14.9.20

Μπαμ!

Στα τέλη του 15ου αιώνα και στη Ρώμη, κατά τις ανασκαφές των υπόγειων τμημάτων από τις θέρμες του Τίτου, ήρθε στο φως ένα άγνωστο μέχρι τότε είδος ζωγραφικής διακόσμησης που εξέπληξε τους συγχρόνους του με το ασυνήθιστο, παράδοξο και ελεύθερο παιχνίδι φυτικών, ζωικών και ανθρώπινων μορφών οι οποίες μεταμορφώνονταν η μία στην άλλη, σαν να γεννούσαν η μία την άλλη. Στο παιχνίδι αυτό της ρωμαϊκής διακόσμησης όπου παρατηρείται μια εξαιρετική ελευθερία και ευστροφία της καλλιτεχνικής φαντασίας -που γίνεται αισθητή ως εύθυμη, σχεδόν γελαστή ελευθεριότητα- εφαρμόστηκε ο όρος γκροτέσκο («la grottesca», από την ιταλική λέξη grotto, που σημαίνει σπηλιά, υπόγειο).[i] Ήταν απλώς μια νέα λέξη για τη σηματοδότηση ενός νέου, όπως φαινόταν τότε, φαινομένου. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα θραύσμα του απέραντου κόσμου της γκροτέσκας εικονοποιίας που υπήρχε σε όλες τις φάσεις της αρχαιότητας και συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Τη συναντούμε στο φολκλόρ των πρωτόγονων λαών, στη μυθολογία και την αρχαϊκή τέχνη, συμπεριλαμβανομένης και της προκλασικής τέχνης των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων.[ii] Παραδείγματα γκροτέσκο λατρειών και λαϊκής γελαστικής κουλτούρας μπορούμε να παραθέσουμε τις αρχαίες παγανιστικές γιορτές αγροτικού τύπου, τον τερατόμορφο Θερσίτη στον Όμηρο, τη Λερναία Ύδρα, τις Άρπυιες, τους Κύκλωπες, τις φιγούρες των δαιμόνων της γονιμότητας, τους Σιληνούς, τις κωμικές μάσκες, τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, τον Αρλεκίνο (της commedia dell’ arte), τους γελωτοποιούς, γίγαντες, νάνους, τρελούς, ακροβάτες και θαυματοποιούς του Μεσαίωνα, τους βυζαντινούς μίμους, το καρναβάλι, το γοτθικό μυθιστόρημα. Ένας απέραντος κόσμος εκδηλώσεων και δύσμορφων ή τερατωδών όντων.[iii] Η πληθώρα των γελαστικών αυτών μορφών και εκδηλώσεων αντιμάχονταν την επίσημη και σοβαρή εκκλησιαστική και φεουδαλική κουλτούρα, στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Ο πάνδημος χαρακτήρας του γλεντιού κατά το καρναβάλι στις πλατείες, ο περιγελαστικός και αμφίθυμος τόνος του -που «αρνείται και καταφάσκει, ενταφιάζει και αναγεννά- απάλλασσε από την επίσημη θέση και οδηγούσε σε μια γελαστική και απελευθερωτική όψη της ζωής. Οι βωμολοχίες, οι άσεμνες λέξεις-εκφράσεις, που συνόδευαν τις εκδηλώσεις αυτές, χαλάρωναν τη γλωσσική εθιμοτυπία και δημιουργούσαν μια καρναβαλική κοσμοαντίληψη. Το γκροτέσκο, εστιάζοντας στην υλικο-σωματική σφαίρα (φαγητό, ποτό, πέψη, εκκρίσεις, σεξουαλική ζωή), μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τα υψηλά και τα πνευματικά στο επίπεδο της γης και του σώματος, αποδεικνύοντας την αδιάσπαστη ενότητά τους. Τα υψηλά και τα σοβαρά αντικαθίστανται από τα εύθυμα και τα υποβιβαστικά. Η προσγείωση σημαίνει ένωση με τη γη, που καταβροχθίζει και αναγεννά, ενταφιάζει και σπέρνει ταυτόχρονα. Θανατώνεται, για να γεννήσει ξανά. Το θνήσκον και το γεννώμενο, η αρχή και το τέλος της μεταμόρφωσης: ο βιοκοσμικός κύκλος της ανθρώπινης και φυσικής αναπαραγωγικής ζωής.[iv] Το αίσθημα δυσφορίας στο γκροτέσκο γεννιέται από την αδυνατότητα και απιθανότητα της εικόνας. Είναι αδύνατο να διανοηθούμε ότι μια γυναίκα θα μπορούσε να μείνει έγκυος από τη σκιά ενός καμπαναριού[v] (:την εικόνα χρησιμοποίησε ο Ραμπελαί, με τον ισχυρισμό του αδελφού Ιωάννη πως η σκιά ενός καμπαναριού και μόνο είναι γονιμοποιός). Αυτή η αδυνατότητα προκαλεί ένα ισχυρό αίσθημα δυσφορίας, το οποίο νικιέται από μια διπλή ευχαρίστηση: πρώτον, μαθαίνουμε με τη διογκωμένη εικόνα για τη διαφθορά και την ανηθικότητα στα μοναστήρια, δηλαδή βρίσκουμε για τη διογκωμένη εικόνα έναν χώρο στην πραγματικότητα· δεύτερον, αισθανόμαστε ηθική ικανοποίηση, αφού επιφέρεται πλήγμα σε αυτή την ανηθικότητα και τη διαφθορά με τη μετατροπή σε καρικατούρα και με τη γελοιοποίηση.[vi] Το γκροτέσκο επομένως εμπεριέχει την παρωδία, τη διακωμώδηση, τη σάτιρα. Αλλά και την ουτοπία, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια. Έναν γκροτέσκο χαρακτήρα συνθέτει η Χαρά Νικολακοπούλου στη μαύρη της κωμωδία Μπαμ! (ΑΩ 2020). Την Αγγελική. Έναν λαϊκό τύπο, χωρίς σπουδές, που διαβάζει gossip περιοδικά και ζει μια χαμοζωή. Η Χαρά Νικολακοπούλου δίνει κυρίως τα χαρακτηριστικά του ρομαντικού γκροτέσκο στην αντιηρωίδα της (γκροτέσκο που διαμορφώθηκε την εποχή του ρομαντισμού),[vii] που είναι περισσότερο καρναβάλι δωματίου και βιώνεται σε κλειστό χώρο, όχι στην πλατεία.  Το σπίτι μου είναι χωμένο στην κοιλιά της θεόρατης πολυκατοικίας. Μερικές φορές νομίζω πως είναι ο απόπατος της πολυκατοικίας, καθώς φτάνουν μέχρι εδώ οι θόρυβοι από τα καζανάκια, που ξεβράζουν τα βρομόνερα των γειτόνων. […] Τουλάχιστον είναι καλά το σπίτι μου έτσι καθώς είναι κρυμμένο στα έγκατα, κανείς δεν φτάνει εδώ κάτω να μ’ ενοχλήσει, τελευταία πόρτα αριστερά στο υπόγειο, μόνον κάτι αδέσποτα σαμιαμίδια και κανένας πόντικας από τον έξω χώρο, που λέγεται ακάλυπτος, έτσι τον έχουν βαφτίσει. Με γκροτέσκα εικόνα του σώματος (πολλά περιττά κιλά στην αρχή, μεταμορφώνεται στη συνέχεια) και με πείνα (κατά βάση γκροτέσκο στοιχείο). Το μόνο που με νοιάζει τις τελευταίες μέρες είναι να υπάρχει κάτι στο ντουλάπι για φαγητό, κι αυτό το εξασφαλίζω, είναι αλήθεια, με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία. Τις Κυριακές βγαίνω ξημερώματα και παίρνω τους δρόμους, φτάνω στην εξοχή και μαζεύω χόρτα και πράσα, κλέβω αβγά, από κανέναν αφύλαχτο κήπο όλο και κάποιο πορτοκάλι, κάποιο λεμόνι θα βουτήξω, όσο για ψωμί και μπύρες, κάπως τα βολεύω.  Γειωμένη στην ικανοποίηση των υλικο-σωματικών αναγκών και περνώντας από τα στάδια της φυλάκισης, της αστεγίας και της πορνείας, η Αγγελική παρουσιάζει χαρακτηριστικά ανθρώπου που εμπιστεύεται χαρτορίχτρες και μαγιοβότανα, πιστεύει στην Αγία Βαρβάρα -προστάτιδα στις ανομίες της, ενώ διψά για έρωτα, φήμη, γρήγορο και εύκολο κέρδος. Επιθυμεί μανιωδώς να συνθέσει ένα best seller μυθιστόρημα που θα την κάνει διάσημη και πλούσια. Φυσικά, γράφει σε μια παμπάλαια γραφομηχανή, ενώ διαπράττει μια σειρά από φόνους εκ προμελέτης για τους οποίους δεν μετανιώνει, υιοθετώντας ένα είδος πρωτόγονης αυτοδικίας. Γράφω! Να, σας το είπα επιτέλους! Έχω ξεκινήσει εδώ και καιρό ένα φοβερό πρότζεκτ: να γράψω το τέλειο μπεστ σέλερ, ξέρετε για μια τύπισσα που ερωτεύεται κεραυνοβόλα έναν τύπο και μετά εκείνος την κερατώνει κι εκείνη σέρνεται στα πατώματα και βρίσκει άλλον εραστή, μέχρι να επέλθει η κάθαρση, τέτοια δεν γράφουν και οι άλλες οι άσχετες και κονομάνε τα κέρατά τους; Τι νομίζετε, ότι κι εγώ δεν μπορώ να το κάνω; Ποιοι είστε εσείς που θα με αμφισβητήσετε; Δεν ξέρετε πού σας πάνε τα τέσσερα. Αθυρόστομη και τολμηρή στις σεξουαλικές της επιλογές η Αγγελική οδηγεί σε μια γελαστική και απελευθερωτική όψη της ζωής, καθώς μεταμορφώνεται διαρκώς χάρη στις νέες ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργεί. Προσωρινά η αποξένωση χάνεται και επιστρέφει στον εαυτό της. Η καρικατούρα της ωστόσο επεκτείνεται μέχρι τα όρια του φανταστικού. Η συγγραφέας διογκώνει επίτηδες τα αρνητικά της στοιχεία (αυτά που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν). Τα τεντώνει στα όρια του αδύνατου και του τερατώδους. Αυτή όμως είναι και η βασική ιδιομορφία του γκροτέσκου και γι’ αυτό το γκροτέσκο είναι πάντα σάτιρα. Η γκροτέσκα σάτιρα μεγαλοποιεί πάντα κάποιο αρνητικό χαρακτηριστικό. Η Χαρά Νικολακοπούλου στο Μπαμ! σατιρίζει την έκδοση βιβλίων. Καταπιάνεται με το λογοτεχνικό σινάφι προβάλλοντας την παραφθορά αυτού που ονομάζουμε συγγραφή -από τη σύλληψη της ιδέας, έως την έκδοση και προώθηση του βιβλίου. Εστιάζει στον κυνικό και απάνθρωπο επαγγελματισμό με τον οποίο λειτουργούν ορισμένοι εκδότες και συγγραφείς. Επηρμένοι και αδίστακτοι, ενδιαφέρονται μόνο για την προβολή και το χρήμα. Η Χαρά Νικολακοπούλου παρωδεί με επιτυχία τον λογοτεχνικό χώρο, καθρεφτίζοντας την κενότητα. Η Αγγελική είναι θύτης και θύμα ταυτόχρονα. Καταστρέφει τον υπάρχοντα κόσμο, ενώ αυτοεγκλωβίζεται σε αυτόν. Ο κόσμος που πεθαίνει γεννά τη δυνατότητα συμμετοχής σε έναν άλλο. Αυτό, για το γκροτέσκο, έχει τεράστια σημασία, γιατί διαποτίζεται από τη χαρά της αλλαγής. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και το ουτοπικό του στοιχείο, γιατί εκθρονίζοντας το παλιό και το φθαρμένο, συμμετέχει στη δημιουργία του νέου. Ο θάνατος σχετίζεται με τη γέννηση και ο τάφος με τη γεννώσα δύναμη της γης.[viii] Στη γκροτέσκα εικονοποιία θάνατος και ανανέωση είναι αδιαχώριστα. Οι εικόνες είναι βέβαια εύθυμου θανάτου, γιατί το εύθυμο είναι δημιουργικό, εφόσον ανανεώνει και αναζωογονεί. Η νουβέλα της Χαράς Νικολακοπούλου Μπαμ! είναι μια παιχνιδιάρικη σάτιρα της ζωής. Η συγγραφέας παίζει με το παράλογο (γκροτέσκο στοιχείο), προκαλώντας άλλοτε γέλιο και άλλοτε φρίκη. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να εκφράσει τους βαθύτατους παραλογισμούς της ζωής, τον αλλοτριωμένο κόσμο μας, έναν κόσμο γνώριμο, ιδωμένο ωστόσο από μια προοπτική που τον καθιστά αλλόκοτο, κωμικό ή τρομακτικό, ή και τα δυο μαζί.[ix] Η αντιηρωίδα της Χαράς Νικολακοπούλου, ξεφεύγοντας από τους ηθικούς φραγμούς και τη συνηθισμένη ζωή, συμπυκνώνει την καρναβαλική κοσμοαντίληψη. Το καρναβάλι, η δεύτερη ζωή του λαού, η μη σοβαρή, είναι οργανωμένο με βάση το γέλιο. Και το βιβλίο της Χαράς Νικολακοπούλου Μπαμ! προκαλεί γέλιο. Η νουβέλα κλείνει με καρναβαλικό στοιχείο. Αναφέρεται στις Απόκριες και τη μεταμφίεση-μάσκα. Η μάσκα είναι το πιο πολύσημο μοτίβο της λαϊκής κουλτούρας. Πίσω από τη μάσκα βρίσκεται συχνά ένα φοβερό κενό, ένα Τίποτα. Στο λαϊκό γκροτέσκο, πίσω από τη μάσκα, υπάρχει πάντα η ανεξαντλητότητα και η πολυμορφία της ζωής.[x]    Και μπαίνω στον πειρασμό να σας πω πώς θα το διαπράξω αυτό το τελευταίο και μεγαλειώδες έγκλημα. Έχω καταστρώσει ένα θαυμάσιο σχέδιο. Λοιπόν, πλησιάζουν Απόκριες. Θα νοικιάσω μια στολή μούρλια και θα στηθώ κάτω από το σπίτι του. Εκεί, μπροστά στα μάτια όλων, θα τον πυροβολήσω τρεις φορές! Ο κοσμάκης θα πάθει σοκ, θa τρέχουν πανικόβλητοι και θα τσιρίζουν. Κι εκείνος ο άθλιος μπροστά στα πόδια μου θα ψυχομαχεί μέσα στα αίματα και θα εκλιπαρεί για το έλεός μου! Μετά θα το σκάσω αγέρωχη, ποιος θα έχει το κουράγιο να καταδιώξει έναν οπλισμένο δολοφόνο; Α, δεν σας είπα τι θα ντυθώ. Μαύρη χήρα! Τέλειο;    

[i] Μπαχτίν 2019, 39-40. [ii] ό.π., 40-41. [iii]με βάση την οπτική της κλασικής αισθητικής, του περατωμένου και ολοκληρωμένου είναι: ό.π., 31. [iv] ό.π. [v] ό. π., 354. [vi] ό.π., 353. [vii] ό.π., 46. [viii] ό.π., 60. [ix] Thomson 1984, 32.  [x]  Μπαχτίν 2019, 49.       Βιβλιογραφία Μπαχτίν, Μιχαήλ, 2019. Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, μετάφραση από τα ρωσικά: Γιώργος Πινακούλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 1-70. Thomson, Phillip, 1984. Το γκροτέσκο, μετάφραση Ιουλία Ράλλη-Καίτη Χατζηδήμου, εκδόσεις Ερμής, σελ. 32.


Δεν υπάρχουν σχόλια: