20.4.20

Οι παράλληλες διαδρομές του Κλόουν και του Πιάστη (της Ροζίτας Σπινάσα)

Είναι αυτά τα σπουδαία βιβλία, που έρχεται το πλήρωμα του χρόνου να βρεθούν στα χέρια σου, σαν λογοτεχνικές εκρήξεις στη σειρά των καθημερινών, ‘συνηθισμένων’ αναγνωσμάτων. Δεν διαπραγματεύεσαι στιγμή την αξία τους: γυρνάς τις σελίδες με δέος, με τη βεβαιότητα ότι μπροστά σου ανοίγεται ένα παράθυρο που αποκαλύπτει με τρόπο ξεκάθαρο την αλήθεια που διέπει την ανθρώπινη φύση και, κατ’ επέκταση, τα κοινωνικά της μορφώματα.

Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το «Οι απόψεις ενός Κλόουν» του Νομπελίστα Heinrich Böll. Ο Χανς Σνηρ, γιος – απολωλός πρόβατο μιας πλούσιας και κοινωνικά ισχυρής, πρώην στυλοβάτισσας του ναζιστικού καθεστώτος και νυν ανανήψασας από τη χιτλερική συντριβή οικογένειας, αρνείται να ενταχτεί στην ξεπλυμένη από τις ναζιστικές αμαρτίες της μεταπολεμική κοινωνία της Γερμανίας, αλλά επιμένει να ζει στις περιθωριακές παρυφές της, ως Κλόουν – επισήμως «κωμικός», που περιοδεύει δίνοντας παραστάσεις παντομίμας για ενήλικες. Όμως οι καλές ημέρες δεν θα κρατήσουν για πολύ: η καριέρα του γρήγορα παίρνει την κάτω βόλτα και ο Χανς ξεμένει από χρήματα. Ωστόσο, το δράμα του είναι άλλο: η Μαρί, η πρώτη και μοναδική του αγάπη, με την οποία συζούσαν σκανδαλωδώς για έξι χρόνια, τον παράτησε για να προσχωρήσει και να αποκατασταθεί δια του γάμου στους ισχυρούς κόλπους του καθολικισμού. Αυτή ήταν άλλωστε και η αιτία της εγκατάλειψης: ο άθεος Χανς αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση περί καθολικής ανατροφής των παιδιών που θα έκαναν – κάτι που φαίνεται να φέρει το αντίστοιχο ηθικό βάρος με την στα καθ’ ημάς δήλωση πολιτικών φρονημάτων.
Όμως, το βιβλίο δεν περιορίζεται στην εκούσια κοινωνική και προσωπική περιχαράκωση του ήρωα: αιχμή του αποτελεί το ξεσκέπασμα της υποκρισίας της αναγεννηθείσας από τα αποκαΐδια ανθρώπινης στην κυριολεξία σάρκας αστικής γερμανικής τάξης. Ο Χανς συγκρούεται με κάθε λογής άνθρωπο που παρελαύνει στις σελίδες του βιβλίου, κατακεραυνώνοντας τον έναν μετά τον άλλον με τις πικρές αλήθειες που οι κοινωνικές συμβάσεις και η βολική συνενοχή των εμπλεκομένων μερών κρατούν ανείπωτες κι ανομολόγητες.
Ένας σοφός ημίτρελος, ένας βασανισμένος αποσυνάγωγος που δεν έβαλε σταγόνα νερό στο κρασί του, αλλά προτίμησε την ταπεινωτική ανέχεια και τη σκληρή μοναξιά από τη βρώμικη χείρα βοηθείας που του πρότειναν επίμονα, τόσο τα πρόσωπα που μισούσε, όσο κι αυτά που αγαπούσε. Κομβικής σημασίας φιγούρα ήταν η μητέρα του: μια μάλλον κουτή, συναισθηματικά ανάπηρη γυναίκα που, με σύνθημα «να διώξουμε τους Εβραίους Γιάνκηδες από τα ιερά γερμανικά χώματα», έστειλε την δεκαεξάχρονη κόρη της Εριέτα εθελόντρια στη γερμανική αεράμυνα, όπου και σκοτώθηκε λίγο αργότερα. Ο Χανς δεν της το συγχώρησε ποτέ. Όμως η κυρία Σνηρ δεν πτοήθηκε: μετά το τέλος του πολέμου φρόντισε να γίνει πρόεδρος της επιτροπής για τη «γεφύρωση των φυλετικών διακρίσεων».
Διαβάζοντας αυτό το κυνικό και σπαρακτικό την ίδια στιγμή (ο κυνισμός κρύβει πάντοτε μια υπερχειλίζουσα ματαιωμένη ευαισθησία) μανιφέστο, δεν άργησε να μου έρθει στο μυαλό ο έτερος λογοτεχνικός αντιρρησίας συνείδησης: ο Χόλντεν Κώλφιλντ στον «Φύλακα στη Σίκαλη» του J.D. Salinger (ή, κατά τη νεότερη απόδοση του τίτλου, «Στη Σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης»). Παρότι νεότερης ηλικίας και τοποθετημένος σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, ο έφηβος Χόλντεν μαστίζεται από την ίδια βάσανο μιας οδυνηρά διεισδυτικής, αναπόδραστης αντίληψης των πραγμάτων: γόνος πλούσιας οικογένειας στην Αμερική του 1950, που έχει μόλις αποβληθεί από το ιδιωτικό σχολείο που φοιτούσε, δεν γυρίζει στην οικογένειά του αλλά περιφέρεται στη Νέα Υόρκη. Μέχρι τελικά να επιστρέψει στο πατρικό του σε κατάσταση νευρικής κατάρρευσης, σ’ αυτή του την περιπλάνηση διακρίνει παντού την ψευτιά της λαμπερής επιφάνειας του αμερικανικού ονείρου: μια εικόνα ηθικής, αρμονικής κοινωνίας, που στην πραγματικότητα απαρτίζεται από εγωκεντρικά, αναίσθητα καθάρματα – ορδές καλπαζόντων, κάλπικων νάρκισσων, που τορπιλίζουν κάθε πιθανότητα αληθινής προσωπικής σύνδεσης και γνήσιας κοινωνικής συνοχής.
Όπως και στην ιστορία του Χανς, τραγικό σημείο αποτελεί και για τον Χόλντεν η απώλεια του μικρότερου αδερφού του Άλι, τον οποίο υπεραγαπούσε. Ίσως να ήταν το κοινό βίωμα του πρώιμου κι άδικου θανάτου των πιο αγαπημένων τους προσώπων αυτό που τους στιγμάτισε αμφότερους δια βίου, κρατώντας τους δέσμιους στην επώδυνη γνώση του μάταιου και απατηλού της ανθρώπινης ύπαρξης και καταδικάζοντάς τους στην κοινωνική απομόνωση και τη δυστυχία, που αυτή συνεπάγεται.
Ένας ακόμα κρίκος που συνδέει τα δυο βιβλία, βάζοντας με ευδιάκριτο και καθοριστικό τρόπο την σφραγίδα του στις ελληνικές τους εκδόσεις, είναι η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη: με την αποδεσμευμένη από τα στενά πλαίσια του κειμένου, απολύτως εύστοχη κι εν τέλει απαραίτητη χρήση των αντίστοιχων ελληνικών εκφράσεων, που αποδίδουν άριστα το πνεύμα και την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης και στα δυο βιβλία αφήγησης (ακόμα ένα κοινό χαρακτηριστικό τους), η Μαστοράκη μεταφέρει με τη γνωστή στιλιστική μαεστρία της το ύφος και το συναίσθημα των πρωταγωνιστών: πρόκειται για μια ωδή στις μελαγχολικές, απελπισμένες φιγούρες που, ενώ διψάνε γι’ αγάπη, γνωρίζουν πολύ καλά ότι κανείς δεν είναι σε θέση να τους την προσφέρει. Το μόνο που τους απομένει είναι να επιδοθούν, ως παλιάτσος ο πρώτος κι ως κυριλέ αλητάκι ο δεύτερος, σε ένα ξεγυρισμένο κοινωνικό ξεμπρόστιασμα, σε μια πανηγυρική διακήρυξη της γύμνιας των απανταχού βασιλιάδων, που όσο κι αν προσπαθούν να κρυφτούν –στην περίπτωση που φιλοτιμηθούν να μπουν σε αυτόν τον κόπο–, οι λεπτομέρειες θα είναι πάντα εκεί, για να προδίδουν και να ξεσκεπάζουν την ευτελή, ποταπή τους φύση:
«Οι δηλώσεις μετανοίας τούς συγκινούσαν βαθύτατα, το ίδιο και οι κραυγαλέες ομολογίες πίστεως στη δημοκρατία, και κάθε λίγο έβλεπες συναδελφώσεις και αγκαλιές. Πού να καταλάβουν πως το μυστικό της τρομοκρατίας βρίσκεται στη λεπτομέρεια; Είναι παιχνιδάκι να μετανιώνεις για τα μεγάλα πράγματα –πολιτικά λάθη, μοιχείες, φόνους, αντισημιτισμούς– αλλά ποιος συγχωρεί όταν έχει συλλάβει τις λεπτομέρειες, το βλέμμα του Μπρυλ και του Χέρμπερτ Κάλικ στον πατέρα μου όταν μ’ έπιασε απ’ τον ώμο, τον Χέρμπερτ Κάλικ πυρ και μανία, όταν χτυπούσε τη γροθιά του στο τραπέζι, με κοίταζε με τα πεθαμένα μάτια του, κι απαιτούσε ‘αυστηρότητα, αμείλικτη αυστηρότητα’, ή πάλι όταν άρπαζε απ’ τον γιακά τον Γκαιτς Μπούχελ, τον έστηνε μπροστά στην τάξη, αγνοώντας τις χαμηλόφωνες διαμαρτυρίες του καθηγητή μας, κι έλεγε «Κοιτάξτε τον καλά, κι αν δεν είναι Εβραίος, να μου τρυπήσετε τη μύτη!» Έχω φυλάξει μέσα στο κεφάλι μου πάρα πολλές στιγμές, πάρα πολλές λεπτομέρειες, μικροπράγματα – και τα μάτια του Χέρμπερτ δεν άλλαξαν καθόλου από τότε».
(Οι απόψεις ενός Κλόουν, σελ. 184)
«Ο Στράντλεητερ ήταν μάλλον κρυφοβρωμιάρης. Πάντα φαινότανε εντάξει και στην τρίχα, ο Στράντλεητερ, αλλά για παράδειγμα θα ’πρεπε να βλέπατε από μια μεριά το ξυράφι που ξυριζότανε. Ήτανε πάντα σκουριασμένο του κερατά και γεμάτο ξεραμένη σαπουνάδα και τρίχες και σκατά. Ποτέ του δεν το καθάριζε, που λέει ο λόγος, ούτε τίποτα. Πάντα φαινότανε στην τρίχα, άμα είχε τελειώσει να φτιάχνεται, αλλά πάντως ήτανε κρυφοβρωμιάρης, αν τον ξέρατε όπως εγώ. Ο λόγος που φτιαχνότανε και συγυριζότανε για να κάνει τον ωραίο, ήταν που αγάπαγε τρελά τον εαυτούλη του. Νόμιζε πως είναι το ωραιότερο παιδί στο δυτικό ημισφαίριο».
(Ο φύλακας στη Σίκαλη, σελ. 35).
Η ματαίωση της ανθρώπινης ανάγκης για αγάπη και τρυφερότητα, που βρίσκεται  στον πυρήνα κάθε απογοήτευσης που γεννά η κοινωνική τριβή και που εκπορεύεται από την αρχετυπική διάψευση που προξενεί η πάντοτε λειψή γονεϊκή αγάπη, αποτελεί συλλογικό τραύμα τόσο ανοιχτό και βαθύ, που λειτουργεί ως ανεξάντλητο ορυχείο διαχρονικής φύσεως ψυχικών κλυδωνισμών κι αδιεξόδων – όταν δε η οξυδερκής καταβύθιση στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού συνδυαστεί με τη συγγραφική δεινότητα μεγατόνων των Salinger και Böll, τότε γεννιούνται αριστουργήματα.

info: 
Οι απόψεις ενός Κλόουν, Heinrich Böll,  εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1986
Ο φύλακας στη σίκαλη, J.D. Salinger, εκδ. Επίκουρος, 1978

Δεν υπάρχουν σχόλια: