24.4.20

Η στάση του πελαργού


Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991) / φωτ. Νίκος Παναγιωτόπουλος

 Πό­τε γρά­φει ένας ποι­η­τής; Πό­τε γρά­φεις, ρω­τούν κά­ποιοι με ζή­λο, πό­τε προ­λα­βαί­νεις να γρά­ψεις, ρω­τούν κι άλ­λοι με ζη­λό­φθο­να αγω­νία; Πό­τε άρα­γε γρά­φει ένας ποι­η­τής; Πό­τε προ­λα­βαί­νει να ορ­γώ­σει, να σπεί­ρει, να ξε­βο­τα­νί­σει, να θε­ρί­σει; Πό­τε έχει αγω­νία για τον και­ρό που θα κά­νει και θα επη­ρε­ά­σει τη σπο­ρά, το φύ­τε­μα, το θε­ρι­σμό; Πό­τε; Πο­τέ. Πο­τέ και πά­ντα. Κά­πο­τε με τε­ρά­στια δια­λείμ­μα­τα. Άλ­λο­τε σε ελά­χι­στο χρό­νο. Κά­πο­τε χω­ρίς να το κα­τα­λά­βει. Άλ­λο­τε χω­ρίς να το ξέ­ρει. Κι ενί­ο­τε περ­νώ­ντας ώρες και ώρες ώσπου το φτε­νό μα­ξι­λά­ρι του κα­θί­σμα­τος και ο λι­πώ­δης ιστός των οπι­σθί­ων να γί­νουν ένα και τα οστά της λε­κά­νης να αι­σθαν­θούν τον πό­νο και τη δυ­σκαμ­ψία από την
έντα­ση και την ακι­νη­σία. Όρ­θιος. Ο ποι­η­τής γρά­φει πά­ντα όρ­θιος, σαν τον πε­λαρ­γό. Κά­πο­τε ανα­ση­κώ­νει το ένα πό­δι. Κι άλ­λο­τε, χω­ρίς κα­νείς να τον αντι­λη­φθεί, σε αυ­τή την πε­ρί­ερ­γη ορ­θο­στα­τι­κή χο­ρο­στα­σία αλ­λά­ζει πό­δι, για να διευ­κο­λύ­νει την κυ­κλο­φο­ρία του αί­μα­τος και των λέ­ξε­ων. Των αι­σθη­μά­των επί­σης. Αυ­τό ση­μαί­νει ότι δεν υπάρ­χει ώρα της μέ­ρας ή της νύ­χτας που να μην εί­ναι εν­δε­χο­μέ­νως δια­θέ­σι­μη για την ποί­η­ση και το γρά­ψι­μο, ακό­μη κι όταν αυ­τή η δια­θε­σι­μό­τη­τα εί­ναι φαι­νο­με­νι­κά αλ­λού δο­σμέ­νη και δεν επι­τρέ­πει ού­τε να σκε­φτεί κα­νείς την ποί­η­ση και τη γρα­φή. Αλ­λά ο ποι­η­τής εκεί: ένας πε­λαρ­γός στη φω­λιά του, σκαρ­φα­λω­μέ­νη στα ψη­λά, να ατε­νί­ζει τον κά­μπο και το πέ­λα­γος μα­ζί, τις κορ­φές και τις κοι­λά­δες, τις πό­λεις και τα χω­ριά, τον καύ­σω­να και τον πα­γε­τό. Κα­νείς δεν τον αντι­λαμ­βά­νε­ται έτσι, κα­νείς δεν τον βλέ­πει εκεί. Εί­ναι αθέ­α­τος στη στά­ση του πε­λαρ­γού, που άλ­λο­τε έφερ­νε τα παι­διά ή πε­λάρ­γω­νε άλ­λα που­λιά, σύμ­φω­να με μια πα­λαιά ποι­η­τι­κή με­τα­φο­ρά. Εί­ναι το όχη­μα ο πε­λαρ­γός, το αθέ­α­το όχη­μα της ποί­η­σης. Εί­ναι η όρ­θια στά­ση, αυ­τή η στά­ση ημια­νά­παυ­σης και ανα­μο­νής συ­νά­μα. Έτοι­μος για την πτή­ση. Όχι αυ­τή που του κα­τα­λο­γί­ζουν ως αι­θε­ρο­βά­μο­να, αλ­λά εκεί­νη που θα τον στεί­λει να ανα­ζη­τή­σει τρο­φή. Ύλη. Για­τί αυ­τή εί­ναι απα­ραί­τη­τη για την ποί­η­σή του: η ύλη. Αυ­τή άλ­λω­στε γεν­νά­ει και το πνεύ­μα. Δι­κό της παι­δί εί­ναι, σε αυ­τή στη­ρί­ζε­ται κι από αυ­τήν απο­γειώ­νε­ται, και χω­ρίς αυ­τή απλώς δεν υπάρ­χει. Μό­νο που αυ­τή η ανα­ζή­τη­ση τρο­φής και ύλης γί­νε­ται με τρό­πο αθέ­α­το, κρυμ­μέ­νη μέ­σα στις κα­θη­με­ρι­νές κι­νή­σεις, σαν αυ­τές που κά­νουν όλοι οι άλ­λοι άν­θρω­ποι. Εί­ναι η φό­δρα τους. Κα­νείς δεν την βλέ­πει. Κι ο ποι­η­τής απλώς την αι­σθά­νε­ται και την απο­τυ­πώ­νει κά­θε φο­ρά στο ποί­η­μα. Ο ποι­η­τής γρά­φει όταν δεν τον βλέ­πει κα­νείς. Όταν όρ­θιος σαν τον πε­λαρ­γό, στο ύψος του σώ­μα­τός του, όρ­θιος πά­ντα μέ­σα σε αυ­τό, ακό­μα κι όταν αυ­τό εί­ναι κα­τα­κλι­μέ­νο, αφου­γκρά­ζε­ται το έξω και το μέ­σα, κρα­τά­ει ανοι­χτές τις κε­ραί­ες αυ­τού του εντό­μου που τον κα­τοι­κεί και σαν τη νυ­χτο­πε­τα­λού­δα στο φως κουρ­νιά­ζει εκεί που δεν φαί­νε­ται, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος την προ­σαρ­μο­γή αυ­τή που τον κρύ­βει από τον γυ­μνό οφθαλ­μό, αυ­τόν της αγω­νί­ας που ρω­τά­ει όλο ζή­λο και ζή­λια «πό­τε γρά­φεις;». Ο ποι­η­τής σε στά­ση πε­λαρ­γού εκτε­θει­μέ­νος στην κοι­νή θέα πα­ρα­μέ­νει αθέ­α­τος, για­τί πα­ρά τα ειω­θό­τα γρά­φει πά­ντα όρ­θιος, γρά­φει πά­ντα όταν οι άλ­λοι υπνο­βα­τούν. Εκεί­νος εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τη δι­κή του αγρυ­πνία για να βγά­λει από το χώ­μα, να εξο­ρύ­ξει το με­τάλ­λευ­μα και της δι­κής τους ζω­ής.
https://www.hartismag.gr/hartis-16/klimakes/h-stash-toy-pelargoy?fbclid=IwAR0XvfirUk_3sycgcAqSjPjY2ELKAfCROUGt8xmBGJKygPFYQpOykCOuwsM#.XoSH1pYJEQU.facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια: