26.9.25

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ Η κατακόμβη των αγίων αγνώστων (2025)


από τον Θανάση Μαρκόπουλο (από το προφίλ του στο facebook)
Ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα. Κίνηση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ανάμεσα σε μύθους κι αλήθειες, περιστατικά πιθανά κι απίθανα, σημαντικά κι ασήμαντα, ιστορικά και μη, με ήρωες ξεπεσμένους αριστοκράτες, μια ιδιότυπη εφηβική τριάδα και μια περίεργη δυάδα, που κινείται στα όρια του μυστικισμού.
Γλώσσα ενδιαφέρουσα. Αστική κατά βάση, δεν ξεχνά τη θητεία του συγγραφέα στην ποίηση και δεν αποφεύγει την καθαρεύουσα, όσο επιβάλλεται από το ήθος των προσώπων αλλά κι από την ειρωνική του υπονόμευση. Ιδίως στις περιγραφές και σε συνδυασμό με τον μακροπερίοδο λόγο θυμίζει Παπαδιαμάντη. Γλώσσα που γέμει από εκτεταμένες παρομοιώσεις ομηρικού τύπου κι από συχνές διακειμενικές αναφορές σε Γάλλους κυρίως ζωγράφους, συγγραφείς και διανοητές.
Στα δύο αποσπάσματα που ακολουθούν η ξεπεσμένη βαρονοκοντέσα και βασική ηρωίδα του έργου κυρία Δαμβέργη, δασκάλα Γαλλικών πια, αφηγείται στον φίλο της βιβλιοπώλη Δαυίδ Ιωνόπουλο τη συνάντηση με τον Αλμπέρ Καμί:
«Αχ! Ο Αλµπέρ Καµύ! Έξοχος διανoητής και ωραίος άνδρας! Όχι όπως ο άλλος, εκείνο το ανθρωπόµορφον τέρας, ο Σαρτρ! Ο άθεος και µαοϊστής! Ο σιχαµερός γυναικoµανής! Ο παριστάνων τον δον ζουάν παρά τον ελεεινόν στραβισµόν του! Ο Καµύ, αγαπητοί µου, είναι αληθινός πνευµατικός άνθρωπος, µε ποιητικήν έµπνευσιν και τρισεύγενη γλώσσαν, παρά το κενόν και την αγωνίαν του συγχρόνου ανθρώπου που εκφράζει εις το έργον του! Και σας το έχω πει ποτέ; (Παρεμπιπτόντως, το είχε πει αμέτρητες φορές και πάντα με τον ίδιο τρόπο.) Σας το έχω πει; Τον εγνώρισα! Μάλιστα, τον εγνώρισα! Και πού θαρρείτε; Εδώ! Στο Λιµεναρχείον της πόλεώς µας! Πριν µία εξαετία, δεκαετία, δεκαπενταετία, ούτε που ενθυµούµαι, πάντως λίγο προτού χαθεί, pauvre homme, ο άµοιρος, στο Αλγέρι!
Είχα ξυπνήσει εκείνο το πρωί, το θυμάµαι σαν να ’ναι τώρα, από µια φασαρία που έκαµαν κάτι λιµενεργάτες κάτω από το µπαλκόνι του ξενοδοχείου µου. Τι σατανάδες! Μου προκαλούν πάντα τροµακτικό πονοκέφαλο. Και είχα ετοιµάσει καφέ για να συνέλθω.
Να σου και παρουσιάζεται ένας υπάλληλος του Λιμεναρχείου ξαφνικά, ξέρετε ποιον λέω, κύριε Ιωνόπουλε, τον Γιάννη Ανδρέου, που είναι παντρεµένος µε την κόρη του συµβολαιογράφου Mιχαήλ Ανδρονίκου, που είναι γαµπρός του πρώην επιτρόπου της Μητροπόλεως, εκείνου που εκατηγορήθη ως καταχραστής του παγκαριού και σκεπάστηκε η υπόθεσις τεχνηέντως, πώς λέγεται να δείτε, Μελισσαρόπουλος, ναι, ναι, όχι, όχι, Βελισσαρόπουλος, ναι Βελισσαρόπουλος –bref, τέλος πάντων–, αυτός λοιπόν, ο Γιάννης, ένα παιδί ως τριάντα πέντε χρονών, μελαψός κι αψύς, αλλά καλόκαρδος ο καημένος, εισβάλλει σαν σίφουνας στο δωμάτιό μου και μου λέγει βιαστικά: “Κυρία Δαμβέργη, γρήγορα! Ελάτε στο Λιμεναρχείο! Είναι εκεί δύο Γάλλοι και κάτι μας λένε μα δεν καταλαβαίνει κανένας! Ο κύριος Λιμενάρχης με έστειλε να σας φωνάξω να ρθείτε σαν δραγουμάνα! Και με το αζημίωτο, μου είπε”, λες και ήτο ποτέ δυνατόν να ζητήσω ε γ ώ λεπτά! Τέλος πάντων! Όπως φαντάζεστε, τι να κάνω, παρά τον πονοκέφαλόν μου, βάζω τα ρούχα μου, ένα τεριλέν πρωινό, της δραχμής δηλαδή, που το ’χα πάρει έτσι για να τυλίγομαι πρόχειρα όταν κάμω δουλειές – εκείνη την ώρα ήταν το μόνο που βρήκα μπροστά μου. Τι ντροπή, σκέφτηκα μετά, να με δούνε οι άνθρωποι ντυμένη με τέτοιες φτήνιες. Το ρίχνω λοιπόν επάνω μου, και σπεύδω… Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα δρασκελώντας το κατώφλι, chers amis… Δεν πρόλαβα να κάνω δυο μόνο βήματα… Να, το λέω κι ανατριχιάζω… Και τι βλέπω μπροστά μου… Τον Αλμπέρ Καμύ μαζί με τον Γκαλιμάρ, το εκδότη του! Μάλιστα! Εκεί! Αυτοπροσώπως, εις το γραφείον του Λιμενάρχου!». […]
«Ω! φαντασθείτε την ενθουσιώδη μου ταραχήν ενόσω τους αποχαιρετούσα! Θυμόμουνα τις παλαιές μου δόξες εν Παρισίοις! Δάκρυσα από την συγκίνησιν, συνεπαρμένη από αυτήν την σπανίας ποιότητος τύχην! Ο Καμύ καθώς έφευγε εστράφη αίφνης και μου είπε μ’ ένα ελαφρώς λυπημένο χαμόγελο: “A bientot, madame… A Paris ou ailleurs… [Σύντομα εις το επανιδείν, κυρία… Στο Παρίσι ή αλλού]”. Ενώ ο Γκαλιμάρ συγκατένευε… Τι ευγενείς άνθρωποι… Και τι τιμή για την πόλη… Εννοείται πως οι υπόλοιποι στο γραφείον του Λιμενάρχου, χαμπάρ γιοκ! Κανόνιζαν μόνο κάτι διατυπώσεις και τα τοιαύτα, χονδροειδώς και αναισθήτως, κι ούτε έναν καφέ να τους τρατάρουνε τους ανθρώπους… “Κυρά Δαμβέργενα, καλά το δλευς το γαλλικό… Δεν παν τζάμπα τα λεφτά που παίρνις…” (Το είπε μιμούμενη με περιφρόνησιν την ντοπιολαλιά.) Αυτό είχαν να μου πούνε οι άξεστοι… Αλλά τι να περιμένει κανείς… πλέμπα… όχλος, mes chers… Τι να καταλάβουν… Δεν τους ξέρουμε δα;… Θυμηθείτε τι έγινε μετά τον πόλεμο…»
(σ. 167-168, 169-170)

Δεν υπάρχουν σχόλια: