1.10.19

Λέξεις που επέζησαν απ’ τη ζωή…(της Τζέμης Τασάκου)

Μια φορά κι έναν καιρό, στα χρόνια τα παλιά, στα χρόνια τα διαρκώς επίκαιρα, ζούσε μια Τιτανίδα, λεγόταν: Μνημοσύνη, κόρη της Γαίας και τ’ Ουρανού ήταν, κι αδέλφια της είχε: Γίγαντες, Εκατόγχειρες, Νύμφες κι Ερινύες. Όμορφη πρέπει να ήταν εκείνη η Τιτάνιδα, γιατί κάποια στιγμή την είδε ο Δίας, ο γνωστός Πατέρας, θεών τε, και…-και την πόθησε. Εννέα νύχτες κοιμήθηκε ο Δίας με τη Μνημοσύνη, κι εκείνη, εννέα μήνες μετά, γέννησε τις εννέα μούσες…. Κι από τότε, -ίσως , λέμε, από τότε-, κάθε  που οι άνθρωποι επιθυμούν ή ανάγκη έχουν, οι Μούσες εντός τους να χορέψουν –πότε με κύμβαλα μαινάδων ή αυλό Πανός, πότε με λύρα καμωμένη από καύκαλο χελώνας του Ερμή-, στη Μνημοσύνη δέονται και της ζητούν τις κόρες της να πέμψει…

O Mάικ Μπουζιάνης, πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Αστερίου «Η θεραπεία των αναμνήσεων», καταξιωμένος συγγραφέας ιρλανδο-ελληνικής καταγωγής, κάτοικος Νέας Υόρκης,  πάσχει από  writer’s block. Συνεπώς, έχει και λόγους «επαγγελματικούς» τις Μούσες να γυρεύει. Επιπλέον, ο Μπουζιάνης πάσχει, γενικώς: βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή: είναι πενήντα εφτά ετών, η σύζυγός του τον έχει εγκαταλείψει, εφιάλτες επικείμενου θανάτου τον καταδιώκουν, κρίσεις πανικού τον ανταμώνουν στο δρόμο, στη ντουζιέρα του, στο ενύπνιό του…, σκηνοθετεί φανταστικούς διαλόγους, νοερά «κύκνεια άσματα» με φίλους, συγγενείς, αναγνώστες…
Ο Μάικ Μπουζιάνης πριν γίνει «καταξιωμένος συγγραφέας» υπήρξε ένας μάλλον αποτυχημένος  stand up κωμικός, κι ακόμη πιο πριν, υπήρξε ένα παιδί δυσλεκτικό που τραύλιζε σχεδόν, ένα παιδί που συγκρούστηκε κάποτε με τον Πατέρα κι έφυγε απ’ το σπίτι…
Στο σημείο που εκκινεί το μυθιστόρημα, στο πρώτο μέρος του, το οποίο τιτλοφορείται  «Χρονικό μιας Πτώσης»,  βρίσκουμε τον Μπουζιάνη, στα πρόθυρα του αλκοολισμού  να αποδέχεται μια πρόσκληση απ’ την Ακαδημία του Μπρούκλιν, για μια εκδήλωση προς τιμήν του. Φοβάται να πάει εκεί, φοβάται μη σωριαστεί,  φοβάται τα «μεγαλεία» η ψυχή του. Εντούτοις, κινά και πηγαίνει.
Σαν βγεις στον πηγαιμό…
Διαδρομές σε δαιδάλους τριχοειδών αγγείων, διαδρομές σε πολύβουες ατραπούς ακετυλοχολίνης ή λεωφόρους  μιας πόλης που κάποιοι την είπαν «χωνευτήρι». Καθ’ οδόν προς την Ακαδημία, κρυφακούμε τον Μπουζιάνη να συνομιλεί με την κόρη του και τον σύντροφό της για σημεία –ίσως και τέρατα- των καιρών:  για την «δημοσιοποίηση της μέχρι πρότινος αυστηρά προσωπικής ζωής του καθενός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» και για εκείνη την «ψηφιακή τεφροδόχο» που ονομάζεται: σκληρός δίσκος.  Και σαν ο Μάικ φθάνει τελικά στην Ακαδημία και ανεβαίνει στο βάθρο τον ακούμε να μιλάει για σημεία παντός καιρού: Για την κωμωδία που «πάντα .. συνδεόταν με τη βία και την υπερβολή (…)  Για όλους εμάς που «Γελάμε μ’ αυτόν που υστερεί, με κάποιον που πέφτει. (…) Εμείς συνεχίζουμε  να έχουμε, υποτίθεται, τον έλεγχο διασκεδάζοντας με το πάθημά του. Αυτή η πτώση προϋποθέτει βία».
Κι ακόμη τον ακούμε να μιλά για τον ίδιο του τον εαυτό: ‘‘«Είπα νωρίτερα πως το χιούμορ απελευθερώνει, πως συνδέεται με το άνοιγμα του εαυτού μας. Πρόκειται όντως για ένα είδος ξεσπάσματος. Για…. για μένα, ωστόσο, έπαιξε πολύ συχνά  τον αντίθετο ρόλο. Το χρησιμοποίησα σε διάφορες περιπτώσεις σαν άμυνα. Το άπλωνα σαν δίχτυ γύρω μου για να προφυλαχθώ, για να μην αντιμετωπίσω την πραγματικότητα..»
«…» «Ήταν καταφύγιο, καμουφλάζ, πώς να το πω… Γιατί πίσω απ’ όλα αυτό κρύβεται φυσικά… κρύβεται βέβαια… ε, κρύβεται αρκετός πόνος. Δείτε τους μεγάλους κωμικούς, λίγοι γλίτωσαν την κατάθλιψη. (…)Θέλω να πω.. δεν είναι εύκολο, καθόλου».
«Τι συμβαίνει; Μήπως δεν νιώθεις καλά;» ρώτησε ο Μπάρι φανερά ανήσυχος. «Ο… όχι… ναι… δηλαδή… νομίζω πως…» «Προτείνω να σταματήσουμε εδώ. Φίλοι και φίλες, πρέπει να διακόψουμε για λίγο… Υπάρχει γιατρός στο κοινό; Θα μπορούσε κάποιος να βοηθήσει;»’’
Ο Μάικ Μπουζιάνης,  πραγματώνοντας τους χειρότερους φόβους τους,  εκπληρώνοντας τις μαύρες προφητείες του, σωριάζεται «φαρδύς πλατύς» μπροστά στο κοινό.
…/—/….
Βάσις, φρουρά, εξηκονταρχία Νέας Υόρκης. Την Κυριακή (στην Ακαδημία) ακούσαμε την μπάντα…
Ακολουθεί εγκλεισμός για τον Μάικ,  αποτοξίνωση, μα λίγο προτού  η  χοάνη  της «ιδρυματοποίησης» τον καταπιεί,  κάποιος φίλος του προτείνει να διδάξει «δημιουργική γραφή»  στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια.  Ο Μάικ αποδέχεται την πρόκληση -πρόσκληση και να τον τώρα στο campus…, όπου και  ανταμώνει την, κατά πολύ νεότερή του, φοιτήτρια Αντιγόνη, η οποία ως «γυναίκα λίθινης εποχής» του στέλνει ένα διήγημα γραμμένο με το χέρι σε σαμουά χαρτί… Ο μέντορας και η φοιτήτρια ερωτεύονται. Ο Μ. της αφηγείται σελίδες της ζωής του, κι εκείνη τον παροτρύνει να γυρίσει «σπίτι του» – είτε «σπίτι του» είναι ο τραυλός κωμικός εαυτός του με τα ανεπούλωτα τραύματα, είτε ο γενέθλιος τόπος του: ο τόπος της γραφής.
Και κάπως έτσι ο Μπουζιάνης πιάνει πάλι μελαν- και χαρτ- Λάθος! Το σωστό είναι: ο Μάικ αρχίζει πάλι να πληκτρολογεί.
«λέξεις που επιζήσατε/ απ’ τη ζωή/
ακόμη μια στιγμή/ κάντε του παρέα» [1]
Με επίγνωση της αστειότητας της μέλαινας χολής του,  ο συγγραφέας Μπουζιάνης γυρεύει λέξεις επιζήσασες προκειμένου να θεραπεύσει τις αναμνήσεις του και να θεραπευτεί. Γράφει λοιπόν τα απομνημονεύματά του που τιτλοφορούνται: «Σημειώσεις για τη ζωή μου»…  και… «εγκιβωτίζει» το μυθιστόρημά του μέσα στο μυθιστόρημα του… Αστερίου…
Ανηφορίζει προς τις πηγές της μνήμης του  ο Μάικ. Θυμάται: το πρώτο τραύλισμα μπροστά στη μοιραία μαζορέτα των έντεκα χρονών,  τα πρώτα ρίγη στη θέα της ωραίας Ουκρανής, το έκθαμβο βλέμμα του εμπρός στο διπλό κρεβάτι των γονιών μια νύχτα που…-  Κι ακόμη, θυμάται τον παππού Αντρέα, τον «παραμυθά», που ανέβηκε κάποτε σε ένα μεγάλο καράβι, που έφευγε απ’ τον Πειραιά, και χαιρετούσε κοπέλες με ψάθινα καπέλα που έκλαιγαν στην προκυμαία  και τον θείο Πωλ, -που σκόρπιζε, γύρω του, μυρωδιά Odl spice-,  εκείνον με το καλοραμμένο κοστούμι και το μπορσαλίνο, που μπλέχτηκε σε κυκλώματα παράνομων στοιχημάτων… Τέλος, θυμάται τη γειτονιά του, το Ουάισιγκτον Χάιτς…, γειτονιά της Μαρίας Κάλλας και ελλήνων ανθοπωλών, μεταναστών, θυμάται  «τα πρώτα μαύρα παιδιά που βγήκαν να παίξουν στο π λακόστρωτο μπροστά στις πολυκατοικίες».  Αφροαμερικανάκια και Δομηνικανάκια να παίζουν στο μωσαϊκό και ολόγυρά τους: Ρώσοι καλλιτέχνες, Ιρλανδοί εργάτες,  Εβραίοι κι  Αρμένιοι… Κι  εκείνος, ο μικρός Μάικ να στέκει στη μέση και  να τρώει μια μπουνιά στη μούρη… Και κάπως έτσι, το μερικό γίνεται καθολικό.
Διαβάζοντας τις «Σημειώσεις για τη ζωή μου» του Μάικ Μπουζιάνη, διαβάζουμε σημειώσεις για τη δική μας ζωή, για τις ημέρες εκείνες  που «παίξαμε»  σε μωσαϊκά πότε σαν «ξένοι», σαν «διαφορετικοί», σαν «μετανάστες», πότε παρέα με αλλότριους, με μετανάστες.
…Νηφάλια θυσία στη Μνημοσύνη τελεί ο Μάικ και με τη Γραφή γλύφει πληγές, όμως…, όμως….  «Όσο κι αν πλύνεις την πληγή/ θα σου γραφτεί από μέσα». [2 Όσες πληγές κι αν με τη Γραφή επουλώσουμε το μέγα Τραύμα, εκείνο που προέρχεται απ’ το μέγα Πρόγονο, τη Μάνα ή τον Πατέρα, δύσκολα θεραπεύεται, διότι:                                                                     «το αίμα είναι χυμός περιωπής» [3]
Την «ευθεία γραμμή του αίματος», θα γυρέψει να διαβεί –στο τρίτο μέρος του βιβλίου-  ο Μπουζιάνης προκειμένου να φτάσει στην κοίτη του – κοίτη της ύπαρξης του. «Τώρα στα χρόνια της μέσης ηλικίας, δεν κοιτάζω το μέλλον με την ανυπομονησία του πρωτάρη. Ξέρω πως όσες απαντήσεις ψάχνω βρίσκονται στο παρελθόν, ανάμεσα στα ερείπια που άφησε ο χρόνος πίσω του».
Αφορμή για αυτήν την κάθοδο στον Άδη /άνοδο στην κοίτη, αποτελεί ένα κουτί που του κληροδοτεί ο πατέρας του, μετά τον θάνατό του… Ένα κουτί με «καλά κρυμμένα μυστικά», με παλιές φωτογραφίες… Ήχοι τζαζ βγαίνουν απ’ το κουτί, ήχοι τρομπέτας και κόκκινης κιθάρας, και σε μια απ’ τις φωτογραφίες βλέπουμε αφιονισμένους νεαρούς στα θεωρεία του θεάτρου Κοτοπούλη/REX το 1956 σε μια συναυλία του Ντίζι Γκιλέσπι…
Την ταυτότητα εκείνου του αφιονισμένου νεαρού που εξελίχθηκε αργότερα σε πεισματάρη, εγωιστή, «καθολικό πατριάρχη» θα αναζητήσει ο Μπουζιάνης , θα ανατρέξει «με κρύο αίμα» σε όσα έγιναν ανάμεσα τους, γυρεύοντας έτσι να συνθέσει ψηφίδα, ψηφίδα και τη δική του Ταυτότητα. Για να καταλήξει να πει: «Οι άντρες αποζητάμε πάντοτε εκείνη τη μια και μοναδική πατρική ψήφο εμπιστοσύνης, ακόμη κι αν απολαμβάνουμε καθολική αναγνώριση. Την ίδια ψήφο που ονειρευόμουν κι εγώ κρυφά στις ατέλειωτες αμερικανικές περιοδείες, όταν τα βιβλία μου συγκαταλέγονταν στα καλύτερα της χρονιάς. Παρά την επιτυχία η συνεχιζόμενη απουσία σου μ’ έκαιγε σαν κάρβουνο που ξέμεινε αναμμένο από μια παλιά, σβησμένη φωτιά».
*
Μυθιστόρημα πολυεπίπεδο «Η θεραπεία των αναμνήσεων» που με ευχαρίστηση διαβάζεται δεύτερη και τρίτη φορά προκειμένου να ανακαλύψουμε ή να πάλι να ανταμώσουμε τις αλήθειες που κρύβονται στις παρυφές του, στα σοκάκια του, στις «δευτερεύουσες» προτάσεις του. Μυθιστόρημα που μιλά για τα «τραύματα» της μνήμης μας, ατομικής ή συλλογικής, για πληγές που κάποτε κλίνουν, αφήνουν όμως πίσω τους ουλές, για να θυμίζουν. Μυθιστόρημα ακόμη που μιλά για την Τέχνη και τους υπηρέτες της, για εκείνους που πολλά lacrimae έριξαν  για να μπορέσουν να κάνουν άλλους να γελάσουν ή έστω να χαμογελάσουν με τις θύμησές τους –είναι στιγμές που νιώθουμε το φάντασμα της Μαρίκας Νοβάρο, εκείνης της σοπράνο που πρωταγωνιστεί  στο «Ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη» να περνά μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου και να λέει: «Γιατί η Τέχνη, κύριε Ρέμβη, (κύριε Μπουζιάνη), δεν είναι θρίαμβος, δεν είναι λάμψη, δεν είναι πλεόνασμα, είναι μια συνεχής πορεία προς την ήττα, μια συνεχής αναμέτρηση με τα όρια σου, με τις αναπηρίες σου. Είναι, μάλλον, μια δημιουργική αναπηρία η ίδια».
Κι ακόμη ένα  μυθιστόρημα που «παίζει» με τον ίδιο του τον εαυτό, με τους αφηγηματικούς του τρόπους. Όπως ο Μάικ αναμετράται με την σκιά του πατέρα του, έτσι, μάλλον, κι ο συγγραφέας Αστερίου, -που κινεί τον Μάικ-, αναμετράται με τους ίσκιους των προγόνων συγγραφέων του –για να θυμηθούμε τον καλό μας Ηarold Bloom και την πολυαγαπημένη «Αγωνία της Επίδρασης». Δεν έχει, μάλλον, μεγάλη σημασία αν κάποιος από τους λογοτεχνικούς προγόνους του λεγόταν Φίλιπ ή Αντώνης, εκείνο που έχει σημασία είναι πως ο Αστερίου στέκει γενναία εκεί στο τρίστρατο να αντιμετωπίσει εκείνους που τον  γέννησαν…  Γνωρίζει πως την ίδια χιλιοειπωμένη ιστορία θα αφηγηθεί, μια ιστορία για Πατέρες και Γιούς, μια ιστορία Πτώσης και Αναζήτησης Ταυτότητας –τη διηγείται όμως με το «δικό του τρόπο». «Παίζει», «Δίνεται», «Ρισκάρει». Ρίχνει μέσα στο καζάνι της αφήγησης: πρωτοπρόσωπο κείμενο, θεατρικό διάλογο, απομνημονεύματα, επιστολές, δάνεια απ’ τη «μεγάλη οθόνη». «Παίζει» με όλη την εντιμότητα, -και το αίσθημα  ευθύνης, για εξονυχιστική πραγματολογική έρευνα-, που προϋποθέτει μια καλή παρτίδα με την Γραφή. Κυρίως όμως παίζει με εκείνη τη  διάθεση, του «αιώνια ερασιτέχνη», του «ανεξάντλητα περίεργου», διάθεση που διέκρινε έναν … άλλον  ήρωα του, τον Φρανσουά, εκείνον τον  διανοούμενο, μάλλον  εκείνον τον Άνθρωπο, που επέζησε κάποτε σ’ ένα νησί, που λεγόταν: Μπόα._


[1]: Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες, Samuel Beckett, μετ. Γιώργος Βίλλιος, εκδ. Ερατώ 1989
[2]: Το ισόπαλο τραύμα, Γιάννης Στίγκας, εκδ. Κέδρος 2009
[3]: Φάουστ, Goethe, μετ. Πέτρος Μάρκαρης, εκδ. Γαβριηλίδης 2009


 info: Χρήστος Αστερίου,  Η θεραπεία των αναμνήσεων, εκδόσεις: «Πόλις»




Δεν υπάρχουν σχόλια: