[…]Με λίγα λόγια, η σύγχρονη πολιτική/κοινωνική ποίηση αντιμάχεται διαρκώς την παραδοξότητα του εαυτού της, αντιμετωπίζει διαρκώς το αίτημα του κατεπείγοντος πλην όχι βεβιασμένου, τη δεκτικότητα στη στράτευση πλην όχι στην επιδειξιομανία, την ανάγκη να είναι έγκαιρη (και ίσως έγκυρη) αλλά και ανθεκτική στην τυραννία του «χρονοδιαγράμματος» των κοινωνικών δικτύων και των μέσων πληροφόρησης.[…]
[…]Η ένταση ανάμεσα στην αναγκαιότητα και στην επιδειξιομανία δεν είναι απλώς αισθητική· είναι πολιτική. Το να σπεύδει κανείς στον στίχο χωρίς αναστοχασμό σημαίνει να αναπαράγει τη λογική της επιτάχυνσης που συντηρεί πολλές από τις σημερινές κρίσεις.[…]
[…]Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής, Απ’ την Αθήνα φάντασμα (τίτλος που επιδέχεται διάφορες αναγνώσεις), δηλώνει, μεταξύ άλλων, την πόλη ως φάντασμα, οπτασία, ίχνος. Σε αντίθεση με τη μνημειακή πόλη των ταξιδιωτικών αφηγήσεων ή την πολιτική Αθήνα της λογοτεχνίας της κρίσης, η Αθήνα αυτού του βιβλίου εμφανίζεται ως μια πόλη αδειανή, ένα περίβλημα που το διασχίζει η μνήμη.
Μίκρυνα την ευαισθησία
σε βρέφος, βρέθηκα
στο πρόσωπό του
αφαιρώντας του
το πρόσωπο,
άδειασα τον εαυτό μου
στη μανία του χρόνου,
έφτασα στο παρόν
μισώντας, λατρεύοντας
το παρελθόν.
(σελ. 30)
Η ευαλωτότητα συνδέεται με τη διαγραφή. Η ευαισθησία συρρικνώνεται σε βρεφικότητα, αλλά το βρεφικό πρόσωπο ταυτόχρονα σβήνεται. Αυτή η πράξη άρνησης δομεί ολόκληρο το βιβλίο: το λυρικό υποκείμενο επιβιώνει όχι μέσω της καταφατικότητας, αλλά μέσω της αφαίρεσης. Η Αθήνα αναδεικνύεται ως σκηνή φασμάτων που εμφανίζονται και χάνονται/διαλύονται ταυτόχρονα.[…]
[…]Η ισχνότητα του βιβλίου και η λακωνικότητα και ενίοτε ελλειπτικότητα των ποιημάτων μετατρέπουν τη συντομία σε αισθητική στρατηγική προς την εξασφάλιση αυτής της κατεύθυνσης. Κάθε ποίημα λειτουργεί ως θραύσμα, ως απόσπασμα (σχεδόν Ρομαντικό), ως σπασμένο κομμάτι από κάποια σκέψη ή εικόνα που αντιστέκεται στην ολοκλήρωση. Αυτό το σπάσιμο αντικατοπτρίζει την ίδια την εμπειρία του φαντάσματος, του μη ολοκληρωμένου, του μερικού και φευγαλέου. Η γλώσσα αποστάζει υπαρξιακή και αστική αποδιάρθρωση σε ελάχιστους στίχους, πολλαπλασιάζοντας την αντήχησή τους.[…]
[…]Το πρόσωπο διαλύεται μέσα στην πόλη, ενώ η πόλη γίνεται προέκταση της εσωτερικότητας. Η πόλη είναι ένα τοπίο συντιθέμενο από λειτουργικούς δρόμους και ερείπια, η παρουσία της ισοδυναμεί με μια εσωτερική τοπογραφία της απώλειας. Αυτή η διττή ανάγνωση συνδέεται το βιβλίο με μια ευρύτερη παράδοση αστικής ποίησης, όπου η πόλη γίνεται αλληγορία της ταυτότητας (από το μποντλερικό Παρίσι έως την καβαφική Αλεξάνδρεια). Εντούτοις, ο Μηλιάς διαφοροποιείται απογυμνώνοντας την Αθήνα από μεγαλεία και ερωτικές νοσταλγίες. Η Αθήνα εδώ είναι σκελετική, φασματική, αβέβαιη.[…]
[…]Θα μπορούσε κανείς να πει πως η Γάζα είναι το οριακό παράδειγμα της πολιτικής ποίησης: ένας τόπος τόσο υπερκαθορισμένος από τον πόνο, που η πρόκληση δεν είναι να τον καταστήσεις ορατό, αλλά να βρεις εκείνη τη μορφή αναπαράστασης που δεν θα υποβιβαστεί σε θέαμα. Υπό αυτή την έννοια, η λογοτεχνία για τη Γάζα είναι συγχρόνως αναγκαία και επισφαλής. Αναγκαία, διότι η σιωπή θα ισοδυναμούσε με συνενοχή στον αφανισμό ζωών· επισφαλής, διότι η επείγουσα ανάγκη του πολέμου απαιτεί συχνά ταχύτητα σε βάρος της εμβάθυνσης. Τα καλύτερα έργα αντιστέκονται στη γοητεία της αμεσότητας και καλλιεργούν, αντίθετα, μια ποιητική της αντοχής, μια γλώσσα που όχι μόνο αντιδρά στο παρόν, αλλά και οικοδομεί ένα μελλοντικό αρχείο ενάντια στη λήθη. Η Γάζα, λοιπόν, δεν είναι μόνο μια τραγωδία· είναι και μια δοκιμασία της αισθητικής: μπορεί η λογοτεχνία να εξακολουθήσει να αποδίδει αξιοπρέπεια στο ανθρώπινο υπό συνθήκες όπου η ίδια η ανθρωπινότητα συστηματικά καταλύεται; Το να γράφει κανείς για τη Γάζα σημαίνει να έρχεται αντιμέτωπος με αυτό το ερώτημα ευθέως. Το να αποτύχει, σημαίνει να κινδυνεύει να μετατρέψει τη λογοτεχνία σε ερείπια.
Η προσέγγιση του Μηλιά είναι «δύσκολη» επειδή εκείνο που κανονιστικά προϋποθέτει κάθε αναφορά στη Γάζα είναι ακόμα δυσκολότερο. Και οι αλληλοπεριχωρήσεις του «ειδικού» και του «γενικού» –του δικού που αντανακλά το οικουμενικό και του οικουμενικού που ερμηνεύει το δικό– δημιουργούν ακατάπαυστα διόδους που οι ίδιοι οι τόποι έχουν φράξει.
Κάλας και Καρυωτάκης
κατρακυλούν
–ρήγμα η ποίηση–
βράχοι με αίμα,
μωρά.
Αλήθεια, ακόμα
επιβιώνουν
τα εφτάψυχα σκυλιά
στη Γάζα;
(σελ. 33)
Το Απ’ την Αθήνα φάντασμα δεν διαβάζεται απλώς ως ένας θρήνος για τον τόπο (τον όποιο τόπο, φυσικό, πολιτισμικό, κ.λπ.), αλλά κυρίως ως μια μεταφορά και μετατόπιση: η Γάζα γράφεται μέσα από την Αθήνα και η Αθήνα αποκαλύπτεται ως ο «μεσολαβητής» ενός παγκόσμιου τραύματος. Είναι, πράγματι, μια μέθοδος εντασσόμενη στη μοντερνιστική και μεταμοντερνιστική παράδοση, στη γραμμή που ανέδειξε τον Έλιοτ, που συγκρότησε τον πόνο και την αποσύνθεση ενός αιώνα μέσα από τα θραύσματα της δυτικής κουλτούρας, ή τον Ζέμπαλντ, στον οποίο η μνήμη του Ολοκαυτώματος και του πολέμου ενσωματώνεται σε τοπία της κεντρικής Ευρώπης. Έτσι και στον Μηλιά, η Γάζα δεν περιγράφεται «άμεσα», όχι με την αναμενόμενη έννοια του άμεσου. Αντιθέτως, «διαμεσολαβείται» από μια άλλη περιοχή, η οποία λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης, ένα έδαφος που κουβαλάει ξένα φαντάσματα. Μέσω αυτού του μηχανισμού, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι το τοπικό τραύμα ποτέ δεν είναι μόνο τοπικό· είναι πάντοτε και παγκόσμιο.
Η μέθοδος αυτή έχει ισχυρές αισθητικές και πολιτικές συνέπειες. Πρώτον, αποφεύγει τον κίνδυνο του συγκινησιακού ρεαλισμού (να παρουσιαστεί δηλαδή η Γάζα μόνο ως θέαμα καταστροφής), και αντ’ αυτού δημιουργεί ένα ποιητικό αρχείο έλλειψης: η Γάζα είναι παρούσα μέσα από την απουσία της, μέσα από τα ίχνη που αφήνει σε μια άλλη γεωγραφία. Δεύτερον, εντάσσει την ελληνική πρωτεύουσα σε έναν διάλογο που ξεπερνά τα εθνικά όρια και μετατρέπει την πόλη σε μεσογειακό κόμβο παγκόσμιας εμπειρίας, όπου η ιστορική μνήμη της Ελλάδας και η τρέχουσα τραγωδία της Παλαιστίνης διαπλέκονται. Η ποίηση του Μηλιά, επομένως, δεν είναι μόνο μνημείο απώλειας· είναι και ένα εργαστήριο μορφών, όπου η Αθήνα γίνεται το όχημα για να ειπωθεί ο ανείπωτος πόνος της Γάζας, χωρίς να θυσιάζεται ούτε η αισθητική ακεραιότητα ούτε η πολιτική βαρύτητα του ποιητικού λόγου.
[Η Αγγελική Κορρέ Angie Korre γράφει στο Φρεαρ - frear.gr (και) για το "Απ' την Αθήνα φάντασμα"]

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου