Την αναχώρηση ψαύοντας, ενώ ο Ανδρέας από την Λευκωσία, με καρπούς Ποίησης, ευφραίνοντας, την τιθάσευσε.
Στων δεινών τη βοή με ρίξαν, δίχως να ερωτηθώ.
Παιδί ευπόρων σε ευμάρεια τριγούσα κλώνους εύκαρπους,
μα η θάλπη έλειπε!
Πέρασαν χρόνια στης μοναξιάς το περιθώριο,
διαβάζοντας, γράφοντας, κολυμπώντας.
Ανθρώπους εγνώρισα, που, οι μισοί με πλησίασαν,
νομίζοντας, ότι χρήματα διέθετα,
ενώ οι άλλοι μισοί με απέφυγαν,
βλέποντας, ότι χρήματα δεν είχα.
Κάποτε, γυναίκα που τρόφιμα στους ανθρώπους εμοίραζε, αντάμωσα.
Από την αύρα που διέχεε, κατάλαβα, πως είναι το κορίτσι, που, τα λιογέρματα
γεμάτα γάρμπο διακριτικά ονειρεύονται να ερωτευθούν!
«Βασιλεία είσαι αγέρας, Βασιλεία είσαι κύμα, είσαι δείλι, αυγή, της γαλήνης
αφή, Βασιλεία είσαι ποίημα!».
Πρώτη φορά δεν γύρεψα, δεν ζήτησα!
Τι να ζητήσεις απ' το ηλιοβασίλεμα, απ' τη λυκαυγή, από του φλοίσβου τον
ψίθυρο; Δίνουν τα πάντα μόνο που υπάρχουν!
«Βασιλεία είσαι αγέρας, Βασιλεία είσαι κύμα, είσαι δείλι, αυγή, της γαλήνης
αφή, Βασιλεία είσαι ποίημα!».
Λεωνιδας Καζασης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου