8.9.20

Βασίλης Παπακωνσταντίνου | Ένας νέος 70 ετών - «Η φωνή (και) των ποιητών»


«Παρόλο που από τα δεκατέσσερά μου ήμουν ονειροπαρμένο με μανία για την ποίηση, ένιωσα βαθιά και ουσιαστικά τους ποιητές μέσα μου, τραγουδώντας τους» έγραφε στο σημείωμά του ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου με αφορμή τη συναυλία με έργα Μίκη Θεοδωράκη στο Ηρώδειο. «Διάβαζα από μικρός ποίηση, Ελυάρ, Πόε και άλλα δύσκολα ποιήματα και γενικά έχω διαβάσει πολλή ποίηση» μού συμπλήρωσε στο πλαίσιο της αφήγησής του για το αφιερωματικό τεύχος του Μετρονόμου, χωρίς όμως να μου ονοματίσει περισσότερους. Όχι από έλλειψη μνήμης ή δισταγμού μήπως «κατηγορηθεί» για επιλεκτική διάθεση, αλλά γιατί όπως και με τις δεκάδες παραγωγές που έχει υπογράψει,
προτιμάει να τα φυλάει ο ίδιος μέσα του και όχι να επιδεικνύει τον «πλούτο» που έλαβε ή προσέφερε σε ανθρώπους. Άλλωστε πολλούς ποιητές που αγάπησε, τους τραγούδησε και συνεχίζει να τους τραγουδά. Και όπως συχνά πυκνά αναφέρει στις συναυλίες του: «χρωστάμε περισσότερα στους ποιητές από ό, τι στους δανειστές μας». Από άποψη πάντως αριθμητικής της δισκογραφίας, η παρουσία των μελοποιημένων ποιημάτων που τραγούδησε είναι δυσανάλογη των χρόνων παρουσίας του στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Μπορεί μέσα σε αυτό το βάθος χρόνου να τραγούδησε πολλά εξαιρετικά στιχουργήματα, όμως τα ποιήματα -με βάση την έκδοσή τους σε βιβλίο- σε πρώτη εκτέλεση είναι λίγα. Διαφορετικά, ο αριθμός των μελοποιημένων κειμένων που τραγούδησε, από άποψη λογοτεχνικής ταυτότητας «ποίηση», σαφώς και αυξάνεται. Στις ζωντανές του βέβαια εμφανίσεις ανά καιρούς τον ακούμε και σε άλλα ποιήματα όπως του Οδυσσέα Ελύτη, «Ένα το χελιδόνι», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», του Ναζίμ Χικμέτ, «Μικρόκοσμος», του Νίκου Καββαδία, «Γυναίκα», «Θεσσαλονίκη» κ.ά. «Πάντα ήθελα» αναφέρει και σε μιαν άλλη συνέντευξή του «να λέω κάτι περισσότερο από το υλικό που τραγουδάω, για αυτό και έχω τραγουδήσει πολύ περισσότερη ποίηση από συναδέλφους μου. Για αυτό και συνεργάστηκα με τα ιερά τέρατα της ποίησης και της μουσικής» (1). Το 1976, λοιπόν, στην τρίτη του δισκογραφική συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη «Της εξορίας», σε συνθέσεις της περιόδου 1943-1975, τραγουδά μεταξύ των άλλων, τέσσερα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη, «Έφθασες αργά», «Δεν έφταιγεν ο ίδιος», «Ήτανε νέοι» και «Κάθε πρωί» και δυο στιχουργήματα του Τάσου Λειβαδίτη, «Μου μιλάτε για κείνον» και την ερωτική μπαλάντα «Ερωτικό γράμμα- μη χάνεις το θάρρος σου» «στα πρότυπα γραφής της πρώτης ποιητικής περιόδου του ποιητή , όπου η επαναστατικότητα των άγριων καιρών που έζησε αναμειγνύεται με τα προσωπικά οράματα και την αγάπη: «Μη χάνεις το θάρρος σου / εμείς πάντα το ξέραμε / πως δε χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους / το μεγάλο μας όνειρο. / Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι / που στα σπλάχνα τους κοιμούνται / τόσοι σκοτωμένοι. / Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου / που κελαηδούσαν σαν πουλιά / θα θυμάμαι τα μάτια σου / φλογερά και μεγάλα / σαν δυο νύχτες έρωτα / μέσα στον άγριο πόλεμο», ένα θέμα που συναντάμε και στο ποίημά του «Σε περιμένω παντού»: «[…] Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου, μη χάσεις το θάρρος σου. Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ’χει καρδιά. Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται να παραμερίσει την καρδιά του» (2) Το 1979 ο Γιάννης Ζουγανέλης γράφει τη μουσική για την παράσταση του Θεάτρου Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη, «Ατρείδες», ένα έργο που συνθέτει όλη την ιστορία των Ατρειδών μέσα από τη χρήση αποσπασμάτων από τις σχετικές σωζόμενες τραγωδίες των Αισχύλου, «Ορέστεια», Σοφοκλή, «Ηλέκτρα», και Ευριπίδη, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και «Ορέστης». Η μετάφραση και η σύνθεση των στίχων έγινε από τον Κ. Χ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλο). Η παράσταση ανέβηκε τον Σεπτέμβρη του 1979 στο θέατρο του Λυκαβηττού και περιόδευσε στην Ελλάδα. Συμμετείχαν οι ηθοποιοί Πίτσα Μπουρνόζου, Κώστας Μεσσάρης, Νανά Νικολάου, Λιλή Παπαγιάννη, Ανδρέας Φιλιππίδης, Γιάννης Στρατάκης, Δημήτρης Ποταμίτης, Άννα Δημητριάδη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν του Φαίδωνα Πατρικαλάκη. Στην παράσταση συμμετείχε και ο εικοσιεννιάχρονος Παπακωνσταντίνου ερμηνεύοντας τα χορικά του έργου. Από τη μαγνητοσκόπηση τότε της παράστασης στον Λυκαβηττό, για το θέατρο της Δευτέρας, όπως εμφανίζεται στο αρχείο της Ε.Ρ.Τ., παρουσιάζεται να βρίσκεται στη σκηνή μαυροντυμένος, καθισμένος σε έναν βράχο, μόνος με την κιθάρα του τραγουδώντας τις συνθέσεις του Ζουγανέλη για τις οποίες σχολιάζει σχετικά ο Γεωργουσόπουλος σε μια τηλεοπτική του παρουσία εκείνης της περιόδου: «Ο λόγος του «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου πήρε τη μορφή ενός λαϊκού τραγουδιού χωρίς να προδοθεί, πιστεύω, ούτε το ύφος ούτε το ήθος του Αισχύλου, πήρε μια διάσταση το χορικό, προσωπικής σχέσης με τα πράγματα και συμμετοχής σε ένα οικείο κλίμα». Επίσης σημειώνει σχετικά στο κείμενο του εσώφυλλου του ομώνυμου δίσκου (με επτά τραγούδια και εννέα ορχηστρικά κομμάτια) που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα από τη ΜΙΝΟΣ σε παραγωγή του Αχιλλέα Θεοφίλου: «Ανάμεσα στα επεισόδια παρενέβαλα αποσπάσματα από χορικά, επεζήτησα να παίξουν ρόλο σχολίων στη δράση. Η μετάφραση είναι πιστή, αλλά το ύφος της έχει έναν αέρα ελευθερίας ώστε να δικαιολογείται η αυτονομία τους. Προφανής σκοπός του τολμήματος είναι η πεποίθηση πως ο λυρισμός των αρχαίων χορικών ωδών βρίσκεται πολύ πιο κοντά μας από όσο συνήθως πιστεύουμε και τα μεγάλα ποιήματα της τραγωδίας, είναι πάντα επίκαιρα και μας αφορούν όταν ντύνονται με οικείους ήχους». Ο Ζουγανέλης, τέλος, στο δικό του σημείωμά