Αριστοτέλης Σαΐνης
Καθόλου τυχαία, ο Λοιμός γράφεται την ίδια εποχή που ο Πρίμο Λέβι -χωρίς να κατηγορηθεί για σχετικοποίηση ή εργαλειοποίηση-, γεμάτος αγωνία για την παγίωση της μνήμης, θύμιζε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα και στη Σοβιετική Ενωση, τους τυφλούς βομβαρδισμούς στο Βιετνάμ και τα βασανιστήρια στις χώρες της Λατινικής Αμερικής που οι κυβερνήσεις τους στηρίζονταν από τις
ΗΠΑ, επιμένοντας «ότι κάθε εποχή έχει τον δικό της φασισμό». Και πάλι, τα λόγια του Κοτζιά, ο οποίος μίλησε για «σπουδή μιας θεμελιακής κατάστασης των καιρών μας, της οργανωμένης απανθρωπιάς του στρατοπέδου συγκεντρώσεως» ηχούν, στη σημερινή συγκυρία -όπου το τείχος και το συρματόπλεγμα επιστρέφουν-, κάτι παραπάνω από επίκαιρα.Στην αφετηρία, η ρεαλιστική εξιστόρηση της απάνθρωπης
καθημερινότητας σ’ έναν στρατοπεδικό χώρο ηθικού εξαγνισμού, που η ανωνυμία του
δεν εμποδίζει -αλλά και δεν υποχρεώνει- την ταύτιση με το εθνικό αναμορφωτήριο
της Μακρονήσου· στην πορεία, η υπέρβαση του ιστορικού πλαισίου, μια άχρονη
εικόνα των δοκιμασιών της ανθρώπινης συνείδησης σε συνθήκες καθεστωτικής βίας.
Με τα λόγια του Αλέξανδρου Κοτζιά, «μια άτμητη ατέλειωτη
μέρα καταναγκαστικού μόχθου και απύθμενου εξευτελισμού, μια άτμητη ατέλειωτη
νύχτα συστηματικού τρόμου ή αναμονής του τρόμου», και να, μόλις σε δύο γραμμές,
ο Λοιμός του Αντρέα Φραγκιά (1921-2002), που γράφτηκε το 1967 και κυκλοφόρησε
έπειτα από περιπέτειες το 1972, κείμενο-αγκωνάρι της πεζογραφίας μας,
κυκλοφορεί σε νέα έκδοση με εξαιρετικό επίμετρο του Δημήτρη Χριστόπουλου, ο
οποίος σχολιάζει όψεις του βιβλίου, διατρέχει την πρόσληψη και προτείνει νέες
ερμηνευτικές διόδους (από τους αφηγηματικούς τρόπους ώς τη σύγχρονη
βιοπολιτική).
Πολλά χρόνια μετά, η ανάγνωση του Λοιμού εξακολουθεί ν’
αποτελεί πραγματική εμπειρία: διαβάζεις ένα κείμενο που σε «τρομάζει» με τη
«διαύγειά του», καθώς «διακρίνεις τις λεπτομέρειες» «σαν να κοιτάς με φακό»,
και, την ίδια στιγμή, όλα απομακρύνονται ή θαμπώνουν σαν «σε κάποιο όνειρο που
το έχεις ξαναζήσει».
Από τη μια, οι κατάδικοι, που δεν έχουν ονόματα εκτός απ’
αυτά που τους χαρίζουν γενικοί χαρακτηρισμοί (ο «διψασμένος», ο «μαύρος
σκούφος», ο «περιδεής»), δουλεύουν όλη τη μέρα σε «έργα πολιτισμού», χτίζοντας
μια ιδανική πολιτεία, ενώ το βράδυ στοιβάζονται σε υπόγεια καταλύματα που
μοιάζουν με μικρούς οικογενειακούς τάφους.
Από την άλλη, οι φύλακες, στρατιές από «άσπρες μπλούζες»,
επιβλέπουν και κακομεταχειρίζονται τους έγκλειστους προσπαθώντας ν’ αποσπάσουν
ομολογίες, για αμαρτίες ή εγκλήματα που κανείς δεν μπορεί πια να θυμηθεί·
προοδευτικά χάνουν το ανθρώπινο πρόσωπό τους, δεν έχουν βλέμμα, η φωνή τους
είναι η «υλακή ζώου», μεταμορφώνονται σε τέρατα: «έχουν μακριές αρπάγες με
κοφτερά δόντια και θώρακα από σκληρό αγκαθωτό όστρακο». Πάνω από όλα και όλους
δεσπόζει ο αόρατος κρατικός μηχανισμός, η «μάσκα» με το πανεποπτικό βλέμμα:
«ένα ομοίωμα προσώπου από σκασμένη πορσελάνη, χωρίς αίμα και χωρίς σύσπαση»,
φτιαγμένη από «σφυρίγματα φιδιών, πηγμένο αίμα, ξεριζωμένες τούφες μαλλιών και
μυγοχέσματα».
Αν οι «άνεμοι και οι φουρτούνες ακολουθούν το γύρισμα των
εποχών», οι καταναγκαστικές εργασίες των καταδικασμένων (κουβάλημα πέτρας,
κυνηγητό μύγας) και τα ταπεινωτικά βασανιστήρια που επαναλαμβάνονται αέναα,
σταματούν τον χρόνο και μετατρέπουν τον εφιάλτη σ’ ένα διαρκές παρόν, «μια γκρίζα
σκοτεινιά», όπου ο φόβος και ο θάνατος είναι απόλυτα κυρίαρχοι. Διέξοδος δεν
υπάρχει, για κανέναν από τους κατοίκους του νησιού («Πέρα από εδώ δεν υπάρχει
τίποτα. Ούτε πριν, αλλά ούτε και μετά είναι δυνατόν να υπήρξε ή να γίνει κάτι
άλλο που να μην είναι το ίδιο με τούτο»), και οι όποιες αναμνήσεις παραμένουν
αχνές: «Μα έζησες ποτέ πουθενά αλλού, εκτός από εδώ: ίσως να έγινε κάποτε, αλλά
βρίσκεται ξεθωριασμένο, πίσω χιλιάδες χρόνια».
Η γενική μόλυνση, η επιδημική αρρώστια του τίτλου διαποτίζει
αυτό το νοσηρό τοπίο απάνθρωπης ωμότητας, όπου δίπλα στις μύγες και στα
ποντίκια που κατακλύζουν τον χώρο δοκιμάζονται η ανθρώπινη ζωή και τα όρια της
ανθρώπινης συνείδησης: «τούτος ο τόπος είναι μια ανοιχτή πληγή, μια ζουλισμένη
σάπια μύγα. Κι αν γλυτώσεις από τις νυχτερινές επιχειρήσεις, θα πεθάνεις από
αηδία σ’ ένα παχύρρευστο κίτρινο υγρό, μέσα στο θειάφι, το πύον και τις
αναθυμιάσεις της λάβας»· μια αηδία που οδηγεί στην αναπόφευκτη τελική απόφραξη
του λογικού κάποιων κρατούμενων: «Ολος ο κόσμος είναι από σκατά! [...] Ελάτε να
σας δείξω τα άντερα του ποντικού που έγιναν ραπτομηχανές για τα άμφια του
χρόνου.»
Γλώσσα και αφηγηματική οργάνωση διαθλούν πρισματικά το
άγχος, τον εφιάλτη και το παράλογο νόημα που ελλοχεύει στο μυθιστόρημα. Εξού η
έλλειψη αφηγηματικής αλληλουχίας, η αποσπασματική άρθρωση των γεγονότων, η
χρονοτοπική απροσδιοριστία, αλλά και ο ιδιότυπος αφηγητής, που ισορροπεί
ανάμεσα στην αποστασιοποίηση προς τα αφηγούμενα και μια στάση μερικής ταύτισης
ή πλήρους συντονισμού με την εμπειρία των χαρακτήρων: κάποιες στιγμές, η πλήρης
υποστασιοποίησή του στο επίπεδο της δράσης παίρνει τη συμβατικά αδύνατη μορφή
ενός διαλόγου με τη συνείδηση άλλων χαρακτήρων.
Ο χειρισμός του θεματικά εκρηκτικού υλικού και ο
υπαινικτικός χαρακτήρας της αφήγησης με την αλληγορική απόβλεψη ανάγουν το
κείμενο στο επίπεδο των ιδιότυπων καφκικών αλληγοριών. Ωστόσο, η
νατουραλιστική, σχεδόν εξπρεσιονιστική, διόγκωση της ρεαλιστικής επιφάνειας
στον Λοιμό δεν αποτελεί παρά ένα στάδιο στη συγγραφική πορεία του Φραγκιά.
Ο Λοιμός ακολουθεί τα δύο πρώτα μυθιστορήματά του [Ανθρωποι
και σπίτια (1955), Καγκελόπορτα (1962)], όπου το σαφώς αναγνωρίσιμο χρονοτοπικό
πλαίσιο, αν και όχι πλεοναστικά σχολιασμένο (Αθήνα, τέλος κατοχής, τέλος
εμφυλίου), φωτίζει δυσοίωνα το βαλτωμένο παρόν, παγιδεύοντας τις ατομικές
περιπέτειες στα δίχτυα της Ιστορίας, και ακολουθείται από το δυστοπικό, δίτομο
Πλήθος (1985-1986) με την αποδιαρθρωμένη αφήγηση, όπου «όλα είναι εντύπωση,
παράσταση, διασκευή» (οι πολυάριθμοι χαρακτήρες κινούνται μέσα στους
δαιδαλώδεις δρόμους μιας σύγχρονης πολιτείας που μπορεί ν’ αποτελεί και το
σκηνικό μιας ταινίας, μ’ ένα ακατανόητο, άγνωστο σενάριο που συνεχώς αλλάζει ή
γράφεται παράλληλα με τη δράση).
Σε κάθε περίπτωση, όσο «δύστροπη μυθοπλαστική ύλη» (Μισέλ
Φάις) κι αν είναι η πραγματικότητα που βρίσκεται πάντα στην αφετηρία της
ποιητικής του Φραγκιά, η κατάληξη είναι η υπέρβασή της. Οπως έλεγε ο ίδιος ο
συγγραφέας, «η προσεκτική και σε βάθος μελέτη της πραγματικότητας μπορεί να μας
οδηγήσει σε δρόμους εξωλογικούς ή εξωπραγματικούς. Οπως επίσης και η αποφυγή
ενός ρεαλιστικού δρόμου περιέχει την ασυνείδητη αποδοχή “ρεαλιστικών”
καταστάσεων».
Είτε δώσει κανείς έμφαση στον μεταιχμιακό ρεαλισμό του
Φραγκιά είτε στην αλληγορική οικονομία του κειμένου, ο Λοιμός, ως μυθοπλαστική
επεξεργασία του ιστορικού βιώματος του εκτοπισμού και του εγκλεισμού, της πιο
οριακής εμπειρίας του 20ού αιώνα, αποτελεί ένα από τα μείζονα κείμενα της
πεζογραφίας μας. Τοποθετώντας τη δράση του εντός του χωροχρόνου του στρατοπέδου
με αδύνατη κάθε διέξοδο απ’ αυτό, διατρέχεται από την γκροτέσκα απόδοση του
στρατοπέδου ως Καθαρτηρίου και μοιράζεται αξιοσημείωτες αναλογίες με κείμενα
της παγκόσμιας στρατοπεδικής λογοτεχνίας, όπως, αίφνης, την αλλόκοτη αίσθηση
ότι το στρατόπεδο είναι ένας εφιάλτης.
Καθόλου τυχαία, ο Λοιμός γράφεται την ίδια εποχή που ο Πρίμο
Λέβι -χωρίς να κατηγορηθεί για σχετικοποίηση ή εργαλειοποίηση-, γεμάτος αγωνία
για την παγίωση της μνήμης, θύμιζε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα και
στη Σοβιετική Ενωση, τους τυφλούς βομβαρδισμούς στο Βιετνάμ και τα βασανιστήρια
στις χώρες της Λατινικής Αμερικής που οι κυβερνήσεις τους στηρίζονταν από τις
ΗΠΑ, επιμένοντας «ότι κάθε εποχή έχει τον δικό της φασισμό». Και πάλι, τα λόγια
του Κοτζιά, ο οποίος μίλησε για «σπουδή μιας θεμελιακής κατάστασης των καιρών
μας, της οργανωμένης απανθρωπιάς του στρατοπέδου συγκεντρώσεως» ηχούν, στη
σημερινή συγκυρία -όπου το τείχος και το συρματόπλεγμα επιστρέφουν-, κάτι
παραπάνω από επίκαιρα.
https://www.efsyn.gr/nisides/anoihto-biblio/481953_mia-atmiti-ateleioti-nyhta
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου