της Σταυρούλας Τσούπρου.
Στην μετάβαση από τον 18ο στον 19ο αιώνα και παράλληλα με το έργο των Γκαίτε και Σίλλερ, η διαυγής γραφή τού μοναδικού μυθιστορήματος του Χαίλντερλιν Hyperion (Υπερίων, 1799), οικτίρει την εξαφάνιση των βασικών αξιών τού Klassik (ομορφιά, ελευθερία, ανθρωπιά), ενώ ο ίδιος ο δημιουργός του ζει την μυθική εμπειρία των θεϊκών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, ο «ελληνικός φλοιός» τού έργου (θεωρούμενου, παρεμπιπτόντως, ως Βίβλου των Γερμανών, από το τέλος του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα) βρέθηκε τρόπος να ωφελήσει την Ελλάδα (την οποία, σημειωτέον, ο Χαίλντερλιν δεν επισκέφθηκε ποτέ): όπως σημειώνεται στο «Συνοπτικό Χρονολόγιο» της έκδοσης Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Ύμνοι, ελεγεία και αποσπάσματα (Μετάφραση – Σχόλια: Θανάσης Λάμπρου, Καστανιώτης, 2006), το 1820-1821 αποφασίζεται η επανέκδοση του Hyperion, η οποία πραγματοποιείται, τελικά, το 1822 και από την οποία το ήμισυ των κερδών θα δοθεί στην Ένωση Φιλελλήνων της Στουτγκάρδης «προς υποστήριξη του απελευθερωτικού αγώνα της δύστυχης Ελλάδας, της πνευματικής πατρίδας» τού ποιητή. Εντός τού 2016, ανατυπώθηκε από τον Ηριδανό η πρώτη μετάφραση του μυθιστορήματος στην ελληνική (1982) από τον αυστριακό Λαυρέντιο Γκέμερεϋ, στου οποίου το προλογικό σημείωμα αναφερόταν ότι την πρώτη ώθηση για την μεταφραστική εργασία του όφειλε στον Οδυσσέα Ελύτη, ενώ στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, που «ανέλαβε τον κόπο» να διαβάσει ολόκληρο το κείμενο και να το συγκρίνει με το γερμανικό πρωτότυπο, οφειλόταν «το τελευταίο στίλβωμα».[1]