του στον δίσκο ανάμεσα στα άλλα αναφέρει και για την επιλογή του Παπακωνσταντίνου: «Επέλεξα σαν ερμηνευτή των χορικών τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, γιατί διαθέτει αυτή την ερμηνευτική τεχνική η οποία επενεργεί αν όχι αποστασιοποιητικά, με ένα τρόπο που τονώνει το αίσθημα χωρίς να το οδηγεί στη γλυκερότητα. Και οι αρχαίοι συγγραφείς λειτουργούσαν με αισθήματα, που ποτέ δεν έφταναν ως τη χυδαιότητα της ευκολίας. Φιλοδοξία μου υπήρξε μια ριζοσπαστική καινούργια θεώρηση του τραγικού υλικού». (3) Το 1979 ο Παπακωνσταντίνου συμμετέχει στο οριακό «Σταυρός του Νότου» του Θάνου Μικρούτσικου, τραγουδώντας δύο ποιήματα του Νίκου Καββαδία, «Ένα μαχαίρι» και «Ένας νέγρος θερμαστής από το Τσιμπουτί». Χρόνια μετά, στα τέλη του 1991 τραγουδά ξανά Καββαδία στη νέα, επίσης, οριακή εργασία του Μικρούτσικου, «Γραμμές των οριζόντων», ηχογραφώντας τον «Γουίλυ» σε νέα εκδοχή, αλλά και τα «William George Allum», «Cambay’s Water» και «Federico Carcia Lorca». Τα τραγούδια καταγεγραμμένα πια εδώ και χρόνια με το DNA της φωνής του στο DNA της ελληνικής μουσικής. Είναι πάντως αξιοσημείωτη η αλλαγή της ερμηνείας του σε βάθος χρόνου καθώς η απόδοση των τραγουδιών αυτών (όπως και αρκετών άλλων) ξεπέρασε την πιο «τετράγωνη» λογική της πρώτης ηχογράφησης και διανθίστηκε στις συναυλίες με μια τραγουδιστική αφηγηματικότητα. Το 1983, στο τεύχος 7 του περιοδικού «Ντέφι», δημοσιεύεται μια μουσική είδηση στη σχετική σελίδα: «Μετά τον Λάγιο νέα μελοποίηση ποιημάτων του Οδ. Ελύτη από τον Γιάννη Ζουγανέλη. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Ισιδώρα Σιδέρη τραγουδάνε το “Μονόγραμμα” και όλως εκτάκτως συμμετέχει μ ένα τραγούδι και η Δήμητρα Γαλάνη». Η είδηση πράγματι ιστορικά επιβεβαιώθηκε με την ηχογράφηση του δίσκου, όμως ως κυκλοφορία ποτέ δεν πήρε σάρκα και οστά. Η ιστορία, λοιπόν, ενός εξαιρετικού δίσκου με μελοποιημένη ποίηση, το εξέχον «Μονόγραμμα» του Ελύτη από τον Γιάννη Ζουγανέλη, έχει ως εξής: Το 1982, μια Τρίτη βράδυ, στο Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, η Μαρία Παξινού και ο Γιάννης Ζουγανέλης κάνουν την εβδομαδιαία τους εκπομπή, «Τρίτη βράδυ με ποίηση». Για πρώτη φορά ο Ζουγανέλης παρουσιάζει ζωντανά τη δική του μελοποίηση σε ένα απόσπασμα από το «Μονόγραμμα» του Ελύτη, το «Πενθώ τον ήλιο» με την Γαλάνη. Ο ίδιος θυμάται σχετικά: «Έκανα τότε μια εκπομπή το “Τρίτη βράδυ με ποίηση” μαζί με την Μαρία Παξινού, όντες τότε και οι δύο υπάλληλοι της ΕΡΤ το 1978 και με πήρε τηλέφωνο ο Νίκος Δήμου, ο οποίος μου είπε πως “Ο Ελύτης θέλει να σε γνωρίσει, επειδή άκουσε στην εκπομπή το Μονόγραμμα με την Γαλάνη”. Έτσι γνώρισα τον Ελύτη με τον οποίο είχα και μια πικρή στιγμή, με τον δίσκο που δεν εκδόθηκε». Πράγματι στα τέλη του 1982 μπαίνει στο στούντιο PDR του Πάνου Δράκου, στα Σίδερα Χαλανδρίου και ξεκινάει τις ηχογραφήσεις από το «Μονόγραμμα» σε παραγωγή του Μίνωος Μάτσα. Το υλικό, όπως μου ανέφερε ο Παπακωνσταντίνου, δημιουργήθηκε ουσιαστικά και ζυμώθηκε μέσα στο «Αχ Μαρία», όπου εκείνη την περίοδο εμφανίζονταν με τον Ζουγανέλη και την Σιδέρη και μάλιστα ακουγόταν ένα μέρος του στις παραστάσεις της εποχής. Τελικά, ενώ οι ηχογραφήσεις πραγματοποιούνται, μέχρι και εξώφυλλο είχε δημιουργηθεί, ο Οδυσσέας Ελύτης ζητάει, για άγνωστο λόγο, από τον Μάτσα ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό για την παραχώρηση των δικαιωμάτων του ποιήματος, γεγονός στο οποίο ο Μάτσας δεν μπορεί να ανταποκριθεί και έτσι ο Ελύτης απαγορεύει την έκδοσή του. Στο διαδίκτυο όμως ο δίσκος έχει «διασωθεί» και «κυκλοφορεί» ελεύθερα…Η ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου στο τέταρτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης που ξεκινά με τα λόγια «Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς / Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς /Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς / Μαχαίρι / Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς/ Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς […]» είναι από τις σημαντικότερες της καριέρας του. Ένα επικολυρικό ροκ τραγούδι διάρκειας σχεδόν δέκα λεπτών με εναλλαγές ύφους και εξάρσεις, με το κλαρίνο του Βασίλη Σαλέα –στην πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση- και με μια διακύμανση της φωνής που υποστηρίζει όχι απλώς ως έκταση αλλά ως συνδημιουργία του περιβάλλοντος που πλάθουν οι στίχοι και η μουσική σύνθεση. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1982, ο Παπακωνσταντίνου παρουσιάζει το «Φοβάμαι», την πρώτη του ουσιαστική επίσημη κατάθεση στο χώρο που αδιαλείπτως μέχρι σήμερα ενυπάρχει, επιλέγοντας ο ίδιος επί τρία χρόνια το υλικό και εμφανίζοντας σε αυτόν το πολλαπλό του πρόσωπο. Το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου είναι σε ποίηση του Ανδρέα Πανταζή και μουσική του Γιάννη Ζουγανέλη. Αναφέρει σχετικά ο Παπακωνσταντίνου σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Μουσική», τχ. 54, Μάης του ΄82 και στον Γιάννη Κυριακίδη: « Είχε κυκλοφορήσει αυτό το ποίημα σε ιδιωτική συλλογή του Ανδρέα Πανταζή. Το ξεχώρισα αυτό το βιβλίο. Το έδωσα στον Ζουγανέλη και το έκανε αμέσως τραγούδι». Πρόκειται για τη συλλογή «εσωτερικό ταχυδρομείο» που κυκλοφόρησε το 1980 ο συντοπίτης –αρκάς και αυτός- και σχεδόν συνομίληκος του Παπακωνσταντίνου, Πανταζής, ένας πολύχρονος σιωπηλός εργάτης του λόγου. Στον ίδιο δίσκο εμπεριέχεται σε δεύτερη εκτέλεση η «Πρέβεζα» του Κώστα Καρυωτάκη στη μουσική του Γιάννη Γλέζου, τραγούδι που δεν λείπει ποτέ από τις συναυλίες του Παπακωνσταντίνου μέχρι σήμερα. Γράφει ο ίδιος στην «Ειδική έκδοση:100 Δίσκοι και η ιστορία τους» της εφημερίδας «Καθημερινή»: «Την “Πρέβεζα” του Καρυωτάκη την άκουσα πρώτη φορά με τον Θανάση Γκαϊφύλια και είπα πως δεν πρέπει να λείπει απ’ αυτόν τον δίσκο. Έτσι κι αλλιώς αγαπώ πολύ την ποίηση και καταφεύγω πολύ συχνά εκεί. Ψάχνω σε βιβλιοπωλεία άγνωστα ονόματα και λυπάμαι πολύ που μένουν στο ράφι. Γι’ αυτό, αν θέλετε, στο εξώφυλλο του δίσκου υπάρχει ο λόγος του Καρυωτάκη». Στην προαναφερθείσα συνέντευξή του στο περιοδικό «Μουσική», μιλά για αυτήν την επιλογή του λόγου του Καρυωτάκη ως κείμενο του δίσκου: «Συνήθως γράφεται ένα σημείωμα στους δίσκους. Προσπάθησα να γράψω κάτι αλλά αυτό αφορούσε τα συναισθήματά μου κι όχι τον δίσκο. Ήταν ίδια και απαράλλαχτα μ’ αυτά που γράφει ο Καρυωτάκης, αλλά όχι με την ίδια καλλιτεχνική υφή. Γι’ αυτό τον λόγο τελικά διάλεξα αυτό το κείμενό του: “Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου. Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ' όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου”». Αναπόφευκτη λοιπόν ήταν η ολοκληρωμένη ενασχόληση του Παπακωνσταντίνου με τον Καρυωτάκη, στον ομώνυμο δίσκο που κυκλοφορεί το 1984 με τις συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη. Παραγωγός ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου που ουσιαστικά τον επέβαλλε στην εταιρεία του, ΜΙΝΟΣ, «αξιοποιώντας» την τρομερή πλέον εμπορική δυναμική που είχε αποκτήσει με το προ διετίας «Φοβάμαι». Σε ηλικία τριαντατεσσάρων χρόνων, στο ξεκίνημα ουσιαστικά της ροκ καριέρας του και των χιλιάδων νοτισμένων «Βασίλη ζούμε για να σ’ ακούμε» ακροατών, νιώθει την ανάγκη να τραγουδήσει τον ποιητικό λόγο του Καρυωτάκη με τη μουσική του ανθρώπου που του έμαθε μεταξύ των άλλων και την ποίηση είτε ως ακροατής του είτε ως συνταξιδιώτης και συνεργάτης του στα αναρίθμητα χιλιόμετρα των περιοδειών τους, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970. Σε τηλεοπτική του συνέντευξη στα τέλη του ’80, ο Θεοδωράκης αναφέρει σχετικά: «…η αρρώστια του Καρυωτάκη, δεν είναι μόνο αρρώστια προσωπική, κρύβει μια ολόκληρη γενιά, την εποχή του '30 μετά το θάνατό του. Και γι' αυτό όταν ξαναγύρισα το τραγούδι στους ποιητές, δεν μελοποίησα ποτέ Καρυωτάκη, το φοβόμουνα. Έως ότου μια μέρα, πριν από πέντε χρόνια, έξι, χρόνια, ήρθε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο αγαπημένος μου φίλος και θα 'λεγα και μαθητής, αφού μαζί ξεκινήσαμε, μαζί μου ξεκίνησε στις περιοδείες που κάναμε το '74-'75 στο εξωτερικό, κι ήρθε να μου αναγγείλει ότι έχει πετύχει, ότι είναι πολύ ευτυχής, αλλά όμως του λείπει κάτι, θα 'θελε πολύ να τραγουδήσει για τους νέους, Καρυωτάκη. Και αυτός μου ‘ φερε τα βιβλία του Καρυωτάκη, σημείωσε μάλιστα και τους στίχους που αγαπούσε περισσότερο, και μου λέει «γράψε μου Καρυωτάκη να τραγουδήσω για τη νεολαία μας». Ενορχηστρωτής ξανά, όπως και στον δίσκο του 1978, «Βασίλης Παπακωνσταντίνου», όπως και στο «Φοβάμαι», ένας παλαιός γνώριμός του, από τα χρόνια των ροκ συγκροτημάτων, ο Κώστας Γανωσέλλης, ο οποίος δημιουργεί ένα ηλεκτρονικό περιβάλλον με ελάχιστα όργανα προσπαθώντας να ανασυνθέσει μια ποιητική ατμόσφαιρα πιθανόν επηρεασμένος και από τη σύγχρονή του τότε ενορχηστρωτική προσέγγιση της Λένας Πλάτωνος, στον δικό της διαχρονικό πια «Καρυωτάκη», δίσκος τού 1982. Άλλωστε ο Παπακωνσταντίνου επρόκειτο να είναι ο αυτός ο ερμηνευτής του έργου σύμφωνα με μια πρόσφατη συνέντευξή του: «Είχαμε κάνει πρόβες με τη Λένα, την οποία πάντα θυμάμαι με αγάπη και λατρεύω -εννοείται- τη δουλειά της. Θεωρώ όμως εξαιρετικές τις φωνές που την τραγούδησαν, τη Σαβίνα και τον Γιάννη Παλαμίδα. Απίστευτος τραγουδιστής αυτός με οκτάβες, με κάτι φωνητικές ικανότητες από το υπερπέραν! Έτσι λάτρεψα και το Σαμποτάζ της Πλάτωνος!» (4) Η επόμενη ερμηνεία μελοποιημένης ποίησης έρχεται σχεδόν μια δεκαετία μετά, το 1993, στο δίσκο «Φυσάει», όπου ο Γιώργος Τσαγκάρης μελοποιεί ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, του πιο αγαπημένου ποιητή του Παπακωνσταντίνου, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, δημιουργώντας το πλέον απαιτητικό έργο στη δισκογραφική του πορεία, κορωνίδα των ερμηνευτικών του επιδόσεων. Στο δίσκο αυτό ο συνθέτης σταχυολογώντας στίχους από ποιήματα του Λειβαδίτη φτιάχνει οκτώ τραγούδια με εξαιρετικές ενορχηστρώσεις που συνδυάζουν το λυρικό και κλασικό ήχο με τη ροκ ηχοποιία. Πολύτιμη η συνεισφορά του ηθοποιού, Γιώργου Μιχαλακόπουλου, ο οποίος συμμετέχει με την υποβλητική ανάγνωση των ποιημάτων, προσδίδοντάς τους τη θεατρικότητα, το λυρισμό και την ειρωνεία που τα χαρακτηρίζουν. Ο Παπακωνσταντίνου, σε τηλεοπτική συνέντευξη της εποχής του δίσκου, είχε δηλώσει σχετικά: «Από τον επικό ήχο της ροκ και την κλασική παιδεία και έμπνευση του Τσαγκάρη έχει γίνει ένα πάντρεμα και υπάρχει ένα καινούργιο στοιχείο τουλάχιστον για τη σημερινή ελληνική μουσική και είναι αυτό το πάντρεμα που ακούμε, που είναι παντρεμένος ο ηλεκτρικός με τον κλασικό ήχο. Ο Γιώργος μού έβαλε πάρα πολύ δύσκολα. Με έβαλε να τραγουδάω με ένα σαξόφωνο να με συνοδεύει, και εκείνο αντί να με συνοδεύει, να με μπερδεύει, γιατί εκείνο είχε άλλη μελωδία και εγώ άλλη μελωδία. Στην πορεία όμως κατάλαβα γιατί είχε τον λόγο του. Τελικά εγώ έγινα ένα με το σαξόφωνο. Επέλεξα να τραγουδήσω σε αυτόν τον δίσκο γιατί κάθε φορά δεν τραγουδάμε αυτό που έχουμε, αλλά αυτό που μας λείπει. Μου λείπει η ποίηση και μια σοβαρή δουλειά. Έχω τραγουδήσει πάρα πολλά τραγούδια, καλά ή κακά. Έχω ζήσει τις παλιές εποχές με τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Λοΐζο. Νομίζω ότι πέρασαν πάρα πολλά χρόνια χωρίς μια προσπάθεια να γίνει κάποιο έργο. Ήταν αγωνία μου και ανάγκη μου και από ό,τι μου είπε και ο Τσαγκάρης και αυτός ήθελε να βγει προς τα έξω μια πιο ολοκληρωμένη δουλειά. Έτσι ταιριάξαμε με τον Γιώργο». Η ιστορία με τους ολοκληρωμένους δίσκους μελοποιημένης ποίησης, σύγχρονης ή τραγικής, τελειώνει κάπου εδώ για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Από εκεί και πέρα υπάρχουν πια ελάχιστες αντίστοιχες στιγμές είτε σε προσωπικές του δισκογραφικές εργασίες είτε συμμετέχοντας. Έτσι, το 1996 συμμετέχει στον δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου, «Παράρτημα Α΄, Οδυσσεβάχ- Πλούτος- Σιγά η πατρίδα κοιμάται» όπου τραγουδά τρία τραγούδια από την ενότητα «Πλούτος» του Αριστοφάνη, τραγούδια, δηλαδή, του Σαββόπουλου από την προ δεκαετίας μελοποίηση των χορικών της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι. Το 1997, τραγουδά στον προσωπικό του δίσκο, «Πες μου ένα ψέμα ν’ αποκοιμηθώ», σε δεύτερη εκτέλεση, το υπερρεαλιστικό και βαθιά ερωτικό ποίημα του Γιάννη Σκαρίμπα, «Ουλαλούμ», σε μουσική του Νικόλα Άσιμου. Το 2005 κυκλοφορεί ο δίσκος «δες τι λαμπρό φεγγάρι» του Μίκη Θεοδωράκη με την παιδική χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου, στον οποίο παρουσιάζονται δεκαοχτώ παιδικά τραγούδια του συνθέτη γραμμένα στα χρόνια της εφηβικής και νεανικής του ηλικίας. Ο Παπακωνσταντίνου τραγουδά το ποίημα του Γιώργου Δροσίνη, «Τι θέλω» καθώς και το ποίημα του Βασίλη Ρώτα, «Ειρήνη». Τέσσερα χρόνια μετά τραγουδά έναν από τους μελοποιημένους στίχους τού «Πρωινού άστρου» του Γιάννη Ρίτσου από τον Σάκη Τσιλίκη, «Σε ένα μαξιλαράκι φεγγαράκι». Το 2011, γράφει ο ίδιος τη μουσική και τραγουδά αποσπάσματα από το πιο διάσημο ποίημα του Γιώργου Σουρή, «Ανθολογία της Οικονομίας» («Ποιος είδε κράτος λιγοστό…») κυκλοφορώντας το ως cd single μαζί με το «Βήμα της Κυριακής» με τον τίτλο «Το τραγούδι της πλατείας». Ο ίδιος το προλογίζει λέγοντας: «Αυτούς τους στίχους μού τους έδωσε σ’ ένα απόκομμα ένας φίλος μπογιατζής. Τον ευχαριστώ! Οι φωνές της πλατείας μού έδωσαν την έμπνευση να βάλω την μελωδία. Το αφιερώνω, λοιπόν, στην περηφάνια των εξεγερμένων παιδιών της πλατείας». Το 2011, επίσης, συμμετέχει στον δίσκο του Κυπρίου συνθέτη Λάρκου Λάρκου, «Το πρώτο ‘δω βασίλειο, είχαν θεοί το κτίσει» σε ποίηση του Κυπρίου Βασίλη Μιχαηλίδη (1849- 1917) τραγουδώντας το «Προς ζητήσαντά με στίχους». Την ίδια χρονιά συμμετέχει και στο έργο του Τάσου Γκρους, «Γενιές σημαδεμένες», με μελοποιημένη ποίηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τραγουδώντας το ομώνυμο τραγούδι καθώς και το «Μουσικό υστερόγραφο». Το δεύτερο τραγούδι έχει την δική του ιστορία που αξίζει να αναφερθεί. Λέει σχετικά ο Γκρους: «Ας ξεκινήσουμε με το παράδοξο της ιστορίας. Ενώ ο δίσκος ήταν έτοιμος, ο εκδοτικός οίκος που διαχειρίζεται τα πνευματικά δικαιώματα του Μπρεχτ στη Γερμανία, σας απαγόρευσε ορισμένα μέρη -2 τραγούδια και 14 πρόζες; Γιατί; Δεν μας δόθηκε καμιά εξήγηση, απλά μας γνωστοποίησαν ότι τα συγκεκριμένα τραγούδια και οι πρόζες δεν μπορούσαν να ηχογραφηθούν και να παρουσιαστούν στο cd. Προσωπικά έχω την αίσθηση ότι η περικοπή αυτή έγινε γιατί θεωρούν ότι έχουν όλο το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στη δομή και στη ροή του έργου του Μπρεχτ χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Θεωρώ περιττό να επισημάνω πόσο πολύ αντιστρατεύεται η ενέργεια αυτή το πνεύμα του έργου του. Πιστεύω εν κατακλείδι ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν άλλαξε την ουσία όλων όσων θέλουμε να παρουσιάσουμε με το έργο αυτό. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει όποιος διαβάσει ολοκληρωμένα το έργο όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο και ακούσει παράλληλα το cd. Φυσικά αν περιοριστεί στην ακρόαση μόνο μπορεί να διαπιστώσει ότι υπάρχουνε ορισμένα «κενά» στη ροή του έργου. Για ό,τι αφορά τα δύο τραγούδια, αυτό που έχει τον τίτλο «Το τραγούδι του Τροβαδούρου» αντικαταστάθηκε με το τραγούδι «Η παγκόσμια τάξη» το περιεχόμενο του οποίου είναι καθαρά εμπνευσμένο απ' το αντίστοιχο τραγούδι του Μπρεχτ. Το δεύτερο με τον τίτλο «Το μέτρο (φινάλε)» το οποίο έχει γίνει γνωστό στο κοινό από το διαδίκτυο, παρουσιάζεται τελικά αφήνοντας τη φωνή του Βασίλη να επαναλαμβάνει την φράση «Χρειάζονται πολλά τον κόσμο για να αλλάξεις» υποκαθιστώντας το υπόλοιπο περιεχόμενο του ποιήματος με ένα πνευστό που έχει χρησιμοποιηθεί με σκωπτική διάθεση για να αποδραματοποιήσει ακριβώς την περικοπή του λόγου του Μπρεχτ που είναι τόσο πολύ επίκαιρος και διδακτικός. Έχω την άποψη, αλλά αυτό θα το κρίνει ο ακροατής, ότι το αποτέλεσμα αυτής της εκτέλεσης είναι το ίδιο ενδιαφέρον. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει συγκρίνοντας τις δύο εκτελέσεις, αυτή που υπάρχει καταγεγραμμένη στο cd με τον τίτλο « Μουσικό Υστερόγραφο» και αυτή που υπάρχει στο διαδίκτυο με τον τίτλο «Το μέτρο (φινάλε)». (5). Το 2014, τέλος, ο Παπακωνσταντίνου τραγουδά ξανά την ποίηση του Ανδρέα Πανταζή συμμετέχοντας με δυο τραγούδια στον δίσκο «Άνθη του κενταύρου» σε συνθέσεις Άρη Τσουκαντά. Κλείνω με ένα γενικότερο σχόλιο. Οι συζητήσεις όχι για το τι έχει κάνει ο Παπακωνσταντίνου δισκογραφικά και συναυλιακά, αλλά για το τι άλλο θα μπορούσε να έχει κάνει εκμεταλλευόμενος το τεράστιο εκτόπισμα της φωνής του, είναι ατελείωτες όλα αυτά τα χρόνια. Ο καθείς και η άποψή του. Θα μπορούσε να γραφτεί μιαν ειδική μελέτη με τις «προτάσεις» και «επιθυμίες» των μουσικοκριτικών και των ακροατών του. Όπως και μια ειδική μελέτη με τα «γιατί» αυτών των επιλογών του. Το μόνο σίγουρο είναι ότι «τραγουδάει όπως τραγουδάει το ποτάμι», όπως έγραφε και ο Λειβαδίτης, με τον οποίο οι εκκρεμότητες του Παπακωνσταντίνου παραμένουν ανοικτές περιμένοντας και τις δικές του μελοποιήσεις, όπως αποκάλυψε κάποτε και ο ίδιος… 
 Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Αφιέρωμα του Περιοδικού ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τχ. 66 ΠΗΓΕΣ 1. Συνέντευξη στον Γιώργο Σκίντσα, εφ. «Το Βήμα της Κυριακής», 12/11/16. 2. Αραβανής, Σ. (2017). «Μελοποιημένος λόγος- Είκοσι μελετήματα», εκδ. Μετρονόμος. 3. Γιώγλου, Θ. (2016). «Οι άγνωστοι «Ατρείδες» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, www.oogdo.gr. 4. Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη, www.lifo.gr, 03/10/ 17. 5. Συνέντευξη του Τάσου Γκρους στον υπογράφοντα, www.musicpaper.gr, 03/11/ 11. Πηγή: www.musicpaper.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: