Του Γιώργου Κορδομενίδη
Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ενα
βράδυ Σαββάτου επέστρεφα από τις Σέρρες στη Θεσσαλονίκη, σκοτισμένος
και βαρύς, έχοντας αφήσει πίσω μου έναν φίλο ανήσυχο για την υγεία του.
Λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη με υποδέχτηκε μια ομίχλη απροσδόκητη,
σχεδόν κινηματογραφική, έτσι όπως ξεσπούσε πάνω στο αυτοκίνητο κύματα
κύματα, ύστερα εξαφανιζόταν απότομα και μετά νά σου την πάλι αίφνης
μπροστά μου. Προσέχοντας τη σωτήρια σ' αυτές τις περιπτώσεις λευκή
διαχωριστική γραμμή, σκεφτόμουνα ταυτόχρονα φράσεις από το διήγημα του
Γιώργου Ιωάννου «Ομίχλη». Τη νύχτα, ο πεθαμένος ήδη από το μεσημέρι
φίλος μου με επισκέφθηκε στον ύπνο μου. Αναψε το λαμπατέρ στο
υπνοδωμάτιο όπως μόνον οι πεθαμένοι μπορούν και το κάνουν κι ύστερα,
λέει, μου πρότεινε: «Πάμε μια βόλτα στην παραλία; Εχει ομίχλη, και μ'
αρέσει να βαδίζω έτσι». Περπατήσαμε όχι από τη μεριά της θάλασσας μα από
την άλλη πλευρά, με τις καφετέριες και τις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων.
Ο Ιωάννου, όπως συνήθιζε και στους αληθινούς περιπάτους μας, σχολίαζε
τους περαστικούς: Αυτός είναι φαντάρος, στην πρώτη του έξοδο. Εκείνη
εκεί είναι ανύπαντρη υπάλληλος του Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων και
επιστρέφει σπίτι της από επίσκεψη στην αδελφή της. Ο άλλος είναι
επαρχιώτης και ήρθε στη συμπρωτεύουσα για ψυχαγωγία. Γελούσαμε με τα
αυθαίρετα και καλόβολα σχόλιά του, κι ύστερα καθόμασταν για έναν καφέ ή
μια πορτοκαλάδα στο «Αιγαίον». Αν περπατούσαμε τώρα στην παραλία, θα
σχολίαζε πως κι αυτό άλλαξε στυλ, κι από παραδοσιακό καφενείο
εκσυγχρονίστηκε.
Πρωτοδιάβασα Ιωάννου το 1980: τον Επιτάφιο θρήνο, που είχε κυκλοφορήσει εκείνη τη χρονιά, κατά τη γνώμη μου πυρηνικό βιβλίο μέσα στο συνολικό του έργο. Κι αμέσως μετά ό,τι δικό του βγήκε την ίδια εποχή: την Ομόνοια, μια αυτοπρόσωπη ξενάγηση στη μεγάλη αυλή των (ελληνικών μόνο, τότε) θαυμάτων· τη Στράτωνος μούσα παιδική, μετάφραση αρχαιοελληνικών παιδεραστικών ποιημάτων. Κι έπειτα, ένα-ένα, τα προηγούμενα βιβλία του.
Τον
ίδιο τον Ιωάννου τον γνώρισα μόλις το 1982, με αφορμή μια συνέντευξη
που μου παραχώρησε τότε για το κρατικό ραδιόφωνο. [Η συνέντευξη εκείνη
διασώζεται πλέον στο βιβλίο Γιώργος Ιωάννου: Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (1974-1985). Πρόλογος-επιμέλεια: Γιώργος Αναστασιάδης. Αθήνα,
Κέδρος 1996.] Πριν από τη συνέντευξη όμως, με εξάντλησε σε μια δίωρη
βόλτα στην πρωτομαγιάτικη Θεσσαλονίκη. Ηταν η πρώτη μου επαφή με τη
μυθολογία της πόλης, που καλλιεργούσε ο Ιωάννου, αλλά κι η είσοδός μου
στον γοητευτικό ατομικό του μικρόκοσμο. Τέτοιες βόλτες στη
Θεσσαλονίκη, νυχτερινές κυρίως, ήταν ένας από τους άξονες πάνω στους
οποίους κινήθηκε η σχέση του μαζί μου (οι άλλοι ήταν η αλληλογραφία μας
και οι επισκέψεις μου, Κυριακή πρωί συνήθως, στο σπίτι του στην αθηναϊκή
οδό Δεληγιάννη).
Από
τη μόλις τρίχρονη συναναστροφή μας, που σχεδόν εξαρχής πήρε χαρακτήρα
θερμής, αμφίδρομης φιλίας, έχω να θυμάμαι πολλά. Πρώτα πρώτα, την
εμπιστοσύνη με την οποία με περιέβαλε εξαρχής, παρά το γεγονός ότι ήξερε
πως προερχόμουν από ένα πνευματικό περιβάλλον που εκείνος θεωρούσε
σφόδρα εχθρικό ― εννοώ τη Διαγώνιο, περιοδικό του κάποτε
επιστήθιου φίλου του, Ντίνου Χριστιανόπουλου. Υστερα το γεγονός ότι
στις ώρες της συναναστροφής μας, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στην Αθήνα,
δεν μονοπωλούσε τον χρόνο, μιλώντας για κείνον, για το έργο του και τα
ενδιαφέροντά του, αλλά προκαλούσε κι ενθάρρυνε και μένα να μιλώ για τα
δικά μου έργα και τις δικές μου ημέρες ― και νύχτες, καμιά φορά...
Κι
ανάμεσα σ' αυτές τις συναντήσεις, μικρά μπιλιέτα με τα χαρακτηριστικά
φύλλα κισσού στην επάνω αριστερά γωνία και τον στρογγυλό γραφικό του
χαρακτήρα· μπιλιέτα που συνόδευαν κάποιο καινούριο βιβλίο, νέο τεύχος
του μονοφωνικού του Φυλλαδίου ή καμιά εγκύκλιο, που κατακεραύνωνε
κάποιον που υπερέβαινε, κατά τη γνώμη του, τα εσκαμμένα. Αραιά και πού
κανένα τηλεφώνημα, συνήθως Σάββατο απόγευμα, με ειρωνικά σχόλια για τους
«Αθηναίους [συγγραφείς], που είναι συνέχεια στον δρόμο και δεν
καταλαβαίνει κανείς πότε συγκεντρώνονται να γράψουν και να διαβάσουν»
αλλά και με πληροφορίες για τα τρέχοντα και για τα επικείμενα σχέδιά
του... Τα χρονογραφήματά του στις αθηναϊκές εφημερίδες, οι μαχητικές
επιστολές του, οι εκτενείς συνεντεύξεις του ή οι εμφανίσεις του στην
τηλεόραση ήταν οι άλλοι τρόποι της έμμεσης επικοινωνίας μας. Μιας
επικοινωνίας που συνεχίζεται πια χωρίς εκείνον αλλά με εκείνον, όπως
συνεχίζεται η σιωπηλή, εσωτερική συνομιλία μας με όλους τους ανθρώπους
(συγγενείς, φίλους, ερωτικούς συντρόφους και πάει λέγοντας) που
αρνούμαστε να παραδώσουμε στη λήθη και συντηρούμε μέσα μας την εικόνα
τους και τη φωνή τους και τα καμώματά τους...
Λένε
ότι κάθε λογοτεχνικό έργο κρίνεται οριστικά από την αντοχή του στον
χρόνο μετά τον θάνατο του δημιουργού του· δηλαδή όταν ο συγγραφέας δεν
είναι σε θέση να το υποστηρίξει με τη φυσική του παρουσία, με ομιλίες
του ίδιου ή άλλων γι' αυτό, συνεντεύξεις, “φίλιες” κριτικές και άλλα
τέτοια, γνωστά τερτίπια.
Δεν
υπάρχουν διαθέσιμα ακριβή στοιχεία για το ενδιαφέρον του σημερινού
αναγνωστικού κοινού σχετικά με το πεζογραφικό αλλά και το υπόλοιπο έργο
του Γιώργου Ιωάννου, από τον πρόωρο θάνατο του οποίου συμπληρώνονται
σήμερα τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η εντύπωση που επικρατεί πάντως είναι
ότι το έργο αυτό παραμένει δημοφιλές, σε αναμενόμενη απόσταση φυσικά
από την προ του θανάτου του συγγραφέα κυκλοφορία του, κρατώντας τον
σταθερά μεταξύ των πρώτων ονομάτων της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας.
Το
φαινόμενο γίνεται πιο εντυπωσιακό αν προσμετρήσει κανείς τις
θεωρούμενες ως ιδιομορφίες της πεζογραφίας του Ιωάννου: τον ιδιότυπο,
απολύτως προσωπικό του λόγο· την ταύτιση των κειμένων του με
συγκεκριμένους τόπους (Θεσσαλονίκη καταρχάς και κατά μέγα μέρος, Αθήνα
στο υπόλοιπο) ή τη μετακίνηση και την παλινδρόμηση ανάμεσά τους· τον
ασφυκτικά αυτοαναφορικό χαρακτήρα τους, καθώς όλα σχεδόν στηρίζονται σε
βιωματικό υπόβαθρο. Παραμένει βέβαια ζητούμενη η μαγική συνταγή με την
οποία ο συγγραφέας του Επιτάφιου θρήνου μετέτρεπε την ατομική εξομολόγηση σε πανανθρώπινη.
Δεν είμαι βέβαιος αν η περίπτωση Ιωάννου χρειάζεται τέτοιες, χάριν μνημοσύνου, αναφορές. Σκέφτομαι συχνά ότι το έργο του τον καθιστά τόσο παρόντα, ώστε του ταιριάζει περισσότερο να τον αισθανόμαστε σιωπηλό μεταξύ μας. Τα οδόσημα που άφησε άλλωστε στο πέρασμά του από τον κόσμο μας είναι τόσο πυκνά, προορισμένα για όσους τον γνώρισαν μέσα από τα βιβλία του αλλά και γι' αυτούς που ευτύχησαν να συνδεθούν κάπως περισσότερο μαζί του. Οδόσημα που μας θυμίζουν πως ο Ιωάννου –για να αντιγράψω τον Γιάννη Βαρβέρη― «είχε τη συμπεριφορά του αίματος: κυλούσε, έτρεφε, έκαιγε, ζωογονούσε, θυμόταν, θύμωνε, εκδικιόταν, αλλά νερό δε γινόταν. Ηταν “το δικό μας αίμα”».