25.6.17

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ Ο ποιητής ως στιχουργός



δημοσιευμένο στο περιοδικό της Δράμας ''Δίοδος 66100'', τεύχος 11, 2017. 
Του Θοδωρή Σαρηγκιόλη

Πήρα τα τρία πρώτα βιβλία του Μιχάλη Γκανά παρακινούμενος από έναν βιβλιοφιλικό φετιχισμό και διαισθανόμενος το ενδιαφέρον περιεχόμενο τους από την επιλογή του ποιητή να εκδώσει τις συλλογές του στον εκδοτικό οίκο «ΚΕΙΜΕΝΑ» του χειροτέχνη μερακλή εκδότη, Φίλιππου Βλάχου. Και δεν λάθεψε η διαίσθηση μου. Βρήκα τα επόμενα δύο βιβλία του, σε άλλο εκδότη πια, το ίδιο καλαίσθητα και ενδιαφέροντα. Άρχισα λοιπόν να επιστρέφω στον Μιχάλη Γκανά κάθε φορά που ήθελα να πάρω βαθιά ανάσα, να γεμίσω τα πνευμόνια μου με τον καθαρό αέρα που έφερναν τα ποιήματα του. Κι αυτή ακόμα η πόλη που είναι παρούσα στην ποίηση του, γινόταν ανεκτή μέσω της πάντοτε παρούσας μνήμης. Αυτής που συντηρεί και στηρίζει τον αποκομμένο από τις ρίζες του, λόγω των αναγκών, σύγχρονο αστό.
Στην ποίηση του διακρίνουμε την αποξένωση ενός μετοίκου στην απρόσωπη και χωρίς καταγωγικές αναφορές πρωτεύουσα που σιγά-σιγά καταστρέφει τα φιλμ της παιδικής ηλικίας και εκχυδαΐζει τα υλικά της μνήμης. «Σ’ αυτήν την ισοπεδωτική πραγματικότητα» γράφει ο κριτικός Δημοσθένης Κούρτοβικ, «ο ποιητής προσπαθεί να αποκαταστήσει τμήματα από τα τοπία της παιδικής ηλικίας του στην ηπειρωτική ύπαιθρο».

 «Ο τρόπος να μιλάμε για το παρελθόν χωρίς να γινόμαστε ύποπτοι νοσταλγίας, δεν έχει βρεθεί ακόμα», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο Μιχάλης Γκανάς έχει βρει τρόπους και δρόμους ώστε η ανάδρομη πορεία προς το βιωμένο παρελθόν να ξεφύγει απ’ τον αφορισμό του Ελύτη. Το άλγος του νόστου, η νοσταλγία, δηλαδή, της επιστροφής σε μια χαμένη αθωότητα, δεν διαποτίζει τους στίχους του, αλλά η ανάκληση της μνήμης ενισχύει αντιστικτικά τις σημερινές σκληρές εικόνες της ζωής.
Ο φιλόλογος και κριτικός Γ.Π. Σαββίδης στην κριτική του για τα «Γυάλινα Γιάννενα» του Μ.Γκ. (Βήμα 2-7-89) μιλά για τη μουσική δομή της συλλογής και χαρακτηρίζει λυρική σουίτα το πρώτο μέρος της. Και σ’ αυτή τη συλλογή σημειώνει, δεν απουσιάζουν ποιήματα «γραμμένα σε ανανεωμένη παραδοσιακή στιχουργία». Ο κριτικός Ευγένιος Αρανίτσης μιλώντας για την «Παραλογή» (Ελευθεροτυπία 14-7-93) αναφέρεται στο βάθος και τη μουσική του κειμένου, σε στίχους που ηχούν τέλεια στο τραγούδι του νοήματος. Ο φιλόλογος και κριτικός Ευριπίδης Γαραντούδης γράφει στο περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ (τ.1, 1993): «τα θέματα του Μιχάλη Γκανά παραμένουν στενά δεμένα με το αγχωτικό παρόν των ημερών μας και δια μέσου αυτού του θεματικού υλικού αναγνωρίζουμε τα ποιήματα του ως σύγχρονα».
Παρατηρούμε, από την παράθεση των παραπάνω θέσεων, ότι υπάρχει μία κοινή διαπίστωση όσον αφορά τη στιχουργία, τη μουσική, το τραγούδι. Αυτές οι διαπιστώσεις γίνονται εναργέστερες στην στιχουργική δουλειά του Μιχάλη Γκανά, όπου τα σύγχρονα θέματα «εξοπλίζονται» με παραδοσιακές μορφές εξωτερικής οργάνωσης, απαραίτητες για τον ανεμπόδιστο ρυθμικό βηματισμό του τραγουδιού. Μέσα στην παραδοσιακή εικονοποιία και την εκφραστική στερεοτυπία του δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού ο ποιητής ενοφθαλμίζει νεωτερικά στοιχεία, κατακτήσεις της σύγχρονης ποίησης και του τραγουδιού, με υψηλής ποιότητας τελικό αποτέλεσμα.
Οι τρόποι αυτοί γονιμοποιούν τη στιχουργική του και της δίνουν τον απαραίτητο ρυθμό, χωρίς υψηλούς τόνους και μεγαλόστομες διατυπώσεις, υπερρεαλιστικής καταγωγής. Δεν καταφεύγει σε εκφραστικές ακρότητες και νεολογισμούς για εντυπωσιοθηρία. Η φυσική ρυθμολογία των τραγουδιών, αλλά και των ποιημάτων του, συγκεράζει την σύγχρονη εκφορά του ποιητικού λόγου με την ανάγκη να μεταμορφωθεί ο λόγος σε τραγούδι. Κατά τον Παλαμά: «Ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι». Ο Μ.Γκ. ως ποιητής αποδεικνύει αυτό τον ορισμό. Αυτήν την πανάρχαια ανθρώπινη ανάγκη, που θέλει να κάνει τη ποίηση να συναντήσει το τραγούδι, θέλει τις λέξεις του ποιήματος να ηχούν σαν όργανα και σαν φωνές κι έτσι ενορχηστρωμένες (λέξεις και φθόγγοι μουσικοί) να απογειώνουν τον στίχο και το νόημα, δίνοντας του φτερά για μιαν άλλη πτήση.
 Αυτό το δρόμο που ακολούθησαν και άλλοι άξιοι ποιητές, με προεξέχοντα το Νίκο Γκάτσο, ακολουθεί και ο Μιχάλης Γκανάς. Οι ποιητές αυτοί, κατά τον Ελύτη, κατέθεσαν στην ταπεινή τέχνη του τραγουδιού την υψηλή ποιητική τους σκευή, υψώνοντας το ελληνικό τραγούδι σε άλλες κλίμακες, βγάζοντας στην επιφάνεια, μέσα από την ευρύτερη απήχηση του εικόνες του ομαδικού υποσυνείδητου.
Η φόρμα του τραγουδιού είναι αυστηρή και απαιτητική, γιατί θέλει όλα να φαίνονται, να ακούγονται και να είναι απλά και συγκεκριμένα. Το τραγούδι δεν ανέχεται λυρικές πελαγοδρομίες, ζητά το ταξίδι του στίχου να έχει αρχή (κουπλέ) μέση (ρεφραίν) και τέλος. Πάνω σε αυτή τη δύσκολη περιοχή της στιχουργικής έχουν καταποντιστεί αρκετοί ποιητές όταν επιχείρησαν να γράψουν τραγούδια. Από αυτά τα ταξίδια ο Μ.Γ. έχει βγει σώος ως στιχουργός, κρατώντας από την ποίηση όλο τον εξοπλισμό και μη κάνοντας εκπτώσεις.
 Πρωτοεμφανίζεται στη δισκογραφία με δύο τραγούδια με μουσική Θάνου Μικρούτσικου στο δίσκο «συναυλίες ‘81». Δύο χρόνια αργότερα συμμετέχει στο δίσκο «Πρώτο βράδυ στην Αθήνα» του Νίκου Ξυδάκη, με τρία τραγούδια, από τα οποία ξεχώρισε το «Στο Σουμιτζού κάποια βραδιά». Τρίτος δίσκος, όπου έχει γράψει και τα εννέα τραγούδια, είναι τα «Μυστικά τραγούδια»(1991) σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη. Τραγουδούν η Μελίνα Κανά, στην πρώτη της εμφάνιση, και ο Δ. Ζερβουδάκης. Στο «Ρίξε κόκκινο στη νύχτα»(1993) του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ξεχωρίζουν τα τρία τραγούδια του Μ.Γκ.: «Ο Μικρός Τιτανικός», «Να δεις τι σου ‘χω για μετά» και «Στα καμένα».
Την ίδια χρονιά γράφει τρία τραγούδια για το δίσκο του Μ. Κουμπιού «Ζωγραφιστά τραγούδια». Το 1994 «Τα κορμιά και τα μαχαίρια» του αρμένικης καταγωγής Ara Dinkjian, με ερμηνεύτρια την Ελευθερία Αρβανιτάκη, περιέχουν 12 τραγούδια, εκ των οποίων τα εννέα είναι του Μ.Γκ. Πολλά από τα τραγούδια αυτού του δίσκου πέρασαν στο ευρύ κοινό επιβεβαιώνοντας πια τη στιχουργική δεινότητα του ποιητή. Το 1996 έφερε το «Ασίκικο πουλάκη» του Μίκη Θεοδωράκη με ερμηνευτή τον Βασίλη Λέκκα. Τα 9 στα 10 τραγούδια είναι του Γκανά. Ακολουθούν «Τα παράθυρα που κούρασε η θέα» του Λ. Μαχαιρίτσα, όπου μελοποιείται το ποίημα «Μνήμη Κ.Γ. Καρυωτάκη» από τα «Γυάλινα Γιάννενα» και δίνει τον τίτλο του δίσκου. Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Ανδρέου μελοποιεί τρία μικρά ποιήματα από τα «Ακαριαία» της συλλογής «Μαύρα λιθάρια», σε ένα ενιαίο τραγούδι που ερμήνευσε η Τάνια Τσανακλίδου.
Το 1996 η Ελευθερία Αρβανιτάκη τραγουδά «Τραγούδια για τους μήνες» σε μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου. Τέσσερα από τα δώδεκα τραγούδια είναι του Γκανά. Αμέσως μετά, ο ποιητής γράφει τρία τραγούδια σε μουσική Παναγιώτη Καλαντζόπουλου για το δίσκο «Για τη συνήθεια του έρωτα» που ερμήνευσε εξαίσια η Έλλη Πασπαλά. Ξεχώρισαν το «Ενός λεπτού φιλί» και το «Λευκό μου γιασεμί». Στο τέλος του 1997 ο Μ.Γκ. συνεργάζεται με τον Γιουγκοσλάβο συνθέτη Goran Bregovic γράφοντας έξι τραγούδια, που απέδωσε ο Γιώργος Νταλάρας, στον δίσκο «Θεσσαλονίκη-Γιάννενα με δυο παπούτσια πάνινα». Ακολουθούν οι δίσκοι «Ο Μάγος της πόλης» σε μουσική του Μίνου Μάτσα (τρία τραγούδια), «Λόγω τιμής» το τραγούδι των τίτλων της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς σε μουσική Δημ. Παπαδημητρίου και ο «Άδης», ένα τραγούδι σε μουσική Παναγιώτη Καλαντζόπουλου από την ομότιτλη ταινία.
Η συνεργασία του Γκανά με τον Μ. Θεοδωράκη μας έδωσε υπέροχα τραγούδια. Οι λέξεις και οι στίχοι του ήρθαν και κάθισαν άνετα και φυσικά πάνω στις μελωδίες και τους αδρούς ρυθμούς του συνθέτη. Έτσι το «Ασίκικο πουλάκη» άνοιξε φτερά με τα λόγια του Γκανά.

Σαν ένα δέντρο να φτερουγίζω
σαν καταρράκτης να ξοδευτώ,
σημαδεμένος απ’ την αγάπη
στα δύο σου μάτια να γκρεμιστώ,

τραγουδά ο Βασίλης Λέκκας στο εναρκτήριο τραγούδι της συλλογής και συνεχίζοντας στο επόμενο διαπιστώνει:

Χάρτινος ο κόσμος, ψεύτικος ντουνιάς
Όμως το τραγούδι ξέρει που πονάς.
Μόνο στο ρυθμό του είναι νόμιμο
τ’ ανυπότακτο που κρύβω και το φρόνιμο.

Μέσα στη σκηνοθεσία του τραγουδιού, όταν ήδη έχει γραφτεί η μελωδία, ο στιχουργός καλείται να επιλέξει λεκτικά και εκφραστικά σχήματα, που άλλοτε ακολουθούν την στερεοτυπία του δημοτικού-λαϊκού τραγουδιού και άλλοτε προσπαθούν να απογειώσουν τα αυτονόητα και τ’ αναμενόμενα. Αυτή είναι και η ζητούμενη ανανέωση του στίχου στο σημερινό ελληνικό τραγούδι.

Ζωή μυστική που με πηγαίνεις.
Καρδιά νηστική που δε χορταίνεις.

Η εικόνα της καταστροφής του ’22 μέσα σε μια στροφή από το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου:

Καμένα σπίτια και μία σπίθα στην καρδιά
μα η Ελλάδα όπως πάντα μακριά.
Όποιος γλιτώσει τη φωτιά και το μαχαίρι
θα βρει μια μάνα που θυμίζει μητριά.

Εδώ ο συνειρμός είναι αναπόφευκτος: η Μάνα πατρίδα που θυμίζει μητριά, έρχεται από τον τίτλο του πεζογραφήματός του  «Μητριά πατρίδα» και αυτός με τη σειρά του από το ποίημα «Το Άλογο» της συλλογής «Άλογα στον ιππόδρομο» του Μάρκου Μέσκου: «μητριά πατρίδα πατρίδα μητριά σάπια τα χρήματα στα χέρια μου τα γρόσια σου δεν λάμπουν».
Θα ήθελα να αναφέρω τη γνώμη του Γιώργου Π. Σαββίδη, ο οποίος στην κριτική του για τα «Γυάλινα Γιάννενα» γράφει μεταξύ άλλων «Εδώ και δύο δεκαετίες περίπου, έχει αρχίσει να σχηματίζεται ένα είδος σχολής ή μάλλον ομάδας νεοτερικών ποιητών, με κοινή βιωματική καταγωγή από την βορειοδυτική Ελλάδα και με πρωτόσχολο τον Εδεσσαίο Μάρκο Μέσκο. Στο πλευρό του έχουν, βαθμηδόν, ηθικά συμπαραταχθεί νεώτεροι ομότεχνοι όπως οι ηπειρώτες Βασίλης Γκουρογιάννης (1951) και Μιχάλης Γκανάς (1944) ή  ο Γρεβενιώτης Χρήστος Μπράβος (1948-87) με αισθήματα προσωπικής αλληλεγγύης, εάν κρίνει κανείς απλώς από τις δημόσιες αφιερώσεις τις οποίες ανταλλάσσουν.
Κλείνω τη συνειρμική αυτή παρένθεση και συνεχίζω με μία άλλη συνεργασία του Μ.Γκ. με τον συνθέτη Ara Dinkjian στο δίσκο «Τα κορμιά και τα μαχαίρια». Πάνω στις ενδιαφέρουσες μελωδίες του Dinkjian ο στιχουργός έφερε το δροσερό αεράκι του δημοτικού τραγουδιού:

Τα πουλιά και τα τριζόνια
άντε τραγουδάνε τόσα χρόνια
κι από την ανατριχίλα
κοκκινίζουνε τα μήλα.

Αλλά και βιωματικές εικόνες:

Είναι κάτι στον άνθρωπο
Τρυφερό και απάνθρωπο
και ο κόσμος παράξενος-γυάλινος
σκοτεινός και διάφανος.
Ειν’ ο κόσμος δύσκολη γραφή
όλο σβήνεται
κι αν δε διαβαστεί με την αφή
τίποτα δε γίνεται.

Στον δίσκο «Τραγούδια για τους μήνες» του Δημ. Παπαδημητρίου, που τραγουδά, όπως και στον προηγούμενο, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, ο Μ. Γκ. συγκατοικεί με ποιητές (όπως ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης) και ποιήματα αξιόλογα. Τα τέσσερα τραγούδια που έχει γράψει γι’ αυτό το δίσκο ξεχωρίζουν για την τεχνική τους και την αρμονική συνήχηση λέξεων-μουσικής:

Εγώ τον πόνο τον βαστώ
Την πίκρα την αντέχω
Κλαίω γιατί σε ξέχασα
Και όχι που δε σ’ έχω.

Ο Μ. Γκ. έχει την ικανότητα να προσαρμόζει στο ύφος και τον ήχο των συνθετών τους στίχους που γράφει για τα τραγούδια τους. Έτσι σ’ έναν τραγουδοποιό με ροκ καταβολές, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, δίνει στίχους που έχουν τη σκληρότητα της αστικής ανθρωπογεωγραφίας, αλλά και την ασφυκτιούσα ευαισθησία που αγωνίζεται να επιπλεύσει σ’ ένα εχθρικό για τον άνθρωπο περιβάλλον.

Έλα να πάμε στα καμένα
δε μας χωράει πια το σπίτι.
Έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σα Δευτέρες.
Έρχονται φλόγες απ’ τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει
μέσα στο πύρινο της χνώτο
από τον έσχατο στον πρώτο.

Και σ’ ένα άλλο τραγούδι του ίδιου συνθέτη, απευθυνόμενος στο ταίρι του, λέει:

Θα σου δείξω απόψε
μιαν αόρατη πόλη
τώρα που μας λείπουν όλοι
και μας ξενυχτάνε μόνο
δυο σκοποί στη Μεσογείων
και τα μάτια των Αγίων.

Για τον Γκανά ισχύει απόλυτα αυτό, που ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε για το μόνιμο συνεργάτη του Νίκο Γκάτσο, «παρ’ όλο που στιχουργεί για να κάνει τραγούδι, παραμένει πάντα ποιητής».













Δεν υπάρχουν σχόλια: