9.9.20

Ο Κώστας Καρυωτάκης του Άλκη Αλκαίου


Ο Ευάγγελος Λιάρος ή Άλκης Αλκαίος γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1949 στην Κοκκινιά Φιλιατών, ένα μικρό ορεινό χωριό της Θεσπρωτίας, στην Ήπειρο. Ήταν το πρώτο από τα δύο παιδιά που απέκτησαν ο Θανάσης Λιάρος με τη Μαγδαληνή Ντίνου. Ο δεύτερος γιος τους, ο Γρηγόρης, γεννήθηκε το 1953. Στην οικογένεια ζούσε ακόμα και η ορφανή ανιψιά του Θανάση, Μαρία, κόρη του αδελφού του, Βαγγέλη Λιάρου, που σκοτώθηκε στην Κατοχή σε ηλικία 23 χρόνων. Από τον ΕΛΑΣίτη θείο του πήρε και το όνομά του. Τα πρώτα χρόνια της ζωής τους τα πέρασαν ως αγρότες στην Κοκκινιά, ωστόσο το 1960 εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Πάργα λόγω της εργασίας του πατέρα του. Έτσι τα παιδιά, ο 11χρονος Βαγγέλης και ο 8χρονος Γρηγόρης, πολιτογραφήθηκαν Παργινοί, μιας και η δυσκολία στις μεταφορές τη δεκαετία του ’60 καθώς και η έλλειψη στενών συγγενών τους στο χωριό, απέτρεπαν τις συχνές μετακινήσεις προς αυτό. Τελείωσε, λοιπόν, το Λύκειο στην Πάργα, αριστούχος, γεμάτος όρεξη για ζωή, και αποφάσισε αν και λάτρης της Φιλολογίας ν’ ακολουθήσει τα χνάρια του θείου του Ζήκου και να φοιτήσει στη Νομική στοχεύοντας να συνεχίσει τη δικηγορία κοντά του. Τριανταδύο χρόνια νωρίτερα, στις 18 Ιουνίου του 1928, ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα με καράβι, κατόπιν δυσμενούς μετάθεσης. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρέβεζας, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όταν ήταν νομάρχης ο Γεώργιος Π. Γεωργιάδης. Ο Κώστας Καρυωτάκης, ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η τότε Νομαρχία Πρέβεζας στεγαζόταν σε ένα διώροφο κτίριο με κήπο, στην οδό Σπηλιάδου 10, ιδιοκτησίας Πάλιου, που σήμερα έχει γκρεμιστεί. Η διάλεξη για τον Καρυωτάκη Στις 22 Ιανουαρίου του 1967, ο μόλις δεκαοχτάχρονος τότε Αλκαίος, πραγματοποίησε μια διάλεξη στην Πάργα με τίτλο: «Κώστας Καρυωτάκης: Ο Ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε». Σημειώνει ο ίδιος σε σημείωμά του το οποίο διαβάστηκε τον Ιανουάριο του 2012 στην εκδήλωση βράβευσής του από τον Σύλλογο Παργινών Αθήνας: «Ήταν αρχές του 1967, όταν ο αείμνηστος Αλέξανδρος Μπάγκας, Δήμαρχος Πάργας, με παρουσίασε, μαθητή ακόμα στο γυμνάσιο Πάργας, ως δημιουργό με τα πιο ενθουσιώδη λόγια, στο κατάμεστο χειμωνιάτικο σινεμά, στου "Καρύδη". Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος. Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα. Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από το Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο. Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή. Υπό την αιγίδα του Δήμου Πάργας». Ο λόγοι που ώθησαν έναν νεαρό μαθητή να προχωρήσει σε μια αναλυτική δοκιμιακή παρουσίαση του αυτόχειρα ποιητή είναι τόσο καλλιτεχνικής φύσεως όσο και τοπογραφικοί. Ξεκινώ από τους δεύτερους. Σύμφωνα με τους βιογράφους του, ο Καρυωτάκης μετά το τέλος της δουλειάς του έκανε περιπάτους στην παραλία της Πρέβεζας, παρατηρούσε τα πλοία που κατέφθαναν στο λιμάνι και με περιέργεια κοίταζε τι σημαία κρεμόταν στο κατάρτι τους. Λίγο βορειότερα και χρόνια μετά ο νεαρός Αλκαίος «αγαπούσε την Πάργα, τις βαρκάδες, τις κιθάρες, τις εξορμήσεις στο Σαρακήνικο, τις νύχτες στο Κάστρο και στο Τουρκοπάζαρο, τα πρωινά στο καφενείο του Τέσσα, με τάβλι και δηλωτή» –κατά δήλωση των οικείων του- και αργότερα περνούσε πάντα εκεί τα καλοκαίρια του κουβεντιάζοντας κάθε βράδυ με τους φίλους του (περισσότερο άκουγε παρά μιλούσε, σύμφωνα με μαρτυρία στενής του φίλης) καθισμένοι στο ίδιο μαγαζί και ατενίζοντας τη θάλασσα. Για αυτό και έλεγε ο ίδιος: «Στους φίλους μου καλλιτέχνες όταν με ρωτούν για την καταγωγή μου, απαντώ ότι ο μεν Βαγγέλης [Λιάρος] είναι γέννημα Κοκκινιώτης και θρέμμα Παργινός, ο δε Άλκης [Αλκαίος] είναι γέννημα και θρέμμα Παργινός. Την Πάργα άλλωστε «περιέχουν» όλα μου τα τραγούδια κι ας είναι μόνο ένα απ’ αυτά που την αναφέρει ρητά: η “Άνοιξη της Πάργας”». Αυτή, λοιπόν, η θάλασσα ενώνει τοπικά τους δυο δημιουργούς καταργώντας έτσι τα όσα ο διαφορετικός χρόνος ύπαρξης τούς στέρησε. Επιστρέφω τώρα στους ποιητικούς δεσμούς αίματος των δυο δημιουργών. Από την Εισαγωγή της διάλεξής του ο νεαρός Αλκαίος αναγνωρίζει τον Καρυωτάκη ως πατέρα της σύγχρονης ποίησης: Γράφει: «Ο Κώστας Καρυωτάκης,— τι κι αν καταφρονήθηκε — έγινε η πραγματική βάση, πάνω στην οποία ερείδεται, απ’ άκρη σχεδόν σ’ άκρη, η σύγχρονη ποίηση και η σύγχρονη ιδέα. Όχι γιατί το λέμε εμείς. Όχι γιατί το λέει ο κριτικός ή μια μερίδα απ’ τους ειδήμονες. Αλλά για τον απλούστατο λόγο, ότι μονάχο το έργο του μιλάει». Η δοκιμιακή γραφή του Αλκαίου εμφανίζει μιαν αξιοθαύμαστη, λόγω αυτής της νεαρής του ηλικίας, πύκνωση, γλωσσική επάρκεια και στοχαστικότητα επάνω στο έργο του ποιητή. Έχει μελετήσει σε βάθος τις υπάρχουσες μέχρι τότε μελέτες και βιογραφίες για τον Καρυωτάκη – γεγονός αξιοθαύμαστο αν λάβει κανείς υπόψη τόσο το χρονικό πλαίσιο που γράφει το δοκίμιο, στα 1967, όσο και την περιοχή όπου βρίσκεται, στην Πάργα, δηλαδή μακριά από την πρωτεύουσα, άρα και μακριά από τη δυνατότητα πρόσβασης σε βιβλία και περιοδικά όπως αυτά κυκλοφορούν κυρίως στην Αθήνα. Αυτές τις μελέτες (π.χ. του Σακελλαριάδη, του Παλαμά, του Παναγιωτόπουλου, του Χατζίνη, του Άγρα) τις παραθέτει διακειμενικά εμπλουτίζοντάς τες με τις δικές του κρίσεις και συγκρίσεις του έργου με άλλους ποιητές όπως με τον Καβάφη, τον Ουράνη, τον Παπαρηγόπουλο κ.ά. Διακρίνεται για την ευρυμάθειά του διανθίζοντας τη μελέτη με λόγια επιφανών δημιουργών όπως του Γκαίτε, του Σέλλεϋ, του Μπωντλαίρ και προεκτείνει τις σκέψεις του πέραν του καρυωτακικού corpus, σε θέματα ποιητικής, γλώσσας και εθνικής λογοτεχνίας. Αυτή η σπουδή πάνω στην ποίηση του Καρυωτάκη οδήγησε τον τότε Δήμαρχο Πάργας, Αλέξανδρο Μπάγκα να προλογίσει το δοκίμιο γράφοντας: «Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά όταν συναντώ μια προσπάθεια — όποια προσπάθεια, — που βρίσκεται στα πρώτα της βήματα κι ακόμη μια ιδιαίτερη αδυναμία και εσωτερική επιταγή να την υποβοηθώ. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ένα πνευματικό ξεκίνημα, τόσο ελπιδοφόρο και πολλά υποσχόμενο, όπως αυτό του κ. Ευάγγ. Λιάρου. Την διάλεξί του: «Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε», έθεσα, υπό την προστασία μου — και επραγματοποιήθηκε εδώ στις 22 - 1 - 1967 — και για τον λόγο ότι με τον άτυχο Κώστα Καρυωτάκη, καθώς και με την Μαρία Πολυδούρη με συνέδεσαν προσωπικοί φιλικοί δεσμοί, αλλά και για ένα σπουδαιότερο λόγο, που συμφωνεί με τα πιο πάνω. Γιατί πρόκειται για μια εξαίρετη πνευματική εργασία, θεμελιωμένη γερά πάνω στη ζωή, το έργο και τα αγχώδη ψυχικά συναισθήματα του αλησμόνητου ποιητή. Το ότι η διάλεξι αυτή θα αποτελέση το πρώτο αυτοτελές έργο του κ. Λιάρου, είναι αφορμή χαράς και προσδοκιών ότι η κατοπινή πνευματική πορεία του θα είναι όπως την προβλέπω και την εύχομαι: σύντομα ανοδική και απέραντα πλατειά και μεγάλη». Τα τελευταία αυτά λόγια του Μπάγκα αποδείχτηκαν προφητικά. Ο στιχουργός Άλκης Αλκαίος αποτελεί σήμερα έναν από τους βασικούς πυλώνες του ελληνικού τραγουδιού όπως αυτό διαμορφώθηκε μεταπολιτευτικά. Αποτελεί έναν από τους διαμορφωτές μιας σύγχρονης στιχουργικής έχοντας προικίσει το ελληνικό τραγούδι με ορισμένα από τα σημαντικότερα στιχουργήματα της περιοχής που αποκαλείται έντεχνο τραγούδι. Η βασική του συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο και έπειτα με νεώτερους συνθέτες και τραγουδοποιούς όπως ο Τόκας, Μάλαμας, ο Πασχαλίδης, ο Θαλασσινός, ο Περίδης, ο Στόκας και άλλοι έδωσε τραγούδια συγκυρίας όπως τα αποκαλεί ο Μικρούτσικος. Η κοσμοτραγουδισμένη Ρόζα, η διαγαλαξιακή Πιρόγα, το Πάντα Γελαστοί και Γελασμένοι, η Βικτώρια, το Πόρτο Ρίκο, το Αγύριστο Κεφάλι είναι ορισμένα από αυτά που σηματοδότησαν μιαν ολόκληρη εποχή και έχουν αφήσει ανοικτούς λογαριασμούς με το μέλλον. Δημιουργική συγγένεια Ως δημιουργός ο Αλκαίος επηρεάστηκε διττά από τον Καρυωτάκη: Από τη μία πλευρά, στη μία και μοναδική ποιητική του συλλογή «Εμπάργκο», η οποία κυκλοφόρησε το 1983 από τις εκδόσεις της «Εταιρείας Νέας Μουσικής», διαφαίνεται η επιρροή κυρίως στις δυο πρώτες ενότητές της από τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη σε έργα γάλλων καταραμένων, ρομαντικών, συμβολιστών, σατιρικών ποιητών. Από την άλλη πλευρά, στο σύνολο των 187 δισκογραφημένων μέχρι σήμερα μελοποιημένων στίχων του συναντά κανείς το καρυωτακικό πνεύμα άλλοτε πιο άμεσα και άλλοτε έμμεσα. Εμφανώς χρησιμοποιεί μόνο μια φορά έναν στίχο του Καρυωτάκη τον: «Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν» ως προμετωπίδα στο δικό του στιχούργημα «Μελόδραμα» το οποίο μελοποίησε και τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, στον κοινό τους δίσκο «Ουράνια τόξα κυνηγώ» το 2009. Η διασύνδεσή τους όμως είναι βαθύτερη: Είναι και οι δυο πολιτικοί ποιητές με βαθιά αγωνία για τον άνθρωπο και ταυτόχρονα ερωτικοί, νοσταλγικοί, αποφθεγματικοί, υπαρξιακοί και φιλοσοφούντες χρησιμοποιώντας κοινά υλικά στιχουργικής, τεχνοτροπικά και θεματικά, όπως ο σαρκασμός, η δημιουργική σύνθεση των αντιθέτων, η χρήση προστακτικής, η σύζευξη του ρεαλισμού με τον ρομαντισμό, η διακειμενικότητα, η διάθεση της φυγής, η έκφραση της εσωτερικής περιπέτειας, η χρήση λογοτεχνικών ηρώων ως σύμβολα κ.ά. Ας δούμε μερικά ενδεικτικά τέτοια παραδείγματα συνομιλίας: Γράφει ο Καρυωτάκης «Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν / άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους» Και ο Αλκαίος: «Άσε άλυτο τον γρίφο / και μην το παιδεύεις, φως μου./ Πώς θ' αντέξεις δίχως μύθο / την αλήθεια αυτού του κόσμου;» Γράφει ο Καρυωτάκης: Κάνε τον πόνο σου άρπα / και δρόσισε τα χείλη/ στα χείλη της πληγής σου. Και ο Αλκαίος: «Περπάτα ανάλαφρα στον πόνο/ πλάι μου για να περπατάς» Γράφει ο Καρυωτάκης στο ποίημα «Δον Κιχώτες: Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων, / αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου, / ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων / σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»» Ενώ ο Αλκαίος γράφει στο τραγούδι με τον τίτλο: «Ο Σάντσο Πάντσα στην Οδό Σταδίου»: «Φτωχέ μου Σάντσο απ’ το Λεβάντε / έζησες πάντοτε αφανής/ Για σένα και τον Ροσινάντε / δε νοιάστηκε ποτέ κανείς». Γράφει ο Καρυωτάκης: «Άσε τον κόσμο στη χαρά του / κι έλα, ψυχή μου, να σου πω, / σαν τραγουδάκι χαρωπό, / ένα τραγούδι του θανάτου» και σε άλλο ποίημα: «με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο / τον ίδιο δρόμο παίρνουμε, καθένας μοναχός» και ο Αλκαίος σαν να τα συνενώνει γράφει: «Πάμε στον κόσμο υπέροχα μονάχοι / μ’ ένα παλιό τραγούδι, χαρωπό». Επίσης, ο Καρυωτάκης μεταφράζει το περίφημο «Spleen» του Μπωντλαιρ και τον ίδιο τίτλο δίνει σε δικό του στιχούργημα ο Αλκαίος. Ο Θάνος Μικρούτσικος Θα μπορούσαν να αναφερθούν πάμπολλες ακόμα περιπτώσεις συγγένειας των δυο, όπως συγγενεύουν τα μεγάλα, οξυδερκή και ένθεα πνεύματα. Υπάρχει όμως και ένας ακόμα υπόγειος σύνδεσμός τους που ακούει στο όνομα: Θάνος Μικρούτσικος. Ο Θάνος Μικρούτσικος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1969 με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε, μελοποιημένα από τον ίδιο, δύο ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη με τη φωνή της Βάσως Μεσηνέζη. Ο Αλκαίος μπήκε στο χώρο της δισκογραφίας ως ανακάλυψη του Θάνου Μικρούτσικου, το 1977, όταν ο συνθέτης διάβασε ένα ποίημά του στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης με τον τίτλο «Φλεβάρης 1848» το οποίο και μελοποίησε και δισκογράφησε το 1978, στα Τραγούδια της λευτεριάς». Πόσο ωραία, λοιπόν, δένουν οι ιστορίες των ανθρώπων… Ο Αλκαίος για την «Πρέβεζα» Ο νεαρός Αλκαίος στο δοκίμιό του γράφει για το πιο διάσημο ίσως ποίημα του Καρυωτάκη, το ποίημα «Πρέβεζα». Σημειώνει λοιπόν: «Κι ας έρθουμε τώρα στο τελευταίο νατουραλιστικό ξέβρασμα: το ποίημα «Πρέβεζα». Άφοβα μπορούμε να πούμε πως «Το ποίημα τούτο τόγραψε η Μοίρα με το χέρι της». Είναι το κορύφωμα όλης της δημιουργίας του Κώστα Καρυωτάκη και το επισφράγισμά της. Ζώντας μέσα στο ζόφο της απόκοσμης Επαρχίας, τον τόπο με τους συνθλιβόμενους στενούς δρόμους που τους προσκόλλησαν ονόματα μεγάλα, ο ποιητής με την όραση τη δική του, αυτό ακριβώς δεν παράβλεψε· και παραμέρισε εντελώς όσα δεν ταίριαζαν στη διάθεσή του. Ένας ωμός ρεαλισμός, ανάλατος για τους γευστικούς του κάλυκες, έμεινε η Πρέβεζα. Η επαρχία που τότε δεν έγινε πρωτεύουσα και βυθίστηκε στη φτώχεια, την ένδεια, τον αποτελματωμένο κάμπο των πλαδαρών μικροφιλοδοξιών. Οι άνθρωποι με το συνεσταλμένο κρύο βλέμμα, συνταιριασμένοι με την ήρεμη φύση, οι κόρες σιωπηλές, όπως τις περιγράφει ο Ουράνης στο μακρόστιχο «Οι νέες των Επαρχιών», οι ματαιόδοξοι και χαμερπείς, που ούτε με τα φυσικά ούτε με τα αδιάφθορα μάτια μπορούν να τον γιατρέψουν, άγουν στην αποστροφή και την ενδοστρέφεια, το σαρκασμό και την αηδία: «Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους/ αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…/ Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους / θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία». Η άποψη, ωστόσο, που θέλει τον Καρυωτάκη να απεχθάνεται την Πρέβεζα, σύμφωνα με τους μελετητές του, δεν ευσταθεί. Όπως έχει επισημανθεί: «Εκείνος απλώς έγραφε στα ποιήματά του αυτά που έβλεπε». Στους ιδιοκτήτες του σπιτιού, μάλιστα, εξέθετε καθημερινά τις εντυπώσεις του από τους περιπάτους του στην πόλη και από τα όμορφα μέρη που επισκέπτονταν. Όμως, η μοναξιά, η αρρώστια και οι κόντρες που είχε στη δουλειά τον έκαναν απόμακρο, σχεδόν αόρατο. Τα βράδια στεκόταν στο πλατύ περβάζι του δωματίου του, και χαζεύοντας το στενό, τις μπουκαμβίλιες και τον νυχτερινό ουρανό, ψιθύριζε στίχους από το «Βράδυ». Και όσο περνούσε ο καιρός και γινόταν καλοκαίρι, ενώ η διάθεση όλων γινόταν πιο ανάλαφρη, και ο κόσμος έβγαινε στις παραλίες και τα μαγαζιά, εκείνος κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του και σκοτείνιαζε». Η συνδικαλιστική «συγγένεια» Πέραν τώρα της στιχουργικής τους συνομιλίας οι δυο δημιουργοί υπήρξαν και σε ένα άλλο επίπεδο «συγγενείς». Υπήρξαν και οι δυο ενεργητικοί πολίτες, με έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα με καταγγελτικό και κοινωνικά ανατρεπτικό λόγο με αρθογραφία και πεζά πολιτικά κείμενα. Ο μεν Καρυωτάκης, με πτυχίο Νομικής χωρίς ποτέ να προσχωρήσει στην κομμουνιστική παράταξη έχοντας όμως γνωρίσει σε βάθος τις μαρξιστικές ιδέες, υπηρετεί μαχόμενος ως γενικός γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών. Ο δε Αλκαίος, ενεργός δικηγόρος, με άρθρα στον Ριζοσπάστη, «βαθύτατα κουμουνιστής, επιθυμώντας βαθιά μια δίκαιη κοινωνία, όντας υπέρ της σοβιετικής επανάστασης και της πρώτης δεκαετίας του σοβιετικού κράτους» κατά δήλωση του Θάνου Μικρούτσικου, αγωνίζεται ενταγμένος στην Οργάνωση των δικηγόρων για πολλά χρόνια. Συναντώνται ακόμα και ως προς τις διώξεις εναντίον τους. Ο Καρυωτάκης εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δραστηριότητας δέχεται έγγραφες επιπλήξεις για διάφορα ασήμαντα παραπτώματα, μειώσεις μισθού και απειλές, μετατίθεται στην Πάτρα και δύο μήνες αργότερα στην Πρέβεζα με σκοπό την πολιτική και προσωπική εξουθένωσή του. Ο Αλκαίος, σύμφωνα με μαρτυρίες οικείων του προσώπων, «στα 19 του χρόνια παρουσιάζει για πρώτη φορά το αυτοάνοσο νόσημα αγκυλοποιητική σπονδυλοαρθρίτιδα που έμελλε να καταδυναστεύει τη ζωή και την καθημερινότητά του μέχρι το τέλος. Το φθινόπωρο του 1972 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για 4 μήνες στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ γιατί έναν χρόνο πριν είχε κρύψει στο διαμέρισμα που διατηρούσε με τον φίλο του Πάνο Χιονίδη την ξαδέλφη του Εύη Ντίνου που συμμετείχε στην αντιστασιακή ομάδα Παναγούλη - Φλέμινγκ - Ζαμπέλη και τη βοήθησε να δραπετεύσει στην Ιταλία απ’ όπου επέστρεψε μετά τη μεταπολίτευση. Κατά τη διάρκεια της εκεί κράτησής του τού στέρησαν τη φαρμακευτική αγωγή με αποτέλεσμα να χειροτερεύσει η υγεία του, η οποία στην πράξη δεν επανήλθε ποτέ». Παρόλο όμως που η υγεία και των δυο ήταν κλονισμένη για διαφορετικούς λόγους, στα γραπτά τους εμφανίζουν ένα έντονο δημιουργικό πνεύμα, κάνοντας την τέχνη το καταφύγιό τους. Το έργο και ο άνθρωπος Το δοκίμιο του νεαρού Ευάγγελου Λιάρου ολοκληρώνεται με μια προφητική ή ενστικτώδη αντίληψη τού μετέπειτα επιφανούς δημιουργού Αλκαίου όσον αφορά τη σχέση ανθρώπου-έργου και την αυτονόμηση του δευτέρου, αντίληψη που υπηρέτησε ως το τέλος της ζωής του ζώντας μακριά από τηλεοπτικές κάμερες και συνεντεύξεις. Γράφει, λοιπόν, ο Αλκαίος στις τελευταίες γραμμές της ομιλίας του: «Βέβαια, ο άνθρωπος Καρυωτάκης μπορεί να μας είναι άχρηστος. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για τον ποιητή. Ο δεύτερος μας χρειάζεται, το έργο του μας χρειάζεται. Γιατί είναι έργο αληθινό, και τα έργα τα αληθινά, η γνήσια ποίηση, εκφράζουν τον άνθρωπο τον αληθινό. Το άτομο και η περίσταση χάνονται. Τα διανοητικά αποβλαστήματα όμως μένουν και με το χρόνο μεγαλώνουν και αποκτούν κύρος αδιάβλητο. Ο άνθρωπος Καρυωτάκης αντιστρατεύθηκε στο αίτημα της ζωής και κρίνεται «έξω» απ’ την άρρωστη φύση του. Ο ποιητής όμως με το γλυκό και λυπητηρό τραγούδι, που ζεσταίνει τον ανθρώπινο αποτροπιασμό και χλιαίνει τον πόνο, ο ποιητής με την ευαίσθητη καρδιά, που κατόρθωσε να υποτάξει την ανθρώπινη τραγικότητα στο νόημα της ψηλής Τέχνης και βάσταξε το πάθος και τον τρυφερό αισθησιασμό στους νόμους της σοβαρότητας και της καθαρής ποιητικής συνείδησης, πρέπει να έχει και την ειλικρίνειά μας μαζί του. Και τη συμπάθεια. Όχι δίπλα στο εσωτερικό δράμα που πέρασε, το μίσος μας. Μα την αγάπη μας.».
 Πηγή: www.musicpaper.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: