(Γράφει η Γεωργία Χάρδα)
«Ποίηση σε χώρα τυφλή»
Η νέα ποιητική συλλογή του Ορφέα Απέργη είναι μια κραυγή που αναδύεται μέσα από τα χαλάσματα, ένα ντοκουμέντο σε μορφή ελεγείου, γραμμένο για να πενθήσει αλλά και για να καταγγείλει.
Ο τίτλος «Τύφλαντ» προέρχεται από το γερμανικό Tiefland, που
σημαίνει «χαμηλά εδάφη» αλλά μπορεί να σημαίνει και «γη βαθιά». Ο συμβολισμός
του είναι πολυεπίπεδος: από τη μία πλευρά, παραπέμπει στον γεωγραφικό χώρο των
Τεμπών, τόπο της τραγωδίας, φωτίζοντας τη σκοτεινή και γεμάτη πόνο πλευρά του
τόπου αυτού. Από την άλλη, λειτουργεί ως μεταφορά για το χαμηλό ηθικό και
κοινωνικό επίπεδο — την αμέλεια, την απρονοησία και την αδιαφορία της κρατικής
μηχανής, που οδήγησαν στο θάνατο αθώων παιδιών.
Η αφιέρωση «Για τους νεκρούς των Τεμπών, τους νεκρούς μας»
ξεπερνά τον φόρο τιμής· είναι μια οδυνηρή δήλωση συλλογικής ευθύνης και
αναγνώρισης συνενοχής. Με αυτόν τον τρόπο, ο Απέργης καλεί σε μια κοινή
αναμέτρηση με το τραύμα, μια ειλικρινή αντιμετώπιση του πόνου που δεν μπορεί να
σβηστεί ή να ξεχαστεί.
Στον πυρήνα της ποιητικής του, ο Απέργης αντιμετωπίζει το
ανείπωτο: τον θάνατο παιδιών που δεν βρέθηκαν ποτέ, ούτε τα κόκαλά τους. Ο
τίτλος της ενότητας «Κόκαλα δεν έχει» μεταφέρει το σοκ της απώλειας που δεν
μπορεί να εξαντληθεί ή ολοκληρωθεί, γιατί τίποτα απτό δεν έμεινε πίσω. Η
απουσία σώματος γίνεται απουσία στίγματος και η ποίηση καλείται να αρθρώσει
αυτό το φάντασμα:
«παιδιά με βγαλμένα τα μάτια παίζουνε κανονικά με τα
παιχνίδια τους…»
Η χρήση του στίχου από τον Evaristo de Chirico – «Η
διασταύρωσις δύο τραίνων επί χαμηλών εδαφών εστίν λίαν επικίνδυνος…» – φαντάζει
σαρκαστικά προφητική. Αντιστρέφει τον ψυχρό τεχνοκρατικό λόγο σε προοίμιο
θανάτου. Ο Απέργης τον υιοθετεί για να δείξει την απώλεια του ανθρώπινου
μέτρου, τη στιγμή που η τεχνολογία, η αδιαφορία και η κρατική αμέλεια
συνωμοτούν για μια τραγωδία που θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί.
Η ποίηση εδώ αρνείται να «ωραιοποιήσει» ή να ανακουφίσει.
Βυθίζεται στη φρίκη:
«γυναίκες σκληρίζουνε
παιδιά παίζουνε με μασούρια και φυσίγγια
και δίνουνε το ένα το άλλο»
Η γλώσσα δεν είναι φτιαγμένη από συναίσθημα· είναι από
εικόνες, ονόματα, τοπωνύμια, ημερομηνίες, ακριβώς σαν κατάθεση μνήμης, ή μήπως
δικογραφίας. Στον αφηγητή – ίσως ρεπόρτερ, ίσως μάρτυρα, ίσως ύποπτο – λένε
όλοι: «Φύγε». Εκείνος όμως παραμένει.
«κι αυτοί όλοι ήδη
μ’ είχαν επισημάνει
και είχα επισημανθεί»
Αυτό το «έχω επισημανθεί» επαναλαμβάνεται σχεδόν
ψυχαναγκαστικά, υπογραμμίζοντας την αίσθηση παρακολούθησης και ενοχής, αλλά και
την επίμονη ανάγκη να διασωθεί η αλήθεια. Το ποίημα λειτουργεί σαν
αντι-ιστορία: απέναντι στη σιωπή των επίσημων αφηγήσεων, προτείνει τη βιωμένη,
ματωμένη μαρτυρία.
Σε όλη την έκταση του ποιήματος ο Απέργης ονομάζει,
αποκαλύπτει, γράφει σαν κάποιος που θέλει να κρατήσει κάτι πριν το θάψουν
δεύτερη φορά.
Το Τελευταίο Βαγόνι – Κατευόδιο χωρίς παραλήπτη
Στην ενότητα αυτή, ο
Ορφέας Απέργης εγκαταλείπει για λίγο τη σκληρή, συχνά ντοκουμενταρίστικη γλώσσα
του υπόλοιπου έργου και μπαίνει σε έναν καθαρά ελεγειακό, σχεδόν ψιθυριστό τόνο,
απευθύνεται όχι πια σε κοινό ή αναγνώστες, αλλά στους ίδιους τους νεκρούς:
«Για σας το γράφω αυτό
αλλά δεν ξέρω πού να το στείλω»
Η απελπισμένη αυτή φράση είναι η ποιητική συνειδητοποίηση
της αδυναμίας επικοινωνίας. Ο ποιητής θέλει να πει, να απευθυνθεί, να πενθήσει
– αλλά δεν υπάρχει παραλήπτης πια. Δεν υπάρχει ούτε σώμα, ούτε τόπος, ούτε
οστά. Αυτός είναι ο πυρήνας και της ενότητας «Κόκαλα δεν έχει»: όταν δεν έχεις
πού να στείλεις το κατευόδιο, τι είδους αποχαιρετισμός απομένει;
«Για σας το γράφω αυτό
που είπατε ‘θα σε δω το βράδυ’
που είπατε ‘μάνα, θ’ αργήσω
μη ξενυχτήσεις να με περιμένεις’»
Οι φράσεις αυτές είναι οι τελευταίες καθημερινές λέξεις που
ειπώθηκαν – φράσεις απλές, ανυποψίαστες, οικείες. Είναι ο πραγματικός διάλογος
που προηγήθηκε του θανάτου. Και ο ποιητής τούς τις επιστρέφει, όχι για να τις
ανακουφίσει, αλλά για να τις κάνει αιώνιες. Είναι ένας τρόπος να πει: δεν σας
ξεχάσαμε, αυτές οι φράσεις δεν χάθηκαν.
Η απουσία εδώ δεν είναι μόνο φυσική· είναι και πολιτική,
θεσμική, υπαρξιακή. Το τελευταίο βαγόνι δεν είναι απλώς το τέλος μιας
διαδρομής, αλλά ο χώρος του αφανισμού – κυριολεκτικά (όπως έγινε στα Τέμπη),
αλλά και μεταφορικά: το τέλος της αθωότητας, της εμπιστοσύνης, της ζωής που
διακόπηκε από κρατική αμέλεια.
Ο Απέργης δεν εξιδανικεύει τα θύματα, δεν ηρωοποιεί. Τους
δίνει πίσω τις τελευταίες φράσεις τους, σαν να προσπαθεί να επαναφέρει την
ανθρώπινη διάσταση μέσα στην τραγωδία. Το κάνει με σιωπηλή ευγένεια και αυτό
κάνει τους στίχους του πιο σπαρακτικούς:
«Για σας το γράφω αυτό…»
Η ποίηση γίνεται γράμμα που δεν φτάνει, μνημείο που δεν έχει
πού να στηθεί.
Από την παρουσία στη φρίκη της απουσίας
Ο Ρίτσος κι ο Απέργης μπροστά στο τραύμα των νεκρών παιδιών
Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά
παιδιά» αποτελεί ένα από τα πιο βαθιά ελεγειακά και ψυχικά φορτισμένα ποιήματα
του 20ού αιώνα. Εκεί, τα νεκρά παιδιά δεν αναπαύονται, δεν “απουσιάζουν”, αλλά
επιστρέφουν σαν μνήμη, σαν ενοχή, σαν σιωπηλή παρουσία που στοιχειώνει την
καθημερινότητα:
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο
διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη
στέρηση
μα απ’ την αύξηση.
Τα παιδιά αυτά είναι παρόντα και η ποίηση του Ρίτσου
αναλαμβάνει να τους δώσει χώρο να υπάρχουν, όχι μόνο ως απώλειες αλλά και ως
βουβή ηθική υπενθύμιση: ότι κάτι πήγε στραβά – και συνεχίζει να πηγαίνει.
Στo Τυφλάντ, ο Ορφέας Απέργης φαίνεται να συνομιλεί άμεσα ή
έμμεσα με αυτή την ποιητική ιδέα του Ρίτσου, αλλά η συνθήκη είναι πιο σκληρή,
πιο σκοτεινή, πιο σύγχρονη: Τα παιδιά δεν έχουν επιστρέψει. Δεν βρέθηκαν. Δεν
υπάρχουν. Ούτε τα κόκαλά τους.
«Κόκαλα δεν έχει» λέει ο Απέργης, και αυτό δεν είναι μόνο
φυσική απουσία· είναι και κενό στη μνήμη, κενό στη δικαιοσύνη, κενό στο πένθος.
Η διαφορά είναι ουσιώδης:
Ο Ρίτσος γράφει για παιδιά που στοιχειώνουν.
Ο Απέργης για παιδιά που δεν πρόλαβαν να γίνουν φαντάσματα.
Που τα χάσαμε ακόμα και από τη μνήμη.
Στον Ρίτσο, η παρουσία τους προκαλεί τύψεις και εγρήγορση.
Στον Απέργη, η απώλεια ακόμα και της παρουσίας τους, οδηγεί στην αγωνία μήπως
το έγκλημα ξεχαστεί, κρυφτεί, ήσυχα κουκουλωθεί.
Έτσι, ο διάλογος μεταξύ των δύο ποιημάτων γίνεται διάλογος
εποχών, ηθικών σταθμών, τρόπων πένθους. Και τελικά, η ποίηση λειτουργεί ως ο
μόνος τρόπος να μείνει κάτι ζωντανό — έστω και μόνο η ερώτηση:
«Πότε πεθαίνουν στ’ αλήθεια τα παιδιά; Όταν χάνονται ή όταν
τα ξεχνάμε;»
Μέσα από αυτό το έργο, ο ποιητής δεν αναπαριστά την
τραγωδία. Γίνεται ο ίδιος τόπος της. Γράφει για να καταγράψει, να θυμίσει, να
επισημάνει. Και στο βάθος αυτής της ποίησης δεν βρίσκεται ο λυρισμός, αλλά το
ερώτημα:
Πόσα παιδιά πρέπει να χαθούν, για να δούμε ποιοι πραγματικά
είμαστε;
«Στις στάχτες της απώλειας: μια αγκαλιά επιβίωσης»
«Πιάσε το χέρι μου σφικτά και σκούπισε το κλάμα – Και μες
στις στάχτες αγκαλιά, και μες στη λάσπη αντάμα.»
Ο τελευταίος αυτός στίχος κλείνει τη συλλογή όχι με μια
απάντηση, αλλά με μια προσφορά: το χέρι του άλλου. Μετά από όλο τον πόνο, την
αποκάλυψη, την πολιτική οργή και την αδυναμία αποχαιρετισμού, ο Απέργης δεν
στέκεται μόνο στον θρήνο. Μας καλεί να κρατηθούμε ο ένας από τον άλλο, να
βρούμε μια μορφή συντροφικότητας στο αδιέξοδο.
Η φράση «σκούπισε το κλάμα» φέρνει μια εσωτερική τρυφερότητα
που σπάνια βρίσκει κανείς στη συλλογή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της είναι
αιχμηρό, σπαρακτικό, συχνά καταγγελτικό. Εδώ όμως, στο τέλος, η ποίηση
προτείνει μια έμπρακτη, σχεδόν σωματική μορφή παρηγορίας.
Και η τελευταία εικόνα, «στις στάχτες αγκαλιά, και μες στη
λάσπη αντάμα», είναι τόσο τραχιά όσο και ανθρώπινη. Οι στάχτες και η λάσπη
είναι κατάλοιπα της καταστροφής – καμένη ύλη, βρώμικη γη – όμως μέσα σε αυτά τα
ερείπια γεννιέται η δυνατότητα συνάντησης. Όχι στην καθαρότητα, αλλά μέσα στον
όλεθρο.
Η αγκαλιά δεν είναι κάθαρση. Είναι επιβίωση.
Ο Απέργης τελειώνει τη συλλογή με έναν χαμηλόφωνο, αλλά βαθύ
ηθικό τόνο: όταν όλα έχουν χαθεί, η μόνη απάντηση είναι να μείνουμε μαζί και να
πενθούμε μαζί. Όχι για να ξεχάσουμε, αλλά για να αντέξουμε τη μνήμη.
Ο Ορφέας Απέργης (Αθήνα, 1974) είναι ποιητής, δοκιμιογράφος,
μεταφραστής και performer. Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά του έχουν
δημοσιευτεί μεταξύ άλλων στα περιοδικά Ποίηση, Ποιητική, Νέα Εστία και Books’
Journal από το 2006 και εξής. Από το 2013 συνεργάζεται κυρίως με το λογοτεχνικό
περιοδικό Φάρμακο, του οποίου είναι συντάκτης. Κρατάει τη στήλη πολιτισμικής
κριτικής «Τεχνολογίες» στα Νέα και τη στήλη «Ut poesis» στo Books’ Journal. Πιο
πρόσφατα βιβλία του: «Σαν χρέος» (ποιήματα, εκδόσεις Νεφέλη, 2020), «Η γλώσσα
τους» (ποιήματα, εκδόσεις Νεφέλη, 2019) και «Ποίηση Τώρα» (συλλογικός τόμος με
δοκίμια, εκδόσεις φρμκ, 2018). Συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, με τίτλο
«Υ», κυκλοφόρησε το 2011 από τις Εκδόσεις Πατάκη. Από τις Εκδόσεις Πατάκη
κυκλοφορεί επίσης η ποιητική του σύνθεση «Καθαριστήριο: Σάτιρες» (2021).
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και
σουηδικά. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Byron, Shelley, Emily Bronte, Poe, Browning, Williams, Pound, Moore,
MacNeice, Bishop, Duncan, Larkin, Hill και Muldoon. Το 2013 ήταν επισκέπτης
ποιητής στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και επισκέπτης
συγγραφέας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Από το 2015 συνεργάζεται με το
Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση στο πρόγραμμα «Ο Καβάφης πάει σχολείο», μια
καινοτόμο μέθοδο διδασκαλίας του Καβάφη σε δημόσια σχολεία. Έχει συμμετάσχει σε
πολλές εκδηλώσεις performance ποιητικών και άλλων κειμένων, ως μέλος των
καλλιτεχνικών ομάδων Dasein, greekpoetrynow και φρμκ. Το 2018 έγραψε το
θεατρικό (Βρικόλακες), εμπνευσμένο από τον Ίψεν, που ανέβηκε στο Φεστιβάλ
Αθηνών-Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κωνσταντάτου, και απέδωσε στα αγγλικά τη
διασκευή των Ορνίθων που ανέβασε ο Νίκος Καραθάνος στη Νέα Υόρκη (St. Ann’s
Warehouse). Το 2020 παρουσίασε τη δουλειά του, ως προσκεκλημένος του κύκλου
σεμινα¬ρίων «Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές», στο Πανεπιστήμιο του Harvard. Το 2021
κυκλοφόρησε επίσης, σε μετάφρασή του, το λυρικό δράμα Hellas του Percy Bysshe
Shelley, από τις εκδόσεις Gutenberg.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου