30.10.19

Σπύρος Θεριανός, «Η κουτσή αρραβωνιαστικιά», περιοδικό Πάροδος, τευχ.28-αφιέρωμα στον Μάρκο Μέσκο

Η ΚΟΥΤΣΗ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ
Τι υλικό που θα είχα, αν δεν υπήρχαν τα γεγονότα!
Καρλ Κράους

Ο ποιητής Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1935. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1958 από τις εκδόσεις του λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Πορεία». Από τότε τύπωσε αρκετές ποιητικές συλλογές άλλοτε σε ιδιωτικές εκδόσεις κι άλλοτε σε εκδόσεις λογοτεχνικών περιοδικών ή εκδοτικών οίκων. Γραμματολογικά τον εντάσσουν στην δεύτερη μεταπολεμική γενιά, στην οποία χρεώνουν ένα βιωματικό κεφάλαιο που σχετίζεται άμεσα με τον Εμφύλιο, το ψυχροπολεμικό κλίμα του ’50, τη δικτατορία του ’67. Αρκετοί ποιητές αυτής της γενιάς έχουν αντιδράσει σε αυτή την αναδρομική κατηγοριοποίηση
λέγοντας ότι η ποίησή τους προσανατολίζεται περισσότερο στην έκφραση του υπαρξιακού αδιεξόδου του ανθρώπου και τη διερεύνηση της αδυνατότητας για αυτοδικαίωση μέσα από την σχέση τους με την κοινωνία και τον κόσμο. Εύκολα διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τα ποιήματά τους ότι έχουν δίκιο. Η ποίηση όμως του Μάρκου Μέσκου διαμορφώνεται μέσα από το συγκεκριμένο βιωματικό κεφάλαιο. Ο ίδιος σε συνέντευξη, το 2008, δήλωσε: «Το 1951 με το 1952 διαβάζω για πρώτη φορά τον “Ιστορικό υλισμό” και διαπιστώνω αμέσως ότι μου είναι γνωστά τα πράγματα του βιβλίου»1. Οι βιωματικές εμπειρίες μαζί με τα διαβάσματα διαπλέκονται συνεχώς και δημιουργούν την έγνοια για την κατάσταση του ανθρώπου όπως αυτή διατυπώνεται στα ποιήματά του, μέσα από το βασανιστικό παρόν.
Είναι αλήθεια ότι η κατάσταση στη μεταπολεμική Ελλάδα επηρέασε όλες τις ποιητικές φωνές που αναπτύχθηκαν, ανεξάρτητα από τις αναζητήσεις και τους προσανατολισμούς τους. Οι δύο πρώτες μεταπολεμικές γενιές υιοθετούν έναν χαμηλόφωνο ποιητικό λόγο. Ο Βαγγέλης Κάσσος γράφοντας για την γενιά του ’50, προσπαθεί να διερευνήσει τα αίτια του χαμηλώματος της φωνής: «Υπήρξε, πράγματι, μια θεαματικού χαρακτήρα κοινωνικοπολιτιστική περίσταση, που είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα καθόρισε συνολικά τον τόνο της ποιητικής ομιλίας στη γενιά αυτή. Πρόκειται για το γεγονός της εμφάνισης των μαζών στο άμεσο πολιτικό προσκήνιο». Και πιο κάτω: «Καινούριο είναι το γεγονός ότι ο ποιητής βρίσκεται μέσα στο πλήθος»2. Οι ποιητές είναι, λοιπόν πια, άνθρωποι σαν όλους τους άλλους. Ζουν ανάμεσά τους γιατί προέρχονται κυρίως από τις λαϊκές τάξεις ή τουλάχιστον συμμερίζονται τις αγωνίες αυτών των ανθρώπων, και οι εικόνες που έχουν για τον κόσμο είναι αυτές της παροδικότητας, της σκληρότητας, της περιθωριοποίησης, του αδελφικού μίσους.
Λέξεις όπως κανόνια3, ντουφέκι4, συντρόφοι5, αμπρί6, τανκς7, ο αξιωματικός πάνω στο άλογο8, συρματόπλεγμα9, τα σκονισμένα αρβύλια10, που συναντούμε στην ποίηση της πρώτης περιόδου11 του Μέσκου είναι η σημειολογία ενός πολέμου. του Εμφύλιου πολέμου. Είναι παντού ασφυκτικά τριγύρω ως ατμόσφαιρα -ο πόλεμος κι όλη η μετέπειτα περίοδος- μέσα στα ποιήματά του. Ωστόσο δεν αναφέρεται ρητά παρ’ όλο που οι εικόνες παραπέμπουν άμεσα σ’ αυτόν. «Για τις γενιές που μεγάλωσαν σε αυτή την περίοδο, τα χρόνια του Εμφυλίου ήταν το μεγάλο μυστικό της ιστορίας, φαινόταν να είναι η μυστηριώδης και απαγορευμένη πηγή της καθημερινότητάς τους, της ιστορίας τους»12. Η λέξη Εμφύλιος αναφέρεται ρητά στις τελευταίες συλλογές. Ενδεικτικά είναι τα πεζά ποιήματα «Η μοίρα» και «Μετά τον Εμφύλιο» από τη συλλογή «Ελεγείες» (2004). Η «Μοίρα» αρχίζει με τον στίχο: «Τέλος πολέμου κι αρχή του άλλου Εμφυλίου». Στο ποίημα «Εικόνες από την επαρχία» της συλλογής «Πριν από τον θάνατο» (1958), που αποτελείται από τέσσερα μικρά ποιήματα, στο τρίτο ποίημα, η ζητωκραυγή του πανηγυρισμού στο επαρχιακό γήπεδο κόβεται από την ανάκληση μιας εικόνας του πρόσφατου παρελθόντος:
Κόπηκε στα δυο η ζητωκραυγή μου όταν θυμήθηκα
πως στο ίδιο μέρος του γηπέδου είχαν ξαπλώσει
είκοσι εννιά ολόγυμνα πτώματα
χωρίς κεφάλια…
Ολόκληρο το ποίημα13, διαβάζοντάς το κάποιος σήμερα απομονωμένο από την υπόλοιπη συλλογή, χωρίς να γνωρίζει το όνομα του ποιητή και την χρονολογία που γράφτηκε δεν παραπέμπει σε καμία περίπτωση στο αρχικό περικείμενο, στις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε. Αυτές -ως ιδέα- αποκαθίστανται από τα ποιήματα που προηγούνται και έπονται στη συλλογή κι από την ημερομηνία έκδοσής της.
Ο Μέσκος γενικότερα στα ποιήματα αυτής της περιόδου, που δεν σταμάτησε σχεδόν ποτέ να τον απασχολεί, περιορίζεται στην έκθεση καταστάσεων, χωρίς δραματοποιήσεις, με εικόνες από θέματα που του επιβάλλουν την παρουσία τους.
Συνέπεια αυτού του βλέμματος είναι τα ερωτικά του ποιήματα ή τα ποιήματα που αναφέρονται στον έρωτα να μην είναι δοξαστικά ή καθαρά κι ελεύθερα από τις συνθήκες που ζει. Κάτι τέτοιο θα τα καθιστούσε προφανώς ψευδεπίγραφα και θα τα αποδυνάμωνε.
Στα ερωτικά ποιήματα του Μέσκου (και αναφέρομαι στα ποιήματα του «Μαύρου Δάσους») είναι εμφανέστατη η παρουσία του κοινωνικού και του πολιτικού στοιχείου σε μια εποχή εγχώριου και παγκόσμιου αναβρασμού.
Ένα από τα ποιήματα που συναντούμε στην πρώτη ποιητική συλλογή «Πριν από τον θάνατο» (1958) και στο οποίο μιλά ένας εραστής, είναι το ποίημα «Απολογία εραστή»:
Για να μη σε χάσω καλή μου
για να μη χάσω αυτόν τον ήλιο
τα βουνά και τα ποτάμια,
για να μη χάσω αυτά τα μάτια τα τυφλά της μπόρας
αυτά τα μάτια του παιδιού που φωσφορίζουνε το μέλλον
-για να μη χάσω τη ζωή και το τραγούδι μου
προτίμησα τον θάνατο…
Ο Εραστής του ποιήματος είναι ερωτευμένος όχι μόνο με την καλή του αλλά και με τον ήλιο, τα βουνά, τα ποτάμια, δηλαδή με την φύση, κι όπως λέει πιο κάτω με τη ζωή και το τραγούδι του. Προτιμά τον θάνατο από το να τα χάσει όλα αυτά, ζώντας τα στρεβλωμένα μέσα στην καταπίεση.
Στο ποίημα «Ένας έρωτας» από τη συλλογή «Μαυροβούνι» (1963), πρωταγωνιστές είναι ένας καροτσέρης και μια λαντζέρισσα. Δεν είναι μόνο τα ταπεινά επαγγέλματα, που ασκούν αυτοί οι άνθρωποι, που υποδηλώνουν ότι προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις και φανερώνουν το ενδιαφέρον του ποιητή για τους κοινωνικά ταπεινωμένους και καταφρονεμένους. Θα μπορούσαν να είναι και άνθρωποι που λόγω των κοινωνικών φρονημάτων τους δεν έχουν πρόσβαση σε άλλες εργασίες:
Εκείνος καροτσέρης στην αγορά
το αλεύρι στις πλάτες, τα τσουβάλια με τα τσιμέντα
από τις αποθήκες στις άλλες αποθήκες
και σκόνη και φωνές και βαρέλια
με το αγώγι όλη μέρα μαλώνει.
Λαντζέρισσα εκείνη
άλλοτε πάλι λιώνει τα χέρια της στην σκάφη
λησμονώντας πολύν καιρό τον ουρανό.
Πότε πότε
όταν ξυπνάει η ματαιοδοξία και κοιμούνται τα παιδιά
ερημώνουν οι δρόμοι κάπου μεσάνυχτα
ρίχνουν οι δυο τους ένα ελαφρύ πανωφόρι στους ώμους
και βγαίνουν βόλτα ώσμε το πρώτο γιοφύρι
εκεί που τόσον καιρό είχαν να περάσουν
Ο Μέσκος «από νωρίς πολίτης του κόσμου»14 ενδιαφέρθηκε για όλα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα και στον κόσμο. Η ξεκάθαρη πολιτική στάση του, τον έθεσε στο πλευρό των ηττημένων: «η σύνδεσή μου με τον κόσμο της Αριστεράς, είναι αυτονόητη, διότι η ψυχή μου παρακολουθούσε τα συμβαίνοντα της Ιστορίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’40, όχι ως μνήμη ζωή, αλλά ως καθημερινό βίωμα. Με το τέλος του Εμφυλίου, η ψυχή μου είχε τις συμπάθειες και τις εκτιμήσεις της, που ήταν φυσικά ο ηττημένος κόσμος της Αριστεράς»15. Ο κόσμος της Αριστεράς βρέθηκε την επαύριον της λήξης του πολέμου με μια ταυτότητα
στιγματισμένη πολιτικά και κοινωνικά. Στο ποίημα «Κατάσταση» (Μαυροβούνι, 1963), διαβάζουμε:
Η αρραβωνιαστικιά μου είναι κουτσή
κι ως περπατούμε δίπλα στα ποτάμια
θαρρώ πως μια καταποντίζομαι βαθιά στον ποταμό
κι άλλοτε πάλι με τραβούν τα μαύρα της μαλλιά
ψηλά στα κύματα που κελαηδούν αηδόνια…
Το ποίημα δεν έχει τυχαία τον τίτλο «Κατάσταση». Ως γνωστόν η παρακειμενικότητα (τίτλος, μότο, πρόλογος, σημειώσεις, παραπομπές και άλλα σχετικά) ενός ποιήματος, είναι ένας δραστικός τρόπος παρέμβασης πάνω στον αναγνώστη. Η λέξη «κατάσταση» σημαίνει τον «τρόπο με τον οποίο υπάρχει (κάποιος/ κάτι) σε δεδομένη στιγμή»16. Το πάσχον σώμα της κουτσής αρραβωνιαστικιάς υποδηλώνει μια φθαρμένη ταυτότητα, μια στιγματισμένη ταυτότητα. Όπως γράφει ο P. Bourdie «το σώμα ως φορέας φυσικού κεφαλαίου εμπλέκεται στη δημιουργία και αναπαραγωγή των κοινωνικών διαφορών […]. Το σώμα από φυσικό κεφάλαιο μετασχηματίζεται σε κοινωνικό κεφάλαιο»17. Η εικόνα της κουτσής αρραβωνιαστικιάς εκφρασμένη σε κοινωνικό κεφάλαιο μας επιτρέπει να σκεφτούμε τη θέση των προσώπων του ποιήματος στο κοινωνικό σύμπαν.
Οι λέξεις κουτσή και αρραβωνιαστικιά είναι οι μόνες πληροφορίες που μας δίνονται για τις ιδιότητες και τις σχέσεις που έχουν τα δύο πρόσωπα μεταξύ τους. Ο E. Goffman επισημαίνει: «μία αναπηρία δηλώνει την καταπάτηση των κοινωνικών κριτηρίων περί αρτιμέλειας και την υστέρηση απέναντι σε καθορισμένα κριτήρια δεξιότητας»18. Η δήλωση του πρώτου στίχου, πριμοδοτεί μια συγκεκριμένη αποτίμηση για τα πρόσωπα. Αυτός που μιλά μέσα στο ποίημα εμπλέκεται άμεσα ως επαΐων στην στιγματισμένη ταυτότητα της αρραβωνιαστικιάς. Ως άνθρωπος που σχετίζεται με μια τέτοια γυναίκα, χρεώνεται μερίδιο από το στίγμα: «το άτομο που συνδέεται μέσα από την κοινωνική δομή με έναν στιγματισμένο –μια σχέση που κάνει την ευρύτερη κοινωνία να αντιμετωπίζει από κάποιες απόψεις και τα δύο άτομα σαν ένα. Έτσι, η πιστή σύζυγος του ψυχασθενή , η κόρη του πρώην κατάδικου, ο γονιός του ανάπηρου, ο φίλος του τυφλού, η οικογένεια του δήμιου είναι όλοι υποχρεωμένοι να μοιράζονται ένα μέρος από την απαξίωση του στιγματισμένου ανθρώπου με τον οποίο συνδέονται»19.
Το κοινωνικό και συμβολικό κεφάλαιο των προσώπων του ποιήματος εξαντλείται σε αυτή την ενδογενή κατάσταση. Αναπαράγει κοινωνικές διαφορές και καταπάτηση κοινωνικών κριτηρίων που προσιδιάζουν σε εκείνες τις κοινωνικές διαφορές που δημιουργούσε η μη «ιδεολογική ορθότητα» των ηττημένων και η απόκλιση από το κοινωνικό φρόνημα, το οποίο επιτάσσανε οι νικητές του Εμφυλίου.
Η θέση των δύο αρραβωνιασμένων στην κοινωνία προσδιορίζεται, γίνεται αντιληπτή και αναγνωρίζεται ως τέτοια μέσα από την κατάστασή τους. Είναι θέση παραγκωνισμού και περιθωριοποίησης.
Χωριάτες, καροτσέρηδες, λαντζέρισσες, άνθρωποι με μειονεξίες, άνθρωποι που έφυγαν πρόωρα από τη ζωή λόγω του Εμφυλίου πολέμου. Ο έρωτας δεν ίπταται πάνω από αυτά τα πρόσωπα, τη ζωή τους και τον τόπο στον οποίο ζουν. Όλοι τους και όλα είναι μέσα σε αυτά τα ποιήματα.
Η πόρνη είναι κι αυτή ένα πρόσωπο καταδικασμένο στην πιο άγρια βιοπάλη:
Γυναίκα ωραία στο στρατί με τον ίσκιο σου βαδίζεις-
Νύχτες ξάγρυπνες ελπίζεις. τίποτ’ άλλο στη ζωή.
Ο αγοραίος έρωτας σε αυτό το ποίημα (Χ, «Ιδιωτικό Νεκροταφείο», 1975) είναι μια κατάσταση εντροπική, μία κατάσταση στην οποία δεν τίθεται καν θέμα σεξουαλικής έλξης ή εκτόνωσης αλλά υπάρχει ένα αίσθημα απώθησης και πίκρας. Η γυναίκα καλείται να παίξει την οχιά και ο άντρας να κάνει τον ερωτευμένο:
Παίξε μου τώρα την οχιά να κάνω τον ερωτεμένο-
μόνο φαρμάκι περιμένω κι έχω στο λαιμό τριχιά.
Να το αηδόνι στην αυλή να στον φράχτη το κοτσύφι-
κλείσε μου τα μάτια νύφη πεταλούδας θείο φιλί.
Μαύρη οχιά φαρμακερή πέφτει κάτασπρο το χιόνι
ζέστανέ με κι ας κρυώνει η καρδιά μου η θλιβερή.
Ο έρωτας έχει το σκαμμένο πρόσωπο των ανθρώπων των δραματικών εκείνων χρόνων. Η Ιστορία είναι το υπόγειο ρεύμα αυτών των ποιημάτων:
Ένιωθα τον κατακλυσμό: ο θάνατος των πραγμάτων των προσώπων θάνατος
ο θάνατος ο δικός μου. Ο τρόπος που χάνονται όλα. Μικρή πορεία
από τις σπαραγμένες γενικότητες στο ρηχό καθημερινό γιαλό.
Νέοι με το Μάη στα μαλλιά – με τη μνήμη του Μάη…
Κι ο Έρωτας; «Ο Έρωτας θα ‘ναι το τελευταίο πράγμα εδώ».
Η φωτιά
της Ιστορίας που κατακαίει παρανάλωμα ανθούς πρόβατα παιδιά
τοπία
και οι ορίζοντες στη στάχτη. (Μα λέω ακόμα οι ρίζες υπάρχουν).
(Χ, Τα Ισόβια Ποιήματα, 1977)
Ο έρωτας σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια όπως φανερώνεται μέσα στα ποιήματα του Μέσκου είναι ένας έρωτας που συναντά προσκόμματα από τις δυσχέρειες της ζωής, φιμώνεται από την αγριότητα των γεγονότων και χάνεται κάπου ανάμεσα στα διλήμματα της εποχής:
ΔΙΛΗΜΜΑ
Αναρωτιέμαι συχνά: στο ικρίωμα ή
στα βουνά της δόξας;
Παρ’ ότι ο θάνατος δεν είναι παίξε-γέλασε
παρ’ ότι η απελπισία απ’ το βαθύ πηγάδι
με ανεβάζει στο φως και χαιρετώ κάθε πρωί
τις κορφούλες των δέντρων
παρ’ ότι δεν έχω χέρια, δεν έχω πόδια, δεν έχω μάτια
δεν έχω φωνή σ’ αγα
σ’ αγα
(σ’ αγαπώ ήθελα να πω). Και ψαρεύω αντίστροφα
το φεγγάρι. Δηλαδή, παπαρούνες όλου του κόσμου
ενωθήτε…
(Άλογα στον ιππόδρομο, 1973)
———————
1 Βλ. τη συνέντευξη που παραχώρησε ο ποιητής στον Β. Κ. Καλαμαρά για την εφ. Ελευθεροτυπία, 22/1/2008.
2 Βαγγέλης Κάσσος, «Ποιητές ενός τρελλού λαού», στον τόμο κειμένων «Ατελεύτητο τέλος – Κείμενα για την Ποίηση», Ίνδικτος, Αθήνα 2007, σελ. 151 και 153.
3 Βλ. Μέσκος, Μαύρο Δάσος [στο εξής Μ. Δ.], στο ποίημα «Το άγριο περιστέρι», Νεφέλη, Αθήνα 1999, σελ. 53.
4 Βλ. Μέσκος, Μ. Δ., στο ποίημα «Μαύρη πέτρα», ό.π., σελ. 61.
5 ό.π.
6 Βλ. το ποίημα «Αμηχανία ζωγράφου», Μ.Δ18.
7 «Θέση», Μ.Δ51.
8 «Αξιωματικός», Μ.Δ16.
9 «Επεισόδιο», Μ.Δ62.
10 «Ο φαντάρος στον καταρράχτη», Μ.Δ19.
11 Σχηματικά μιλώ για πρώτη περίοδο χρησιμοποιώντας ως όριο την συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του 1958-1980, με τον τίτλο «Μαύρο Δάσος» (Ύψιλον 1981, Νεφέλη 1999). Ωστόσο στις ποιητικές του συλλογές συναντούμε διαφορές υφολογικές και μορφικές αρχής γενομένης από τη συλλογή «Ιδιωτικό Νεκροταφείο» (1975), στην οποία για πρώτη φορά συμπεριλαμβάνει έμμετρα ποιήματα. Οι επαΐοντες του νέου φορμαλισμού στην Ελλάδα θα μπορούσαν να βρουν με μια αναδρομική θεώρηση προδρομικά στοιχεία στη συγκεκριμένη συλλογή. Στα έργα μετά το 1975 οι υφολογικές αναζητήσεις του Μέσκου δημιουργούν μια ποικιλία υφών που διαφέρουν από συλλογή σε συλλογή.
12 Γιώργος Μαργαρίτης, «Ιστορία του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, 1946-1949», τόμος 1ος , Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002,δ΄ έκδοση, σελ. 26.
13 Τα υπόλοιπα τρία μέρη του ποιήματος είναι τα εξής: Ι) «Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να ξεχάσω/ τον χτικιάρην εκείνον χαμάλη/ με το ψωριάρικο άλογο και το καρότσι/ που κουβαλούσε κάθε Παρασκευή βράδυ/ τα κρέατα από το σφαγείο στα κρεοπωλεία.// Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να τον ξεχάσω/ ενώ λέει ο κόσμος πως πέθανε…»(Ο χαμάλης). ΙΙ) «Ήσουν δεν ήσουν δεκαεφτά χρονώ/ όταν ζωγράφιζες τα χελιδόνια// που κολυμπούσανε στον ουρανό./ Γιατί σε φώναξε ο Θεός/ αφού δεν έχει άλλον ουρανό να ζωγραφίσεις;» (Ο Πέτρος). ΙV) «Πάρε τη φανέλα μου η βροχή ανθρώπινο μάνα/ κι άπλωσέ την πάλι στο πιο χαμηλό κάγκελο/ να στάξει πάνω της ο ήλιος το χρυσάφι του/ να στάξει πάνω της παραλήρημα – να τη/ φορέσω…» (Η φανέλα).
14 Βλ. τη συνέντευξη που παραχώρησε ο ποιητής στον Β. Κ. Καλαμαρά για την εφ. Ελευθεροτυπία, 22/1/2008.
15 Ό.π.
16 Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2006, β΄ έκδοση, σελ. 861.
17 Erving Gofman, Στίγμα- Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001. Εισαγωγή- μετάφραση: Δήμητρα Μακρυνιώτη, σελ. 30, 31.
18 ΄Ο.π., σελ. 38.
19 Ό.π., σελ. 96.

Δεν υπάρχουν σχόλια: