5.9.20

Υστερόγραφα στον Γιάννη Δάλλα

Ηλίας Λιατσόπουλος
Στις 21 Νοεμβρίου 2019 ο Γιάννης Δάλλας βραβεύτηκε από την Εταιρεία Συγγραφέων με το βραβείο “Διδώ Σωτηρίου”. Μια βράβευση που ήρθε σα μια μικρή δικαίωση για το σύνολο του έργου του σπουδαίου αυτού ποιητή, μελετητή, δοκιμιογράφου, μεταφραστή, ενός σπουδαίου Homo Universalis, όπως λέει και ο Ηλίας Λιατσόπουλος στο παρακάτω κείμενο, που είναι ο λόγος που έβγαλε τη βραδιά της βράβευσης του Γιάννη Δάλλα. Στις 23 Δεκεμβρίου 2019 έκλεισε τα 96 του χρόνια. Στις 24 Φεβρουαρίου 2020 μάς άφησε το έργο του και έφυγε.
 ————
 Εκκινώ από μια απέλπιδα προσπάθεια να βάλω σε σειρά τόσες και τόσες διάσπαρτες σκέψεις που έρχονται, όταν προσπαθώ να ανακαλύψω έναν κεντρικό άξονα για μια ομιλία, η οποία αφορά στο σύνολο του έργου τού Γιάννη Δάλλα. Και λέω απέλπιδα, αναγνωρίζοντας το γεγονός πως ο
άνθρωπος αυτός αποτελεί εδώ και χρόνια ένα μεγάλο κεφάλαιο για αυτόν τον τόπο. Ο χρόνος το έχει ήδη αποδείξει. Το έργο του βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα μεγάλα έργα τέχνης, τα οποία έχουν τη θέση τους στα μουσεία και άρα δεν επιδέχονται πλέον κριτικής, όπως υποστηρίζει ο Walter Benjamin. Αντιστοίχως και το έργο του Γιάννη Δάλλα, το οποίο και τιμούμε σήμερα. Εκκινώ λοιπόν από ένα ερώτημα. Σε αυτόν τον τόπο, όπου κάθε βράχος στάζει ποίηση, τι μένει μετά από τόσα χρόνια τελικά; Τι είναι αυτό που μένει; Από τη γέννησή του ο Γιάννης Δάλλας σημαδεύεται. Γεννημένος στη Φιλιππιάδα σε μια χρονιά που χαρακτηρίστηκε από μια ιστορική μετάβαση, τη μετάβαση από το Ιουλιανό στο Γρηγοριανό ημερολόγιο, σε ένα μήνα από τώρα, ο άνθρωπος που σήμερα βραβεύεται κλείνει τα ενενήντα έξι χρόνια ζωής. Γι’ αυτό και αναρωτιέμαι κάτι στο οποίο εκ των προτέρων γνωρίζω πως ίσως και να μην υπάρχει απάντηση. Τι είναι αυτό που μένει τελικά μετά από τόσα χρόνια; Θα προσπαθήσω να απαντήσω μέσα από το προσωπικό μου βίωμα μαζί του. Για τον τρόπο με τον οποίο εγώ τον «διαβάζω». Παραθέτοντας εμβόλιμα στίχους του, και διαβάζοντας την ποίησή του μέσα από το ποίημα-στίχο που μας δίδαξε ο Σολωμός. Μένει λοιπόν ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο φιλόλογος-καθηγητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ο θεωρητικός της ελληνικής λογοτεχνίας, ο κριτικός, ο δοκιμιογράφος, ο πεζογράφος, ο μεταφραστής του αρχαίου ελληνικού λυρισμού (τόσο της αρχαϊκής όσο και της ελληνιστικής περιόδου), ο αριστερός διανοούμενος, βαθειά πολιτικός, ο ιδεολόγος, ο ακαδημαϊκός του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων. Αδιαμφισβήτητα ο Γιάννης Δάλλας είναι ένας σύγχρονος Homo Universalis, [τελευταίος κληρονόμος των εποχών], όπως μας λέει και ο ίδιος. Στο πρόσωπό του σήμερα, ο ιδανικός, ο καθολικός άνθρωπος τον οποίο ονειρεύτηκε η Αναγέννηση πέντε αιώνες πριν. [καινούργια μουσική. καινούργια βέλη] Μένει ο ποιητής με το ποικίλο περικείμενο και το πολυθεματικό περιεχόμενο, από το συνθετικό ποίημα για τη δολοφονία του Federico García Lorca το 1948, έως τα ποιήματα ποιητικής [Μια στήλη με λόγια πτερόεντα / φλυαρεί για μια απουσία] μας λέει, ή κάπου αλλού [Το σύμπαν σπάζει μες στα δάχτυλά μου]. Ο ποιητής που υμνεί την ομορφιά και τον έρωτα [να ‘ταν η μέρα μου αβασίλευτη / να ταξιδεύω ισόβια το φως σου], ή κάπου αλλού [χελιδονίζει η γλώσσα τα φιλιά σου]. Ο ποιητής της πολιτικής ποίησης που συμβαδίζει με το δράμα της μεταπολεμικής περιόδου, χωρίς όμως ποτέ να συμμερισθεί, όπως και άλλοι ομότεχνοί του, το χαρακτηρισμό γενιά της ήττας. [Και ρίξαμε ένας ένας τις ψυχές μας στο σωρό / Σαν όπλα αιχμαλώτων]. Ο ποιητής με τους στίχους που γοητεύουν και ταξιδεύουν σε τόπους που ίσως κι ο ίδιος δεν επισκέφτηκε ποτέ [απ’ την Καισαριανή στην Τεργέστη στο Ράιχσταγκ στην Κορέα]. Μένει ο ποιητής που συνδιαλέγεται με τους ομότεχνούς του, καταργώντας ουσιαστικά το Εγώ του δημιουργού, συνομιλώντας με το έργο των σύγχρονών του ποιητών, παρακάμπτοντας εγωισμούς και λοιπές μικρότητες, αφιερωμένος πλήρως και δοσμένος στην ποίηση και στην ειλικρινή επικοινωνία μέσω της δημιουργίας. Πράγματι, ο Γιάννης Δάλλας εστιάζει επίμονα, με αυθεντική περιέργεια ομοτέχνου, στο εργαστήρι τού ποιητή· αναζητώντας τόν τρόπο που ο δημιουργός λειτουργεί, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί τα ποιητικά του εργαλεία. Μας μαθαίνει να μην κρύβουμε τις επιδράσεις, να τις ανοίγουμε στο κείμενο, να τα κάνουμε όλα φανερά. Μας μιλά ακόμη, με μια φωνή ζωντανή, στους διαλόγους του με τον Μανώλη Ανανγωνστάκη και τον Μίλτο Σαχτούρη [Επειδή ‘σαι εσύ ο Μανόλης σ’ εποχή λιμού κι έμεινε ο Μίλτος ματωμένος και κυνηγός]. Με τον Τάκη Σινόπουλο, τον Κώστα Βάρναλη, την Ελένη Βακαλό, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Γιώργο Κοτζιούλα, [Από τα ουράνια τόξα κάτω ώς τις αερογέφυρες / είδα τους φίλους μου έναν-έναν να εκτοξεύονται]. Με τον Έκτορα Κακναβάτο, τον Δημήτρη Παπαδίτσα και τον Μιχάλη Κατσαρό [και μπαίνοντας / είδα πλατείες και γαλάζιες στοές / και στο βάθος τους / προτομές από σπάνιους λίθους / και κρύσταλλα]. Με τον Ανδρέα Κάλβο και τον Ανδρέα Εμπειρίκο και φυσικά στους διαλόγους του με τον Κώστα Καρυωτάκη [Κι όλου του κόσμου η Σάτιρα στοργή / Σε κάθε λόγχισμα παντιέρα του η πληγή […] Κι απ’ του Άφατου έργου σου την τέλεια συμφωνία / δεν έμεινε παρά η στερνή παραφωνία]. Μένει ο ιδεολόγος που σ’ ένα κόσμο που σήμερα ωρύεται για το θάνατο των ιδεολογιών, ο ίδιος αποστρέφεται ανοιχτά την κεφαλαιοκρατική κοινωνία και την κομματική βολή. Χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτά, που ο ίδιος αποδίδει στον Κάλβο. «Διαφωτιστής και μες στην ποίηση ποιητής μαζί και ιδεολόγος», καθώς «η ποίησή του διαπερνά την ιδεολογία και η ιδεολογία επιμένει μες στην ποίηση», όπως πετυχημένα αναφέρει και η Βούλα Σκαμνέλου. Και ακριβώς, επειδή οι ιδέες και οι θεωρίες πρέπει να συμβαδίζουν με την πράξη, φυλακίζεται το 1942 από τους Ιταλούς όταν ως ληξίαρχος Φιλιππιάδας αρνήθηκε να δώσει στοιχεία για τους συμπολίτες του, καθώς και μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας από το παρακράτος της δεξιάς στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας με τόσους και τόσους ακόμη. [Πατρίδα αγέρωχη μες σε γκρεμούς / και σε συναλλαγές / σακατεμένη]. Υψώνει το ποιητικό του ανάστημα προκείμενου να μιλήσει για την Ελλάδα τού σήμερα [Τώρα είναι πιόνι στη σκακιέρα της Ευρώπης / δούλος ή απόβλητος του ευρώ στην Ευρωζώνη], για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το ’73 [όλη η ροή των γεγονότων σε φορεία / Στη Σόλωνος και στις παρόδους της / […] και στα περίπτερα / οι στήλες των εφημερίδων σαν σφαγεία]. Γράφει ακόμα και για την ιστορία της μετανάστευσης που σημαδεύει ανεξίτηλα μέχρι σήμερα τον τόπο αυτό [Αυτός δεν είναι ο γυρισμός του μετανάστη / («Πήγε λαντζιέρης και γυρίζει αμερικάνος…»)]. Και φυσικά για το πανανθρώπινο όραμα της επανάστασης που κρατά την ποίηση από το χέρι [Όπως ο Μαγιακόβσκυ μέσα στα Σοβιέτ / κι όπως ο Ίωνας βαθιά στο κήτος […] έλα και ανάσυρέ με απάνω, Ποίηση], ή με τον στίχο του [τρέχει για να σώσει / το καροτσάκι με το βρέφος στην Κροστάνδη] σχολιάζοντας υπόγεια τη σκηνή του Αϊζενστάιν, δείχνοντας την ανησυχία του για το ναυάγιο του σημαντικότερου ίσως εγχειρήματος του 20ου αιώνα για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας, της Σοβιετικής Επανάστασης. Παράλληλα, και για όσους θυμούνται κι εκείνο το κείμενο, το οποίο υπογράφει με ψευδώνυμο, με αφορμή το Ζ του Βασιλικού, ασκεί έντονη κριτική σε όσους χρησιμοποιούν σημαντικά ιστορικά γεγονότα ενδεδυμένα με έναν πολιτικό μανδύα, αφαιρώντας τον και μετατρέποντάς τα σε αστυνομικές ιστορίες. [«Σου γίνομαι αγκάθι στον λάρυγγα / έντομο στα βουερά τύμπανα»] μας λέει. Μένει ο θεωρητικός που προσέγγισε, ανέγνωσε και επέβαλε την ακμή του ελληνικού μοντερνισμού, καθώς και την μετάβαση στο μεταμοντέρνο, εντοπίζοντας τη σύνδεσή τους με το αόρατο νήμα της παράδοσης. Προσωπικά, «διαβάζω» τον θεωρητικό Γιάννη Δάλλα ως έναν από τους κρίκους στην αλυσίδα που αποτελεί τη θεωρητική γέφυρα για την εδραίωση και τη θεωρητική τεκμηρίωση της νεωτερικής ποίησης στην Ελλάδα. [Δεν ήρθα απ’ τα παλιά ιδεοδρόμια] μας λέει. Προσυπογράφω τη θέση της Αθηνάς Βογιατζόγλου, η οποία υποστηρίζει πως ο Δάλλας έβγαλε τη λογοτεχνία από το ράφι των αστικών σαλονιών, αποκατέστησε τη σύνδεσή της με τη λαϊκή παράδοση, εντόπισε τις γέφυρές της με το μοντέρνο κίνημα, και την έδωσε στο λαό αυτής της χώρας, αποκαθιστώντας την κληρονομιά του. Και φυσικά, ως γνήσιος εραστής δεν σταματά εκεί. Γίνεται και ο κρίκος στην αλυσίδα της μετάβασης από την νεωτερική ποίηση, στον υπερνεωτερικό ποιητικό κόσμο του σήμερα. Οπού με το «υπέρ» εννοούμε το «καθ’ υπερβολήν», αλλά και το «υπεράνω» του μοντέρνου, όπως υπογραμμίζει και ο ίδιος. Γράφει σε ένα ποίημα του [τώρα η συζήτηση είχε αφηνιάσει και πια δεν άκουγα παρά ριπές από Όρους και ορισμούς και ονόματα κάτι σαν βόμβος από –σε και –σερ και –αρ κ’ υστέρα –σαρ και –αρτ «Βάλε μπροστά τη μηχανή των στίχων» «βάλε κι ας παίξει ο δίσκος στη διαπασών ας παίξει το ρετάλι»]. Όπως και να ‘χει σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως το έργο του Δάλλα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια νέα μεθοδολογική ανάγνωση σημαντικών ποιητών όπως του Κάλβου, του Καβάφη, του Βάρναλη και άλλων. Μένει λοιπόν επίσης, ο κριτικός ο οποίος μέχρι σήμερα συνεχίζει να αφουγκράζεται την επικαιρότητα, να συμπάσχει με τις νεότερες γενιές, να αγαπά την ποίηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παρακολουθεί τη σύγχρονη δημιουργία έχοντας σαφή άποψη και θέση. Όχι μόνο διαβάζει, αλλά έχει πλήρη επίγνωση του τι γίνεται μετά από αυτόν. Με κεντρική αναφορά το κείμενό του στο τεύχος 82 των Σημειώσεων, τον Ιούνιο του 2016, μιλά για τη γενιά των ποιητών που ενηλικιώθηκαν στα όρια της πρώτης προς τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, κρατώντας μια συνειδητή απόσταση από τις κοινωνικές αναφορές των προηγούμενων γενεών, αλλά και από τους αισθητισμούς των πρεσβυτέρων τους. Το έργο του, στο σύνολό του, επηρεάζει και επηρεάζεται από τις νεότερες γενιές ποιητών. Κάνει ιδιαίτερη μνεία στον Θοδωρή Ρακόπουλο, στην Νίκη Χαλκιαδάκη, στον Πέτρο Γκολίτση, στον Γιάννη Στίγκα και στην Ευτυχία Παναγιώτου, μιλώντας για μια νεότροπη τάση της ποιητικής στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων. Ο Γιάννης Δάλλας δεν κράτησε ποτέ απόσταση από την ποιητική δημιουργία των ημερών του, όπως οι περισσότεροι ποιητές που με το χρόνο παρέμεναν προσκολλημένοι στη νεότητά τους, χαρακτηριζόμενοι από μια παρελθοντολαγνεία. Είδα τα μάτια του να σπινθηρίζουν, σαν μάτια έφηβου ο οποίος ανακαλύπτει τον κόσμο, μπροστά στην ομορφιά στίχων ποιητών κατά πολύ νεότερών του. Είδα τη λαχτάρα του αυτή για ομορφιά. Μένει και ο δημιουργός, που έχοντας την ιδιότητα του φιλολόγου αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα της ποιητικής δημιουργίας και θεωρίας. Η σημασία αυτού είναι τεράστια, καθώς καταρρίπτει και ταυτοχρόνως επιβεβαιώνει τον κανόνα που αποσυνδέει την ποίηση με τη φιλολογία στην Ελλάδα. Και εξηγώ. Ίσως είναι ο μοναδικός σημαντικός θεωρητικός και ποιητής μας, ο οποίος παράλληλα κατέχει και την ιδιότητα του φιλολόγου. Με τον Γιάννη Δάλλα όλες οι παραπάνω ιδιότητες συνυπάρχουν και συλλειτουργούν. [Λαξεύω ένα κομμάτι πέτρας και δεν βλέπω ποια μορφή μέσα της κρύβεται] Συνοψίζω λοιπόν τις σκέψεις μου, με ένα μεγάλο ευχαριστώ, αφενός για όσα μας έχει προσφέρει, και αφετέρου για την τιμή που μου έκανε, επιλέγοντάς με να μιλήσω για αυτόν σε αυτή την εκδήλωση. Με ένα μεγάλο ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και για τη γενναιοδωρία που μου χάρισε απλόχερα. Κρατώ του στίχους του συνοδοιπόρους στην ύπαρξη [ο χρόνος ύφαλος κι ο χρόνος φάρος]. Κρατώ του στίχους του ως συμβολή στη ζωή [Μη φωνασκείς λοιπόν χέρι που γράφεις]. Κρατώ τις αναμνήσεις μου από την αποκάλυψη που μου χάρισαν οι μελέτες του για τον Κάλβο. Τον συναντώ, κάπου εκεί στον Αχέροντα, στο κοινό σημείο αναφοράς μας, όπως μ’ αρέσει να λέω. [Μας ένωνε υπόγεια η ποίηση] απαντά εκείνος. Στο μυθικό εκείνο διάπλου της αρχαιότητας όπου ο «ψυχοπομπός» Ερμής και το βασίλειο του Άδη θα ξεγελαστούν από τον κυνικό φιλόσοφο Μένιππο, που δεν αποδέχεται τα καθιερωμένα των ανθρώπων, ή στον Σοφοκλή, ο οποίος στην Αντιγόνη χρησιμοποιεί το όνομα Αχέρων ως μετωνυμία, ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω μας λέει, ενώ ο Δάλλας του απαντά [Μ’ ένα λαγήνι στάχτη πέρασα στον Άδη]. Κρατώ ζωντανές στη μνήμη μου τις εικόνες εκείνες του Δάλλα να απαγγέλει αποσπάσματα του Ομήρου στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης, ή τις αναγνώσεις των ποιημάτων του στο αρχαίο θέατρο Κούριο, στην Κύπρο το 1988, ή όταν πριν από περίπου ένα χρόνο και αφού ξεπέρασε μια περιπέτεια υγείας, τον άκουσα να απαγγέλει από μνήμης στο δωμάτιο του νοσοκομείου ολόκληρο το ποίημα Ὑποθῆκαι του Καρυωτάκη, χωρίς να παραλείψει ούτε ένα στίχο. Ο Γιάννης Δάλλας μας προίκισε με μια αμύθητη κληρονομιά. Είναι ένας άνθρωπος με τεράστια περιουσία, μεγάλος ιδιοκτήτης που συνδιαλέχτηκε με την ομορφιά, κλείνοντας για άλλη μια φορά το μάτι περιπαικτικά στον Καρυωτάκη. Κλείνω με τους στίχους του [Ξέρω από Τράπεζες μα αναρωτιέμαι είπε ο φίλος μου / σε τόση μπάζα και ρεμούλα τι ν’ απόγινε / του άχαρου εκείνου υπαλληλάκου τ’ οβολάκι / «πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα].
 Νοέμβρης 2019
https://www.toperiodiko.gr/%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CF%8C%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7-%CE%B4%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B1/?fbclid=IwAR3mmnN5jSApAWaaOd5PTc7UNsXRWA9-038PoR15SN3fqOFe8imVUANVEjA#.X0Kq9cgzbIV

Δεν υπάρχουν σχόλια: