25.6.16

Καιρός να μάθουμε ποιος ήταν ο Γιώργος Ζογγολόπουλος

Η ζωή και το έργο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη σε μια μεγάλη έκθεση στην Άνδρο

Στο καράβι για την Άνδρο, ξεχωρίζεις εύκολα τις παρέες που πάνε Μύκονο και τις κυρίες που πάνε Τήνο για προσκύνημα. Stereotyping λέγεται αυτό και, ομολογουμένως, δεν είναι καλό πράγμα. Εμείς στο πάνω-πάνω κατάστρωμα, αγκαλιά με το φουγάρο (ευτυχώς φυσάει) κι εγώ σκέφτομαι ότι πάω να δω την έκθεση έργων του Γιώργου Ζογγολόπουλου και, επί της ουσίας, δεν ξέρω σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν. Θυμάμαι το μνημείο του Ζαλόγγου που το είχε σε φωτογραφία κάποιο σχολικό βιβλίο ιστορίας. Δεν το έχω δει ποτέ από κοντά, αλλά μου δημιουργήθηκε η περιέργεια να ταξιδέψω στην Ήπειρο διαβάζοντας την ιστορία του στον κατάλογο της έκθεσης.
Μνημείο Ζαλόγγου, Ήπειρος
Μνημείο Ζαλόγγου, Ήπειρος
Φτάνοντας στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου ξεφυσάω με ανακούφιση: το αφιέρωμα στο Ζογγολόπουλο δεν είναι μόνο για μυημένους. Ο διευθυντής του μουσείου Κυριάκος Κουτσομάλλης λέει ότι ο βασικός στόχος της έκθεσης είναι: «ο επισκέπτης φεύγοντας να ξέρει ποιος ήταν ο Ζογγολόπουλος». Σκέφτομαι ότι το λέει για μένα (ή έστω και για μένα) και βουτάω με τα μούτρα να γνωρίσω τον καλλιτέχνη.
Όπως μαθαίνουμε από την Ειρήνη Στρατή, που επιμελήθηκε το βιογραφικό κομμάτι της έκθεσης και μας χάρισε μια ευχάριστη, ευσύνοπτη και κατατοπιστική ξενάγηση σ’ αυτήν, ο Γιώργος Ζογγολόπουλος γεννήθηκε το 1903 (ή το 1901 αν πιστέψουμε τον ίδιο) και πέθανε το 2006, δημιουργώντας από νεαρή ηλικία και μέχρι σχεδόν την τελευταία του στιγμή: μέτρησε 103 χρόνια βιολογικής παρουσίας εκ των οποίων τα 80 στη δημιουργία και τα 60 μαζί με τη γυναίκα του Ελένη, ζωγράφο και μαθήτρια του Παρθένη, με την οποία παντρεύτηκαν το 1933. Έζησε μαζί της μια ζωή ολόκληρη, στα καλά και στα άσχημα (κάποτε αναγκάστηκε να πουλήσει μέχρι και τη βέρα του για να εξασφαλίσει τα προς το ζην).
"Πεντάκυκλο" στην πλατεία Ομονοίας
“Πεντάκυκλο” στην πλατεία Ομονοίας
Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν «απόλυτο καλλιτέχνη», δοσμένο στην τέχνη του αλλά και για έναν τρομερά ζωντανό άνθρωπο, σχεδόν «αλητάκο», με τσαχπινιά, χιούμορ και αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους (ιδίως τις ωραίες γυναίκες). Ήταν άνθρωπος αριστερών πεποιθήσεων, μάλιστα το 1965 απέρριψε το παράσημο που του πρόσφερε ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος για τις υπηρεσίες του στην τέχνη, αλλά δεν στρατεύθηκε ποτέ πολιτικά αφού όπως έλεγε «δεν μου αρέσουν τα όπλα».
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση στην Άνδρο είναι χωρισμένη σε τέσσερα τμήματα, όχι βάσει χρονολογικών περιόδων αλλά βάσει θεματολογίας, υλικού και επιρροών του καλλιτέχνη. Τα περισσότερα έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση είναι μικρογραφίες/μακέτες των πολύ μεγάλων έργων που έστησε ο δημιουργός στην ύπαιθρο και στο δημόσιο χώρο και για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός.
"Αίθριο", σταθμός μετρό Συντάγματος
“Αίθριο”, σταθμός μετρό Συντάγματος
Η βασική μου σχέση (αν νοείται τέτοια) με το έργο του Ζογγολόπουλου ήταν αυτή με τα έργα του που βρίσκονται εντός του αστικού ιστού και τα οποία βλέπω όπως όλοι βιαστικά, αφηρημένα στη διάρκεια της ημέρας, χωρίς ίσως να τα πολυπροσέχω: το «Αίθριο» στο μετρό του Συντάγματος, το «Πεντάκυκλο» στην πλατεία Ομονοίας, οι «Ολυμπιακοί Κύκλοι» στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, οι εμβληματικές «Ομπρέλες» του στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης και στη Λεωφόρο Κησιφίας («στραμμένες για να κρυφακούν το σύμπαν» σύμφωνα με τον καλλιτέχνη),  αλλά και το αρχετυπικό «Tel Néant» στον ΟΤΕ στο Μαρούσι με τα δορυφορικά πιάτα που μοιάζουν να αφουγκράζονται την ουσία του ανθρώπου. «Αυτό το γλυπτό είναι ο Ζογγολόπουλος» λέει ο Άγγελος Μωρέτης, γενικός διευθυντής του ιδρύματος Ζογγολόπουλου.
"Tel-Neant", μακέτα για το έργο
“Tel-Neant”, μακέτα για το έργο
Απόλυτα χαρακτηριστικό όμως για τη σχέση του καλλιτέχνη Ζογγολόπουλου με το δημόσιο χώρο είναι ένα έργο του που δεν υπάρχει πια: οι πίδακες και τα σιντριβάνια της παλιάς πλατείας Ομονοίας, σε δικά του σχέδια . Πρόκειται για ένα ορόσημο μέσα στην πρωτεύουσα, καταγραμμένο σε εκατοντάδες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ένα έργο που ανακαλείται συνεχώς στη μνήμη και που, όπως παρατηρεί ο Νίκος Βατόπουλος, «συμπυκνώνει τη σύγχρονη νοσταλγία για την Αθήνα της μεταπολεμικής περιόδου». Το αρχικό σχέδιο του Ζογγολόπουλου για την Ομόνοια περιλάμβανε κι ένα μοντέρνο γλυπτό του Ποσειδώνα που όμως δεν τοποθετήθηκε ποτέ. Ο «Ποσειδώνας» κατέληξε τελικά το 2014 στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ όπου βρίσκεται μπροστά στο νέο κτίριο της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου George Washington.
Η πλατεία Ομονοίας με το συντριβάνι που σχεδίασε ο Ζογολλόπουλος
Η Ομόνοια με το συντριβάνι που σχεδίασε ο Ζογγολόπουλος
Η έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου φιλοξενεί και τις μακέτες για άλλα έργα που υπέβαλε ως προτάσεις ο Ζογγολόπουλος αλλά που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ:
Η μεγαλύτερη αποκάλυψη της έκθεσης είναι ίσως τα φωτοκινητικά έργα του Ζογγολόπουλου
ένα γλυπτό για την πλατεία Κλαυθμώνος, ένα έργο για τη Μάχη της Κρήτης (για να τοποθετηθεί στο Μάλεμε) και ένα Μνημείο για το Γοργοπόταμο. Μιλώντας για αυτά τα μη υλοποιημένα σχέδια στον Γιώργο Κορδομενίδη το 1993, ο Ζογγολόπουλος παρατηρεί ότι η αιτία που δεν έγιναν πραγματικότητα ήταν «οι ψήφοι». Πάντοτε η τοποθέτηση έργων στο δημόσιο χώρο συναρτάται με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, με την εκάστοτε ηγεμονεύουσα αντίληψη για το δημόσιο χώρο αλλά (ας είμαστε ειλικρινείς) και με τις «κλίκες» και τα γνωστά συμπαρομαρτούντα του καλλιτεχνικού σιναφιού.
Ίσως η μεγαλύτερη αποκάλυψη της έκθεσης βρίσκεται στη σκοτεινή αίθουσα όπου βλέπουμε τα φωτοκινητικά έργα του Ζογγολόπουλου, προϊόν της ενασχόλησης του με το πλεξιγκλάς και το φως από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Τα σχεδόν ποπ αυτά έργα, δείχνουν έναν καλλιτέχνη μπροστά από την εποχή του, συντονισμένο με τις διεθνείς εξελίξεις στην τέχνη, ανανεωτή και μοντέρνο.
Οι "Ομπρέλες" στη Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης
Οι “Ομπρέλες” στη Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης
Βγαίνοντας ξαναβλέπουμε τις ομπρέλες: ομπρέλες παντού, σε γλυπτά, σε σχέδια, σε ελαιογραφίες, σε συνθέσεις. Τις λάτρευε και, μάλιστα τη δική του ομπρέλα, που την χρησιμοποιούσε και ως μπαστούνι, την έλεγε «Μόραλη». Σκέφτομαι συνεχώς τις ομπρέλες και τολμώ να πω ότι η έκθεση πέτυχε το διακηρυγμένο στόχο της. Νομίζω πώς ξέρω πια ποιος ήταν πάνω-κάτω ο Γιώργος Ζογγολόπουλος: ένας ευπατρίδης της τέχνης, ένας σπουδαίος και πρωτοπόρος δημιουργός.
«Η ασίγαστη πλησμονή στο αχανές της αφαίρεσης», αναδρομική έκθεση του Γιώργου Ζογγολόπουλου
Info έκθεσης: «Η ασίγαστη πλησμονή στο αχανές της αφαίρεσης», αναδρομική έκθεση του Γιώργου Ζογγολόπουλου | 19 Ιουνίου – 15 Σεπτεμβρίου 2016 | Καθημερινά: 11.00-15.00 & 18.00-21.00, Δευτέρα 11.00-15.00 | Είσοδος 1,5€ – 5€| Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Άνδρου

14.6.16

Απονεμήθηκαν τα Βραβεία του Αναγνώστη



Απονεμήθηκαν  την Δευτέρα 13 Ιουνίου τα Λογοτεχνικά Βραβεία του Αναγνώστη στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη στις 8μμ.
 Μιλώντας εκ μέρους της Συντακτικής Επιτροπής του Αναγνώστη η κριτικός λογοτεχνίας Μαρίζα Ντεκάστρο σημείωσε ότι «ο Αναγνώστης αρχίζει να ενηλικιώνεται. Ακολουθώντας την παράδοση παλαιότερων περιοδικών για το βιβλίο είναι ένας από τους πολιτιστικούς πόλους συσπείρωσης αυτών που διαβάζουν, γράφουν, εκδίδουν βιβλία». Σημείωσε ακόμα ότι «μέσα σε  μια εποχή που πολλά δεδομένα κατεδαφίζονται διαπιστώνεται το παρήγορο και θετικό στοιχείο της αλλαγής του εκδοτικού τοπίου με νέους εκδότες και νέους ανεξάρτητους βιβλιοπώλες  οι οποίοι στηρίζουν  γενιές νέων δημιουργών που τολμούν και ρισκάρουν θεματικά, μορφολογικά, αισθητικά».
                              Τα βραβεία του Αναγνώστη
                        ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
 Λούντζης ΑλέκοςΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ κάποια γράμματα για κάποια  πράγματα. Γαβριηλίδης.
                          ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 
 Περούλης Κώστας, Αυτόματα, Αντίποδες
                                             ΔΟΚΙΜΙΟ – ΜΕΛΕΤΗ
Βογιατζόγλου Αθηνά, Ποίηση και πολεμική : Μία βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα, Κίχλη
                      ΔΙΗΓΗΜΑ – ΝΟΥΒΕΛΑ
Κατσουλάρης ΚώσταςΝυχτερινό ρεύμαΠόλις
                                     ΠΟΙΗΣΗ
 Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Στο σπίτι του κρεμασμένου, Θράκα.
              ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
               Μαγκλίνης Ηλίας, Πρωινή γαλήνη, Μεταίχμιο
                           ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ
Γαλανοπούλου Γεωργία, Ο Βόρακας, ο Κόρακας και η Σονάτα της Φανής, εικ. Βαγγέλης Παυλίδης, Πατάκης
                            ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Κουππάνου ΆνναΗ απίστευτη αποκάλυψη του Σεμπάστιαν Μοντεφιόρε, εικ. Δέσποινα Μανώλαρου, Κέδρος- Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου
                      ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ
Κουτσάκης ΠολυχρόνηςΜια ανάσα μόνο, Πατάκης
                       ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΝΩΣΕΩΝ
Τσερόλας ΠάνοςΤζου, ο δεινόσαυρος Ανζού : (Και ένας κεφάλας), εικ. Λέλα Στρούτση, Κέδρος
 ΤΙΜΗΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Γιώργης Γιατρομανωλάκης
 ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΗ
Roderick Beaton

9.6.16

O ποιητής ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ


Αν υποθέσουμε πως ο ποιητής εγκαθίσταται σε μια επικράτεια της σκέψης και ορίζει την προοπτική του, οφείλει να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματα, τα οποία θα κρίνουν την αντοχή του στο χρόνο. Τι μπορεί να πει η γλώσσα του ποιητή; Μέχρι που μπορεί να φτάσει ένα ποίημα; Πως στέκεται ο ποιητής απέναντι στον κόσμο; Τι είδε ο ποιητής κοιτάζοντας τον κόσμο;Ο Μάρκος Μέσκος είναι ένας από τους ξεχωριστούς ποιητές του μεταπολέμου. Κατέχει μιαν απόλυτα ευκρινή περιοχή, απαντά με διακριτή φωνή στα παραπάνω ερωτήματα και χωρίς αμφιβολία ανήκει στην ολιγομελή ομάδα των κορυφαίων ποιητών μας.Τι μπορεί να πει η γλώσσα του; Ο Μάρκος Μέσκος είναι προσηλωμένος στη σολωμική ποιητική πρακτική. Αισθάνεται πως η γλώσσα είναι μια διαρκής αναστολή γλώσσας, ένα βαθύ κόψιμο που κρατά σε απόσταση τη σκέψη από τη διατύπωση. Υπάρχει εδώ μια πρωτογενής καθυστέρηση, σε σχέση με αυτό που συλλαμβάνει το υποκείμενο σαν συνολική πρόθεση της γλώσσας. Μιλώ, αλλά αναφέρομαι κυρίως σε ό,τι δεν μπορώ να πω. Μια τέτοια ανεπάρκεια αποσπά το υποκείμενο από την περιοχή της ρητορικής και το ξαναδίνει στην ψυχή του. Η απάντηση είναι: η γλώσσα του ποιητή μπορεί να πει τα πάντα, αλλά δεν πρέπει να περιμένει κανείς να τα ακούσει, πριν τα νιώσει στη σάρκα του.Μέχρι που μπορεί να φτάσει το ποίημα; Μέχρι την προετοιμασία μιας καθόδου στην ψυχή του αναγνώστη. Αν δεν είναι αποφασισμένος να ξανακατεβεί στην εικόνα που έχει σχηματίσει για τον κόσμο, φορτωμένος με στίχους και να ξαναπαίξει το παιχνίδι του "κερδίζω ή χάνω τον κόσμο μου" δεν πρόκειται να αποκομίσει πολλά πράγματα, από πολύ σπουδαία λόγια. Κάθε ποίημα του Μέσκου είναι ένας ναυαγός που χάνει στηρίγματα και κερδίζει αγωνίες.Πως στέκεται απέναντι στον κόσμο; Ο Μέσκος είναι γνήσια σολωμικός τύπος. Ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τον κόσμο σαν σύνολο συμβόλων. Δεν παραιτείται από τη μυθολογική συρραφή των συμβόλων σε ένα έμψυχο σύμπαν. Κάθε ποίημά του αποτελεί μια τέτοια μικρή μυθολογία. αναδιατάσσει στοιχεία εντελώς αποπνευματωμένα στο εσωτερικό του εμπορευματικού προτεσταντισμού που διατρέχει τα νεύρα της κοινωνίας μας. Είναι βέβαιο πως λειτουργεί μαγικά, ομοιοπαθητικά, χωρίς να προβάλει ή να στηρίζεται σε καμιά έτοιμη λύση θεότητας. Πρόκειται για μιαν ακόμη αγωνία που προσπαθεί να διερευνήσει ενότητες, κοινότητες, ταυτότητες, μέσω της επισήμανσης διαφορών. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη ανάγνωση της χριστιανικής αγάπης.Τι είδε ο Μάρκος Μέσκος κοιτάζοντας τον κόσμο; Η στάση που παρουσιάστηκε παραπάνω, προϋποθέτει μιαν εικόνα του κόσμου ως ανιμιστικού συμβάντος ή θεϊκού δημιουργήματος. Αλλά αυτό που είδε ο Μάρκος Μέσκος, απέχει πολύ από τη στάση του. Ο ποιητής είδε ένα κοινωνικό ζώο, με λίγα μέσα επιβίωσης, μοναχικό, δυστυχισμένο στη μοναξιά του φυλακισμένο σε έναν παράδεισο. Γύρω απλώνονται βουνά, πεδιάδες, ποτάμια, βραχότοποι και βοσκότοποι, αυλές, παρτέρια, ζωντανά που απολαμβάνουν ένα είδος φυσικής συνείδησης. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να απολαύσει την εντοπιότητά του. Τυραννιέται με το όραμα ενός άλλου παραδείσου που δε θα πληγώνει τόσο υπέροχα όσο ο επίγειος. Για τον ποιητή, ο άνθρωπος βρίσκεται στον παράδεισο, θρηνώντας την πτώση του από τον παράδεισο. Αυτή η διαφορά είναι το φαράγγι της γλώσσας, το κόψιμο ή χαρακιά ή διαφορά ανάμεσα στη διατύπωση και στη σκέψη. Ο μόνος δρόμος προς τη γαλήνη είναι το ποίημα σαν ίχνος μιας επιστροφής στο σημείο που βρισκόμαστε, αλλά δεμένοι πια γερά με το καθετί.Η ποίηση του Μάρκου Μέσκου καρφώθηκε στο σώμα της φιλολογίας μας σαν μια αβυσσαλέα τρύπα που διαθέτει γλωσσική δύναμη, προφητική ισχύ και διανοητική αποφασιστικότητα.Γιώργος Μπλάνας Ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Άνθη στο καταραμένο φίδι. Αθήνα, Νεφέλη, 1998. Σελ. 35. ISBN: 960-211-396-0
Τα εκατόν οκτώ, συνήθως δίστιχα, επιφωνήματα που περιλαμβάνονται στα "Άνθη στο καταραμένο φίδι"…Επεμβαίνοντας αποφασιστικά σε όλες τις κειμενικές εκβολές ο Μάρκος Μέσκος, με την ακμαία αίσθηση του περιττού που τον διακρίνει, ψαλίδισε τα επουσιώδη και τα σαφώς εννοούμενα, προσδίδοντας στον εναπομείναντα λόγο όχι μόνο εκείνη την ιδιάζουσα λάμψη, που είθισται να διαθέτουν αφ' εαυτών οι πρωτογενείς ποιητικές αλήθειες, αλλά και μία αναβαθμισμένη πιστότητα εξομολογητικών εκτονώσεων…Θεωρώ ότι ουσιώδες μέλημα του Μάρκου Μέσκου είναι να διατηρήσει, ει δυνατόν, ανέπαφους όλους τους αρχικούς βιωματικούς πυρήνες, Ν' αφήσει, δηλαδή, τους τύπους των ήλων άθικτους - γι' αυτό κι οι λέξεις δεν φαλκιδεύουν, δεν ανατρέπουν ούτε την αναδίπλωση ούτε την αναδίφηση των κρίσιμων εικόνων…Γιώργος ΒέηςΠοιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδ. ΔΙΑΒΑΖΩ, Νο 398, 7-8/1999
Μαυροβούνι. Θεσ/κη Ιδιωτική έκδοση, 1963.…
Εξαρχής πρέπει να σημειώσουμε πως ο Μέσκος δεν είναι ποιητής του "άστεως", πράγμα που σημαίνει πως είναι μακριά από την πολύπλοκη ψυχολογία και τις εμπειρίες που η ζωή μιας μεγάλης πολιτείας, λίγο-πολύ, επιβάλλει σ' έναν πνευματικό της κάτοικο…Μένοντας έξω από το κλίμα της μεγάλης πολιτείας, δεν παύει ωστόσο ο Μέσκος να 'ναι μοντέρνος ποιητής. Αν στην ποίησή του υπάρχει η άρνηση του άγχους και της υπαρξιακής αγωνίας ή άλλων ανάλογων πνευματικών ομφαλοσκοπήσεων και ακκισμών ενός "αστού" ποιητή, βρίσκουμε όμως σ' αυτόν κάτι που καιρό τώρα απουσιάζει από την ποίησή μας. Μια κατάθεση και μια αναγωγή των ψυχικών αντιδράσεων σε υγιέστερους και ανθρωπινότερους χώρους…Όλη η ποίηση του Μέσκου έχει έναν μακρινό αντίλαλο από το δημοτικό τραγούδι και μια συγγένεια με την παλιά κινέζικη ποίηση. Η δροσιά του λυρισμού κι ο ρυθμός της εικόνας, το δέσιμο κι η οικειότητα με τα πράγματα, η αίσθηση της οικονομίας κι η αμεσότητα στην έκφραση, το ταίριασμα της θλίψης και της χάρης, είναι στοιχεία που μας οδηγούν στην διαπίστωση αυτής της συγγένειας.Τάκης Σινόπουλος
Το μαύρο δάσος (1958-1980) Αθήνα, Νεφέλη, 1998. Σελ. 244. ISBN: 960-211-417-7
Γύρω από το βίωμα της ιθαγένειας, τον κεντρικό θεματικό και ηθικό ιστό της ποίησης του Μέσκου, μορφοποιείται ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό το ανθρώπινο πρόσωπο ξεχωρίζουν το κουράγιο του κι η λεβεντιά του, η επιμονή του να αναζητά τα σημάδια της πορείας του σ' αυτόν τον τόπο και το περήφανο πείσμα του να κάνει αυτόν τον τόπο ένα μεγάλο ποίημα. Αυτό το ενιαίο κι αδιαίρετο ποίημα του Μέσκου καταξιώνει το ήθος του, δηλαδή την πιστότητά του ως προς αυτό που είναι και επίσης προβάλλει την ανυποχώρητη ανθρωπιά του, διασώζει και κάνει γνώμονα της καθημερινής σκέψης και πράξης ό,τι λέμε "καλά αισθήματα". Τα "καλά αισθήματα" γίνονται το ηθικό κέντρο και η ψυχική παραμυθία τούτης της ποίησης. ηθικό κέντρο που, στους καιρούς που ζούμε, είναι μια ασφαλής παρηγοριά.Ευριπίδης Γαραντούδης Καθηγητής Παν/μίου Κρήτης Από ομιλία στην Έδεσσα, Χειμώνας 1990-91
Παιχνίδια στον Παράδεισο. Αθήνα, Νεφέλη, 1998. Σελ. 127 ISBN: 960-211-357-Χ
Αν ισχύει αυτό το λένε, ότι οι μόνοι αληθινοί παράδεισοι είναι αυτοί που έχουμε χάσει, τότε το βιβλίο του ποιητή Μάρκου Μέσκου (γ. 1935) "Παιχνίδια στον Παράδεισο" επιβεβαιώνει τη ρήση αυτή. Συγκεκριμένα, ο χαμένος παράδεισος του Μέσκου δεν είναι άλλος από αυτόν της παιδικής ηλικίας.Το βιβλίο περιλαμβάνει δεκαπέντε διηγήσεις, περιγραφές παιχνιδιών που έπαιζαν κάποτε τα παιδιά σε κάποιο χωριό της Βορείου Ελλάδας. Σε ένα σύντομο πρόλογο ο συγγραφέας κάνει και μια χρονική οριοθέτηση τα παιχνίδια αυτά παίζονταν τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας 1935-45…Έχουμε, λοιπόν, μια σειρά αυτοβιογραφικών κειμένων τα οποία δεν εξαντλούνται στην καταγραφή και περιγραφή συμβάντων και γεγονότων (αν και ο κίνδυνος παραμονεύει διαρκώς), αλλά διεισδύουν στην αθέατη πλευρά των πραγμάτων, στους εσωτερικούς κραδασμούς που προκαλεί το βίωμα…Η γεύση που αφήνει η ανάγνωση του μικρού αλλά σημαντικού αυτού βιβλίου είναι γλυκόπικρη…Ηλίας Μαγκλίνης Δημοσιογράφος Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13-6-1999
Κομμένη γλώσσα Αθήνα, Νεφέλη, 1997. Σελ.79. ISBN: 960-211-356-1
Το έρεισμα του βιβλίου, και ταυτόχρονα η επιδίωξή του, είναι η ανθρωπολογία: οι άνθρωποι, όπως μικραίνουν ή μεγαλώνουν για να παρακολουθήσουν τη συστολή και διαστολή της Ιστορίας. Άνθρωποι από αυτούς που τους λέμε ανώνυμους.Ακμαίος στη λιτότητά του ο δημοτικός λόγος του Μέσκου, πλουτισμένος από λέξεις-κειμήλια, ελληνικές, τούρκικες και σλάβικες, που υποδηλώνουν μια χαμένη πια πολιτισμική ποικιλία, και μουσικός.Αρτιώνει τον σπαραγμένο κόσμο με σίγουρες γραμμές, χωρίς τη ρητορεία της υπερβολής και διατηρώντας ακέραιο το σεβασμό για τα πάθη του.Ο Μέσκος έχει τη δύναμη να λέει το ακρότατα τραγικό χωρίς προσφυγή στους υψηλούς τόνους (όπως όταν μιλάει για ένα πτώμα που "σηκώθηκε από το σωρό τίναξε τα ρούχα του σαν πουλί τα φτερά και πήρε τους δρόμους", για να μη βρει κανέναν και να επιστρέψει στο σωρό του). Και μόνο αυτό, θα αρκούσε.Παντελής Μπουκάλας Ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20-1-1998
Χαιρετισμοί, Αθήνα, Ύψιλον, 1995. Σελ. 53.ISBN: 960-211-474-6
Στην πρόσφατη συλλογή παρατηρούμε σύσφιγξη αυτής της σχέσης. Τα ποιήματα συγγενή με το φυσικό σύμπαν, βρίσκονται στο μεταίχμιο ενός συχνά απειλητικού παρελθόντος και ενός αμφίθυμου μέλλοντος. Ποιήματα, πλούσια σε ποιητικές εικόνες, σε ένα τοπίο όπου πληθαίνει ο θάνατος, πυκνώνει η λύπη, ενώ λανθάνει αίσθηση ματαιότητας. Και ο στοχασμός, θα λέγαμε πως ακροπατά, για να μην ταράξει την τάξη αυτού του κόσμου ούτε τη γοητεία των ονείρων. Ωστόσο, η μνήμη γίνεται οξύτερη, πιθανόν γιατί απλώνει γερότερες ρίζες στο μύθο και την ιστορία.
Ποιήματα που δεν είναι ερμητικά. Αντίθετα ο αφηγητής τους, αυτός ο πάντα και μοναχικός και "ανώριμος των θείων", επιδίδεται σε "αλληλούιο ψαλμό" που είναι οι δικοί του χαιρετισμοί.
Μάρη Θεοδοσοπούλου
Κριτικός Λογοτεχνίας
Περ. ΔΙΑΒΑΖΩ, Νο 364. Ιούνιος 1996.
Ποιητής
"Χρονικό αναγνώσεων", 1999, Εκδ. Σοκόλη
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΖΩ
Ο Μ. Μέσκος, λυρικός και συνάμα μεστός, προχωρά εδώ μακρύτερα τη συναίρεση έλλογων συμβόλων με τα βαθύτερα και σκοτεινά. Από την πρώτη του εμφάνιση, ήδη πριν σαράντα χρόνια, η βορειοελλαδίτικη φύση δεν ήταν απλώς το σκηνικό της καλλιτεχνικής έμπνευσης. Σταθερά πρόβαλλε ως ο συνεργός, το προνομιούχο απόθεμα, λέξεων και εικόνων, με το ειδικό βάρος που προσδίδει η παιδιόθεν βιωματική σχέση.
Ψιλόβροχο. Αθήνα, Νεφέλη, 2000. Σελ. 93. ISBN: 960-211-559-9
Ποιητής των ανοιχτών χώρων, του μαγεμένου φυσικού τοπίου, αλλά και της άσβεστης ιστορικής μνήμης, ο Μάρκος Μέσκος, που έχει περάσει αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης λογοτεχνικής του διαδρομής και στην πρόζα, μας δίνει τώρα, με την καινούργια ποιητική συλλογή του, ένα καθ' όλα ώριμο και συνάμα λιτό, προσεγμένο ως την τελευταία του φράση και λέξη, βιβλίο. Έχω μάλιστα, την πεποίθηση πως ο επιγραμματικός στίχος και το ακαριαίο, δίκην απρόσμενου σπινθήρος ποίημα, αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά της ανά χείρας συλλογής του Μέσκου, φανερώνοντας μέσω ενός εξωτερικού δείκτη την εσώτερη, κατ' έναν τρόπο κρυμμένη ποιητική της…Τα περισσότερα από τα μεγέθη της ως τα τώρα πορείας του Μέσκου τελούν εδώ εν σμικρύνσει: οι μνήμες, τα όνειρα, τα μικρά και τα μεγάλα εσωτερικά τραύματα ή η περιπλάνηση στο φυσικό χώρο συμπυκνώνονται στο Ψιλόβροχο σε μινιατουρίστικους, κρυσταλλικής καθαρότητας όγκους, που είτε αφήνουν το νόημά τους να εκκρεμεί υποβλητικά στη συνείδηση του αναγνώστη είτε μαζεύουν όλες τους τις δυνάμεις σε μία και μοναδική σημασιολογική εστία, για να τονίσουν το ακατάλυτο βάρος της…Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24-11-2000
Ψιλόβροχο, Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη 2000, σελ. 93 ISBN: 960-211-559-9Στο τελευταίο ποιητικό βιβλίο του, Ψιλόβροχο, ο Μάρκος Μέσκος ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, συγκέντρωσε 81 άτιτλα και ολιγόστιχα ποιήματα. Το στοιχείο εκείνο που συνιστά την ιδιοσυστασία ολόκληρης της ποίησής του Μέσκου δεν λείπει και από το Ψιλόβροχο. Πρόκειται για την αίσθηση της εντοπιότητας ή ιθαγένειας. Στο Ψιλόβροχο όπως και στα παλαιότερα βιβλία, οι πάσης φύσεως αναφορές στο γενέθλιο χώρο συντάσσουν εντέλει μια πλήρη, ευσύνοπτη και διακριτή ανθρωπογεωγραφία. Η ποίηση του Μέσκου όχι μόνο μεταδίδει την αίσθηση του τοπίου της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά επίσης μας μεταφέρει το ήθος των ανθρώπων αυτού του χώρου και μας προσφέρει τη συγκινησιακή μέθεξη των οδυνηρών συμβάντων που σημάδεψαν την ιστορία του. Συνδυάζοντας ο Μέσκος τις πιο εκλεπτυσμένες αξιοποιήσεις της εκφραστικής παρακαταθήκης του νεοτερικού νεοσυμβολισμού, κατορθώνει παράλληλα να αφομοιώσει το ήθος του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, καθώς τα σύντομα ή και ολιγόλεξα ποιήματα του Ψιλόβροχου μας μεταφέρουν "ιστορίες του κόσμου": Αν και το βίωμα της ιθαγένειας αποτελεί τον κεντρικό θεματικό ιστό της ποίησης του Μέσκου, ειδικά το Ψιλόβροχο εστιάζεται σε θέματα που ανατέμνουν την ατομική σφαίρα του ποιητή, όπως η φθορά του χρόνου, η μάταιη αναζήτηση της αγάπης, το επίφοβο πλησίασμα του φυσιολογικού θανάτου, η αντοχή της μνήμης να ανακαλεί τα καλά και τα άσχημα. Φτασμένη στην ωριμότητά της η ποίηση του Μέσκου γίνεται καθολική αντίληψη ζωής, τρόπος θέασης και ερμηνείας των φυσικών και μεταφυσικών πραγμάτων και, τέλος, διδαχή για μια στωϊκή ή και παρηγορητική αποδοχή των αρνητικών όψεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Ευριπίδης Γαραντούδης Καθηγητής Παν/μιου Κρήτης Περιοδ. Ithaca, No 7Iανουάριος -Φεβρουάριος 2001
Μουχαρέμ. Αθήνα, Νεφέλη, 1999. Σελ. 144.
Περισσότερο γνωστός ως ποιητής, ο και πεζογράφος εξ Εδέσσης Μάρκος Μέσκος συμπληρώνει, με το προσφάτως κυκλοφορήσαν βιβλίο του Μουχαρέμ, σαράντα χρόνια παρουσίας στα ελληνικά γράμματα. Τα επτά σύντομα αφηγήματα αυτού του βιβλίου και, κυρίως, το ομότιτλο (από τριάντα οκτώ σελίδες) διήγημα, συνθέτουν με αρκετή ακρίβεια το πεζογραφικό αντίκρυσμα του Μάρκου Μέσκου.
Εκείνο που κατ' εξοχήν με γοητεύει στα πεζά του Μέσκου, είναι ο χώρος -και, φυσικά, οι άνθρωποι που τον κατοικούν..
Η εποχή, εννοείται, παρωχημένη: αφηγήσεις, λοιπόν, της μνήμης - πλην χωρίς γλυκασμούς και ωραιοποιήσεις, τα λόγια σκέτα, σκληρά για εκείνα τα δύσκολα χρόνια, τα χρόνια του αντάρτικου, αλλά και τα πριν, και τα μετά.
Σιγά σιγά, σχεδόν ανεπαισθήτως, αναφαίνεται ο πραγματικός πρωταγωνιστής -αυτός ο άγνωστος, συναρπαστικός και επί έτη και έτη περιφρονημένος και επιλήψιμος μακεδονικός (βαλκανικός) χώρος. Σιγά σιγά γλιστρούν στη διήγηση λέξεις των γηγενών -λέξεις που σου υποβάλλουν την αίσθηση ενός απέραντου ψυχικού πλούτου, ή και, τις πιο πολλές φορές, μιας ανείπωτης μελαγχολίας…
Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος Συγγραφέας Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 22-10-1999
Το εκτεταμένο αφήγημα Μουχαρέμ, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, είναι μια επιτομή του αφηγηματικού σύμπαντος του Μ. Μέσκου, "συνομιλεί" δε με τα άλλα κείμενα της συλλογής αλλά και μ' αυτά των δύο προηγουμένων του, των Παιχνίδια στον παράδεισο και Κομμένη γλώσσα, (εκδόσεις "Νεφέλη" και τα δύο). Ο παππούς μιας οικογένειας αφηγείται τη ζωή του από το 1866 που γεννήθηκε ως το 1954 που πέθανε. Οι διακυμάνσεις της ζωής ακολουθούν και επηρεάζονται έντονα απ' αυτές της Ιστορίας και των γεγονότων της, πολύ περισσότερο που ο τόπος, η περιοχή της Έδεσσας και της Μακεδονίας, είναι το επίκεντρο των διεκδικήσεων και των εθνικισμών στην καμπή του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Ο Μ. Μέσκος σ' αυτό, αλλά και στα υπόλοιπα διηγήματα, αποδίδει το κλίμα της εποχής, την πολυεθνική και πολύγλωσση ιδιαιτερότητα της περιοχής, τον αγώνα των ανθρώπων να ζήσουν και επί πλέον να διατηρήσουν τις εθνικές τους ταυτότητες. Συλλογή πολύτιμη και ενδιαφέρουσα, και όχι μόνο λογοτεχνικά.
Κώστας Καρακώτιας Κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδ. ΔΙΑΒΑΖΩ, Νο 409, 8-9/2000

3.6.16

Στο Μαύρο Δάσος του Μάρκου Μέσκου

ΚΩΣΤΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΑΔΗΣ
Μια προσωπική ανάγνωση

Μνήμη μπαρμπα-Σταύρου Στόικου (1916-2005)

Συμβαίνει συχνά κάποια πράγματα που διαβάζουμε –κυρίως όταν είμαστε νέοι– να μας σημαδεύουν και να μας συνοδεύουν –χωρίς να μας ζητάνε την άδεια– σε όλη μας τη ζωή.
Το όνομα του Μάρκου Μέσκου το συνάντησα για πρώτη φορά όταν τα πρώτα και κρίσιμα, από κάθε άποψη, χρόνια της εφηβείας μου πρωτοδιάβασα το βιβλίο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου με τίτλο «Η ρωμιοσύνη στον παράδεισο». Στον επίλογο αυτού του μικρού σε όγκο βιβλίου –για το οποίο δεν είναι η ώρα να μιλήσω και να αξιολογήσω το πώς και πόσο με επηρέασε– ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, ρωτούσε ποια μπορεί να είναι η άμυνα μέσα στον ερμαφροδιτισμό των ημερών, και η απάντηση που ο ίδιος έδινε ερχόταν μέσα από έναν στίχο του Μάρκου Μέσκου: «Όσα είπαμε παλιά, ισχύουν».
Ο στίχος αυτός έκτοτε νιώθω συχνά να με ακολουθεί νοερά, να τον έχω κατά κάποιον τρόπο επάνω μου, όπως έχει κανείς ένα τατουάζ ή μια ουλή. Αμέσως έγινε κάτι σαν συνθηματικό νεύμα στον στενό κύκλο μιας μικρής παρέας –τα μέλη της οποίας τότε ξεκινούσαν την λίγο-πολύ «λοξή» διαδρομή της ζωής τους.
Τι ήταν αυτό που τόσο με είχε γοητεύσει σε αυτόν τον στίχο δεν μπορώ ακόμα να το προσδιορίσω. Θυμάμαι όμως ότι αμέσως έσπευσα να προμηθευτώ τα βιβλία του Μάρκου Μέσκου κι έτσι, σταδιακά, ήρθα σε επαφή και με το υπόλοιπο έργο του, ποιητικό, πεζογραφικό αλλά και δοκιμιακό.
Με έκπληξη έμαθα ότι ο ποιητής κατάγεται από το χωριό Γραμματικό –Γραμματίκοβο για τους παλιότερους- του νομού Πέλλας, η δε μητέρα του καταγότανε από τους Πύργους, την παλιά Κατράνιτσα δηλαδή, από όπου κρατά και η δική μου καταγωγή, η οποία Κατράνιτσα μάλιστα μνημονεύεται και σε ένα ποίημα του Μέσκου καθώς και στο πεζό του με τίτλο Μουχαρέμ.
Με αυτή την αφορμή, πήγα στον παππού μου ένα από τα βιβλία του Μέσκου, την Κομμένη γλώσσα, ο οποίος αφού το διάβασε μου διηγήθηκε, εμφανώς συγκινημένος, πολλά και διάφορα για την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του. Νιώθω πως εκείνη η διήγηση του παππού μου, που ασφαλώς τίποτε το «φιλολογικό» δεν περιείχε, με βοήθησε εμμέσως να καταλάβω, ή αν προτιμάτε να «νιώσω», ένα από τα «κλειδιά» με τα οποία, σύμφωνα με την δική μου ανάγνωση, μπορεί να εισέλθει κανείς στον ποιητικό κόσμο του Μέσκου.
Ποιο ήταν αυτό;
Αυτό που θα ονόμαζα «γενέθλιο τραύμα» του ποιητή, ευνουχισμό βίαιο και απάνθρωπο από αυτούς που οι εξουσίες όταν παραφρονούν (αλήθεια, πότε δεν παραφρονούν;) επιβάλουν στους ανθρώπους. Το «τραύμα» αυτό εγώ θα το συμπύκνωνα σε δυο στίχους. Ο ένας, βρίσκεται στο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μουγκό» από τη συλλογή Μαυροβούνι:
«Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά
καμία γλώσσα του κόσμου δεν μιλεί»
και ο άλλος βρίσκεται στη συλλογή Στον ίσκιο της γης:
« θ’ ανταμώσουμε πάλι στη στάχτη.
μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα»
Έκτοτε κατάλαβα πολύ καλά –επιτέλους- γιατί όποτε οι παππούδες μου μιλούσαν τα «δικά τους», τα ντόπια όπως τα λέγανε, χαμήλωναν ασυναίσθητα τον τόνο της φωνής τους. Κατάλαβα, επίσης, ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι απλοί, βασανισμένοι άνθρωποι με τα παράξενα ονόματα, που παρελαύνουν στα γραπτά του Μέσκου και περπάτησα στα παράξενα τοπωνύμια που ορίζανε την μοίρα τους:
Ο Ντίνκος, η Λένκα, η Μίικα, η Τσότσα, η Σίικα, η Γκίτσα, ο Τσάλιος, η Ρίνκα, η Μίτσα, ο Ίτσιος, ο Γκίτος, ο Τάσκος και πολλοί άλλοι, καθώς και οι τόποι τους:
Βλάντοβο, Ντρούσκα, Γκούγκσβο, Τέιβο, Κροντσέλιβο, Ρουσίλοβο, Πότσεπ και τόσα άλλα, συνιστούν το πονεμένο σύμπαν του ποιητή.
(Αλήθεια, σκέφτομαι, ποιος ριζωμένος φόβος μπορεί να κάνει τους ανθρώπους ν’ απαρνηθούν το πλέον δικό τους πράγμα, τη γλώσσα τους; Ποιος φόβος κάνει τα στόματα να προφέρουν «μασημένα φωνήεντα» σαν από φόβο μην ακουστούν ή σαν από ενοχή που υπάρχουν;)
Μίλησα πριν για ένα γενέθλιο τραύμα του Μέσκου. Αν υπάρχει ένα ακόμα τραύμα, που τα σημάδια του υπάρχουν διάσπαρτα σε πολλά ποιήματα και πεζά του συγγραφέα αυτό δεν είναι άλλο από το δράμα της ηττημένης, μετεμφυλιακής αριστεράς και κυρίως το δράμα εκείνου του αιρετικού κομματιού της αριστεράς που δεν βολευόταν στο στενό κομματικό σακάκι της επίσημης γραμμής και της σταλινικής πειθαρχίας. Το δράμα εκείνων των ανθρώπων που, όπως το έχει συνοψίσει ένας από αυτούς, ο Άρης Αλεξάνδρου, θεωρούνταν «προδότες για την Σπάρτη και για τους είλωτες Σπαρτιάτες»
Ανοίγω εδώ μια παρένθεση για να πω ότι όποιος θέλει να κατανοήσει το κλίμα μέσα στο οποίο βλαστήσαν οι ιδέες αλλά και οι στίχοι του Μέσκου, δεν μπορεί επουδενί να παραβλέψει τον κύκλο των ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν γύρω από τα περιοδικά Μαρτυρίες, αρχικά, και Σημειώσεις στη συνέχεια, μέχρι και σήμερα. Ήδη ανέφερα τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, τον, από πολλές απόψεις, εμψυχωτή αυτής της παρέας. Κοντά σ’ αυτόν, ο Βύρων Λεοντάρης, ο Μάριος Μαρκίδης, ο Στέφανος Ροζάνης, ο Κίτσος Μυλωνάς, ο Τάσος Πορφύρης, η Ρένα Κοσσέρη και φυσικά ο τρόπον τινά δάσκαλος όλων, ο Μανόλης Λαμπρίδης, καθώς και ο αειθαλής Αντώνης Λαυραντώνης.
Ασφαλώς δεν είναι η ώρα για να αξιολόγησουμε την πολύπλευρη και ιδιαιτέρως σημαντική αλλά και μοναδική για το άνυδρο πνευματικό τοπίο της Ελλάδας συνεισφορά αυτής της παρέας και του κάθε μέλους της ξεχωριστά. Αρκούμαι στο να αναφέρω λίγα λόγια του πρόωρα χαμένου Μάριου Μαρκίδη, δημοσιευμένα στο περιοδικό Σημειώσεις (τχ. 53, σελ. 25-26).
Λέει ο Μαρκίδης:
Εμείς η σέχτα των πολιτικά ύποπτων της δεκαετίας του’60! Αριστεροί, ίσως όμως όχι και τόσο «κανονικά» αριστεροί. Με τις ιδιοτροπίες του ο καθένας, αλλά και με τους κοινούς γεωμετρικούς τόπους μας, δεν διστάζω να πω ότι υπήρξαμε πραγματικά κάτι σαν ένα εξωγήινο είδος ανθρώπων μέσα στην ισοπεδωτική κλίση των ημερών, την ομοφωνία της νικηφόρας δεξιάς και την ισοσκελή ομοφωνία της ηττημένης αριστεράς.
Μια διευκρίνιση εδώ: στην περίπτωση του Μέσκου, όταν μιλάμε για αριστερά, δεν μιλάμε για φοβερές και τρομερές ιδεολογίες, ούτε για οράματα που ενίοτε καταλήγουν σε εφιάλτες. Μιλάμε για τον βίο και τον πόνο των απλών ανθρώπων τους οποίους συχνά η ζωή και η ιστορία τους ποδοπατούν ανελέητα.
Μιας και αναφερθήκαμε, όμως, σε γενεαλογίες και πνευματικές συγγένειες, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε και τα ονόματα του Αναγνωστάκη, του Κλείτου Κύρου, του Γκόρπα, του Θασίτη, του Γονατά, του Γρεβενιώτη Χρήστου Μπράβου και αρκετών άλλων, με τους οποίους ο Μέσκος συγχρωτίστηκε, λιγότερο ή περισσότερο, στην πορεία της ζωής του.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο ποιητής τούτη τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του την αφιερώνει «στους φίλους».
Η έκδοση των ποιημάτων του Μέσκου που έχουμε στα χέρια μας μου δίνει την ευκαιρία και για κάποιες επιπλέον, συνολικές παρατηρήσεις
Κάθε σπουδαίος συγγραφέας, βέβαια, είναι πολλά πράγματα· αν το έργο του δεν είναι πολυεπίπεδο, ασφαλώς δεν είναι σπουδαίος. Και το έργο του Μέσκου αναμφίβολα είναι πολυεπίπεδο, και φυσικά δεν συνίσταται μόνο στα όσα, ελάχιστα, θα αναφέρω εγώ παρακάτω.
Προκαταβολικά και παρενθετικά να πω ότι η τωρινή συγκεντρωτική ανάγνωση των ποιημάτων του Μέσκου έκανε περισσότερο εμφανή στα δικά μου μάτια τη συνέχεια του έργου του. Οι διαδοχικές συλλογές, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να ιδωθούν σαν γεωλογικά στρώματα που το ένα επικάθεται πάνω στο άλλο, αλλά και η κάθε μία προϋποθέτει τις προηγούμενες. Θα μπορούσαμε ανεπιφύλακτα να πούμε ότι ο Μέσκος δεν είναι ένας αλεξιπτωτιστής της ποίησης – από αυτούς που αφθονούν γύρω μας- αλλά ένας οδοιπόρος και ορειβάτης σε μια μακρά, επίμονη και επίπονη ποιητική πορεία που κρατά πάνω από μισόν αιώνα.
-΄Ενα πράγμα που είναι εμφανές από την πρώτη ακόμα συλλογή του 1958, το Πριν από τον θάνατο, και συνεχίζεται σε όλο σχεδόν το έργο του είναι η συνεχής αναφορά σε τόπους και ονόματα.
Οι τόποι για τον Μέσκο (που ως επί το πλείστον είναι τόποι της δυτικής Μακεδονίας) έχουν ιστορία αλλά κυρίως έχουν μνήμη, συχνά πικρή, την οποία ο προσεκτικός δέκτης μπορεί να αφουγκραστεί:
Αυτός ο τόπος γεννάει
πικρά ποιήματα. Σαν τούτο
της Αναστασίας που τώρα
στον θάνατο παραπατάει και στην ξενιτιά
στην ξενιτιά παραπατάει και στον θάνατο –
η μια κόρη αίμα στο βουνό
η άλλη κόρη αίμα στα σπαρτά του κάμπου
(Μαυροβούνι, Αυτός ο τόπος, Α΄ τόμος, σελ. 60)
Οι τόποι, δηλαδή, είναι κάτι πολύ περισσότερο και βαθύτερο από τις πληροφορίες που θα διαβάσει κανείς στα βιβλία ιστορίας και στους σύγχρονους τουριστικούς οδηγούς. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην ποίηση του Μέσκου έχουμε μια «σωματοποίηση» των τόπων.
Κόπηκε στα δύο η ζητωκραυγή μου όταν θυμήθηκα
πως στο ίδιο μέρος του γηπέδου είχαν ξαπλώσει
είκοσι εννιά ολόγυμνα πτώματα
χωρίς κεφάλια...
(Πριν από τον θάνατο, Εικόνες από την επαρχία, Α΄ τομος, σελ. 33)
Και η ιστορία αυτών των τόπων εν πολλοίς δεσμεύει τα υποκείμενα και καθορίζει τις σημερινές επιλογές τους:
Σίγουρο θλιβερό φως της λάμπας στο Χαρμάνκιοϊ
δυτικά διεμβολισμένη από τις ράγες του τρένου
πόλη ματωμένη πόλη χιλιοερωτευμένη
στον βρωμισμένο Γαλλικό λένε πως είναι μπρούμυτα θαμμένοι
στρατιώτες πολλοί και στο Καραμπουρνάκι
τα καράβια εκείνων που χάθηκαν για πάντα
Διάλεξε εσύ την έξοδό σου
(Στον ίσκιο της γης, Β΄τόμος, σελ.38)

-Το δεύτερο που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι η σημασία που δίνει ο Μέσκος στην ιστορία των καθημερινών ανθρώπων και όχι στην ιστορία των επίσημων, καταγεγραμμένων γεγονότων.
Το εκάστοτε ιστορικό γεγονός, το με τόσο πόνο, αγωνία, ελπίδα ή απογοήτευση βιωμένο από τους πρωταγωνιστές του, δεν σημαίνει ποτέ κάτι αντίστοιχο και ισοδύναμο για όσους τυχόν το διαβάσουν ή μελετήσουν χρόνια μετά. Η υπαρξιακή ένταση της στιγμής μετατρέπεται στην καλύτερη περίπτωση σε ερευνητικό πάθος και στη χειρότερη σε απλή πληροφορία. Η επίσημη Ιστορία, συνεπώς, μια κατώτερης έντασης υπόθεση πάντα.
Αυτή η διαπίστωση ανατρέπεται άρδην στην ποίηση του Μέσκου:
Θυμάσαι τ’ όνειρο της Ευθυμίας στον κάμπο της Θεσσαλονίκης
κι από τότε δεν την ξανάδες. Ιούνιο μήνα βοριαδάκι έριχνε
κάτω τα πρώτα βερίκοκα. Από τον ίδιο τάφο σε μιαν
άλλη πλαγιά όπου το σίδερο και το ατσάλι κάνουνε πάλι δοκιμές
βγαίνει η ψυχή της ΄Αρτεμης και συλλογιέται τα δεινά του κόσμου
αγέννητα τόσα νεκρά παιδιά στην κοιλιά της
(΄Αλογα στον ιππόδρομο, Προσφυγάκια, Α΄ τόμος, σελ 144)
Εδώ στον αναγνώστη, ο οποίος φυσικά δεν μπορεί να ξέρει τα πρόσωπα και την ιστορία των δύο γυναικών που αναφέρονται στο ποίημα, μεταβιβάζεται ατόφια η συγκινησιακή φόρτιση της ιστορίας τους.
-΄Ενα άλλο στοιχείο πολύ έντονο στην ποίηση του Μέσκου είναι αυτό που θα τολμούσα να το ονομάσω «Ρομαντικός αντικαπιταλισμός»
΄Οταν μιλώ για ρομαντισμό δεν μιλώ για το γνωστό λογοτεχνικό αλλά για το πολύ ευρύτερο πολιτικό ρεύμα του ρομαντισμού, που αναπτύχθηκε ως αντίδραση στη νεοτερική επέλαση του καπιταλισμού, ο οποίος ξεθεμελίωσε τις παραδοσιακές κοινότητες και την παλιά, σαφώς πιο ταιριαστή στα ανθρώπινα μέτρα, οργάνωση των κοινωνιών, για χάρη γιγαντομένων μητροπόλεων που μοναδικό σκοπό έχουν την κυκλοφορία κεφαλαίων και εμπορευμάτων.
«Κέρματα και γρόσια η αιτία του Κακού αιωνίως», γράφει ο ποιητής. Και λίγο παρακάτω: «Κύλησαν όρη όλα τα νομίσματα του κόσμου / στον αγύριστο για πάντα» (Στον Ίσκιο της γης, Β΄ τόμος, σελ 76)
Αυτή η νοσταλγία για μια προ-καπιταλιστική κοινότητα που χάθηκε, υπάρχει διάχυτη στα ποιήματα του Μέσκου.
Σε αντίθεση με την τάση του νεοτερικού ανθρώπου να αποκόπτεται από τις ρίζες του και να ενσωματώνεται ή να αφομοιώνεται από το αστικό περιβάλλον, ο Μέσκος επιστρέφει συνεχώς, σωματικά και διανοητικά, στον τόπο καταγωγής πράγμα που αποτελεί ίδιον του προ-νεοτερικού ανθρώπου. Σε έναν στίχο στις Ελεγείες, που μοιάζει σαν σημείωμα προς τον εαυτό του, ο ποιητής γράφει: «΄Οταν η μνήμη ξεθωριάζει πήγαινε κατά το χωριό» (κι αυτό όταν στην νεοπλουτίστικη μεταπολεμική Ελλάδα όλοι σχεδόν ήθελαν να ξεχάσουν την καταγωγή τους.)
΄Αλλοτε, δυσφορεί για τον σημερινό θλιβερό τρόπο ζωής (ενδεικτικά ένα απόσπασμα από το ποίημα «Θλιβερή συμβίωση», Άλογα στον Ιππόδρομο, Α΄ τόμος, σελ. 138)
Ρετιρέ, φωταγωγός, ασανσέρ
αντένες στο ύψος των πολυκατοικιών
κοινόχρηστα, θυρωροί, σκουπίδια
[...]
Πάλι στα διαμερίσματα 3*4
-είναι καλό έχει και καλοριφέρ
κι αυτό το παράθυρο
Ρετιρέ, φωταγωγός, ασανσέρ
αντένες, ακάλυπτος χώρος
φως και νερό απ’ το σίδερο
ΜΕ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ ΣΤΟΝ ΣΤΙΧΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΩΝΑ
ΣΑΣ ΣΒΗΝΩ. Και στη γωνιά
το γραφείο κηδειών αδίκως με καρτερεί
αδίκως τα δημόσια ουρητήρια – τι όνειρο
τι όνειρο φριχτό φίλε μου
Σαφώς συνδεδεμένη με αυτή τη ρομαντική νοσταλγία είναι και η πανταχού παρούσα αγάπη του Μέσκου για τη φύση και τα ζώα. Δέσιμο με τη φύση και αγάπη για τα ζώα που δεν παραπέμπουν στην αστική οικολογία και την ζωοφιλία των διαμερισμάτων αλλά σε μια ζωή οργανικά κι αρμονικά δεμένη με όλα αυτά. Παραθέτω δυο ποιήματα που είναι γραμμένα με 40 χρόνια διαφορά:
Στο σχοινί που απλώνει η μάνα μου τα ρούχα
από τη μουριά του γείτονα ήρθε ένας σπουργίτης.
Με κοιτάει· τον κοιτώ. Είτε πέφτει μαλακό το χιόνι
είτε ανάφτει πυρκαγιά η ροδιά στη φυλλωσιά της
μοιάζει να μην πολυπιστεύει πως εγώ είμαι εχθρός του
αλλά κι εγώ μπορώ να πάρω τη σφεντόνα
φύλλο ζεστό, σώμα μικρό τη στάχτη του
στους πέντε ανέμους να πετάξω;
(Μαυροβούνι, Κατοπινό Ειδύλλιο, Α΄ τόμος, σελ 69)

Το δεύτερο, κατά τη γνώμη μου ένα από τα Πιο συγκινητικά κείμενα της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τίτλο «Το κουνάβι».
Στη λησμονιά πάνε χρόνια μια νύχτα στο ποτάμι μάλλον εκδρομή της παιδικής παρέας μάλλον μοναχικός περίπατος πού να θυμάμαι σούρουπο ήταν όλα έτοιμα όλα μεταμορφωμένα χρώματα όνειρα άγνωστοι περαστικοί διαβάτες όταν στο δάσος τους γεφυριού η καμπύλη νερό από κάτω κελάρυζε κι όταν κάποιο μουσούδι κουναβιού στο χώμα οσμιζόταν θαρρείς τα μελλοντικά βήματά μου· δεν το προσπερνούσα καθώς εκείνο οδηγούσε το μονοπάτι χάδια επιζητούσε στα μάτια να με δει να μου μηνύσει τι τάχα με γελάκια ακόμα από τη χαραυγή μα ξαφνικά χέρι αόρατο (ποιος αλήθεια) μου ’δωσε την αιχμηρή τζουγκράνα από δίπλα κι εγώ μ’ αυτήν καμακώνοντας το ζωάκι το αποτελείωσα· και τα όνειρα λένε την αλήθεια μα ψαχούλησα ευθύς το στέρνο να δω αν έπνεε ζωή – ήταν νεκρό. Από τότε (μην παραξενεύεσαι μικρέ μου φίλε) όνειρα δεν έχω δεν ονειρεύομαι φοβάμαι τα όνειρα· κοιμάμαι μ’ ανοιχτά μάτια μην κάνω πάλι το κακό το λάθος το αποτρόπαιο το απάνθρωπο.
(Ελεγείες, Β΄ τόμος, σελ 234)
Αυτός ο αποτροπιασμός για τον φόνο ακόμα κι ενός κουναβιού, αυτή η βαθύτατη ανθρωπιά και ευαισθησία ίσως πρέπει να αναζητηθεί στο φοβερό αντίκρισμα θανάτου που ο ποιητής βίωσε στα παιδικά του χρόνια (θυμίζω ότι ο Μέσκος γεννήθηκε το 1936 και οι πρώτες και κρίσιμες παιδικές μνήμες του είναι από τον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο). Το τραύμα αυτό, αλλά και η αντίδραση που γέννησε, είναι εμφανές από το δεύτερο κιόλας ποίημα της πρώτης του συλλογής, με τίτλο «Αξιωματικός»:
Στο σκολειό, πολλές φορές η δασκάλα μας ρωτούσε:
-Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε
όταν σκορπίσετε από δω,
σαν γίνετε άντρες;
Κατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου:
-Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός!...
Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,
τ’ αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω
τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν
τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,
προτιμώ να ’μαι βοσκός με τα γελάδια
όλη μέρα, βρέχει χιονίζει, στο δάσος...
Ο Μέσκος μένοντας συνεπής στον ταυτοτικό του στίχο «όσα είπαμε παλιά ισχύουν», παρέμεινε ένας βοσκός, βρέχει χιονίζει· όχι βοσκός με τα γελάδια, όπως ίσως ονειρευόταν μικρός, αλλά βοσκός με τους στίχους του, στο Μαύρο Δάσος των ποιημάτων του.
* Ομιλία στη Θεσσαλονίκη, στις 5-4-2012, με αφορμή τη συγκεντρωτική έκδοση Μαύρο Δάσος Ι,ΙΙ, εκδ. Γαβριηλίδης. Εκεί και οι παραπομπές στις σελίδες.
* Βλ. M.Lowy-R.Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, Εναλλακτικές εκδόσεις

1.6.16

Εικαστικός Μήνας Μάιος Έκθεση φωτογραφίας Various Arts – Visual Arts



Εγκαίνια: Τετάρτη 01 Ιουνίου , 8.30 μ.μ. (Παρθεναγωγείο)

 Συνεχίζεται για τρίτη εβδομάδα ο «ΜΗΝΑΣ ΜΑΙΟΣ» από 30 Μαΐου  έως τις 5 Ιουνίου, στο Παρθεναγωγείο, (Βαρόσι, Έδεσσα), και ώρες 6 – 9 μ.μ. Την εβδομάδα αυτή φιλοξενείται ομάδα φωτογράφων .

Πρόκειται για σημαντικούς νέους καλλιτέχνες, με καταγωγή των περισσοτέρων από την Έδεσσα, οι οποίοι «παντρεύουν» τις φωτογραφίες τους με την γραφιστική τέχνη (photoshop) .
Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν είναι Λυπαρίνης Χρήστος, Χατζησερίφ Ομέρ , Δανιηλίδου Γεωργία  και Τόμτσης Γιάννης .