Προλεγόμενα
Μελετώντας τον Ελεγκτή & άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα (εκδόσεις ΑΩ, 2024) διαπίστωσα πως η γραφή του Βαγγέλη Τασιόπουλου βρίσκεται στον αντίποδα του παραδοσιακού αφηγηματικού λόγου, καθώς στις ιστορίες του νοήματα, αισθήσεις και σχέσεις συνδέονται και αλληλεπιδρούν, αναδύοντας τελικά την οντολογική τους πλευρά και, κυρίως, τις αισθητικές διαστάσεις της συνείδησης και των περιεχομένων της.
Αναφορικά δε με τον παραδοσιακό αφηγηματικό λόγο,
σημειώνω μια παρατήρηση της Ελισάβετ
Κοτζιά (2020) με βάση τη μυθοπλαστική παραγωγή από τις αρχές του 21ου αιώνα:
«από δραματοποιημένη αναπαράσταση, το μυθιστόρημα μετατράπηκε σε τεκμήριο της
δραματοποιημένης αναπαράστασης. Από υποτιθέμενα ζωντανή, η παρουσία των
ανθρώπων υποκαταστάθηκε από τα τεκμήρια της ζωντανής παρουσίας τους. Και από
υποτιθέμενα ζέων, ο λόγος υποκαταστάθηκε από το υποτιθέμενα προφορικό και
γραπτό τεκμήριο της ζέουσας εκφοράς του».
Λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις πεζογράφων από την
μεταπολιτευτική περίοδο μέχρι σήμερα, και ιδιαίτερα την παραγωγή από τις αρχές
του 21ου αιώνα, θα έλεγα πως σπάνια στον δραματοποιημένης αναπαράστασης λόγο
κυριαρχεί το πλέγμα του βιόκοσμου μέσα στα συνολικά συμφραζόμενα της
συνείδησης. Το τι γνωρίζουμε για την πραγματικότητα από τους συγγραφείς είναι
συνάρτηση ενός συμβατικού πλαισίου σκέψης, διήγησης, δράσης και αφηγηματικής
ροής σχηματοποιήσεων και στερεότυπων σ’ ένα κατά τ’ άλλα διαρκώς μεταβαλλόμενο
περιβάλλον.
Αντίθετα, ο Τασιόπουλος αποκλίνοντας από τα αρχέτυπα της
μυθοπλαστικής ημερολογιακής αφήγησης ή ενός αρχείου μαρτυριών, συγκλίνει με την
αναστοχαστική διήγηση και, κυρίως, με τον αισθητικό ρεαλισμό, καθώς αποτυπώνει
τις χρονικότητες των κοινωνικών αποσυναρμολογήσεων -παρωδιακού ή τραγελαφικού
και μη χαρακτήρα- που λαμβάνουν χώρα στο λαβύρινθο του σύγχρονου βιόκοσμου.
Ανατομία του αισθητικού ρεαλισμού
Ομολογώ πως η ανάγνωση του “Ελεγκτή” ερέθισε τη μνήμη μου
σχετικά με συζητήσεις που είχα στο παρελθόν για την εξέλιξη του είδους της
πεζογραφίας στον ελληνόφωνο κόσμο.
Τα χρόνια που ζούσα στον Καναδά, συνήθως σχεδίαζα κάποιες
από τις θερινές διακοπές να γίνονται στην Ελλάδα. Έτσι βρέθηκα στη Σκιάθο όπου,
με προτροπή του Γιάννη Ρίτσου, του Μανόλη Αναγνωστάκη και κυρίως του Θανάση Τζούλη,
συνάντησα τον Ζήση Οικονόμου. Μιλούσαμε ώρες πολλές, ώσπου κάποια στιγμή δεν
απέφυγα τον πειρασμό να ρωτήσω πως και όλη αυτή η βιοθεωρία και ο τρόπος ζωής
του δεν κατέληξαν σε γραφή ενός μυθιστορήματος. Μου απάντησε με στίχο του
(1989): «Ο κόσμος και η ζωή είναι
μυστήριο. Καμιά επιστήμη, κουλτούρα, θεολογία, μαγεία, / μέθοδος και τεχνική,
δεν κατόρθωσε ούτε θα κατορθώσει να τον εκμυστηρεύσει…» (Το σύμπαν χορεύει).
Το επόμενο, αν θυμάμαι καλά, καλοκαίρι βρέθηκα στην Πάρο,
συζητώντας με τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, στο κτήμα του στην Πάρο, για την
πεζογραφία. Υποστήριζε πως το μυθιστόρημα είναι παράγωγο του τρόπου ζωής των
λεγόμενων “δυτικών” κοινωνιών, των αστικών κοινωνικών ομάδων. Και πως ο
ελληνικός εξαστισμός δεν είχε τον ίδιο ή ανάλογο προς τις “δυτικές” κοινωνίες
ιστορικό μετασχηματισμό. Για τον ίδιο, η λιτότητα στη γλώσσα, όπως και η
πυκνότητα στο περιεχόμενο του διηγήματος, προσιδιάζουν προς τους
αντικειμενικούς παράγοντες αλλά και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού εξαστισμού.
Σε κάποιο βαθμό, η θέση του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου
επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του Λυσιέν Γκολντμάν (1975), ότι δηλαδή τα
υποκείμενα της πολιτιστικής δημιουργίας είναι οι κοινωνικές ομάδες και, κατ’
επέκταση, το μυθιστόρημα ως κοινωνικό χρονικό καθρεφτίζει την κοινωνία της
εποχής του.
Πέρασαν κοντά 40 χρόνια από τις συναντήσεις στην Σκιάθο και
την Πάρο και τις αντίστοιχες συζητήσεις με τον Ζήση Οικονόμου και τον Ηλία Χ.
Παπαδημητρακόπουλο. Από τότε η Ελληνική πεζογραφία έχει αλλάξει μορφή,
γνωρίζοντας από τις αρχές του 21ου αιώνα μια πρωτοφανή, όσο και ακάθεκτη
εκδοτική αύξηση, καθώς εμφανίζονται συνεχώς νέοι συγγραφείς. Ανάλογη έκρηξη
καταγράφεται και στην ποίηση.
Γενικά, η λογοτεχνία στην Ελλάδα της ψηφιακής εποχής
συγκροτεί αν μη τι άλλο ένα πολυπληθές σύνολο ομάδων και ομαδώσεων, μ’ ελάχιστη
ωστόσο αυτογνωσία και αυτοκριτική. Ειδικότερα, η γεωμετρικά αυξανόμενη
λογοτεχνική παραγωγή -ως απόρροια αλληλένδετων σχέσεων αγοραλογίας (marketing),
δημοσίων σχέσεων και ατζέντηδων -, κορυφώνεται με επιτηδευμένες και, πάντως,
επιδεικτικής κατανάλωσης εκδηλώσεις, βραβεία, ημερίδες, φεστιβάλ κλπ. Πρόκειται
για πανθομολογούμενα γνωρίσματα ενός αμφίσημου και grotesque κόσμου, που
υπερκινητικά επιζητά διακαώς την επικύρωση μιας αναβαθμισμένης πολιτισμικά
θέσης. Διαμορφώνεται έτσι ένας λογοτεχνικά νευροτυπικός κόσμος, ταυτισμένος
συνήθως με την οικονομία της προσοχής. Διαχέοντας συνεχώς και «με υπολανθάνουσα
συναίνεσι» (Καβάφης) την εκλαϊκευμένου χαρακτήρα και αισθητικής λογοτεχνία, ο
εν λόγω νευροτυπικός κόσμος εδραιώνει με αντίρροπες και αντιφατικές δράσεις την
παραληρηματικά σύγχρονη μορφολογία του kitsch και, συνεπαγωγικά, τη συλλογική
της φθοράς. Αιχμάλωτος πεδίων και διαδικασιών πραγμοποίησης, συνδράμει στην
επιτάχυνση της κοινωνικο-πολιτισμικής φθοράς και παρακμής.
Εμπεδώνεται έτσι ο πραγμοποιημένα νευροτυπικός κόσμος της
λογοτεχνίας που, υιοθετώντας lato sensu μια γραμμική διαδικασία γραφής,
αδυνατεί να δημιουργήσει συνθήκες ρηγμάτωσης της αστικής ιδεολογίας και
αισθητικής. Είναι σπάνιες οι εκδόσεις που διαθέτουν το “δαιμόνιον σημείον”.
Εξού και προωθείται, με όρους διαφημιστικής καμπάνιας, το φαινόμενο του
‘θορυβισμού’, ήτοι θεάματα και όχι θέματα και ζητήματα πρωτοπορίας.
~.~
Όλη αυτή η έντονη, όσο και νοσογόνα διαδικασία, επηρεάζει τη
μορφολογία της πεζογραφίας, όπου σημαντικός αριθμός συγγραφέων βαθμιαία
ενσωματώνεται στον ηγεμονικό λόγο και τη λογική της κυρίαρχης εξουσίας. Από
αυτή τη σκοπιά το έργο του Φτέντικ Τζέημσον, περιέχει και παρέχει πολλά
διαφωτιστικά σημεία. Ειδικά όταν οι μελέτες του εστιάζουν όχι στα υπαρξιακά
μυθιστορήματα αλλά στην ιδέα της σύνδεσης του “αιώνιου παρόντος” με το
μυθιστόρημα. Ένα ζήτημα, το οποίο βρίσκεται σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη
σύνδεση, είναι το ιδίωμα του αισθητικού ρεαλισμού. Κατά τον Τζέημσον, στις
ιστορίες του ο Χένρυ Τζέημς (άποψη για τον κόσμο παρά αφήγηση) το διατυπώνει
υποδειγματικά.
Επιπρόσθετα, στην ερμηνευτική του ανάλυση για το
μυθιστόρημα, ο Αμερικανός στοχαστής θεωρεί τον αισθητικό ρεαλισμό ως μια
διαδικασία ανταγωνιστικών χρονικότητων. Υπάρχουν βέβαια πολλά παραδείγματα
πεζογράφων, στο έργο των οποίων αποτυπώνεται το ιδίωμα του αισθητικού
ρεαλισμού. Ο Φρέντικ Τζέημσον πάντως υποστηρίζει ότι ο ρεαλισμός είναι συνέπεια
της έντασης μεταξύ (α) της χρονολογίας “παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος” των
ιστοριών που κληρονομούνται, και (β) του αιώνιου παρόντος της συνείδησης.
Στην πλοκή του αισθητικού ρεαλισμού ο λόγος αποτελεί ένα
σύνολο πρακτικών που δομούν τον τρόπο με τον οποίο τα υποκείμενα (τα πρόσωπα)
“ομιλούν” για το αντικείμενο (ιστορία, χώρος, σχέση, συμβάν, θραύσματα μνήμης,
φαντασιακό κ.ο.κ) ως μια de facto κατάσταση κατανόησης ή, ακόμα, και ως πλέγμα
οργάνωσης της πραγματικότητας.
Στην περίπτωση του Ελεγκτή ο Τασιόπουλος βλέπει ουσιαστικά,
το υποκείμενο όχι έξω αλλά μέσα στις
κοινωνικές δομές, όπου το “νόημα” που παράγεται ή αναπαράγεται κάθε φορά από
τους ήρωές του, είναι απόρροια ενός συνόλου από θραύσματα, τα οποία αρθρώνονται
με κινηματογραφικό τρόπο ως ιστορίες του “κοινωνικού” χαρακτήρα της μνήμης, για
να χρησιμοποιήσω μια εννοιολόγηση του Μωρίς Αλμπβάκς (1992). Είναι παράλληλα
αξιοσημείωτο πως ο εν λόγω χαρακτήρας της μνήμης, είτε αυτή είναι μέρος της
συλλογικότητας είτε του υποκειμένου, δομείται κάτω από μια “κοινωνική δομή”.
Σε κάθε περίπτωση η μνήμη στις ιστορίες του Ελεγκτή
παραπέμπει στον τρόπο που τα κεντρικά πρόσωπα οργανώνουν την εμπειρία της
πραγματικότητας.
Σημείωνα πιο πάνω τον κινηματογραφικό τρόπο γραφής του
Τασιόπουλου, έχοντας κατά νου την «τριλογία της αποξένωσης» (η Περιπέτεια, η
Νύχτα, η Έκλειψη) του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Εν προκειμένω ο συγγραφέας αντλεί
από τον καινοτόμο κινηματογραφικό τρόπο αφήγησης του Ιταλού σκηνοθέτη,
αρθρώνοντας από το ένα μέρος την κινητή αλληλουχία ιστοριών και διασυνδέσεων
και, από το άλλο, εκτείνοντας τη χρονικότητα του “αιώνιου παρόντος”.
Αποτυπώνεται έτσι -μέσα από ανατροπές συμβατικών τεχνικών αφήγησης- ένας
διαχειρίσιμος αισθητικός ρεαλισμός, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη λειτουργία της
τεμαχισμένης εμπειρίας, της μνήμης, των νευρώσεων, των ενοχών, των φαντασιώσεων
και των τροπικοτήτων του έρωτα αλλά και συναισθηματικού κόσμου, που τελικά
αλλοιώνεται από τις πιο μικρές προσαρμογές στις καθημερινές “ζωές”.
Η τεμαχισμένη εμπειρία
Ο αφηγηματικός κόσμος του Τασιόπουλου, καθώς περιπλέκεται με
αναδρομές και μνήμες, κυριαρχείται από την τεμαχισμένη εμπειρία. Οι ιστορίες
του στον Ελεγκτή αλλάζουν τρόπους έκφρασης άρδην. Ταυτόχρονα ο συγγραφέας
αξιοποιεί ιστορικούς, προσωπικούς και διαπροσωπικούς προβληματισμούς,
καταγράφοντας ελλειπτικά και πάντως κινηματογραφικά τρόπους αναπαράστασης του
περιβάλλοντος των αστικών μεταβολών (προαστιοποίησης, αστικοποίησης,
αποαστικοποίηση κ.ο.κ). Ο κοινωνικός σχηματισμός αυτών των νέων μεταβολών
προκαλεί αυτόχρημα τη διασπορά πολύμορφων κατακερματισμών. Διόλου τυχαίο πως η
πρώτη ιστορία στον Ελεγκτή αρχίζει στο σταθμό του τρένου – μια χωρική έκφραση
ενός σύνθετου ή/και αλληλένδετου μωσαϊκού ανθρώπων, λειτουργιών, ροών και
επιθυμιών που συνεχώς μεταβάλλονται. Ο σταθμός είναι ο διφορούμενος χώρος που
μορφοποιεί και ταυτόχρονα εκμηδενίζει. Αυτό ακριβώς το παράδοξο ο Τασιόπουλος με πείσμα
ανιχνεύει: το κοινωνικό γόητρο, την εξουσία του λόγου, τις έκτακτες
περιστάσεις, τη δύναμη του ερωτικού, την κοινωνική διαίρεση, το μύθευμα περί
αρμονικής κοινωνίας.
Το πάθος του είναι να διερευνήσει τη συνείδηση ενός
ανθρώπινου κόσμου, επιζητώντας να ανασυνθέσει τη δική του οντολογική
διερεύνηση, εκείνη που συνιστά την αισθητική του συνθήκη. Το έργο που καταθέτει
ξεχωρίζει έντονα μέσα στη μάζα των λογοτεχνικών εκδόσεων της εποχής μας, καθώς
η γραφή του -αλληλένδετη με τις πολιτισμικές αλληγορίες- εκκολάπτει μια
σημαντική ανθρωπολογική και γλωσσική εστία.
Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος –αδίκως γνωστός μόνο ως ποιητής-
έγραψε τον Ελεγκτή και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα σε μία από τις πιο
σκοτεινές περιόδους του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα. Εκκινώντας από την
εποχή της χούντας, ο αλληγορικός και συμβολικός του λόγος βυθίζεται στις
μετέπειτα ιστορικές πραγματικότητες, όπου η αλήθεια με την αληθοφάνεια
συμφύρονται ως παράγωγα πολύπτυχων κοινωνικών και πολιτισμικών κρίσεων.
Οι δεκατρείς καινοτομικής γραφής αυτοτελείς μεν αλλά
αλληλένδετες -κατ’ ακρίβεια, αλληλοσυμπληρούμενες- ιστορίες, συγκροτούν ένα
πειραματικό αφήγημα που dictum factum προϋποθέτει αναγνωστική δαημοσύνη. Εμβαθύνοντας σε διαφορετικά προσωπικά και
διαπροσωπικά πεδία των ηρώων του συγγραφέα και, συνάμα, στις ιστορικές αλλαγές,
ο Βαγγέλης Τασιόπουλος δημιουργεί περίτεχνα στον Ελεγκτή ό,τι ακριβώς ο Ρέυμοντ
Ουίλλιαμς (1958) όριζε ως “δομή της αίσθησης/συναισθήματος» (structure of
feeling) για να περιγράψει τη σχέση της ιστορικής πραγματικότητας με τη
λογοτεχνία. Η εννοιολόγηση βοηθά την ανάγνωση να εντοπίσει κοινωνικές σχέσεις
ως τρόπους ιστορικής διατύπωσης (και vice versa), φωτίζοντας φαινόμενα
ανθρώπινων διαντιδράσεων μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες.
Για παράδειγμα, το διήγημα “η σκοτεινή νεωτερικότητα”, με
πρωταγωνιστές τον δημοσιογράφο και την Ρέα. Ή τα οκτώ κεφάλαια του Ελεγκτή. Κι’
ακόμα, “το άρωμα” και “ο μισός καφές”.
Εν πάση περιπτώσει, η “δομή της αίσθησης /συναισθήματος”
είναι θεμελιώδες στοιχείο για τη δυναμική κατανόηση του δίπτυχου
“παρελθόν-παρόν ως ημιτελούς πεδίου. Κατ’ ουσίαν, ως ενός ανοιχτού πεδίου που
διαρκώς τελεί υπό καθεστώς επεξεργασίας και ερμηνείας. Τούτου δοθέντος, εκτιμώ
πως η συγκεκριμένη εννοιολόγηση βοηθά σημαντικά στην κατανόηση της γραφής του
Βαγγέλη Τασιόπουλου ως αφηγήματος του βίαιου κοινωνικού μετασχηματισμού που
ξεκίνησε στη δεκαετία του ’60 -και
συνεχίζεται μέχρι σήμερα-, συνδέοντας εξ αντικειμένου τη λογοτεχνία με τη
σκληρή πραγματικότητα της βαθύτατα πραγμοποιημένης κοινωνίας. Όπου νέες έννοιες
και αξίες, νέες πρακτικές και νέα είδη σχέσεων αναδύονται συνεχώς.
Στην οπτική του Ρέυμοντ Ουίλλιαμς (1977) η “δομή της
αίσθησης/συναισθήματος” μεθοδολογικά επιτρέπει τον προσδιορισμό “αναδυόμενων”
(emergent) τρόπων σχέσης, σκέψης και ζωής σε μια συγκεκριμένη περίοδο ή/και
εποχή του παρελθόντος. Στην αφηγηματική ωστόσο γλώσσα του Βαγγέλη Τασιόπουλου
όλη αυτή η “ανάδυση” αποτυπώνεται ως τροπικότητα λόγου. Άλλωστε οι σταθμοί και
οι (ατμο)μηχανές υπήρξαν ιδανικοί φορείς θραυσμάτων μνήμης και εμπειριών στην
παγκόσμια λογοτεχνία.
Από τον Ντίκενς, τον Τολστόι και τον Προυστ μέχρι τον
Χράμπαλ οι σταθμοί και τα τρένα πέρα από ισχυρά σύμβολα είναι τροπικότητες
λόγου, όπου εντός τους συναρμολογείται η εμπειρία, καθώς αφήνουν το υποκείμενο
να «φανταστεί» ή/και να «μεταμορφωθεί». Στον Τασιόπουλο σταθμός και τρένο είναι
ο χώρος και η κατεύθυνση στο πεδίο της συνείδησης. Ο χώρος ανίχνευσης και
καταγραφής των πιο στοιχειωδών φαινομένων της συνείδησης, του “είναι-εν
τω-κόσμω”. Εκεί έγκειται η δύναμη της
αφήγησης του Τασιόπουλου, στην ανασύνταξη του φαινομενολογικού ορίζοντα. Θα
ήταν ανακριβές να υποστηρίξω ότι αυτή η επανάληψη της ανασύνταξης οδηγεί την
πορεία των ιστοριών σε μια -λυτρωτικής διάστασης- ολοκλήρωση. Θα ήταν όμως
ακριβέστερο να ισχυριστώ πως η αφηγηματική ανάπτυξη ενσωματώνει -μέσα στο πάθος
και την ένταση των σχέσεων- την επανάληψη σωματοποιητικών παραστάσεων διαφόρων
(συν)αισθηματικών προβλημάτων (θλίψη, μελαγχολία, πόνος, θρήνος, ηδονή), όπως
αποτυπώνονται, λογουχάρη, στις ιστορίες “ο ενθουσιώδης χαρταετός”, “λήθη” ή “ο
μισός καφές”. Αναφέρομαι στις τροπικότητες της αναπαράστασης, αφού ο κόσμος του
“Ελεγκτή συνδέεται με περίπλοκους κοινωνιακούς κώδικες και συμβάσεις. Στην
προφανή της εκδοχή η φαινομενολογία της γλώσσας και των συμβόλων του συγγραφέα
και, κατ’ επέκταση, η αντίληψή του για τα όρια του σώματος και της σωματικότητας
των υποκειμένων στις ιστορίες του, συνιστούν μια μυθοπλασία που κατά τον Τ. Σ.
Έλιοτ (1950) «επηρεάζει το σχέδιο του εαυτού μας».
Από την άποψη αυτή, τα καλαίσθητα έργα του Ι. Α. Πρώιου που
κοσμούν την έκδοση, υποδεικνύουν πως τα διανοήματα και οι συλλογισμοί γίνονται
και με το σώμα. Μάλιστα ο Μερλώ-Ποντύ σημείωνε:
«Αν, όταν αναστοχάζομαι σχετικά με την ουσία της
υποκειμενικότητας, τη βρίσκω συνδεδεμένη με την ουσία του σώματος και με την
ουσία του κόσμου, αυτό συμβαίνει επειδή η ύπαρξή μου ως υποκειμενικότητα
αποτελεί ένα με την ύπαρξή μου ως σώμα και με την ύπαρξη του κόσμου και επειδή,
τελικά, το υποκείμενο που είμαι, αν ληφθεί συγκεκριμένα, είναι αδιαχώριστο από
αυτό εδώ το σώμα και αυτόν εδώ τον κόσμο.»
Στις Ιερές Πλάνες (2004) υπογράμμιζα το γεγονός πως η
λογοτεχνία εξακολουθεί να καταφεύγει στη ρητορική της αναπαλαίωσης κι έτσι
νομοτελειακά οδηγείται σε αλλοτριωμένες δραστηριότητες και αγοραίες καταθέσεις.
Παρά ταύτα, η γραφή του Βαγγέλη Τασιόπουλου στον Ελεγκτή ανήκει στη μικρή
εκείνη χορεία των λογοτεχνών που αποτελούν υποδειγματική εξαίρεση. Η δε πρόθεσή
του κάθε άλλο παρά απλή είναι, καθώς η πλούσια διαστρωμάτωση του αφηγηματικού
του λόγου πετυχαίνει, μεταξύ άλλων, κάτι δύσκολο: να υποθέτει τον αναγνώστη
μέσα στις εκφάνσεις, τις διακυμάνσεις και τις διαβαθμίσεις της ίδιας της
αφήγησης. Κι’ έτσι να δημιουργεί μιαν αποκαλυπτικά (συν)υπαρξιακή κατάσταση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Eliot T. S. (1950): Selected Essays, 1917-1932. Paperback. Houghton Mifflin Harcourt
Goldmann
Lucien (1975): Towards a Sociology of the Novel. 1964. Trans. Alan Sheridan.
New York: Tavistock Publications.
Γουλιάμος Κώστας (2004): Ιερές Πλάνες – Δοκίμια Πολιτικής
και Πολιτισμικής Επικοινωνίας. Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Αθήνα.
Halbwachs,
M. (1992): On Collective Memory. Chicago
and London: The University of Chicago Press.
Κοτζιά Ελισάβετ (2020):
«Ο αφηγηματικός υβριδισμός», στο Ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά, Αθήνα, Πόλις.
Jameson
Fredric (2006): ‘The Experiments of Time: Providence and Realism,’ The Novel,
Volume 2: Forms and Themes, edited by Franco Moretti. Princeton University
Press.
Merleau-Ponty,
M. (2016): Φαινομενολογία της Αντίληψης. Μτφρ. Κ. Καψαμπέλη. Νήσος.
Οικονόμου Ζήσης (1989): Ημερολόγιο της Ερημιάς και της
Σιωπής. Εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα.
Williams
Raymond (1977): Marxism and Literature. Oxford University Press, Oxford 1977.
Williams
Raymond (1958): Culture and Society 1780-1950. The Hogarth Press, London
1958.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου