31.10.16

«Μάρκος Μέσκος, 60 χρόνια στη λογοτεχνία»



Το Δ.Σ. του Φ.Σ.Ε. «Μέγας Αλέξανδρος» σας προσκαλεί στην εκδήλωση με τίτλο «Μάρκος Μέσκος, 60 χρόνια στη λογοτεχνία», το Σάββατο 5 Νοεμβρίου, στις 7 το απόγευμα, στην αίθουσα του παλιού Παρθεναγωγείου(Βαρόσι, Έδεσσας).
 Στην εκδήλωση θα γίνει παρουσίαση του Εδεσσαίου ποιητή και παράλληλα θα λειτουργεί έκθεση ζωγραφικής και βιβλίων του ιδίου*.
Θα μιλήσουν οι:
Θωμάς Ιωάννου, ποιητής
Αποστολία Μαλαδάκη, φιλόλογος
Θοδωρής Σαρηγκιόλης, ποιητής
Βασίλης Παπάς, ποιητής.
Διαβάζει ο ηθοποιός Γιάννης Θωμάς.
  Η εκδήλωση πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Δήμου Έδεσσας με την υποστήριξη της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου Έδεσσας.
*διάρκεια έκθεσης: 5-11 Νοεμβρίου, ώρες: 5-8 μ.μ.

28.10.16

«Η πορεία προς το μέτωπο»-Οδυσέας Ελύτης

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

24.10.16

ΣΤΟΝ ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΧΑΜΙΔΙΕΛΗ






 Ένα ευφρόσυνο μεσημεράκι με καφέ, γαλατόπιτα, λικέρ βερύκοκου, ζεστή κουβέντα και εικόνες πολλές, αμέτρητες εικόνες από πίνακες της Φωτεινής, πνιγμένες στα εκτυφλωτικά χρώματα, πέρασα και γεύτηκα χτες στην Βέροια, στο φιλόξενο σπίτι της με την συντροφιά των υπομονετικών συζύγων μας, Αθηνάς Γκάτσου και Δημήτρη Μάρτου. Τι φανταστική μουσική όταν το χρώμα μιλάει με τον δικό του τρόπο και σε συντονίζει με την κρυμμένη αρμονία του κόσμου. (Εδώ θυμήθηκα τώρα την παλιά ποιητική συλλογή του Γιάννη Τζανετάκη "Όσο ακούω σε χρώμα").

21.10.16

Ο Θοδωρής Παπαϊωάννου σε α΄ πρόσωπο

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, βρίσκομαι σ’ ένα σχολείο. Μαθητής, φοιτητής, δάσκαλος. Περικυκλωμένος από μολύβια, γόμες, στυλό, τετράδια, βιβλία και σημειωματάρια. Ε, δεν θέλει και τίποτε άλλο για να αρχίσει να γράφει κανείς. Γράφω από παιδί. Από ραβασάκια μέχρι ιστορίες, διηγήματα, θεατρικά και ποιήματα. Παραμύθια άρχισα να γράφω μεγάλος. Όταν ήμουν μικρός, μου τα διάβαζαν ή μου τα αφηγούνταν. Αργότερα, τα διάβαζα μόνος μου. Ποτέ δεν ήθελα να τελειώσει το σχολείο. Δεν ξέρω γιατί. Μου άρεσε που σταματούσε για τις διακοπές, αλλά πάντα ήθελα να ξαναρχίσει. Ο μόνος τρόπος λοιπόν για να συνεχιστεί το σχολείο ήταν να περάσω «Απέναντι», κι από μαθητής να γίνω δάσκαλος. «Ανάποδα» πράγματα δηλαδή. Νομίζω πως τελικά δεν έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα, γιατί τις περισσότερες φορές που μπαίνω στην τάξη κάθομαι σε θρανίο. Νιώθω καλύτερα στο θρανίο με τα παιδιά τριγύρω. Αχ, τα παιδιά. Χωρίς αυτά, μάλλον δεν θα έγραφα. Μάζευω τις προτάσεις και τις λέξεις τους σε χαρτάκια, σε ημερολόγια, στην παλάμη μου... Οι κουβέντες τους είναι τις περισσότερες φορές αφορμή για να αρχίσει μια ιστορία ή ένα παραμύθι. Πολύ θέλει;

20.9.16

Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς «Πέλλα, πόλη φιλόξενη για τους μετανάστες»




Στο πλαίσιο του εορτασμού των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας σας προσκαλεί να παρακολουθήσετε τις ακόλουθες εκδηλώσεις:

14.9.16

Εκθέσεις Ντελακρουά και Φιλιποτό το φθινόπωρο στην Θεσσαλονίκη

Με τρεις μεγάλες εκθέσεις ετοιμάζεται να υποδεχτεί δυναμικά το φθινόπωρο το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. Οι εκθέσεις «Ο Ντελακρουά σκηνοθετεί το ’21» και «Ο Φιλιποτό δημιουργεί το Πανόραμα για την Πολιορκία του Παρισιού», που θα εγκαινιαστούν παράλληλα τον Οκτώβριο, πέρα από το εικαστικό τους ενδιαφέρον, είναι σημαντικές διότι προσεγγίζουν το ζήτημα των ελληνογαλλικών σχέσεων τον 19ο αιώνα μέσα από μεγάλα κεφάλαια και άγνωστες πτυχές της Ιστορίας.
Οι δύο αυτές διοργανώσεις πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα της Ελληνικής και Γαλλικής Προεδρίας της Δημοκρατίας και σε συνεργασία με μουσεία και πολιτιστικούς οργανισμούς της Ελλάδας και της Γαλλίας, όπως τόνισε σε συνέντευξη Τύπου η γενική γραμματέας του Δ.Σ. του Τελλογλείου, καθηγήτρια του ΑΠΘ, Αλεξάνδρα Γουλάκη – Βουτυρά, που έχει τη γενική ευθύνη των εκθέσεων.

Εθνοφυλετικές προκαταλήψεις

και ανθεκτικά πολιτισμικά στερεότυπα
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΘΩΜΑΣ ΤΣΑΚΑΛΑΚΗΣ, Έλληνες: Διεφθαρμένοι, Τεμπέληδες και Απείθαρχοι. Στερεότυπα του Βρετανικού Τύπου για τους Έλληνες στα Χρόνια της Κρίσης, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 172
Βλάσης Κανιάρης, Τοπίο, π. 1970, 
γύψος, βαμμένο νοβοπάν, πλεξιγκλάς, 
207 x 99 x 13 εκ.
Στο νέο ενδιαφέρον δοκίμιό του ο Θωμάς Τσακαλάκης συγκεντρώνει και επεξεργάζεται μεθοδικά με κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά εργαλεία και όρους πολιτισμικής ανάλυσης τα δημοσιεύματα του βρετανικού τύπου, τα οποία την περίοδο 2010-2014 αναπαρήγαγαν με γενικεύσεις, απλουστεύσεις και αφορισμούς κληροδοτημένες προκαταλήψεις, μυθικά ιδεολογήματα και στερεοτυπικά νοητικά σχήματα, χαλκεύοντας επίμονα την εικόνα του απείθαρχου, τεμπέλη και διεφθαρμένου Έλληνα. Υιοθετώντας με παιγνιώδη ελαφρότητα μια προπαγανδιστική τακτική η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στον στιγματισμό συγκεκριμένων πολιτισμικών χαρακτηριστικών και στην ολική συσκότιση των πραγματικών αιτίων της κρίσης. Ένα επιμελώς ενορχηστρωμένο επικοινωνιακό παιχνίδι, το οποίο θα βύθιζε ανενδοίαστα στο τέλμα της ανυποληψίας και της συσσωρευμένης ενοχής δίκαιους και άνομους, εργατικούς και οκνηρούς, ηθικώς διαβιούντες και φαύλους, έντιμους και ανέντιμους πολίτες αυτής της χώρας, ήταν ακόμη στην αρχή του.
 Και ενώ η ελληνική κοινωνία εγκλωβισμένη σε μια καθοδική σπείρα παρακολουθούσε με οδύνη και αμηχανία τις εξελίξεις, οι βρετανικές εφημερίδες όλων των αποχρώσεων μέσω της καταιγιστικής παραγωγής καταγγελτικών και στοχοποιητικών άρθρων αξιοποιούσαν αντικειμενικές παθογένειες του κρατικού μηχανισμού και πρόσφορα στερεότυπα, καλλιεργώντας έναν ιδιότυπο φυλετικό ρατσισμό.

12.9.16

Φωτεινή Χαμιδιελή: με έμπνευση από τη Βέροια



Μια καλή ζωγράφος από την γειτονική μας Βέροια, η οποία συμμετείχε πριν χρόνια στον εικαστικό ''Μήνα Μάϊο'' του Φ.Σ.Εδεσσας ''Μ.Αλέξανδρος'', στο παλιό Παρθεναγωγείο (Έδεσσα). (Εκδήλωση που συνεχίζεται αδιαλειπτα από το 1991).

http://kioskderdemokratie.blogspot.gr/2016/08/in-woods-fotini-hamidieli-greece.html

http://fhamidieli.weebly.com/

Η Φωτεινή Χαμιδιελή γεννήθηκε στη Βέροια το 1957, σπούδασε ζωγραφική, με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Rhode Island των Ηνωμένων Πολιτειών (1975-1978), και συνέχισε τις σπουδές της στη Ρώμη, στο παράρτημα της Σχολής του Rhode Island School of Design (1978-1979). Πρωτοπαρουσίασε έργα της στη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος», του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου υπήρξε τακτική συνεργάτης την περίοδο 1981-1995. Εκθέτει από το 1978 και έχει παρουσιάσει έργα της σε 14 ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε περισσότερες από 80 ομαδικές εκθέσεις, στην Ελλάδα, Η.Π.Α., Γερμανία, Ιταλία , Ουγγαρία, Τουρκία και στην Ισπανία. Εργα της ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές.

1.9.16

Αιθεροβάμονες και βραχύβια νέφη: βίοι παράλληλοι.Μια συζήτηση με τον Ηλία Μαγκλίνη

Του Αδάμ Αδαμόπουλου(*)


Η σύντομη ζωή του Δημήτρη από τα Βοδενά (παλαιότερη ονομασία για τη σημερινή Έδεσσα), που συνεπαρμένος από τα νέφη και τους αιθέρες, αποφασίζει να εγκαταλείψει την πατρική στέγη και να κατέβει στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις για τη Σχολή Ικάρων, ενώ στην Ελλάδα μαίνεται ο Εμφύλιος Πόλεμος. Η προδοσία του σώματός του θα τον αναγκάσει σε «ανώμαλη προσγείωση», κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς αντί για ιπτάμενος της Πολεμικής Αεροπορίας, θα βρεθεί ανθυπολοχαγός του Πεζικού και θα μεταταχθεί στο ειδικό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα που έλαβε μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο της Κορέας προς υποστήριξη των Νοτιοκορεατών. Στη «Χώρα της πρωινής γαλήνης», ο νεαρός Δημήτρης θα αναζητήσει τη δική του, προσωπική λύτρωση και γαλήνη.
Μέσα από αντιπροσωπευτικές εικόνες της οικογενειακής ζωής της ελληνικής επαρχίας που μεγαλώνει ο Δημήτρης, της Αθήνας στην οποία θα βρεθεί για την εκπαίδευσή του, στη συνέχεια της Αμερικής, που αποτελεί το τότε αναδυόμενο μητροπολιτικό κέντρο για το μεταπολεμικό δυτικό κόσμο, αλλά και της Κορέας, όπου ο Δημήτρης θα λάβει ενεργό ρόλο στα πεδία των μαχών, αναπλάθονται η εποχή και τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδά της, ο ασφυκτικός περίκλειστος ελληνικός περίγυρος ιδίως για τους νέους, τα συλλογικά και ατομικά τραύματα που παραμένουν ανοικτά πολλές δεκαετίες αργότερα, μέχρι τις μέρες μας. Όλα αυτά με παράλληλες εικόνες από τους δύο εμφυλίους πολέμους, τον ελληνικό και τον σχεδόν ξεχασμένο στις μέρες μας κορεατικό και σε αντίστιξη με την ομορφιά, την ελευθερία και το εφήμερο των νεφών στον ουρανό, μια παράλληλη αφήγηση και μια αντίστιξη που μεγεθύνει τους Λαιστρυγόνες που μεταφέρει ενδόμυχα ο ανθρώπινος ψυχισμός και τους παντοδύναμους ιστορικούς μηχανισμούς που τον συνθλίβουν.
Με αφορμή τη διάκριση που έλαβε ο Ηλίας Μαγκλίνης με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού www.oanagnostis.gr για το 2016, είχαμε την ευκαιρία για την παρακάτω σύντομη συζήτηση με το συγγραφέα, η οποία σε μια μάλλον αναπάντεχη (ή μήπως αναπόφευκτη;) τροπή της έφερε στην επιφάνεια τη σημασία της Μικροϊστορίας, δηλαδή της θεώρησης της Ιστορίας όχι μόνο μέσα από τις μεγάλες αφηγήσεις, τα έργα και τις ημέρες των «ιστορικών προσωπικοτήτων», αλλά από τις προσωπικές εμπειρίες, βιώματα, μνήμες και εξιστορήσεις των «απλών ανθρώπων».
Πολεμική Αεροπορία και αεροπόροι που υπάρχουν στην προσωπική σας ζωή (ο πατέρας σας ήταν ένας από τους Ίκαρους της 22ης σειράς Ικάρων, με ενεργό δράση στον πόλεμο της Κορέας, αλλά και στο Κονγκό, ενώ ο αδελφός σας, επί 25ετία ιπτάμενος χειριστής στην Ολυμπιακή Αεροπορία) φαίνεται να μεταφέρονται τόσο στο πρώτο σας μυθιστόρημα «Σώμα με σώμα», (εκδόσεις Πόλις, 2005), όσο και στο αμιγώς ιστορικό συλλογικό έργο «Ο αεροπορικός πόλεμος πάνω από την Ελλάδα 1940-1944», (εκδόσεις Περισκόπιο, 2010). Σε ποιό βαθμό η δημιουργία του Δημήτρη, κεντρικού χαρακτήρα του τελευταίου σας βιβλίου «Πρωινή Γαλήνη» κρατά και μεταφέρει στοιχεία απ’ όλα αυτά;
Οι ιστορίες των Ελλήνων ιπταμένων της Πολεμικής Αεροπορίας των δεκαετιών του ’40 και του ’50, αλλά και των νεαρών ανδρών που βρέθηκαν στην εμπόλεμη Κορέα, είτε ως ιπτάμενοι είτε ως πεζοί, είναι εν πολλοίς άγνωστες, έξω τουλάχιστον από ένα (πραγματικά) πολύ μικρό κοινό εραστών της αεροπορικής και στρατιωτικής ιστορίας. Κυρίως, όλες αυτές οι αφηγήσεις είναι παντελώς ανεξερεύνητες, λογοτεχνικά μιλώντας, στη χώρα μας. Όταν το συνειδητοποίησα, ξαφνιάστηκα. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι όπως το δικό μου, με διάσπαρτες και καταχωνιασμένες φωτογραφίες και άλλα τεκμήρια, με αεροπλάνα και πιλότους, με έναν λιγομίλητο πατέρα, χαμένο στον κόσμο του, και με εξωτικό παρελθόν, όλο αυτό μου φαινόταν σαν μια πολύ συναρπαστική υπόθεση. Ή έστω, μου έμοιαζε με ένα πολύ ερεθιστικό δραματικό υπόβαθρο για να μιλήσω για όλα όσα μας καίνε, μας εμπνέουν και μας πληγώνουν: τα όνειρά μας, τους έρωτές μας, τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, τους δεσμούς αίματος, τη μνήμη, συλλογική και ιστορική, την ανθρώπινη υπόσταση κάτω από ακραίες συνθήκες, την αγάπη και το μίσος, την απώλεια, το θάνατο. Για εμένα, προσωπικά, ήταν πολύ φυσικό να αντλήσω υλικό και να επινοήσω ιστορίες από αυτή την δεξαμενή. Προφανώς και αν δεν υπήρχε η πατρική πτυχή της όλης ιστορίας, να μου είχαν διαφύγει όλ’ αυτά. Αλλά στάθηκα τυχερός. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ιστορία του Δημήτρη είναι άμεσα συνδεδεμένη με όσα αναφέρετε στην ερώτησή σας. Πάντοτε όμως ως αφετηρία για να ειπωθεί μια ιστορία για τη δύναμη και τον πόνο του ανθρώπου. Δεν ήθελα να γράψω για αεροπλάνα και τουφέκια. Ήθελα να γράψω για ανθρώπους που σε κάποια φάση της ζωής τους χειρίστηκαν αεροπλάνα και τουφέκια. Ο Δημήτρης της «Πρωινής Γαλήνης», χωρίς να το πολυκαταλάβει, βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σφαγείο της Ιστορίας. Αυτή είναι και μια από τις πάγιες εμμονές μου.


1060D118037
Στην απονομή του Λογοτεχνικού Βραβείου του Αναγνώστη- καλύτερο μυθιστόρημα για το 2015
Ποιο είναι το δικό σας καταστάλαγμα από τις μακράς διάρκειας (από το 2001 έως το 2013) συζητήσεις και ανταλλαγές που είχατε με Έλληνες και Αμερικανούς βετεράνους πιλότους του πολέμου της Κορέας; Μετά τόσες δεκαετίες, πώς αξιολογούν οι άνθρωποι αυτοί την ενεργό συμμετοχή τους στον πόλεμο της Κορέας και τι είδους σκέψεις περνούν σε μας τους νεότερους;
Οι απαντήσεις που έλαβα ποικίλουν. Κάποιοι δεν είχαν πει τίποτα στην οικογένειά τους και «ξέρασαν» τα πάντα σε έναν άγνωστο με μαγνητόφωνο. Άθελά μου, έγινα, για λίγο, ένα είδος άτυπου εξομολογητή ή ψυχοθεραπευτή. Σύζυγοι, παιδιά και εγγόνια βρέθηκαν να μου λένε με έκπληξη «Δεν μας είχε πει τίποτα όλ’ αυτά τα χρόνια, τώρα τα ακούμε πρώτη φορά». Είδα μεγάλους άνδρες να κλαίνε, να θυμούνται συντρόφους που χάθηκαν στο πλάι τους και άγνωστους ανθρώπους που σκότωσαν εξ επαφής, τους είδα να οργίζονται που τους αποκάλεσαν «ιμπεριαλιστές μισθοφόρους», τους είδα να συγκινούνται σαν μικρά παιδιά κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες. Οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν σε μια κατάσταση κατά την οποία συνδέθηκαν ο ένας με τον άλλο με έναν τρόπο που σε εμάς σήμερα είναι αδιανόητος. Ακούω καμιά φορά τις κασέτες με τις ηχογραφημένες φωνές τους και μοιάζει με ταξίδι στο χρόνο, σε μια Ελλάδα που ευτυχώς δεν υπάρχει πια.

Ποιες οι εντυπώσεις σας από τη συμμετοχή σας σε τρεις επισκέψεις συγγενών και βετεράνων του πολέμου της Κορέας στη χώρα αυτή;
Κατά την τελευταία μου επίσκεψη, το 2013, βρισκόμουν μαζί με βετεράνους από διάφορες χώρες μέσα στο πούλμαν που είχε ναυλώσει η κορεατική κυβέρνηση, καθ’ οδόν προς κάποια εκδήλωση μνήμης. Τα οχήματα αυτά έφεραν πανό που δήλωναν ποιοι ήταν οι επιβάτες τους και από το δρόμο είδα περαστικούς να χαιρετούν και να υποκλίνονται, γονείς να δείχνουν τα πούλμαν αυτά στα παιδιά τους γελώντας, καταστηματάρχες να τα παρατάνε όλα και να βγαίνουν έξω για να χαιρετήσουν τα περαστικά πούλμαν. Υπήρχαν βλέμματα ευγνωμοσύνης. Οι νέοι θέλουν βέβαια να μην ακούνε άλλο για τον πόλεμο, έχουν κουραστεί και αυτό είναι πολύ λογικό. Θέλουν να κοιτάξουν μπροστά και η Νότια Κορέα είναι μια τέτοια χώρα. Όμως υπάρχει πάντοτε ο 38ος Παράλληλος και μια ανακωχή χωρίς ειρήνη από το 1953. Υπάρχουν ακόμα οικογένειες που χωρίστηκαν και στην Κορέα, η οικογένεια, οι δεσμοί αίματος, είναι κάτι πολύ σημαντικό.

Ο Δημήτρης προδίδεται από το σώμα του, κατά τη διαδικασία της παρθενικής του πτήσης, με αποτέλεσμα, παρά τον διακαή πόθο του να γίνει Ίκαρος, να διακοπεί η πτητική του εκπαίδευση πριν καλά – καλά αρχίσει. Αλλά και στη συνέχεια, τόσο στις προσωπικές, όσο και στις επαγγελματικές του στιγμές ως ανθυπολοχαγός του Πεζικού, έχει επανειλημμένα ανάλογα επεισόδια και κρίσεις πανικού που διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Με τον τρόπο αυτό επαναφέρετε, διά άλλης οδού, το ζήτημα που έχετε θίξει και στο πρώτο σας μυθιστόρημα «Σώμα με σώμα» (εκδόσεις Πόλις, 2001), αλλά και στη νουβέλα σας «Η ανάκριση», (εκδόσεις Κέδρος, 2008), όπου ο αριστερός πατέρας της Μαρίνας δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι κάπου το σώμα του συνεργαζόταν με τους βασανιστές του. Η συμφιλίωση υλικού/σαρκικού/σωματικού με το άυλο/πνευματικό/ψυχικό που υπερτονίζεται στις απωανατολικές θεωρήσεις,  φαίνεται να έρχεται σε δεύτερη μοίρα στο δυτικό κόσμο. Κι όμως, ο Δημήτρης καταφέρνει να φτάσει στην «πρωινή γαλήνη» του όταν πετυχαίνει ακριβώς αυτή τη συμφιλίωση.
Το σώμα είναι μια εμμονή δική μου. Αποτελεί έκφραση των επιθυμιών μας αλλά και των βαθύτερων φόβων μας. Το σώμα είναι ηδονή αλλά είναι και οδύνη. Η συνείδηση και η μνήμη ανθίζουν μέσα στη σάρκα, εξατμίζονται μόλις το σώμα κρυώσει. Το σώμα είναι μια γιορτή της ζωής και μια υπενθύμιση, ειδικά καθώς περνούν τα χρόνια, ότι είμαστε φθαρτοί, δυνάμει νεκροί. Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ. Λέει μιαν αλήθεια στον Δημήτρη: ότι ίσως να μην μπορείς, να μην αντέξεις αυτό που θέλεις. Οπότε έχει να παλέψει με τον εαυτό του με το σώμα να είναι το πεδίο αυτής της μάχης. Τα αεροπλάνα και η Κορέα είναι το πρόσχημα απλώς.

Κατά τρόπο ευρηματικό, ο Προκόπης, αντάρτης θείος του Δημήτρη, του οποίου η τύχη αγνοείται από την εποχή της τελευταίας περιόδου του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, επανεμφανίζεται στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και με τον τρόπο αυτό τίθεται το ζήτημα του χειρισμού του εμφυλιοπολεμικού τραύματος της ελληνικής κοινωνίας τόσα χρόνια μετά. Θα θέλαμε τη δική σας εκτίμηση για το που βρισκόμαστε σήμερα σε σχέση με το ζήτημα αυτό.
Το έχω πει πολλές φορές: η κρίση επανέφερε αβίαστα μιαν ορολογία εμφυλιοπολεμική, έννοιες και εκφράσεις της ταραγμένης δεκαετίας του ’40. Δεν είναι τυχαίο νομίζω. Αυτά τα πράγματα είναι εκεί και είναι εκεί σαν βαρίδια διότι μόλις πριν λίγα χρόνια αρχίσαμε πιο ισορροπημένα να αναστοχαζόμαστε πάνω σε αυτά. Έχουμε μια καλή δικαιολογία: η Ελλάδα δεν είχε την απαραίτητη ηρεμία και πολυτέλεια να καθίσει να μελετήσει τι έγινε τότε και πώς. Το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος με την μονομέρειά του και τον δεξιό δογματισμό, η δικτατορία και η Κύπρος, η αποκατάσταση της δημοκρατίας και η είσοδος στην τότε ΕΟΚ, η επικράτηση της αριστερής ερμηνείας των πραγμάτων ως μόνη γνήσια και ορθή ερμηνεία της Ιστορίας (φυσική αντίδραση σε μια καταπίεση δεκαετιών) κ.ά., όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, μετά τη δεκαετία του ‘80 και στην τρισκατάρατη για πολλούς σήμερα απατηλή ευμάρεια της μεταπολίτευσης, να αρχίσουμε, δειλά δειλά να βλέπουμε τα γεγονότα εκείνης της περιόδου νηφάλια. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά. Και δεν είναι τόσο παλαιά όσο θέλουμε να νομίζουμε με τις σημερινές εξωφρενικές ταχύτητες. Η Ιστορία έχει την δική της ηλικία και παλαιότητα. Αν σκεφτεί κανείς ότι η Ελλάδα φέρει ακόμα το τραύμα του 1453 ή του 1922, καταλαβαίνουμε πόσο «φρέσκος» είναι ο Εμφύλιος. Πρέπει κάποτε να τελειώνουμε με όλα αυτά, όχι όμως μπαλώνοντάς τα ή μέσα από δαιμονοποιήσεις και μυθοποιήσεις.

Οι δύο νεαρές κοπέλες με τις οποίες σχετίζεται ερωτικά, με τη μία (Εύα) και συναισθηματικά, ο Δημήτρης παρουσιάζονται μάλλον τολμηρές για την εποχή τους, σε σχέση πάντα με τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του Εμφυλίου. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;
Δεν είναι και τόσο τολμηρές. Η έρευνά μου έδειξε πως ακριβώς επειδή υπήρχαν υπέρμετρα αυστηρά ήθη και τεράστια σεξουαλική πείνα, «από κάτω», υπογείως τρόπον τινά, γινόταν ένας μικρός χαμός. Η ελληνική κοινωνία κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό της. Από τις δύο κοπέλες, ίσως η Εύα να έχει μια κάποια τόλμη συγκριτικά με τις κοπέλες της γενιάς της, και όχι μόνον στα ερωτικά: θέλει να σπουδάσει και να εργαστεί, να ξεφύγει απ’ το σπίτι της. Και είναι μια παθιασμένη γυναίκα. Και είναι εκείνη που, προς στο τέλος του βιβλίου, διαλύει την παραμικρή εξιδανίκευση και νοσταλγία για τα ελληνικά φίφτις. Το λέει ξερά: τι νοσταλγείτε οι νεότεροι από εκείνη την εποχή; Ήταν μια φρικτή εποχή, ειδικά για τις γυναίκες.

Στο βιβλίο σας συνδυάζονται δύο εμφύλιο πόλεμοι, ο ελληνικός και ο κορεατικός, που αν και τα θέατρα των πολεμικών επιχειρήσεων γεωγραφικά απέχουν πολύ, ιστορικά/χρονολογικά έχουν την ιδιαιτερότητα ότι μόλις «έκλεινε» ο πρώτος, «άνοιγε» ο δεύτερος. Επίσης συνδυάζονται αριστοτεχνικά η μορφολογία και ο χρόνος ζωής των νεφών στους αιθέρες με τους ανθρώπινους χαρακτήρες και τη ζωή των ανθρώπων στη γη. Αυτές οι δύο αντιστίξεις σε ποιο βαθμό υπηρέτησαν την μυθιστορηματική πλοκή;
Οι Έλληνες που βρέθηκαν στην άλλη άκρη της Γης για να υπηρετήσουν σε έναν ξένο πόλεμο, έγιναν μάρτυρες της πείνας και της εξαθλίωσης του κορεατικού άμαχου πληθυσμού. Αυτό τους θύμισε τα δικά τους παιδικά χρόνια καταμεσής της Κατοχής. Κάποιοι ευαισθητοποιήθηκαν πολύ, άλλοι όχι και τόσο – τα γνωστά δηλαδή. Επίσης, όντως βρέθηκαν σε μια χώρα διχασμένη στα δύο -κυριολεκτικά, γεωγραφικά- και αυτό, αναπόφευκτα, τους θύμισε τον ελληνικό Εμφύλιο που μόλις είχε λήξει στρατιωτικά μόνον στην πατρίδα τους. Όλ’ αυτά τα στοιχεία δεν γινόταν να μην περάσουν στο βιβλίο και τους χαρακτήρες τους ειδικά επειδή βρίσκονταν σε έναν πόλεμο άγνωστο, περίεργο, που επί της ουσίας δεν τους αφορούσε. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να τον κάνουν «δικό τους» για να ανταπεξέλθουν εκεί πέρα. Γύρευαν σημεία αναφοράς για να μπορέσουν να βρούνε νόημα, πέρα από αυτό της επιβίωσης και της αλληλεγγύης με τον συμπολεμιστή. Κάποιοι το κατάφερναν, άλλοι όχι.
Ως προς τα νέφη και τον ανθρώπινο βίο, πάντοτε ήθελα με κάποιο τρόπο να γράψω κάτι μυθιστορηματικό για την υπόθεση των νεφών, τις επιστημονικές ονομασίες τους κτλ., καθώς το έβρισκα πολύ ποιητικό όλο αυτό, κι ας ήταν αυστηρά επιστημονικό – ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό. Βρίσκω την επιστήμη εξαιρετικά ποιητική υπόθεση γενικά. Τα νέφη θα ήταν και μια ανάσα από τα πάθη και τους φόνους επί του εδάφους. Και βέβαια, υπάρχει ένας παραλληλισμός ανάμεσα στα δέκα λεπτά βίου ενός απλού νέφους, του Σωρείτη, του πιο κοινού μικρού νέφους που θα δείτε στον ουρανό, και στον βραχύ ανθρώπινο βίο. Εξάλλου έχουμε έναν κεντρικό χαρακτήρα που ονειρεύεται να πετάξει και το πρώτο που τον γοητεύει από τον ουρανό είναι τα νέφη. Η σχέση του Δημήτρη με τα σύννεφα είναι από τις πιο σημαντικές σε όλο το βιβλίο.


XIR3675 Landscape with the Fall of Icarus, c.1555 (oil on canvas) by Bruegel, Pieter the Elder (c.1525-69); 73.5x112 cm; Musees Royaux des Beaux-Arts de Belgique, Brussels, Belgium; (add.info.: Icarus seen with his legs thrashing in the sea;); Giraudon; Flemish, out of copyright
Landscape with the Fall of Icarus, c.1555 (oil on canvas) by Bruegel, Pieter the Elder (c.1525-69); Musees Royaux des Beaux-Arts de Belgique, Brussels, Belgium

Στον πίνακα του Πήτερ Μπρέχελ Πρεσβύτερου, «Τοπίο με την πτώση του Ίκαρου» (1558) ο Ίκαρος πέφτει στη θάλασσα σχεδόν στο περιθώριο του πίνακα, ενώ η καθημερινή ζωή των αγροτών, που καταλαμβάνει το κέντρο του πίνακα,  εξακολουθεί το συνηθισμένο της ρυθμό. Κατ’ αναλογία, είναι αυτό που καταφέρνει ο Φερνάντ Μπρωντέλ στο βιβλίο του «Μεσόγειος» (εκδόσεις ΜΙΕΤ, 1991-1998) για το μεσογειακό κόσμο, βάζοντας το ρόλο του Βασιλιά Φιλίππου Β’ της Ισπανίας στο περιθώριο της Ιστορίας της εποχής του, δίνοντας πρωτεύοντα ρόλο στο μεσογειακό τοπίο και στη ζωή του απλού ανθρώπου.  Η πρόωρη «πτώση» του Δημήτρη, οδηγεί σε μια σχεδόν προδιαγεγραμμένη πορεία προς το θάνατο-λύτρωση, στη διάλυση της οικογένειάς του, αλλά και κατά τρόπο καθοριστικό, στην πορεία που ακολούθησε ο  μικρότερος αδελφός του. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά πόσο μπορούμε να θεωρήσουμε τον άνθρωπο υποκείμενο της Ιστορίας και κατά πόσο ως ένα αντικείμενο των επικυρίαρχων, υπερκείμενων κοινωνικών και ιστορικών δομών;

Δεν είμαι σίγουρος εάν διαθέτω την κατάλληλη εποπτεία για να απαντήσω σε ένα μάλλον αμιγώς φιλοσοφικό ερώτημα, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της Ιστορίας έστω. Θα προσπαθήσω να απαντήσω ως μυθιστοριογράφος όμως και νομίζω πως κάτι είπα επ’ αυτού σε μια προηγούμενη ερώτησή σας. Ότι το άτομο πολύ συχνά βρίσκεται παγιδευμένο στο σφαγείο της Ιστορίας. Αυτή είναι μια συγγραφική εμμονή μου: ο τρόπος που εισβάλλει η Ιστορία στον μικρόκοσμο ενός ανθρώπου και μιας οικογένειας και τους κάνει άνω κάτω. Ότι η Ιστορία δεν είναι μόνον, π.χ., ο Τσόρτσιλ, ο Ζαχαριάδης ή ο Παπάγος. Ιστορία είναι ο παππούς σου, ο ασήμαντος πατέρας σου, εσύ ο ίδιος, η κουζίνα της μάνας σου, το κρεβάτι σου. Και τι απομένει απ’ όλο αυτό το σφαγείο; Οι μνήμες, ατομικές και συλλογικές, οι αφηγήσεις, τα σπαράγματα των εικόνων, τι θέλουμε να ξεχάσουμε και δεν μπορούμε, η λήθη που άλλοτε μας λυτρώνει, η αγάπη που επιβιώνει εις βάρος του μίσους, όλ’ αυτά είναι απίστευτο λογοτεχνικό υλικό, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Σε ό,τι αφορά τον Δημήτρη και την οικογένειά του, επειδή γράφηκε κάπου ότι το βιβλίο υιοθετεί την «πλευρά των νικητών του Εμφυλίου», πράγμα που βέβαια κάνει μόνον αφηγηματικά, μην παίρνοντας ιδεολογικά μιλώντας καμία πλευρά (αλήθεια, στη νουβέλα μου «Η ανάκριση», κεντρικός ήρωας ήταν ένας αριστερός βασανισμένος της χούντας, εκεί όμως δεν τέθηκε από κανέναν ως ερώτημα, ως ζήτημα, το ότι «υιοθέτησα» την οπτική ενός αριστερού, θεωρήθηκε αυτονόητο), αναρωτιέμαι: πόσο «νικητής» είναι ο Δημήτρης και ολόκληρη η οικογένειά του; Είναι υπό την έννοια ότι δεν στρατεύθηκαν στο κομμουνιστικό στρατόπεδο και δεν υπέστησαν στη συνέχεια τις διώξεις και την καταπίεση που υπέστησαν όχι μόνον κομμουνιστές αλλά φιλελεύθεροι δημοκράτες και προοδευτικοί άνθρωποι γενικά. Αλλά σε ένα άλλο βάθος, πόσο «νικητής» είναι ο Δημήτρης, οι γονείς του, η Εύα; Όλοι τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι διαλυμένοι από την Ιστορία, τραυματισμένοι, με ανεπούλωτα τραύματα και συντριβές, με απώλειες, ενοχές και ελλείψεις. Που έγκειται η νίκη; Ειδικά σε έναν εμφύλιο;
info: Ηλίας Μαγκλίνης «Πρωινή γαλήνη», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015, σ. 464
(*)Αδάμ Αδαμόπουλος,  Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης , Τμήμα Ιατρικής,  Εργαστήριο Ιατρικής Φυσικής

 http://www.oanagnostis.gr

22.8.16

Ορεινό χωριό, 1920

Ο πίνακας του Νίκου Λύτρα έχει τον τίτλο “Ορεινό χωριό, 1920”.

Σε προηγούμενη ανάρτηση είχαμε δημοσιεύσει έναν άλλον πίνακα του ζωγράφου https://www.facebook.com/groups/894674410600978/permalink/1124058447662572/

Ο Νίκος (ή Νικόλαος) Λύτρας (1883-1927), διακεκριμένος ζωγράφος, πολέμησε ως έφεδρος αξιωματικός και παρασημοφορήθηκε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Φαίνεται ότι τότε εντυπωσιάστηκε από την Έδεσσα και έτσι αργότερα, το 1920, απέδωσε με τα πινέλα του μια τοπογραφία της πόλης από ΒΑ θέση. Γνώριμη εικόνα για τους ταξιδευτές του τρένου, με τα εργοστάσια, τους καταρράκτες, το πλάτωμα της πόλης στο οποίο διακρίνονται σπίτια, ένα κωδωνοστάσιο κι ένας μιναρές. Ο Γιώργος Τουσίμης γράφει ότι οι Λεχοβίτες μαστόροι, κατά παράβαση των οθωμανικών εντολών, έκτισαν το καμπαναριό της Μητρόπολης (ΙΝ Κοιμήσεως Θεοτόκου) λίγες πιθαμές πιο ψηλό από τον μιναρέ του Αυτοκρατορικού Τεμένους (Χουνκιάρ Τζαμί) που το γνωρίζουμε ως κινηματοθέατρο “Μέγας Αλέξανδρος”… Φαίνεται ότι αυτό το αποδίδει και ο Λύτρας στον πίνακά του…

 Konstantinos Kiourtsis

9.8.16

Αρθρο με την επισκεψη Γ.Σεφερη το 1929 στην Έδεσσα

Ως διπλωμάτης και ως ταξιδιώτης, ο Γιώργος Σεφέρης ταξίδεψε πολύ σε ολόκληρη τη ζωή του

Ο Γιώργος Σεφέρης επισκέφτηκε την Έδεσσα το 1929. Αυτό μαρτυρά άρθρο εφημερίδας :

Μακεδονικά Νέα 17 Αυγούστου 1929, σελ.6

Μπορείτε να το διαβάσετε πατώντας εδώ:  https://drive.google.com/file/d/0BwXfKEe9g2drNTdvU19NQWQxMms/view?usp=sharing

4.8.16

Γιαννης Μοραλης: Ενας θαρραλεος ζωγραφος

Γιάννης Μόραλης: Εκεί μακριά, κοντά στη θάλασσα
Χρειάζεται άσκηση, επίμονη αναζήτηση και γνώση για την κατανόηση του τρόπου που λειτουργούν οι φόρμες, οι σχέσεις και οι αντιθέσεις στη ζωγραφική, τα προφανή και τα υπόγεια, το χρώμα που απλώνεται με βία και γίνεται σχήμα. Θα κυριαρχήσει; Θα συνομιλήσει με το διπλανό του; Θα το εξαφανίσει ή θα το αναδείξει; Πώς θα γίνουν όλ’ αυτά μέσα σ’ ένα παραλληλόγραμμο όπου θα τολμήσεις ν’ αρθρώσεις τον δικό σου λόγο, με τον δικό σου τρόπο, φτιάχνοντας μιαν εικόνα πυκνή, που κάτι περιγράφει (αυτά που ξέρεις κι αυτά που δεν ξέρεις), ξαναμιλώντας για πράγματα γνωστά, λες κι είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται στη γη…
Πώς; Χρειάζεσαι έναν καθηγητή, που θα σου μάθει να ψάχνεις, ν’ αναγνωρίζεις, να παίρνεις αποφάσεις, ν’ απορρρίπτεις ό,τι χρειαστεί. Και μετά; Μετά, θα πορευτείς στον μάταιο τούτο κόσμο μόνος, μήπως και βρεις το στίγμα σου κάποια μέρα και ανοίξουν οι ουρανοί… Ο καθοδηγητής για μας ήταν ο δάσκαλός μας, ο Γιάννης Μόραλης, που στα χρόνια της Σχολής, με περισσή σοβαρότητα, γνώση και απέραντη ευγένεια, μας έβαλε με τον δικό του τρόπο στον χώρο της ζωγραφικής μαγείας, μεταγγίζοντάς μας τον σεβασμό στην αγωνιστικότητα, δίνοντάς μας να καταλάβουμε το βάρος της απόφασής μας να πορευτούμε στον δρόμο της τέχνης. Με το διάσημο μπλοκάκι του περνούσε από το καβαλέτο μας και, χωρίς ν’ ακουμπήσει ποτέ το έργο, μας εξηγούσε την άποψή του στο «ισοδύναμο» που σχεδίαζε στο χαρτί, συζητώντας και πείθοντάς μας, σαν μαθηματική απόδειξη πολλές φορές, για θέματα πολύ σοβαρά, που αφορούσαν το σχέδιο, το χρώμα και τη σύνθεση του έργου. Μας μάθαινε να βλέπουμε.
Ήταν ουσιαστικός και λιγομίλητος, όπως και στη ζωγραφική του εξάλλου. Έστηνε τις συνθέσεις πάνω στο βάθρο κάθε 15 μέρες και ήταν λίγο απολαυστικό, γιατί ήταν ακριβώς όπως ζωγράφιζε. Η Μαρία, το γυμνό μοντέλο, σε μια καρέκλα. Το χέρι ακουμπισμένο σ’ ένα στρογγυλό γαλάζιο τραπεζάκι καφενείου. Πίσω διάφορα γκρίζα και όχρες. Μια λεπτή γραμμή κοκκινωπή, παράλληλη με το έδαφος, πάνω στα ψυχρά χρώματα κι ένα ελάχιστο φιογκάκι στο ίδιο χρώμα της γραμμής πάνω στα σκούρα μαλλιά της Μαρίας! Έβαζα στοίχημα κάθε φορά για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Μας μάθαινε αλλά τον είχαμε μάθει κι εμείς απέξω. Η πίπα του, το μπλοκάκι, η ρόμπα, τα ψυχρά, τα θερμά, το δαχτυλίδι στο αριστερό χέρι, αυτό που ζωγράφιζε. Όλα στη θέση τους. Τον έχω μνημονεύσει πολλές φορές στη ζωή μου, κυρίως στους μαθητές μου, όταν το ’φερε η τύχη και ασχολήθηκα κι εγώ με τη διδασκαλία 20 ολόκληρα χρόνια. Ο Μόραλης είναι ένας θαρραλέος ζωγράφος που έχει κάνει στρέμματα ποιοτικής ζωγραφικής.
Όταν λέω «θαρραλέος» εννοώ ότι από την περίοδο αυτής της φοβερής προσωπογραφίας του 1938, του ζωγράφου Θεοδοσίου Χριστοδούλου, έως και τη δεκαετία του ’50, που έκανε το μαγικό πορτρέτο της κοπέλας με το απλωμένο χέρι και το μπλε φόντο, που εξελίχθηκε σε μεγάλες συνθέσεις με τρεις γυναίκες και στα επιτύμβια και τα επιθαλάμια (ευτυχώς, τα περισσότερα είναι στην Πινακοθήκη). Λοιπόν, απ’ αυτά τα έργα ο Μόραλης είχε εξασφαλίσει μια θέση στην ελληνική ζωγραφική και θα μπορούσε να συνεχίσει έτσι με δόξες και τιμές. Όμως είχε το θάρρος να βγει από τα τόσο γνώριμα γι’ αυτόν εδάφη και να μπει σε μια πολύ πιο αφαιρετική αναζήτηση (εκεί γύρω στο ’70) που είχε κινδύνους, με την έννοια ότι ήταν ένας τελείως νέος κύκλος γι’ αυτόν. Έπρεπε, λοιπόν, να εξερευνήσει τον καινούργιο του κύκλο, γιατί η ίδια του η ζωγραφική τον έσπρωξε προς τα εκεί και έπρεπε να βρει τον τρόπο να τον κάνει δικό του, με το δικό του αποτύπωμα, χωρίς να πέσει στην παγίδα του διακοσμητικού (που καιροφυλακτεί σε τέτοιου είδους έργα), και να πλουτίσει το έργο του με όλ’ αυτά τα στοιχεία που τον ενδιέφεραν, σαν αίσθημα, σαν συμβολισμό, σαν όραμα.
Και κατάφερε κι έκανε τα «μνημειακά», κάπως νοσταλγικά, αυτά έργα, που κράτησαν από τη δεκαετία του ’70 έως το τέλος της ζωής του. Κάτι έργα που δεν μπορείς να μετακινήσεις μέσα τους, ούτε για ένα χιλιοστό, το παραμικρό. Που σου επιβάλλονται με τη δύναμη της απλότητάς τους, που δεν τα βαριέσαι ποτέ και που έχουν την ικανότητα να σε στέλνουν στα δικά σου βάθη. Ποιος ξέρει γιατί… Όταν δούλευα στο Πολυτεχνείο, αποφασίσαμε με μία συνάδελφο καθηγήτρια, την Αφροδίτη Μπιρμπίλη, να καταγράψουμε τα έργα τέχνης του Ιδρύματος, έτσι, για την ψυχή μας, για την τρέλα μας και το Πολυτεχνείο.
Εγώ ανέλαβα τη ζωγραφική και κάποιες προτομές. Συνάντησα λοιπόν τον Μόραλη και του ’δειξα κάτι φωτογραφίες πορτρέτων χωρίς υπογραφές και άλλα φθαρμένα μετά τη φωτιά της πρώην Πρυτανείας, για να μου πει αν είναι δικά του και πότε τα έκανε. Σε όλα είχα πέσει μέσα, πλην ενός. Όταν φτάσαμε λοιπόν σ’ αυτό που είχα κάνει λάθος, γυρίζει με παράπονο και μου λέει: «Βρε Βάσω, θα έκανα εγώ τέτοιο γιακά;» «Συγγνώμη, δάσκαλε», του λέω και σκάσαμε στα γέλια, γιατί έλεγε και διάφορα ευτράπελα για τις πόζες των πρώην πρυτάνεων. Είχα την τύχη και συναντηθήκαμε σ’ ένα γραφειάκι του Μουσείου Μπενάκη, ίσως και δύο εβδομάδες προτού αρρωστήσει. Βρεθήκαμε τελείως συμπτωματικά δυο-τρεις φίλοι κι εκείνος εξηγούσε κάτι λεπτομέρειες για τις αρχιτεκτονικές του συνθέσεις. Καθόμαστε αντικριστά σ’ ένα τραπέζι και τον ρώτησα χαμηλόφωνα: «Πώς είσαι, δάσκαλέ μου;» Πολύ γρήγορα, σοβαρά και βλέποντάς με κατάματα, μου απάντησε: «Ε, έφυγε πλήρης ημερών…» Μετά από λίγο καιρό έμαθα ότι είναι άρρωστος, ήταν Δεκέμβρης. Κάθε χρόνο ανταλλάσσαμε κάρτες με ευχές, εκείνη τη χρονιά, το 2009, δεν είχα στείλει τίποτα. Το συνειδητοποίησα και ταράχτηκα. Θα νομίσει ότι είναι πολύ άρρωστος, γι’ αυτό… Γράφω μια κάρτα που έλεγε «περαστικά και χρόνια πολλά, δάσκαλε», και σαν βολίδα πήγα στο ταχυδρομείο, που είναι δυο δρόμους απ’ το σπίτι, και την έβαλα στο κουτί. Ήταν 20 Δεκεμβρίου, η μέρα που πέθανε… Στο εξαιρετικό βιβλίο του Μουσείου Μπενάκη Άγγελοι, Μουσική, Ποίηση, του 2001, η Φανή Μαρία Τσιγκάκου κατάφερε να τον ξεκλειδώσει και να της εμπιστευτεί τη μεγάλη συνέντευξη ζωής. Σ’ αυτό το βιβλίο, κάπου λέει εξομολογητικά: «Με τη ζωγραφική προσπαθώ να μαζέψω, να κρατήσω τα πράγματα που κινδυνεύω να χάσω ή που έχασα».
Στις 23 Απριλίου συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Το αποτύπωμά του έχει μείνει ανεξίτηλο σ’ αυτόν τον τόπο. Εκτός από τους ζωγραφικούς πίνακες, τον βρίσκουμε σε ποιητικές συλλογές, εξώφυλλα δίσκων, μακέτες θεάτρου, στις αξέχαστες Έξι λαϊκές ζωγραφιές και στις αρχιτεκτονικές του συνθέσεις, σπαρμένες σ’ όλη τη χώρα, από την όψη του Χίλτον ώς το μετρό στο Πανεπιστήμιο ή την Τράπεζα. Αυτά είναι μια τεράστια δουλειά, που ευτυχώς το Μουσείο Μπενάκη κι η Φανή τα συγκέντρωσαν σ’ έναν τόμο. Ευτυχώς! Ακούραστος εργάτης της τέχνης, εξαιρετικός δάσκαλος, πολύ αγαπητός άνθρωπος, ο Γιάννης Μόραλης είναι μέσα στη ζωή μας, κι ας μην τον συναντάμε πια στου Φιλίππου να τρώει, στο ίδιο πάντα τραπεζάκι.
http://thegreekreport.gr/feuilleton/1111/

2.8.16

“Βοδενά 1920”

Ο Νικόλαος ή Νίκος Λύτρας (1883-1927) είναι διακεκριμένος ζωγράφος που συνδέθηκε με τον ρομαντικό ρεαλισμό του 19ου αι. και με την μοντέρνα τέχνη του 20ού αι., κυρίως με τον εξπρεσιονισμό. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων πολέμησε ως έφεδρος αξιωματικός και παρασημοφορήθηκε. Φαίνεται ότι τότε πέρασε και από την Έδεσσα. Αργότερα, το 1920, απέδωσε με τα πινέλα του μια σημαντική λεπτομέρεια της πόλης. Τις σκεπές των εργοστασίων πάνω από τον κατάφυτο κρημνό. 

Konstantinos Kiourtsis

2.7.16

Τα κορίτσια χορεύουν τα καλοκαίρια

Μέναν εκεί όλο το καλοκαίρι, ουουου! Δυό μήνες, τρεις. Όλοι μαζί στρωματσάδα σ' ένα σπιτάκι, δωμάτιο και κουζίνα ένα, και γύρω χωράφια, αμπέλια και ξερολιθιές.
Δεν είχανε πολλά. Από ένα αυγό κάθε παιδί, δύο δεν είχε. Ή ένα κομματάκι τόσο δα τυρί. Και μια φετούλα ψωμί. Γάλα, φρούτα, ζαρζαβατικά, από τους χωρικούς. Έστελνε η μάνα τους τον Βάγγο, τον Νικολάκη, τ' αδέλφια της, να ψωνίσουν.
Πέρα στη θάλασσα φαινόταν το Δρακονήσι.
Είχε μια φίλη, την Φιλιώ, από το κοντινό χωριό. Μεγαλύτερη, θα την πέρναγε κι' επτά, κι' οκτώ χρόνια, ίσως και παραπάνω.
Κάναν παλαβομάρες, παίζανε, χόρευαν μόνες τους, αλώνιζαν όλη τη μέρα, τον Σεπτέμβρη γύριζε στην Αθήνα κατράμι. Αντηλιακά δεν είχε, νιβέα, τέτοια. Ελαιόλαδο του μαγειρέματος.
Κατεβαίναν για μπάνιο καθημερινώς, κι' άλλα κορίτσια μαζί. Είχε ένα μονοπάτι μέσα στο φαράγγι, κι' εκεί μία παραλιούλα. Γυμνές, ποιός να τις δει, ερημιά, όπως και τώρα. Οι καθολικοί στα νησιά είναι πιο ελαστικοί σ' αυτά, πιο προοδευτικοί.
Μιλάμε για πριν τον πόλεμο, μετά δεν ξαναπήγαν. Στα τραπέζια μόνο το ανέφεραν το Αρφαρέτι. Κι' από την Φιλιώ είχαν πότε πότε ειδήσεις πως είναι καλά, μέσω τρίτων. Κάποτε της βρήκανε κι' ένα τηλέφωνο, πήρε, τα είπανε.
Το καλοκαίρι που πέθανε ο πατέρας μας, την πήραμε και πήγαμε.
Την βρήκαμε την Φιλιώ στο σπίτι της, στο χωριό. Ζούσε, μια χαρά, όλες τις δουλειές μόνη της. Ήταν μόνο μ' ένα δόντι, το μπροστινό.
-Βρε Μάρμω! της λέει. "Πως γέρασες έτσι!" Κι' αγκαλιαστήκανε. Ογδονταπέντε η Μάρμω, πατημένα τα ενενήντα η Φιλιώ, και της έλεγε πως γέρασες! Κι' οι δύο συγκρατημένες κάπως, λίγο αμήχανες. Ίσως τα χρόνια, ίσως εμείς που κοιτάζαμε καθισμένοι γύρω γύρω τι θα γίνει.
Πήγαμε κι' εκεί που μένανε στις διακοπές. Ήξεραν τα παιδιά της Φιλιώς που ήταν το σπιτάκι, μας εξήγησαν, από κάτι χωματόδρομους. Το τοπίο ίδιο κι' απαράλλαχτο, είπε όταν φτάσαμε. Φαινόταν το φαράγγι και το Δρακονήσι στο βάθος, ακριβώς όπως στην φωτογραφία. Χορεύουν, αλλά δεν φαίνεται καλά.
Όμως το σπιτάκι δεν το θυμόταν ποιό ήταν ακριβώς. Μπορεί και να είχε γκρεμιστεί. Πάντως ούτε γκρεμίδια είχε εκεί κοντά.



(Η ζωγραφιά: Χορός στο Αρφαρέτι, λαδοπαστέλ και γκουάς, 30Χ40 cm, 2003. Η φωτό: Αρφαρέτι, Ανατολική Τήνος, τέλη της δεκαετίας του '20 ή λίγο αργότερα.)
Από τον τοίχο του Χαραβάς

25.6.16

Καιρός να μάθουμε ποιος ήταν ο Γιώργος Ζογγολόπουλος

Η ζωή και το έργο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη σε μια μεγάλη έκθεση στην Άνδρο

Στο καράβι για την Άνδρο, ξεχωρίζεις εύκολα τις παρέες που πάνε Μύκονο και τις κυρίες που πάνε Τήνο για προσκύνημα. Stereotyping λέγεται αυτό και, ομολογουμένως, δεν είναι καλό πράγμα. Εμείς στο πάνω-πάνω κατάστρωμα, αγκαλιά με το φουγάρο (ευτυχώς φυσάει) κι εγώ σκέφτομαι ότι πάω να δω την έκθεση έργων του Γιώργου Ζογγολόπουλου και, επί της ουσίας, δεν ξέρω σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν. Θυμάμαι το μνημείο του Ζαλόγγου που το είχε σε φωτογραφία κάποιο σχολικό βιβλίο ιστορίας. Δεν το έχω δει ποτέ από κοντά, αλλά μου δημιουργήθηκε η περιέργεια να ταξιδέψω στην Ήπειρο διαβάζοντας την ιστορία του στον κατάλογο της έκθεσης.
Μνημείο Ζαλόγγου, Ήπειρος
Μνημείο Ζαλόγγου, Ήπειρος
Φτάνοντας στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου ξεφυσάω με ανακούφιση: το αφιέρωμα στο Ζογγολόπουλο δεν είναι μόνο για μυημένους. Ο διευθυντής του μουσείου Κυριάκος Κουτσομάλλης λέει ότι ο βασικός στόχος της έκθεσης είναι: «ο επισκέπτης φεύγοντας να ξέρει ποιος ήταν ο Ζογγολόπουλος». Σκέφτομαι ότι το λέει για μένα (ή έστω και για μένα) και βουτάω με τα μούτρα να γνωρίσω τον καλλιτέχνη.
Όπως μαθαίνουμε από την Ειρήνη Στρατή, που επιμελήθηκε το βιογραφικό κομμάτι της έκθεσης και μας χάρισε μια ευχάριστη, ευσύνοπτη και κατατοπιστική ξενάγηση σ’ αυτήν, ο Γιώργος Ζογγολόπουλος γεννήθηκε το 1903 (ή το 1901 αν πιστέψουμε τον ίδιο) και πέθανε το 2006, δημιουργώντας από νεαρή ηλικία και μέχρι σχεδόν την τελευταία του στιγμή: μέτρησε 103 χρόνια βιολογικής παρουσίας εκ των οποίων τα 80 στη δημιουργία και τα 60 μαζί με τη γυναίκα του Ελένη, ζωγράφο και μαθήτρια του Παρθένη, με την οποία παντρεύτηκαν το 1933. Έζησε μαζί της μια ζωή ολόκληρη, στα καλά και στα άσχημα (κάποτε αναγκάστηκε να πουλήσει μέχρι και τη βέρα του για να εξασφαλίσει τα προς το ζην).
"Πεντάκυκλο" στην πλατεία Ομονοίας
“Πεντάκυκλο” στην πλατεία Ομονοίας
Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν «απόλυτο καλλιτέχνη», δοσμένο στην τέχνη του αλλά και για έναν τρομερά ζωντανό άνθρωπο, σχεδόν «αλητάκο», με τσαχπινιά, χιούμορ και αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους (ιδίως τις ωραίες γυναίκες). Ήταν άνθρωπος αριστερών πεποιθήσεων, μάλιστα το 1965 απέρριψε το παράσημο που του πρόσφερε ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος για τις υπηρεσίες του στην τέχνη, αλλά δεν στρατεύθηκε ποτέ πολιτικά αφού όπως έλεγε «δεν μου αρέσουν τα όπλα».
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση στην Άνδρο είναι χωρισμένη σε τέσσερα τμήματα, όχι βάσει χρονολογικών περιόδων αλλά βάσει θεματολογίας, υλικού και επιρροών του καλλιτέχνη. Τα περισσότερα έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση είναι μικρογραφίες/μακέτες των πολύ μεγάλων έργων που έστησε ο δημιουργός στην ύπαιθρο και στο δημόσιο χώρο και για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός.
"Αίθριο", σταθμός μετρό Συντάγματος
“Αίθριο”, σταθμός μετρό Συντάγματος
Η βασική μου σχέση (αν νοείται τέτοια) με το έργο του Ζογγολόπουλου ήταν αυτή με τα έργα του που βρίσκονται εντός του αστικού ιστού και τα οποία βλέπω όπως όλοι βιαστικά, αφηρημένα στη διάρκεια της ημέρας, χωρίς ίσως να τα πολυπροσέχω: το «Αίθριο» στο μετρό του Συντάγματος, το «Πεντάκυκλο» στην πλατεία Ομονοίας, οι «Ολυμπιακοί Κύκλοι» στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, οι εμβληματικές «Ομπρέλες» του στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης και στη Λεωφόρο Κησιφίας («στραμμένες για να κρυφακούν το σύμπαν» σύμφωνα με τον καλλιτέχνη),  αλλά και το αρχετυπικό «Tel Néant» στον ΟΤΕ στο Μαρούσι με τα δορυφορικά πιάτα που μοιάζουν να αφουγκράζονται την ουσία του ανθρώπου. «Αυτό το γλυπτό είναι ο Ζογγολόπουλος» λέει ο Άγγελος Μωρέτης, γενικός διευθυντής του ιδρύματος Ζογγολόπουλου.
"Tel-Neant", μακέτα για το έργο
“Tel-Neant”, μακέτα για το έργο
Απόλυτα χαρακτηριστικό όμως για τη σχέση του καλλιτέχνη Ζογγολόπουλου με το δημόσιο χώρο είναι ένα έργο του που δεν υπάρχει πια: οι πίδακες και τα σιντριβάνια της παλιάς πλατείας Ομονοίας, σε δικά του σχέδια . Πρόκειται για ένα ορόσημο μέσα στην πρωτεύουσα, καταγραμμένο σε εκατοντάδες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ένα έργο που ανακαλείται συνεχώς στη μνήμη και που, όπως παρατηρεί ο Νίκος Βατόπουλος, «συμπυκνώνει τη σύγχρονη νοσταλγία για την Αθήνα της μεταπολεμικής περιόδου». Το αρχικό σχέδιο του Ζογγολόπουλου για την Ομόνοια περιλάμβανε κι ένα μοντέρνο γλυπτό του Ποσειδώνα που όμως δεν τοποθετήθηκε ποτέ. Ο «Ποσειδώνας» κατέληξε τελικά το 2014 στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ όπου βρίσκεται μπροστά στο νέο κτίριο της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου George Washington.
Η πλατεία Ομονοίας με το συντριβάνι που σχεδίασε ο Ζογολλόπουλος
Η Ομόνοια με το συντριβάνι που σχεδίασε ο Ζογγολόπουλος
Η έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου φιλοξενεί και τις μακέτες για άλλα έργα που υπέβαλε ως προτάσεις ο Ζογγολόπουλος αλλά που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ:
Η μεγαλύτερη αποκάλυψη της έκθεσης είναι ίσως τα φωτοκινητικά έργα του Ζογγολόπουλου
ένα γλυπτό για την πλατεία Κλαυθμώνος, ένα έργο για τη Μάχη της Κρήτης (για να τοποθετηθεί στο Μάλεμε) και ένα Μνημείο για το Γοργοπόταμο. Μιλώντας για αυτά τα μη υλοποιημένα σχέδια στον Γιώργο Κορδομενίδη το 1993, ο Ζογγολόπουλος παρατηρεί ότι η αιτία που δεν έγιναν πραγματικότητα ήταν «οι ψήφοι». Πάντοτε η τοποθέτηση έργων στο δημόσιο χώρο συναρτάται με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, με την εκάστοτε ηγεμονεύουσα αντίληψη για το δημόσιο χώρο αλλά (ας είμαστε ειλικρινείς) και με τις «κλίκες» και τα γνωστά συμπαρομαρτούντα του καλλιτεχνικού σιναφιού.
Ίσως η μεγαλύτερη αποκάλυψη της έκθεσης βρίσκεται στη σκοτεινή αίθουσα όπου βλέπουμε τα φωτοκινητικά έργα του Ζογγολόπουλου, προϊόν της ενασχόλησης του με το πλεξιγκλάς και το φως από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Τα σχεδόν ποπ αυτά έργα, δείχνουν έναν καλλιτέχνη μπροστά από την εποχή του, συντονισμένο με τις διεθνείς εξελίξεις στην τέχνη, ανανεωτή και μοντέρνο.
Οι "Ομπρέλες" στη Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης
Οι “Ομπρέλες” στη Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης
Βγαίνοντας ξαναβλέπουμε τις ομπρέλες: ομπρέλες παντού, σε γλυπτά, σε σχέδια, σε ελαιογραφίες, σε συνθέσεις. Τις λάτρευε και, μάλιστα τη δική του ομπρέλα, που την χρησιμοποιούσε και ως μπαστούνι, την έλεγε «Μόραλη». Σκέφτομαι συνεχώς τις ομπρέλες και τολμώ να πω ότι η έκθεση πέτυχε το διακηρυγμένο στόχο της. Νομίζω πώς ξέρω πια ποιος ήταν πάνω-κάτω ο Γιώργος Ζογγολόπουλος: ένας ευπατρίδης της τέχνης, ένας σπουδαίος και πρωτοπόρος δημιουργός.
«Η ασίγαστη πλησμονή στο αχανές της αφαίρεσης», αναδρομική έκθεση του Γιώργου Ζογγολόπουλου
Info έκθεσης: «Η ασίγαστη πλησμονή στο αχανές της αφαίρεσης», αναδρομική έκθεση του Γιώργου Ζογγολόπουλου | 19 Ιουνίου – 15 Σεπτεμβρίου 2016 | Καθημερινά: 11.00-15.00 & 18.00-21.00, Δευτέρα 11.00-15.00 | Είσοδος 1,5€ – 5€| Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Άνδρου