27.10.19

ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ: Το χάραγμα της ζωής στην πέτρα

Ιούλιος 1914. Λίγες μόλις μέρες πριν την έναρξη του 1ου παγκοσμίου πολέμου, γεννιέται στο Αιτωλικό η Βάσω Λεονάρδου από μία οικογένεια με ισχυρές αισθητικές ρίζες που αναμφίβολα έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ενασχόλησή της μς τις τέχνες. Στο Αιτωλικό μένει μέχρι τα 22 της χρόνια όπου και μετακομίζει στην Αθήνα για να γραφτεί στη σχολή καλών τεχνών αλλά οι εικόνες και τα βιώματα του τόπου της θα την ακολουθούν σε όλη τη μετέπειτα πορεία της.
"Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η εξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστάνια, καπνοτόπια σιτηρά. Μια ζωή στεριά και θάλασσα γεμάτη, ιδρώτα και μόχθο. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδελφός μου κι οι φίλοι μας. Μ' άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ η ποίηση. Κοντά στ' αδέλφια μου ζωγράφιζα κι εγώ. Κρυφά, ονειρευόμουν να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινόταν τόσο άπιαστα μεγάλο που δε μπορούσε λογικά να χωρέσει το μυαλό μου. Ό,τι έβλεπα έλεγα: 'Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω' "

Στη σχολή καλών τεχνών μαθήτευσε μεταξύ άλλων και στο εργαστήριο ζωγραφικής του Κωστή Παρθένη. "Ήταν η πρώτη φορά που αντιλαμβανόμουν ότι ένα σχέδιο έχει φως και σκιά με μια γραμμή μόνο" Η αποκάλυψη όμως για την Κατράκη ήταν το εργαστήριο χαρακτικής του Κεφαλληνού το οποίο παρακολούθησε αμέσως μετά. Εκτός από την επαφή με τις διάφορες μορφές της χαρακτικής (ξυλογραφία, λιθογραφία, χαλκογραφία), ο Κεφαλληνός αποτέλεσε το μεγαλύτερο δάσκαλο της, ο οποίος την έφερε σε επαφή με τον Ευρωπαϊκό κόσμο της τέχνης ενώ οι συζητήσεις γύρω από τη λογοτεχνία και την ποίηση αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της διδακτικής διδασκαλίας.
Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος τη βρίσκει στο Βόλο όπου παντρεύεται τον γιατρό Γιώργο Κατράκη, όταν αλλάζει και το όνομά της από Λεονάρδου. Ο πρώτος και τελευταίος έρωτας της ζωής της. Ένα ζευγάρι απόλυτα δεμένο μέχρι το τέλος.
Ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ έχει έντονη αντιστασιακή δράση αλλά ταυτόχρονα δουλεύει ακατάπαυστα πολλές φορές συντασσόμενη ιδεολογικά με άλλους καλλιτέχνες της εποχής όπως ο Αιμίλιος Βεάκης και ο Γιώργος Σεβασατίκογλου.
Το υλικό με το οποίο δουλεύει η Κατράκη μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '50 είναι κυρίως το ξύλο. Πηγή έμπνευσής της, αποτελούν κατά κύριο λόγο τα βιώματα της ίδιας της χαράκτριας από τη ζωή του απλού λαού στο Αιτωλικό, τον απελευθερωτικό αγώνα αλλά και την προσωπική της ζωή.
"Δουλεύω και ζω με τους ψαράδες μας, με τους αγρότες μας, με τα τοπία της πατρίδας μου γιατί είναι ένα με την ψυχή μου".
Συμμετείχε σε πάμπολλες εκθέσεις στην Ελλάδα αλλά κυρίως στο εξωτερικό αποσπώντας σημαντικές διακρίσεις. Κάιρο, Γενεύη, Στοκχόλμη, Ζυρίχη, Σάο Πάολο, Αλεξάνδρεια είναι προορισμοί που το έργο της Κατράκη ταξίδεψε και μαζί του προβλήθηκε σε πολύ σημαντικό βαθμό και η ελληνική τέχνη της εποχής. Περί το 1958 αρχίζει να ασχολείται συστηματικά με την πέτρα, κάτι που δίνει νέα ώθηση και πνοή στο έργο της. Δεν πρόκειται για την κλασσική μορφή της λιθογραφίας αλλά για μία πρωτότυπη τεχνική που χρησιμοποιεί ψαμίτη λίθο σε μεγάλες διαστάσεις 70Χ100εκ. ή και μεγαλύτερες έως 150Χ250 εκ. περίπου. Χρησιμοποιεί καλέμι και σφυρί, περισσότερο λαξεύοντας την πέτρα παρά χαράσσοντάς την. Σε όλα της τα έργα της περιόδου υπάρχει παντελής απουσία χρώματος. Μόνο μαύρο μελάνι, προσδίδοντας μια μοναδική αγριάδα αλλά και λιτότητα και ταπεινότητα στην έκφρασή της. Η πέτρα φαίνεται ότι της δίνει τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την πορεία του έργου της προς την αφαίρεση, αποδίδοντας τις ανθρώπινες μορφές με ένα απέριττο, ψιλόλιγνο σχεδόν γραμμικό τρόπο που παραπέμπει έντονα σε στοιχεία της κυκλαδικής τέχνης. Η ίδια θα πει για αυτή τη μετάβαση:
"Διερευνώντας τους παραδοσιακούς τρόπους χάραξης πάνω στα καθιερωμένα υλικά όπως το όρθιο και πλάγιο ξύλο, ο χαλκός κλπ. ένιωσα σιγά-σιγά να εξαντλούνται οι εκφραστικοί τρόποι που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου. Στην περιπλάνηση των αναζητήσεών μου για το υλικό που θα πλήρωνε τις εικαστικές μου ανάγκες, στάθηκα στον ψαμίτη λίθο, που με την αδρή του επιφάνεια, και την αδιερεύνητη περιοχή του, μου άνοιγε το δρόμο στα μεγάλα σχήματα και στην πλατιά και ελεύθερη χειρονομία. Η επαφή μου με τη τραχιά αυτή κρητική πέτρα με οδήγησε και στην αναζήτηση καινούργιων εργαλείων. Ο μαντρακάς και τα καλέμια των γλυπτών με βοήθησαν σε αυτό. Με σκληρές εγκοπές, με σκληρά γδαρσίματα με απότομα ή ελαφρά περάσματα από τα μαύρα στα άσπρα και αντίθετα προσπαθώ να κατακτήσω την άγνωστη γλώσσα του καινούργιου αυτού υλικού και να του αποσπάσω τα μυστικά που θα με βοηθήσουν στην έκφραση των αναγκών μου".
Βέβαια η Κατράκη συνάντησε και αρκετές αντιπαλότητες και επιφυλάξεις από την εγχώρια σκηνή της τέχνης με πιο χαρακτηριστική αυτή του δασκάλου της στην ΑΣΚΤ, Γιάννη Κεφαλληνού:
- Που το πας με την πέτρα;
- Ξέρω εγώ όπου με πάει
- Αμ, δε θα σε πάει, δεν έχει μέλλον. Αν ήταν θα τα κάναμε κι εμείς
- Δάσκαλε, θα σου αποδείξω ότι πάει παραπέρα
Και η Κατράκη όχι μόνο το πήγε παραπέρα αλλά το έργο της πλέον ανοίγει φτερά και αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη αναγνώριση. Ενδεικτικά μόνο, το 1958 παίρνει το 1ο βραβείο στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας ενώ τον ίδιο χρόνο τιμάται στη διεθνή έκθεση του Λουγκάνο αποσπώντας διθυραμβικά σχόλια για το έργο της "Ψαράδες". Το 1959 το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης αγοράζει για την πινακοθήκη του 4 πέτρινες μήτρες του έργου της. Το 1960 συμμετέχει στη Μπιενάλε του Τόκυο όπου θα συνεχίσει να παρουσιάζει έργα της μέχρι τα τέλη της δεκαετίας το '60.
Το 1963 θα αναφερθεί στο μέχρι τότε έργο της λέγοντας χαρακτηριστικά:
" Πάντως, μόλις φέτος νομίζω ότι μου είναι δυνατό να πω ότι μπαίνω στο δρόμο μου. Η πιο πρόσφατή μου αγάπη είναι τα άλογα. Τα ανακάλυψα την εποχή που εργαζόμουν για τη μεγάλη σύνθεση <<Περίπατος στην Κέρκυρα>>. Τα ζώα αυτά με γοητεύουν με τη δύναμη, την υπερηφάνεια και την ελευθερία που κρύβουν μέσα τους. Θα ήθελα μάλιστα να κάνω κάποτε μια έκθεση μόνο με άλογα"
Το 1966 παρουσιάζει συνθέσεις της στη Μπιενάλε της Βενετίας όπου θα τιμηθεί με το διεθνές βραβείο λιθογραφίας. Μια διάκριση η οποία θεωρείται ακόμα και σήμερα από τις σημαντικότερες που έχουν αποσπάσει Έλληνες δημιουργοί στο εξωτερικό. Το 1967 με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, λόγω πολιτικών φρονημάτων, η Κατράκη θα είναι μεταξύ των πρώτων συλληφθέντων και θα εξοριστεί στη Γυάρο. Η ίδια περιγράφει την εμπειρία της εξορίας:
" Πως να περιγράψω την κόλαση στα Γιούρα. Έμεινα εννιάμιση μήνες εκεί, τότε μάλιστα είχε διαδοθεί πως τρελάθηκα. Δεν έχετε παρά να φανταστείτε εφτά χιλιάδες ανθρώπους, πάνω σε ένα μικρό-μικρό νησί […] Ήταν ένα νησί περίεργο. Σε όλο το διάστημα δεν είδα ούτε ένα πουλί να περνάει […] Κι ένας αέρας φυσούσε συνεχώς χωρίς ποτέ μα ποτέ να σταματάει. […] Πείνα, δίψα, άλλοι δαρμένοι, άλλοι τραυματισμένοι, ήταν κάτι το φρικιαστικό."
Το 1968 θα αφεθεί ελεύθερη μετά από έντονες διεθνείς πιέσεις και θα επιστρέψει στην Αθήνα. Παρόλη την καταπόνηση που έχει υποστεί θα συνεχίσει να δουλεύει ακατάπαυστα καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει με άλλους καλλιτέχνες σε κινήσεις για την προώθηση των καλλιτεχνικών δράσεων στην περιφέρεια. Έργα της ταξιδεύουν μέσα από εκθέσεις στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τη Σύρο, το Μεσολόγγι, τη Δράμα, την Καβάλα, το Κιλκίς, το Βόλο, την Πάτρα, κλπ.
Το 1976 θα αποσπάσει το πρώτο βραβείο στη διεθνή έκθεση γραφικών τεχνών Intergrafik αλλά φαίνεται ότι τα βραβεία δεν είναι αυτοσκοπός για την Κατράκη:
"Δεν επιδιώκω τη βράβευση. Απλά και μόνον υπάρχοντας μέσα σε ένα μηχανισμό που λειτουργεί με δικούς του νόμους, θέλοντας και μη συμμορφώνομαι μ' αυτούς τους νόμους. Βλέπετε, αυτές οι εκθέσεις τελικά είναι ο μόνος τρόπος για να δείξει κανείς πλατύτερα την δουλειά του, για να δει τη δουλειά των άλλων, να επικοινωνήσει ανοιχτότερα. […] Ένα βραβείο, το πολύ-πολύ μπορεί να φορτώσει ένα καλλιτέχνη με κενή περηφάνια, αν είναι ασυνείδητος. Με υποχρεώσεις αν είναι ευσυνείδητος"
Η πέτρα θα συνεχίσει να είναι το κυρίαρχο υλικό με το οποίο η Κατράκη θα χρησιμοποιήσει μέχρι το τέλος της ζωής της ενώ καλλιτεχνικά θα επηρεαστεί βαθύτατα από την περίοδο της δικτατορίας με έργα γεμάτα πόνο, ακρωτηριασμένα σώματα, καμένα δάση, συρματοπλέγματα και θάνατο. Πρόκειται για έργα βιωματικά, με τον άνθρωπο σε πρώτο πλάνο και τον συνεχή αγώνα για ελευθερία στην έκφραση, δικαιοσύνη και ισότητα. Την περίοδο της μεταπολίτευσης όμως, τη θέση της βιαιότητας παίρνει η συγκατάβαση και η ελπίδα: "Τώρα που πήραμε φόρα δεν πρέπει τίποτα να μας ανακόψει την ορμή. Να φτιάξουμε όσα διαλύθηκαν, καταστράφηκαν ή δεν έγιναν τόσα χρόνια. Να δουλέψουμε σοβαρά και μακρόπνοα" Και η Κατράκη έκανε αυτό ακριβώς το πράγμα. Δούλευε σοβαρά, ακούραστα και μακρόπνοα. Μέχρι το τέλος, στις 27 Δεκέμβρη του 1988.
"Μας αφήνουν οι μεγάλοι και νιώθουμε αυτή την τρομακτική απώλεια και νιώθουμε πιο φτωχοί και πιο μόνοι" είχε πει ο Γ. Ρίτσος, συνεξόριστος της Κατράκη στη Γυάρο, για το θάνατο της χαράκτριας.
Στο Αιτωλικό, λειτουργεί το μουσείο αφιερωμένο στη μνήμη της μεγάλης αυτής καλλιτέχνιδας, της μεγάλης Ελληνίδας. Εκτός από πρωτότυπα έργα, εκτείθονται μήτρες εκτύπωσης, εργαλεία που χρησιμοποίησε η χαράκτρια καθώς και πλήθος πληροφοριών για το έργο της. Μια μεγαλειώδης πηγή έμπνευσης όχι μόνο για το έργο της αλλά και για τη στάση της απέναντι στον άνθρωπο.
"Η τέχνη δεν είναι παιχνίδι γι' αργόσχολους.
Είναι αστραπή, είναι πόνος, είναι γέννα"
Βάσω Κατράκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: