21.4.20

Η δική μου Έδεσσα ΧΑΡΤΗΣ 16 {ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020} {Κλίμακες} του Τάκη Γραμμένου


Τσατάλ Χουγιούκ, βραχογραφία Τσατάλ Χουγιούκ, βραχογραφία 
 Κα­θυ­στε­ρη­μέ­να εί­χα πλη­ρο­φο­ρη­θεί ότι η Έδεσ­σα έχει αδερ­φο­ποι­η­θεί με την Ούρ­φα, πό­λη της ση­με­ρι­νής Τουρ­κί­ας, στα ΝΑ της, κά­που κο­ντά στον Ευ­φρά­τη. Η πό­λη με το όνο­μα Έδεσ­σα εί­χε ιδρυ­θεί στην ελ­λη­νι­στι­κή επο­χή και ερεί­πια της ακρό­πο­λής της σώ­ζο­νται σε από­το­μο λό­φο. Έχει πο­λύ ση­μα­ντι­κή ιε­ρα­τι­κή σχο­λή και στην ευ­ρύ­τε­ρή της πε­ριο­χή υπάρ­χουν δύο διά­ση­μοι αρ­χαιο­λο­γι­κοί χώ­ροι, ο νε­ο­λι­θι­κός οι­κι­σμός Τσα­τάλ Χου­γιούκ, αλ­λά και το Γκιο­μπε­κλί Τε­πέ, ένα πο­λύ πρώ­ι­μο (10.000 π.Χ.) πε­ρί­που, ιε­ρό (;), κυ­κλο­τε­ρές, με πα­νύ­ψη­λες στή­λες με πα­ρα­στά­σεις ανά­γλυ­φες. Στο κέ­ντρο
της πό­λης δρο­σε­ρή πλα­τεία με πολ­λά νε­ρά σε αυ­λά­κια και πι­σί­νες και πολ­λά μαυ­ρι­δε­ρά ψά­ρια που λέ­νε ότι απη­χούν συμ­βο­λι­σμούς του πα­ρελ­θό­ντος. Λες και εί­σαι στην Ια­πω­νία. Αλ­λά εκεί εί­ναι τε­ρά­στια χρυ­σό­ψα­ρα.
 Φρεντ Μπουα­σο­νά, Ἐδεσ­σα 1908
 Η πό­λη ανή­κε αρ­χι­κά στο περ­σι­κό βα­σί­λειο, αλ­λά επα­νι­δρύ­θη­κε από τους Μα­κε­δό­νες ως Αντιό­χεια και, αρ­γό­τε­ρα, επί Σέ­λευ­κου Α΄του Νι­κά­τω­ρος, το 305 π.Χ., πή­ρε την τε­λι­κή της ονο­μα­σία Έδεσ­σα. Η μυ­ρω­διά της υγρα­σί­ας, όπως εκεί­νη της δι­κής μου Έδεσ­σας, ίσως να ήταν η αι­τία. Η ίδια υγρα­σία από μιά φω­το­γρα­φία του Boiassonnas των αρ­χών του ει­κο­στού που ει­κό­νι­ζε δρό­μο πλα­κό­στρω­το με αυ­λά­κι στη μέ­ση του για τα νε­ρά των σπι­τιών και τα βρό­χι­να και σπί­τια αρι­στε­ρά και δε­ξιά με σα­χνι­σιά. Η ίδια μυ­ρω­διά όταν άρ­χι­ζε η ανη­φό­ρα από το Λόγ­γο και τα καη­μέ­να τα λε­ω­φο­ρεία της δε­κα­ε­τί­ας το ’50, ίσως και του ’60, με τις βα­λί­τσες στην ορο­φή τους, άρ­χι­ζαν να μου­γκρί­ζουν. Τό­τε, στην ανη­φό­ρα μου ερ­χό­ταν να κά­νω το σταυ­ρό μου. Ήτα­νε σα να μπαί­νω σε εκ­κλη­σία. Το πο­τά­μι κυ­λού­σε σιγ­μοει­δώς μέ­σα στην πό­λη ώσπου να χυ­θεί στους κα­ταρ­ρά­κτες. Κά­που στο κέ­ντρο υπήρ­χαν και άλ­λοι κα­ταρ­ρά­κτες, οι λε­γό­με­νοι Μι­κροί. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες όχθες υπήρ­χαν σπί­τια με σα­χνι­σιά και πασ­σα­λό­πη­κτα απο­χω­ρη­τή­ρια. Όμως το πο­τά­μι ήταν πε­ντα­κά­θα­ρο... Πα­ντού ξύ­λι­νες γέ­φυ­ρες που έτρι­ζαν. Και γυ­ναί­κες που χτυ­πού­σαν με μα­νία χα­λιά και φλο­κά­τες. Περ­νού­σε και κο­ντά από τα νε­κρο­τα­φεία και τρο­φο­δο­τού­σε, πριν τους με­γά­λους κα­ταρ­ρά­κτες, μία με­γά­λη πι­σί­να, υπο­κα­τά­στα­το της θά­λασ­σας εκεί­νη την επο­χή, φτιαγ­μέ­νη έλε­γαν με αγ­γα­ρεία, επί Κα­το­χής. Τα κα­λο­καί­ρια εκεί γι­νό­ταν της τρε­λής. Τί­πο­τε σχε­δόν από όλα αυ­τά δεν έχει μεί­νει. Ίσως, κά­τι σαν δια­τη­ρη­τέο θλι­βε­ρό απο­μει­νά­ρι, το Βα­ρό­σι… Πα­ντού έγι­ναν διευ­θε­τή­σεις και πο­λυ­κα­τοι­κί­ες. Πα­ντού. Τα ίδια και σε άλ­λες πό­λεις των Βαλ­κα­νί­ων και της Τουρ­κί­ας. Σχε­δόν σε όλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: