5.1.21

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, Αθηνά Παπανικολάου


Εκείνη κρατούσε το χέρι του σιωπηλή. Το γύρισε ανάποδα, διάβασε ξανά τη γεωγραφία του. Είχε ταξιδέψει πολύ στα ποτάμια του. Θυμήθηκε όλες τις διαδρομές στο κορμί του. Χάιδεψε τις γραμμές του ορίζοντα στην παλάμη του, βαρκούλα νιόβγαλτη στα αφρισμένα νερά ήταν όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Εκείνος την πήρε στις γαλάζιες φλέβες του κι άνοιξε τα πανιά. Διέσχισαν τον Νείλο και τον Νίγηρα, τον Αμού Ντάρια και τον Γιανγκ-Τσε –Γιανγκ, τον Τίγρη και τον Ευφράτη ανέβηκαν, ως τις πηγές τους, τον Ρήνο και τον Δούναβη, χορεύοντας στο κατάστρωμα το πρώτο βαλς, κατέβηκαν με μαύρες μουσικές τον Ρίο Γκράντε και τον Μισισιπή, στον Ορινόκο και στον Αμαζόνιο κολύμπησαν, άκουσαν τα παραδείσια πουλιά, λούστηκαν στα χρώματα με τις άσπιλες φυλές των πρωτανθρώπων. Γαλάζιοι, κίτρινοι, πράσινοι ποταμοί και πιο ορμητικός εκείνος ο κόκκινος που ξεκινούσε απ’ την καρδιά και γύριζε πάλι στις εκβολές της. Τέτοιο ποτάμι ένα και μοναδικό στον κόσμο, αρχή και τέλος μαζί, πηγή και εκβολή στον ίδιο τόπο, στο δέλτα του τα πιο σπάνια είδη, οι φτέρες του τύλιγαν τη γύμνια της, ιαματική η λάσπη του έγιανε τις πληγές της, δροσιά αμόλυντη τα νερά του στους πυρετούς της, ξεδίψασμα στις ερήμους που συναντούσαν. Ήθελε να του πει πως χωρίς τα χέρια του να κρατούν αρράγιστο το δοιάκι δεν θα ξεκινούσε ποτέ το ταξίδι αυτό, δεν θα ένωνε ποτέ τις γραμμές των οριζόντων, δεν θα έφτανε ποτέ στον τόπο που σμίγουν τα σύννεφα με τη στεριά κι ο ωκεανός με τ΄ άστρα. Ήθελε να του πει πως ήταν ο Ουρανός της μα σιώπησε. Φύλαξε το ταξίδι μέσα στην παλάμη του. Εκείνος είδε τα σημάδια στα χέρια της, έχει βαθιά καρφιά ο χρόνος σκέφτηκε, αφήνουν ανεξίτηλους τύπους οι ήλοι του, όσες οι καφετιές κηλίδες τους, τόσοι σταθμοί σ΄ αυτό το ταξίδι. Ω, πόσα χιλιόμετρα είχαν διανύσει! Χάιδεψε τους μικρούς λόφους στους ρευματικούς κόμπους των δαχτύλων της, βούτηξε στις ακύμαντες ανοιξιάτικες λίμνες των ματιών της, στις όχθες τους έστηνε κάθε φορά τη σκηνή του. Σε μια Αράλη, μια Βαϊκάλη, μια Βικτώρια, μια Μίσιγκαν και μια Τιτικάκα είχε δει μαζί της για πρώτη φορά τα άστρα σε ανέφελο ουρανό. Είδε το Βόρειο Σέλας να φωτίζει τις γραμμές των λόφων της, εκεί της ψιθύρισε ινδιάνικα ονόματα και ξόρκια των σαμάνων. Γύρισε την παλάμη της και φύσηξε από τις χαρακιές την άμμο της Σαχάρας, της Γκόμπι, της Καλαχάρι, της Ατακάμα και της Παταγονίας, καθάρισε τις κοιλάδες της για να καθίσει η σκόνη των άστρων. Ήθελε πολλά να της πει για το ταξίδι, να της πει πως χωρίς το σκαρί της δεν θα γινόταν ποτέ νομάδας στον κόσμο αυτό, δεν θα ‘φτανε ποτέ στη Γη του Πυρός, δεν θα έσπαγε τον πάγο στην Ανταρκτική, δεν θα περνούσε τον Ισημερινό, δεν θα ελλιμενίζονταν ποτέ στους κόλπους της Ωκεανίας. Ήθελε να της πει πως ήταν η Γη του μα σιώπησε. Φύλαξε το ταξίδι μέσα στα χέρια της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: