Με δεξιοτεχνία στη γραφή και αιχμηρές, ποιητικές μεταφορές και αλληγορίες ο Μουράτης Κοροσιαδης στη συλλογή διηγημάτων “ήμερες ημέρες” μας προσφέρει 15 διηγήματα με βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό επί των ανθρώπινων σχέσεων, σε μια καλαίσθητη και ευανάγνωστη έκδοση. Οι χαρακτήρες του, άνδρες στην πλειονότητα, στοχάζονται πάνω στον χρόνο και την αιωνιότητα, τη φθορά και το θάνατο, την αγάπη και την συντροφικότητα. Μέσω των χαρακτήρων του αντιμετωπίζει τη θνητότητα ως «νίκη επί της υπεροψίας μας» και αμβλύνει την τραγικότητά της. Μας θυμίζει ότι τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που διατηρούνται στο χρόνο είναι η «επιθυμία για αγάπη και ηρεμία μαζί με τον φόβο για τον διπλανό». Σε όλα τα διηγήματα υποφώσκει ένα είδος θρησκευτικού συναισθήματος των χαρακτήρων το οποίο, ίσως, δοκιμάζεται. Το κλείσιμο των περισσοτέρων διηγημάτων έχει μια λογοτεχνική ασάφεια και αινιγματικότητα Το βιβλίο διαπνέεται από μια ευαίσθητη και τιμητική οπτική απέναντι στις γυναίκες. Τις γυναίκες που «δημιουργούν τον χρόνο» παρότι «πάσχουν από έλλειψη ευτυχίας», τις καλλιτέχνιδες με ερωτική σχέση με τις δημιουργίες τους. Παράλληλα καταδικάζεται η «βαναυσότητα του αρσενικού» και δίνεται προβάδισμα στον «τρυφερό έρωτα» έναντι του αβυσσαλέου. “Θα κάνουμε την πρόγνωση των καιρών κι ανάλογα θα προχωράμε. Θα ξαναβάλουμε την άμμο μέσα στην κλεψύδρα. Να ξεκινήσει, ξανά, ο καιρός των ανθρώπων» Η συλλογή διηγημάτων ξεκινάει με «ΤΟ ΕΝΥΔΡΕΙΟ» και ο συγγραφέας μας συστήνει τον πρώτο ήρωα του, έναν άνδρα στο φθινόπωρο της ζωής του που του αρέσουν οι «σκιές», οι «σιωπές» και οι «αναμονές». Γι αυτό βάζει ένα άγραφο χαρτί σε ένα μπουκάλι, το πετά στη θάλασσα και περιμένει απάντηση. Απευθύνει «την ερώτηση της ζωής», δηλαδή τη «σιωπή», σε άγνωστο παραλήπτη και περιμένει. Εν αναμονή της απάντησης συνειδητοποιεί ότι η γνώση και η σοφία που καρποφόρησε η άνοιξη και το καλοκαίρι της ζωής του είναι η προσφορά του στον «πεινασμένο και φοβισμένο έφηβο» εαυτό του. Ακολουθεί το ομώνυμο του βιβλίου διήγημα «ΉΜΕΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ» όπου ο Μουράτης καταθέτει τον πυκνότερο φιλοσοφικό στοχασμό αλλά και την δύναμη της πένας του να συγκινεί μέσα από τη «συνομιλία» του γέρου Ευτύχη αφενός με τη νεκρή γυναίκα του και αφετέρου με το Χάρο. Ο γέρος, που διάβασε πολύ πριν καταλήξει να χάνεται σε στοχασμούς, πιστεύει ότι «η πίστη κι όχι η γνώση θα μας σώσει». Ωστόσο, οι σκέψεις του περί Θεού «σκηνοθέτη», που βάζει τους ανθρώπους να κάνουν αυτά που δεν μπορεί να κάνει αυτός, δηλαδή Θεού «ηθικού αυτουργού των εγκλημάτων μας», δείχνουν την δοκιμασία της πίστης του (οι απόψεις αυτές υποτίθεται ότι εκφράζονται από τον Χάρο και θυμίζουν τον Ζοζέ Σαραμάγκου στο «Περί θανάτου» αλλά και στο «Κατά Ιησούν ευαγγέλιο»). Στο έντονης δραματικότητας διήγημα «ΤΟ ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ» πρωταγωνιστεί ένας «μπουκωμένος», όπως το 25 ετών αυτοκίνητό του, μεσήλικας,. Μπουκωμένος από το φορτίο της ζωής και την έλλειψη επικοινωνίας, βλέπει γύρω του ως «μόνη βεβαιότητα τη φθορά» και τον άνθρωπο ως «βορά του λέοντος χρόνου». Αποζητά, όπως όλοι, την άνευ όρων αγάπη. Στερημένος ο ίδιος από βρέφος την αποδοχή της Μήδειας – μάνας του, μεγάλωσε τους γιούς του με «μητρική πατρότητα» και στήριξε σ’ αυτούς το κλείσιμο των πληγών του. Είναι όμως καταδικασμένος σε «αιώνιο μονόλογο με τη νεκρή μάνα του». Στο πολύ ατμοσφαιρικό διήγημα «ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΔΑΝΑΩΝ», αφού απολαύσουμε την εξαιρετική περιγραφή ενός παλαιοπωλείου, φθάνουμε στην περιγραφή του παλαιοπώλη που με τα τατουάζ του μας θυμίζει τον συνεχή πόνο και τα δάκρυα του ανθρώπου. Ο συγγραφέας στο διήγημα αυτό μέσα από ένα εξαιρετικό ποίημα του Ρίτσου που διαβάζει ο παλαιοπώλης για «τον λάθος δρόμο, τον δρόμο του θανάτου που τον λένε Τροία και λάφυρα και δόξα και στάχτη», συνδέει τον λάθος δρόμο της ανθρωπότητας με την επερχόμενη πανδημία του κορονοϊού και την χαλαρή εκ μέρους μας αντιμετώπισή της. Ιδιαίτερης αφηγηματικής δεξιοτεχνίας είναι τα τρία διηγήματα που αφορούν στο πλησίασμα άνδρα – γυναίκας. Σ’ «ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ» οι χαρακτήρες, με απώλειες ο καθένας στην προηγούμενη ζωή του, αναζητούν «σημάδια αναγνώρισης» ο ένας στον άλλο. Ο άντρας ναυαγός στην μέχρι τώρα πορεία του είναι «βρεγμένος έξω και μέσα του», και η γυναίκα ψάχνει κάποιον να «ξηλώσει την κλωστή στην άκρη των χειλιών της για να ελευθερωθεί το χαμόγελό της» και να «ψηλαφίσει το παλίμψηστο του στήθους της». Σ’«ΤΑ ΚΕΡΙΑ», ένα άλλο εντυπωσιακών αλληγοριών διήγημα πλησιάσματος άνδρα και γυναίκας, η γυναίκα είναι τυφλή, όχι όμως εκ γενετής. Τυφλώθηκε επειδή δεν μπορούσε να κατανοήσει τους ανθρώπους και άρχισε να τους κατανοεί ως τυφλή. Ο άντρας δεν μπορεί «να διακρίνει την αγάπη και δεν μπορεί να αγκαλιάσει όσους τον αγαπούν». «Ανάπηροι» και οι δύο προσδοκούν να δουν μέσα στο επίγειο σκοτάδι με το φως δυο κεριών που ανάβει ο άντρας σε ένα ξωκλήσι. Καθοριστικός ο παρηγορητικός και συνάμα δυναμικός ρόλος της γυναίκας στο τελευταίο διήγημα «ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΩΝ» με το οποίο ο Μουράτης κορυφώνει το βιβλίο με μια νότα αισιοδοξίας. Η γυναίκα ηρωίδα, εγκαταλελειμμένη η ίδια με δυο μικρά παιδιά από τον σύζυγο, βαστάει γερές ρίζες και μπορεί να βοηθήσει και να στηρίξει τον επί τέσσερα χρόνια άνεργο άνδρα που κινδυνεύει να μείνει και άστεγος, λόγω μη εξυπηρετούμενου δανείου. Ο άνεργος, ανατρέχοντας στη στερημένη από την μητρική αγάπη ζωή του, αναρωτιέται γιατί πήρε αυτόν τον δρόμο και απελπισμένος επαναλαμβάνει το «μηκέτι καιρός» και «για κάποιον μες τον κόσμο είναι αργά». Η γυναίκα προσφέρεται να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του, να ξαναβγάλει ρίζες: «Θα κάνουμε την πρόγνωση των καιρών κι ανάλογα θα προχωράμε. Θα ξαναβάλουμε την άμμο μέσα στην κλεψύδρα. Να ξεκινήσει, ξανά, ο καιρός των ανθρώπων» γιατί «πάντα υπάρχει καιρός για τους ανθρώπους. Πουθενά δεν λέει η πρόγνωση “μηκέτι καιρός”. “Οι καιροί ου μενετοί” λέει”
(*) Η Τούλα Αντωνάκου είναι εκπαιδευτικός (**)Ο Μουράτης Κοροσιάδης είναι απόφοιτος του τμήματος Γερμανικής Φιλολογίας και Γλώσσας του ΑΠΘ με μεταπτυχιακές και διδακτορικές του σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ επί των απόψεων του Αυστριακού φιλοσόφου L. Wittgenstein.. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, με τίτλο Το Σύνθημα, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γκοβόστη το 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου