέροχο! Θυμάμαι θραύσματα ερωτικών λόγων προς τον Έναν, λέξεις που απαρτίζουν θαύμα. Σαν να ακούς μια μελωδική βιβλιογραφία, που σχεδόν την ξέχασες και όμως σε συνέχει. Τι έχει να μας πει ο ποιητής από το Κοντογόνι Μεσσηνίας, τι λογής νερό μας προσφέρει; Οι απαντήσεις μας δεν μπορεί παρά να είναι αγαπητικές συλλαβές, αντίδωρο σε εκπλήξεις. «Ritual restores nature» γράφει κάπου ο Peter Levi, στο The Art of Poetry· καημό έχω να ολοκληρώσω τον τόμο με τις ωραίες διαλέξεις του στην Οξφόρδη. Ναι, το «τυπικό, το τελετουργικό ανακαινίζει την φύση». Και βλέπω στην σελίδα 29 του βιβλίου που μαζί κουβεντιάζουμε:
ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ ΑΝΟΙΚΤΟΝ, περιέχον την πρέπουσα αυτώ άπασαν ακολουθίαν. Ακολουθεί ο τυπικάρης της ποίησης κανοναρχώντας «παραμυθία σγουρόμαλλη και απύθμενη. Βαθεία». * Θα μπορούσα, σαν τον παλιό φιλόλογο που είχα στο Δάσος Χαϊδαρίου, να πάω από ποίημα σε ποίημα, αναλύοντας νοήματα αλλά, ταυτοχρόνως, ζορίζοντας τον χρόνο και την υπομονή σας. Ήθελα περισσότερο να κάνω μια αναγνωστική περιδιάβαση στους στίχους του ΔΚ, καταγράφοντας εντυπώσεις, μικρά προσωπικά μου ορόσημα. Αυτό που γίνεται φανερό από την πρώτη στιγμή, είναι ότι κατέχει γερά ο ποιητής μας το «συντακτικό» της ποιητικής. Την τέχνη την ώριμη, τους κανόνες, την μετρική. Και με αυτά, σίγουρος προχωρά να φτιάξει, να οικοδομήσει, να παραμυθήσει. Όπου, ξάφνου, φλεγόμενες πέτρες ανθίζουν και παιδιά γυρίζουν στο αιώνιο, την ώρα του κοτσυφιού. Συνομιλεί, βλέπει –θα έλεγα- τον Σάββα Παύλου. Τον ποθεί. Στο «Τραπέζι της Χαράς», αυτόν που οπλίστηκε με τον Όμηρο και την Αγία Γραφή για να δώσει αγώνες. Κατόπιν, τρία ποιήματα για τον Γιάννη Κοντό, με τον συγκλονιστικό στίχο, «ποιος νίκησε τον θάνατο με στίχους;». Κυρίαρχο μοτίβο οι διψασμένοι πρόσφυγες. Διψασμένοι για δικαιοσύνη και γουλιές ανθρωπιάς. Το βιβλίο όλο είναι Προδρομικό. Αναφέρομαι στον Τίμιο Πρόδρομο, τον ΑηΓιάννη της Μακρυγιαννικής κληρονομιάς, που σκεπάζει τα λόγια του ΔΚ αδιαλείπτως. Εκεί και η συνομιλία με τον Άγιο Νικόλαο Πλανά. Η παράδοση αποσταγμένη, πυρίκαυστο κυπαρίσσι λέει. Και μια τρομερή αγγελία, «Ζητείται γαλήνη». Στο Δευτερόλεπτο, έχουμε ένα άπιαστο ρεπορτάζ της Παναγούδας. Καταγράφεται αποφατικά μια συνάντηση, ένα άγγιγμα με την αγιοσύνη των μεταμοντέρνων καιρών. Με το υπαρκτό και συνάμα άφραστο. Πιο πέρα λάμπει μια νύχτα: «Νύχτες τασάκια, μ’ αποτσίγαρα στιγμών». Ε, τέτοια ακούμε από το Θέριστρον και δεν μας πιάνει ύπνος. Λάμπουν και οι μεταφράσεις του ΔΚ. Αρχικά του Κέβιν Ιαν Μακφέρσον. Μυστικός Κέλτης, «ψυχές τραυματισμένες από τον έρωτα του Αρνιού». Παραδομένος σε μια κλίμακα, μια μακρόσυρτη διάρκεια από τα χρόνια του Αρχαίου Χριστιανισμού, στιχουργεί με το πάθος του τόπου του. Και μετά του Γεβγένι Βοροσίλοφ. Ομότροποι; Του ιδίου πόνου μέτοχοι; «Παραδομένος σε ρίγος Αντιγόνης». Δεν είναι τυχαίες οι μεταφραστικές αυτές επιλογές. Και ιδιαίτερα του Ρώσου ποιητή, έργα από τα τελικά του χειρόγραφα, πριν μαρτυρήσει στο Σταλινικό 1938. Βαφές του έργου ολόκληρου: ο ικετευτικός της προσευχής τόνος. Μα και η κοφτερή ματιά, όπως στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ, σταλέν από το android μου. Το τελευταίο ποίημα, ένα διαμαντάκι. ΨΙΘΥΡΟΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ. Πιασμένο από πίνακα στο Μουσείο Βαλερύ. Όπου ο φτωχός δούλος, ο γνωρίζων τη μοίρα του σε κάθε Σπάρτη του απάνθρωπου, ο Δημήτρης από την Πύλο, σκέφτεται, ελπίζει, ποθεί. Τι; Μας λέει ο ποιητής μας: κάποιον να ξέρει να βαστά τον πόνο. Δούλος δούλων. Το μοσχοβολιστό κρασί, νάμα σωτηρίας. Για να γυρίσει η Ιστορία. Να φωτίσει. Αποκαλυπτικά σύνορα μιας εσχατολογικής ελπίδας, βρώσιμης και πόσιμης. *** Σε θέση επιλόγου Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος μιλώντας στὸ «Σπίτι τῆς Κύπρου» τον Δεκέμβριο του 1997 είπε και τα εξής: Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι πῶς ὁ Ποιητὴς ἦταν πάντα ἕνας ἀφοσιωμένος τῆς Ζωῆς. Εἴτε τὸν γεμίζει χαρά, εἴτε τὸν θλίβει ἡ Ζωή, εἴτε τὸν πάει στὸν Οὐρανό, εἴτε τὸν κατεβάζει στὴν Κόλαση, αὐτὸς μένει πάντα ὁ ἀφοσιωμένος της. Τὴ μυστήρια ἀγάπη του γιὰ τὴ Ζωὴ δὲν ἔχει ἄλλο τρόπο νὰ τὴν ἐκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ὅτι προσπαθεῖ νὰ ἐκφράσει κυρίως αὐτὸ ποὺ κρύβει ἡ ζωή. Ὅπως ὁ ἔρωτας κρύβει αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ἐρωτευμένους. Αφοσιωμένος της Ζωής. Ας το κρατήσουμε αυτό στο τζεπάκι μας για ώρα ανάγκης. Κλείνω με την αρχή του ΘΕΡΙΣΤΡΟΥ, συλλαβίζοντας δυο – τρεις στροφές του Δημήτρη Κοσμόπουλου: Στοῦ «Ἄστεως» καὶ τοῦ «Ἐμπρὸς» ἀνήλιαγα γραφεῖα, μὲ βότσαλο στὸν οὐρανίσκο, ἄστρο καὶ τιμωρία. Ἀλλὰ νὰ μὴν ξεχάσεις τὸ τραγούδι τοῦ Κρυστάλλη, μὲ χιονισμένο σωθικό, γερτός, νὰ βγαίνει, πάλι * Ἀπ’ τὸ ξενοδοχεῖο «Ἀπόλλων» στὰ Χαυτεῖα κι ὅλης τῆς Πίνδου τὸ δρολάπι, γιὰ ζητεία, γιὰ λίγο γάλα, μιὰ κουβέντα, ἕνα χάδι. * 1895, Μεγαλοβδομάδα, ψάχνει δέντρο, ἔχει σκοτάδι. Ν’ ἁπλώσεις ρίζα, σὲ νερά δροσάτα, πρὸς τὸ βράδυ σὲ φιμωμένο ποταμό, κάτω ἀπ’ τὴν λεωφόρο. * Μὲ τρόπο ἑνὸς κυπαρισσιοῦ νὰ καταβάλλεις φόρο στὶς φωτεινὲς ρεκλάμες, ὡς ἀλλοδαπὸς παρίας. Σας ευχαριστώ. ` ` *Ο Αντώνης Παπαβασιλείου είναι εκδότης της εφημερίδας «Χρονικά της Δυτικής Μακεδονίας», συγγραφέας-ποιητής.
http://www.poiein.gr/2019/10/15/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%B7-%CE%B3-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82/?fbclid=IwAR0346g7eMfFbpM15OlR_xEBWvsM9fvkFFg9WuytUA3VHYMnW90G_Yk4EwE

Δεν υπάρχουν σχόλια: