18.1.21

“…Ένα πουλί είναι το ποίημα, που περιπλανιέται πάνω από τη θάλασσα. Κι ο ποιητής ένας φτωχός εκπαιδευτής πουλιών”

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη 

Γιάννης Π. Παππάς: “Το ατίθασο μέλλον”, Εκδόσεις Διαπολιτισμός, Πάτρα, 2020

 

Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί γράφω για βιβλία  άλλων. Γράφω για βιβλία που με συγκινούν ή με διασκεδάζουν, τα οποία έχουν να πουν κάτι που περιμένει ν’ ακούσει ο κόσμος από τους δημιουργούς, αυτά που ο ίδιος δεν έχει τον τρόπο να πει. Γράφω για βιβλία που θεωρώ πως αξίζει να προβληθούν και να διαβαστούν. Γράφω γιατί θέλω να επικοινωνώ με τους δημιουργούς, να παρακολουθώ τη σκέψη τους, κατά πού βαδίζει ο κόσμος του πνεύματος και να προβληματίζομαι.

Ένα βιβλίο, περισσότερο από κάθε άλλο αντικείμενο, οπωσδήποτε απευθύνεται στο πλατύ κοινό, σε πολλούς αποδέκτες  και εκτίθεται στην κρίση των αναγνωστών.  Εκτός από τα  επιστημονικά βιβλία που γράφονται από ειδικούς ερευνητές επιστημών και απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό.

 

Και έρχομαι στο προκείμενο, στην ποιητική συλλογή, “Ατίθασο μέλλον”, του Γιάννη Π. Παππά, ένα βιβλίο εμφανισιακά απλό, με απέριττο, χαμηλών τόνων εξώφυλλο που κοσμεί ένα ανάερο σχέδιο.  Ο ποιητής Γιάννης Π. Παππάς είναι φιλόλογος, εν ενεργεία καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, μεταφραστής, συνεκδότης περιοδικών, επιμελητής ανθολογιών και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Η ποίησή του, απλή, κατανοητή, αφηγηματική στο σύνολό της, χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς, εστιάζεται στον άνθρωπο, με ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στα παιδιά.

Ποιητής χαμηλών τόνων,  προτάσσει στην έκθεση των προβληματισμών τρία καταγγελτικά ποιήματα, εμπνευσμένα από τον άδικο χαμό τριών παιδιών, του Αλέξη Γρηγορόπουλου, του Φάουστο και του τρίχρονου Αϊλάν.

Στο πρώτο ποίημα, “Δεν ήσουν εσύ για τη ζωή”, μέσα από στίχους που στάζουν αίμα από την πληγή της τρυφερής καρδιάς που άνοιξε η σφαίρα του δολοφόνου, βλέπει ο ποιητής να ξεχύνονται “εκατόφυλλα τριαντάφυλλα” και φως, ήλιος ελληνικός που θα φωτίσει τον κόσμο να ξαναβρεί την ψυχή του:

 

“Δεν ήσουν εσύ για τη ζωή.

Εσένα σ’ αγάπησε ο θάνατος ντυμένος εξουσία.

Η σφαίρα σε χτύπησε, άνοιξε την καρδιά σου

κι από μέσα ξεχύθηκαν εκατόφυλλα τριαντάφυλλα.

Ένας ήλιος που φώτισε το σκοτάδι,

ήλιος ελληνικός.

(…)

Εσένα σ’ αγάπησε ο θάνατος…”

 

Στο άλλο ποίημα, “Φωτισμένη σάρκα”, γραμμένο για τον Φάουστο, ένα παιδί “στο Μπαρατζάνο”, που ονειρευόταν να αλλάξει τον κόσμο και να εγκαταστήσει μια καινούρια πολιτεία, όπου οι άνθρωποι θα ζουν ανθρωπινότερα, αφήνει να ξεχυθούν από την ψυχή του λυρικοί, όχι πένθιμοι τόνοι, αλλά νότες, “φλόγες πυρός”:

 

“Ήταν καλό παιδί ο Φάουστο.

Γεμάτος δύναμη και πίστη για τη ζωή.

Ονειρευόταν να γυρίσει τον κόσμο

με μια μοτοσικλέτα, όπως ο Τσε.

 

Με το ακορντεόν του έπαιζε την Ταραντέλα

για να χορεύουν τα παιδιά.

 

Όνειρό του: να χτίσει κάποτε μια πολιτεία,

 

όπου θα μένουν οι φτωχοί της γης.

Στις φάμπρικες του Μπαρατζάνο έδινε την ψυχή του,

για να κινούνται οι μηχανές.

Κι όταν αυτές σταμάτησαν,

έφυγε με την κοπέλα του για το χωριό του.

Ήθελαν να παντρευτούν και της έγραψε:

‘Συγνώμη που δεν μπορώ να σου δώσω

όσα ονειρευτήκαμε”.

Κι αμέσως λούστηκε τη φωτιά.

 

Τότε πέρασαν από μπροστά του οι γονείς του,

οι φίλοι του,

τα παιδικά χρόνια και η αγαπημένη του.

Ήταν μόλις 28 χρονών.

 

Μετανιωμένος, έριξε το κορμί του

σε μια στέρνα με βρόχινο νερό για να γλιτώσει.

 

Γιάννης Η. Παππάς

 

Το τρίτο ποίημα της συλλογής “Καληνύχτα Αϊλάν, τριών χρονών αγόρι”, ένα τρυφερό, γλυκύτατο ποίημα, μοιρολόι σιγανό για ένα μικρό αγόρι που πριν προλάβει να χαρεί τη ζεστασιά του ήλιου, ν’ αγκαλιάσει με το αθώο βλέμμα του τη ζωή, το πήρε η θάλασσα να το νανουρίζει για τους αιώνες που έρχονται. Κι έγινε ο άδικος χαμός του μια ακόμα κηλίδα στον πέτρινο ουρανό των δυνατών, τύψη των δυνατών κι η ψυχούλα του πέταξε κι έγινε άστρο λαμπρό στον ουρανό να φέγγει στο δρόμο των απορφανισμένων παιδιών του κόσμου:

 

“Καληνύχτα Αϊλάν τριών χρονών αγόρι.

Ποιο αστέρι σ΄ άρπαξε και άδειασε του κόσμου η αγκαλιά;

Καληνύχτα Αϊλάν.

 

Δεν έζησες παρά μόνο τον φόβο.

Δεν πρόλαβες να παίξεις στα στενά του Κομπάνι.

Να ματώσεις τα γόνατά σου,

να μάθεις γράμματα

(…)

Δεν έπρεπε να γεννηθείς.

Δεν είχες δικαίωμα να γεννηθείς.

Θα ‘πρεπε να ρωτήσεις τους δυνατούς του κόσμου.

Καληνύχτα Αϊλαν.

Κοιμήσου μικρό.

Τώρα θα ‘χεις γίνει ένα μικρό αστέρι

για να φωτίζεις τις νύχτες,

που θα ταξιδεύουν τ’ αδέρφια σου.

Καληνύχτα Αϊλάν. Συγχώρεσέ με.

 

Οι θέσεις του ποιητή είναι σαφείς. Προχωράει επιμένοντας να κοιτάζει το μέλλον. Δεν έχει επιστροφή στην άγονη πέτρα “τώρα που αγκυλωτοί σταυροί χαρακώνουν / τα πρόσωπα των παιδιών”, αλλά κρατώντας φωτεινό δαυλό” προχωράει προς το μέλλον.

Οι άνθρωποι και ο τόπος τον απασχολούν. Με αυτές τις αξίες είναι στοιχειωμένη η ποίησή του,

με τη γη, με το χώματα που παλιά “χορεύανε τσάμικο οι κλέφτες/ και πίνανε γλυκό κρασί”, με τα καρπερά χωράφια, καταγγέλλοντας τους δοξαστές του τίποτα, θέλοντας να τους ταρακουνήσει, να βγουν από την παγωμάρα και την αδιαφορία ή την ηττοπάθεια.

Ο λόγος του είναι παντού και πάντα ελληνικός, μεστός και περιεκτικός, στιλπνός και λαμπερός στην απλότητά του είτε στο “σπίτι κοντά στη θάλασσα” αναφέρεται είτε στην “Πολούμιτσα” και στον σημαντικό ποιητή μας, τον γλυκύτατο και τρυφερότατο Νικηφόρο Βρεττάκο, τον υμνητή της θάλασσας και εραστή της ειρήνης. Εκφράζοντας τα συναισθήματά του όταν βρίσκεται στη Δήλο, μεταξύ άλλων, γράφει:

 

“…στους άδειους δρόμους

και στην προκυμαία

νιώθω π’ ανεμίζουν πλάι μου

ελληνικές χλαμύδες και μεταξωτοί χιτώνες…”

 

Αναφερόμενος στην Αμφίπολη, μιλάει για λογαριασμό των μαρμάρινων υπάρξεων, που βγήκαν στο φως απελευθερωμένες από το χώμα που τις σκέπαζε αιώνες, ζωντάνεψαν κι απορούν που τις αγγίζουν και γιατί τους χάλασαν τον ήσυχο ύπνο τους.

Εδώ, ακόμα κι οι νεκροί και τα αγάλματα μιλούν. Κι ο άταφος περιπλανώμενος Ελπήνωρ, γυρεύει ένα τόπο να ταφεί και το κουπί του να δείχνει το “Σήμα” του. Εδώ, και τα νερά κι οι πορτοκαλεώνες, όλα μιλούν κι “ο χρόνος μετριέται με ψυχοσάββατα”.

Με έναν ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο και περιεκτικό στίχο αναφέρεται σε επώνυμους ήρωες, φιλοσόφους και κορυφαίους ποιητές μας, εστιάζοντας στα στοιχεία που τους χαρακτηρίζουν και με τον απλό αυτό αφηγηματικό,  ποιητικό ωστόσο, τρόπο τους προβάλλει ώστε να είναι προσιτοί και ευκολοδιάβαστοι για να μένουν στη μνήμη και στη συνείδηση του μαθητή και του μαθητευόμενου, του ασκούμενου στην ποίηση και ποιητική γραφή, αλλά και του απλού, καθημερινού αναγνώστη.

Αρκούν δώδεκα στίχοι να δώσουν τον βίο, την πολιτεία και το τέλος του Ηράκλειτου:

 

Την πολυκοσμία δεν την μπορούσε

(…)Στο τέλος πήρε τα βουνά “μισανθρωπίσας”

και ζούσε σκεπτόμενος

και υποσιτιζόμενος

τρώγοντας φυτά και χόρτα.

 

Τον κατασπάραξαν τα σκυλιά

και ξεψύχισε με κοπριά σκεπασμένος

κοιτάζοντας τον Ήλιο του Αιγαίου.

 

Ο Γαλιλαίος, ναι μεν απαρνήθηκε φανερά τις ιδέες του(22-6-1633) για να γλιτώσει το θάνατο, αλλά “όταν μειλίχιος/ περνώντας μπροστά από τους δικαστές/ ψιθύρισε: “Κι όμως γυρίζει…” . Ωστόσο, ύστερα από 359 χρόνια (στις 31-10-1992), η καθολική εκκλησία “ζήτησε συγγνώμη από τον Γαλιλαίο/ και αποδέχτηκε/ επισήμως ότι η γη γυρίζει”.

Δεν χρειάστηκε παρά μια σελίδα για να δώσει ποιητικά και ποιοτικά τη μεγαλοψυχία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που:

 

“…βλέποντας μπροστά του τον Κωνσταντίνο Σχινά, προχώρησε

με βλέμμα γαλήνιο, καλοσύνης και ανωτερότητας.

Τον αγκάλιασε και τον φίλησε

δίνοντάς του για πάντα συγχώρεση”

Με στίχους λιτούς περιγράφει τη στάση του Νικηταρά που η πατρίδα τον έκανε επίσημα ζητιάνο, αλλά εκείνος στον απεσταλμένο των Μεγάλων Δυνάμεων που τον ρώτησε:

“ ‘…Τι κάνεις εδώ στρατηγέ;’

Ο Νικηταράς, περήφανος, μάζεψε το χέρι του κι απάντησε:

‘Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου…”

 

 

Ζωγραφίζει αδρά με λίγους στίχους το φωτογραφικό πορτρέτο του πολυσυζητημένου για τη δυσμορφία του Ανδρέα Κάλβου, περιγράφει τη συνάντηση Τρικούπη και Σολωμού, σκηνές του βίου του Άγγελου Σικελιανού και μνημονεύει εν συντομία στιγμές και σκηνές του καθημερινού του βίου, γεγονότα και πρόσωπα που άφησαν κάτι από το πέρασμά τους στο χώρο και στο χρόνο.

Και θα κλείσω με το ποίημα, “Ο χρόνος”, πάνω σ’ ένα στίχο του Ηράκλειτου, που κι αυτός είναι ένα παιδί: “ αιών παις έστι παίζων πεσσεύων· παιδός η βασιληίη”, αλλά αιώνιο παιδί που παίζει στα ζάρια τη ζωή μας και ζει και βασιλεύει υπάρχων, μη υπάρχων χωρίς τον χώρο που τον ορίζει και τον προσδιορίζει. Φιλοσοφώντας ο ποιητής Γιάννης Π. Παππάς γράφει:

 

“Ένα παιδί που παίζει με τα ζάρια.

Ανώριμο και ανεξέλεγκτο.

Παιδί ο χρόνος.

 

Και η τύχη μετατρέπεται σε αβεβαιότητα.

Είναι άχρονη πραγματικότητα ή μήπως είναι αλλαγή;

 

Όμως ο αειθαλής χρόνος έχει κατεύθυνση

αν τον βάλεις από το πριν στο μετά.

Δεν έχει επιστροφή.

 

Κι ας χούμε μόνο στο πριν.

Ζούμε μόνο στιγμές.

 

Και είμαστε σάρκα ο χρόνος.

Και το ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω.

Και το νερό που φεύγει μέσα από τα δάχτυλα”.

 

 

 https://www.fractalart.gr/atithaso-mellon/

Δεν υπάρχουν σχόλια: