26.1.21

Οι σουρεαλιστικές περιπέτειες του υπαστυνόμου Αστόλφου ντε λα Μάντσα


Λίγο πριν από την εκπνοή του χρόνου, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2020, κυκλοφόρησε ο υπέροχος Δον Υπαστυνόμος του Δημήτρη Καρακίτσου. Ο ευφάνταστος Αστόλφος της Μάντσας, άξιος απόγονος του Δον Κιχώτη, καβάλα στο κοκαλιάρικο άλογο των ονείρων του και συνοδευόμενος από τη θορυβώδη κουστωδία του, ήρθε να μας θυμίσει τη χαμένη τέχνη της ονειροπόλησης και να φωτίσει με μιαν αχτίδα της φαντασίας την πεζή πραγματικότητά μας. Ο Δον Υπαστυνόμος, το έβδομο έργο και πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, είναι ένα χαοτικό αριστούργημα. Ο Καρακίτσος αναμειγνύει εδώ λογοτεχνικά είδη, εποχές, τεχνοτροπίες, διακείμενα, και δημιουργεί ένα θεσπέσιο έδεσμα. Πάνω στον καμβά ενός κλασικότροπου αστυνομικού μυθιστορήματος, με αχρείους δολοφόνους, επίζηλες κληρονομιές, υπόπτους με σκοτεινό παρελθόν και ιδιόρρυθμους ντετέκτιβ, ζωγραφίζει ένα πολύχρωμο καρναβάλι: γραφικά τοπία, εξωτικά ζώα, περίπλοκους και απρόβλεπτους χαρακτήρες, συνεχείς ανατροπές της πλοκής, τραγικούς και γκροτέσκους έρωτες, ταξικές διαφορές, μεταφυσικές αποκαλύψεις και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Ένα κρύο φθινοπωρινό ξημέρωμα, στα μέσα της δεκαετίας του 1940, σε μια μικρή κωμόπολη της Μάντσας με τ’ όνομα Βαλδεπένιας, δολοφονείται ο εκκεντρικός πλούσιος Τίο Αρμελίνο και ο Γκαουσταφάν, ιπποκόμος και θετός γιος του. Οι υποψίες πέφτουν αμέσως πάνω στον ανιψιό τού Αρμελίνο, που ζει μαζί του, στον Ιαβέρη Κούγκατ Περφίντια. Είναι ο πιο στενός συγγενής, εκείνος που θα βγει πιο ωφελημένος απ’ τη δολοφονία του. Έτσι, ο Ιαβέρης καταφεύγει στον λάτρη της αστυνομικής λογοτεχνίας και ερασιτέχνη ντετέκτιβ Αστόλφο Βαρνακομπούμπο για να διαλευκάνει το μυστήριο και να καθαρίσει τ’ όνομά του. Ο Αστόλφος διστάζει αρχικά, εντέλει όμως ο δισταγμός του κάμπτεται, μόλις λαμβάνει την πρώτη προκαταβολή της αμοιβής του, και αναλαμβάνει την υπόθεση χωρίς να υποψιάζεται σε τι κίνδυνο βάζει τον εαυτό του. Πολύ σύντομα θ’ ανακαλύψει ότι στο Βαλδεπένιας τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Πίσω απ’ την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα μιας ήσυχης κωμόπολης κρύβονται δόλιες συνωμοσίες, ακήρυχτες βεντέτες και κάθε είδους ποταπές προθέσεις. Διαπιστώνει, για παράδειγμα, πως ο ιερέας Αμβρόσιος, ο ταχυδρόμος Λιμπριμπούρ και ο χωροφύλακας Ντανιέρι δρουν από κοινού, με σκοτεινά κίνητρα και ύποπτους σκοπούς. Η συγκεκριμένη ομάδα προσπαθεί να προσεταιριστεί τον Αστόλφο και να καθοδηγήσει τις έρευνές του προς την κατεύθυνση που τη συμφέρει. Το ίδιο όμως φαίνεται πως κάνει και ο Ιαβέρης. Ο καθένας δίνει τη δική του εκδοχή των γεγονότων όσον αφορά τη δολοφονία του Αρμελίνο αλλά και σχετικά με το σκοτεινό παρελθόν του δολοφονηθέντος. Ο Αστόλφος βρίσκεται σε δεινή θέση. Ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα; Ποιον πρέπει να πιστέψει; Σε ποια παράταξη ανήκει ο Πέπε Αμάδης, που του προτείνει να τον προσλάβει ως υφιστάμενό του υπαστυνόμο; Η Μαριτόρνα είναι όντως ερωτευμένη μαζί του ή τον αποπλάνησε για να τον παρασύρει στα δίχτυα κάποιας συμμορίας; Και τι ρόλο παίζουν ο υπηρέτης Κάντογκαν, ο μάγειρας Γουαδαλκιβίρ και ο θαλαμηπόλος Ευγένιος Χέρμιτ; Καθώς αναζητά απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, ο Αστόλφος μπλέκεται όλο και πιο βαθιά στην υπόθεση και βυθίζεται σε ακόμα μεγαλύτερο σκοτάδι. Σύμφωνα με τους κανόνες του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος, αφετηρία του έργου είναι ένας φόνος. Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Δον Υπαστυνόμος ξεκινά μ’ έναν φόνο, και μάλιστα διπλό: τη δολοφονία του Τίο Αρμελίνο και του Γκαουσταφάν Πελέσιος. Έπειτα, στο δεύτερο κεφάλαιο, κάνει την εμφάνισή του ο ντετέκτιβ στον οποίο ανατίθεται η λύση της υπόθεσης: ο Αστόλφος Βαρνακομπούμπο. Εδώ τον ντετέκτιβ προσλαμβάνει ο βασικός ύποπτος, ο Ιερεμίας Κούγκατ Περφίντια, προκειμένου να αποσείσει την κατηγορία ότι είναι ο δολοφόνος. Ο ντετέκτιβ Αστόλφος πιάνει δουλειά και έρχεται σιγά σιγά σε επαφή με τους ανθρώπους που περιέβαλλαν τον Αρμελίνο και σχετίζονταν μαζί του, τόσο στο πρόσφατο όσο και απώτερο παρελθόν. Σταδιακά αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι, προκειμένου ν’ ανακαλύψει τον δολοφόνο, πρέπει να εξιχνιάσει τα γεγονότα που προηγήθηκαν του φόνου, όχι μόνο κατά τις προηγούμενες μέρες αλλά και πολύ παλιότερα, τα προηγούμενα χρόνια και τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο Τίο Αρμελίνο είχε συμμετάσχει στον πόλεμο των Ισπανών στο Μαρόκο το 1893, όπου, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, απέκτησε μεγάλη περιουσία. Εκεί, στο σκοτεινό παρελθόν του θύματος, πρέπει ν’ αναζητήσει ο Αστόλφος τα στοιχεία που δικαιολογούν γιατί να θέλει κάποιος να σκοτώσει τον Αρμελίνο. Έτσι, ο Δον Υπαστυνόμος εξελίσσεται, όπως συνηθίζεται στα αστυνομικά μυθιστορήματα, σε δύο παράλληλες χρονοσειρές. Η πρώτη χρονική ακολουθία αποτελείται από τα γεγονότα που οδήγησαν στο φόνο, ενώ η δεύτερη απαρτίζεται από τα συμβάντα που καταλήγουν στην αποκάλυψη του δολοφόνου. Οι δύο χρονοσειρές όμως δεν παρουσιάζονται διαδοχικά, σύμφωνα με τη χρονολογική τους τάξη. Δεν προηγείται η αφήγηση των προ του φόνου γεγονότων, για ν’ ακολουθήσει έπειτα η εξιστόρηση των μετά το φόνο συμβάντων. Οι δύο χρονοσειρές εκκινούν ταυτόχρονα, από το ίδιο θεμελιώδες γεγονός, από τη δολοφονία με την οποία αρχίζει το μυθιστόρημα. Καθώς εξελίσσεται η πλοκή του έργου και λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα που θα οδηγήσουν στην αποκάλυψη του δολοφόνου, ο αναγνώστης μαθαίνει όλο και περισσότερα σχετικά με το παρελθόν και φανερώνονται όσα συνέβησαν πριν απ’ τη διάπραξη της δολοφονίας. Έτσι, οι δύο σειρές των γεγονότων εκτυλίσσονται παράλληλα, κατά τη διάρκεια του έργου, η μία στο παρόν και η άλλη με αναδρομές στο παρελθόν. Και περιελίσσονται, θα μπορούσαμε να πούμε, η μία γύρω από την άλλη σ’ ένα περίτεχνο σχήμα. Μόνο στο τέλος του μυθιστορήματος οι δύο χρονοσειρές θα οδηγηθούν ταυτόχρονα στη λύση τους, και το έργο θα ολοκληρωθεί με την αφηγηματική επιστροφή στη νύχτα του φόνου. Μπροστά στα μάτια του αναγνώστη θα φανερωθούν αφενός ο αυτουργός της δολοφονίας και αφετέρου η αιτία που όπλισε το χέρι του και τα γεγονότα που οδήγησαν στο φόνο. Ο Δον Υπαστυνόμος όμως δεν είναι ένα συνηθισμένο αστυνομικό μυθιστόρημα. Όπως δηλώνει ο υπότιτλός του, είναι ένα σουρεαλιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Και πράγματι, εδώ βλέπουμε όλα τα γνωρίσματα του σουρεαλισμού και της σουρεαλιστικής γραφής. Η αφήγηση των γεγονότων που συγκροτούν την πλοκή, αλλά και οι περιγραφές προσώπων και πραγμάτων, δεν υπακούουν πάντα στους κανόνες της λογικής και της αληθοφάνειας· συχνά καθοδηγούνται από τη φαντασία, την τύχη, το όνειρο και το ασυνείδητο. Η ίδια η γραφή δεν είναι πάντα δομημένη και ορθολογική, δεν ακολουθεί έναν σχεδιασμό με αρχή, μέση και τέλος· συχνά είναι συνειρμική και ονειρική: ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την τεχνική της αυτόματης γραφής. Ιδιαίτερη σημασία στον Δον Υπαστυνόμο έχει το όνειρο και η ονειρική υφή της πραγματικότητας, που είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα της υπερρεαλιστικής λογοτεχνίας. Διακηρυγμένος στόχος των σουρεαλιστών ήταν να ενώσουν τις αντιθετικές καταστάσεις του ονείρου και της πραγματικότητας σε μια απόλυτη υπερπραγματικότητα (surréalité). Το όνειρο και η πραγματικότητα αποτελούν γι’ αυτούς ένα αδιάσπαστο συνεχές, το ένα διαδέχεται την άλλη φυσικά, χωρίς να υφίσταται κάποιο αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν, ο βασικός χαρακτήρας του Δον Υπαστυνόμου, ο Αστόλφος, είναι ένας απόλυτα σουρεαλιστικός χαρακτήρας, αθεράπευτα ονειροπόλος και ονειροπαρμένος. Αλλά και για τους υπόλοιπους χαρακτήρες η ονειρική πραγματικότητα είναι σημαντική. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, το γεγονός πως ο Ιαβέρης είναι υπνοβάτης και συναντιέται με τον Αστόλφο τις νύχτες, κατά τη διάρκεια των υπνοβασιών του. Καθώς μάλιστα συνομιλεί μαζί του, του διηγείται όνειρα που βλέπει εκείνη τη στιγμή. Ιδού ένα τέτοιο όνειρο: Δεν θα πιστέψετε πόσο γλυκό και όμορφο ήταν το όνειρο που μόλις είδα! Ακούστε, Αστόλφε: ήμουν παιδί, η μητέρα ίσιωνε τις μπούκλες μου με μια καυτή χτένα. Ήταν χειμώνας, το χιόνι στρωμένο, ο μπαμπάς συδαύλιζε τη φωτιά, το νοικοκυριό μύριζε ψημένη μηλόπιτα, ένα χελιδονόψαρο με πράσινα μάτια κολυμπούσε στην κανάτα του κρασιού. Το παράθυρο ανοιγόκλεινε από τον αγέρα, νιφάδες μελαγχολίας έπεφταν στο ξύλινο πάτωμα και λιώναν. Ήμουν χαρούμενος γιατί με περίμενε δώρο: μια μινιατούρα ποδηλατιστή από τον Γύρο της Γαλλίας. Την είχε φέρει ο ταχυδρόμος, δώρο του θείου Αρμελίνο. Τα μαλλιά μου ισιώσανε, έδωσα ένα φιλί στη μαμά κι έπεσα με βία στο πακέτο, έκοψα τις κορδέλες με τα δόντια μου και σήκωσα το καπάκι: ένας νεογέννητος ασβός κοιμόταν σαν φρέσκο κουλουράκι. Ευτυχισμένος άρχισα να τρίβω τη μουσούδα του ζώου, όταν ξύπνησε του έδωσα να φάει ένα φρεσκότατο ζαχαρωτό. Εκείνο σήκωσε την ουρίτσα του για να με ευχαριστήσει… Υπέροχο όνειρο, μου ’ρχεται να κλάψω. Αλήθεια, εσείς πιστεύετε στα όνειρα; Θα ’πρεπε, νέε μου. Είναι σαν να χάνεσαι στον ωκεανό – ένας συμμαθητής μου από το Γυμνάσιο είχε χαθεί στον ωκεανό, ταξίδευε με την γκουβερνάντα του κι έναν εξάδελφό του για την Αργεντινή, το πλοίο χτύπησε σε μια επιπλέουσα κουρτίνα – μόλις έμαθα τα νέα έκλαψα πικρά. Τελικά, ύστερα από πολλά χρόνια, ένα γράμμα με περίμενε στο ταχυδρομικό κουτί. Ήταν από τον συμμαθητή μου, είχε επιβιώσει του ναυαγίου γαντζωμένος στον λαιμό ενός ερωδιού. Μου έγραφε από το νησί Τρίσταν ντα Κούνια, μια κουκκίδα γης καταμεσής του Ατλαντικού. Είχε σωθεί, ήταν παντρεμένος πια και σχεδίαζε να γυρίσει στην Ισπανία. Αλλά το ξέσπασμα του εμφυλίου του χάλασε τα σχέδια – ποτέ δεν θα ξαναδώ τον φίλο μου![1] Είναι ένα γλυκό όνειρο. Ο ονειρευτής Ιαβέρης επιστρέφει στην παιδική του ηλικία και μέσα στον ύπνο του ανακαλεί ευτυχισμένες αναμνήσεις απ’ το μακρινό παρελθόν του: το ζεστό σπίτι, τις γιορτινές μέρες, την αγάπη των γονιών του, ένα όμορφο δώρο. Μέσα στ’ όνειρό του μάλιστα ζει και μια έκπληξη: του είχαν υποσχεθεί μια μινιατούρα ποδηλατιστή, αλλά, όταν ανοίγει με μεγάλη ανυπομονησία το κουτί, βρίσκει έναν νεογέννητο ασβό. Και η έκπληξη αυτή είναι επίσης ευχάριστη. Έπειτα ο Ιαβέρης παρομοιάζει τον άνθρωπο που βυθίζεται στο όνειρο μ’ εκείνον που χάνεται στον ωκεανό. Η χώρα των ονείρων είναι απέραντη και ανεξερεύνητη, σαν τον ωκεανό. Και ο άνθρωπος κάτι το ελάχιστο μπροστά της. Στη συνέχεια, με απόλυτα σουρεαλιστικό τρόπο, ο Ιαβέρης πηδά σ’ ένα εντελώς άσχετο θέμα, που συνδέεται μόνο συνειρμικά με τα προηγούμενα: μιλά για έναν συμμαθητή του που χάθηκε στον ωκεανό. Στο διάσημο δοκίμιό του «Το αστυνομικό αφήγημα», ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες προτείνει ένα διανοητικό παιχνίδι: να παρουσιάσουμε σε κάποιον εντελώς ανυποψίαστο αναγνώστη τον Δον Κιχώτη ως αστυνομικό μυθιστόρημα. Υπάρχει ένας τύπος σύγχρονου αναγνώστη: ο αναγνώστης αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο αναγνώστης αυτός (τον συναντάμε σ’ όλες τις χώρες του κόσμου και μετριέται σε εκατομμύρια) δημιουργήθηκε απ’ τον Έντγκαρ Άλλαν Πόου. Ας υποθέσουμε τώρα πως δεν υπάρχει αυτός ο αναγνώστης ή, μάλλον, ας υποθέσουμε κάτι πιο ενδιαφέρον· ας υποθέσουμε πως έχουμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο πολύ απομακρυσμένο από μας· λόγου χάρη, έναν Πέρση, έναν Μαλαίο, έναν χωριάτη, ένα παιδί, έναν άνθρωπο που του λένε πως ο Δον Κιχώτης είναι αστυνομικό μυθιστόρημα. Ας υποθέσουμε τώρα πως αυτός ο υποθετικός άνθρωπος έχει διαβάσει και άλλα αστυνομικά μυθιστορήματα κι αρχίζει να διαβάζει τον Κιχώτη.[2] Ποιες θα είναι οι αντιδράσεις του; Ήδη απ’ τις πρώτες αράδες του βιβλίου, υποστηρίζει ο Μπόρχες, ο υποθετικός αναγνώστης μας θα διαβάζει με μεγάλη καχυποψία. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ο συγγραφέας κάτι θέλει να μας κρύψει, όπως και οι πρωταγωνιστές. Ο αναγνώστης αστυνομικής λογοτεχνίας που δημιούργησε ο Πόου δεν παραδίδεται στη μαγεία της αφήγησης αμαχητί. Είναι διαρκώς υποψιασμένος και ψάχνει συνεχώς να βρει πίσω από κάθε καλή πράξη ένα σκοτεινό κίνητρο και πίσω από κάθε αθώα έκφραση κάποια κακόβουλη σκέψη. Έτσι, εδώ θα υπάρξει μια μεγάλη εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στη μαγεία του παραμυθιού, που είναι εν μέρει ο Δον Κιχώτης, και στο αστυνομικό δαιμόνιο που πιστεύει ότι κατέχει ο αναγνώστης μας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τον Δον Υπαστυνόμο ο Καρακίτσος κάνει πράξη την παράδοξη ιδέα του Μπόρχες. Μεταφέρει το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα σε μια παραμυθική και ονειρική Μάντσα, σε αυτόν ακριβώς τον τόπο όπου εμφανίστηκε ο Δον Κιχώτης. Ο αναγνώστης της αστυνομικής λογοτεχνίας παρασύρεται και πάλι από τη μαγεία του παραμυθιού. Ξεχνά ότι οι ήρωες είναι άνθρωποι με ποταπά ένστικτα και δόλιες προθέσεις, και τους παρακολουθεί γοητευμένος να μπλέκονται σε διάφορες παράξενες περιπέτειες. Το αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα είδος που εμφανίστηκε στην τελευταία φάση της εξέλιξης του μυθιστορήματος, επιστρέφει, με τον Δον Υπαστυνόμο, στις απαρχές της μυθιστοριογραφίας και αναγεννιέται στην παραμυθική μήτρα του αρχετυπικού Δον Κιχώτη. Κλείνοντας το κείμενό μας, δε θα ’πρεπε να παραλείψουμε ν’ αναφερθούμε στις γλωσσικές και ποιητικές αρετές του Δον Υπαστυνόμου. Ο Καρακίτσος συνδυάζει στο βιβλίο του το αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα κατεξοχήν χαμηλό και λαϊκό είδος, με υψηλή γλώσσα και δύσκολο ύφος, στοιχεία της λόγιας γραφής. Το κείμενό του είναι κατάφορτο από σπάνιες λέξεις, φαινομενικά παράταιρους συνδυασμούς ουσιαστικών και επιθέτων, και περίτεχνα σχήματα λόγου. Πολύ συχνά οι περιγραφές του είναι στην ουσία ποιητικές. Ας παραθέσουμε εν είδει παραδείγματος ένα ωραίο απόσπασμα: Ο λόφος με τους αμάραντους ηλίανθους είχε στην κορυφή του ένα σκουριασμένο βαγόνι από την εποχή του εμφυλίου. Με τζάμια θρυμματισμένα και καθίσματα φαγωμένα από το κρύο, με οξειδωμένο καντράν και με κρεμάστρες για παλτά πεσμένες στον διάδρομο, το φάντασμα αυτό των περασμένων εποχών καλούσε τους φτερωτούς φίλους στη σιδερένια του αγκαλιά. Πελαργοί με πούπουλα από χυτό αντιμόνιο, χρυσοί μελισσοφάγοι και αργυροτσικνιάδες με δρύινα ράμφη στοιβάζονταν, πατείς με πατώ σε, στη βαλιτσοθήκη μαχόμενοι με μια ξεχασμένη κλειστή ομπρέλα. Κουτσουλιές συσσωρευμένες, πούπουλα, σκελετοί πουλιών, ρινίσματα αλουμινίου και μια απολιθωμένη έχιδνα στο αφρολέξ του γωνιακού καθίσματος – πάντα με τα οστεώδη σαγόνια της ανοιχτά. Όταν έχει λιακάδα ομάδες παιδιών γυροφέρνουν το στοιχειωμένο (λένε) βαγόνι για να παίξουν κρυφτό.[3] Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου είναι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό επίτευγμα, και ταυτόχρονα ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Ο αναγνώστης που θα τολμήσει να περάσει την πόρτα του και να βαδίσει ως το τέλος τη λαβυρινθώδη διαδρομή του δε θα το μετανιώσει. Θα γελάσει, θα συγκινηθεί και θα εκπλαγεί με τις περιπέτειες των ηρώων, αλλά και με τους εναρμόνιους ήχους που θ’ ακούσει, τα πανέμορφα χρώματα που θ’ αντικρίσει, τα ηδονικά μυρωδικά που θα οσφρανθεί. Να ’ναι καλοτάξιδο! 
 ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ
 [1] Δημήτρης Καρακίτσος, Ο Δον Υπαστυνόμος, Αντίποδες, Αθήνα 2020, σελ. 73-74. [2] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Δοκίμια, μτφρ.-σημ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Πατάκης, Αθήνα 2015, τόμ. 2, σελ. 117. [3] Ο Δον Υπαστυνόμος, ό.π., σελ. 115-116.

Δεν υπάρχουν σχόλια: