23.4.18

«ΔΑΝΑΗ» του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου


Σκηνοθεσία: Νίκος Χατζηπαπάς                             στο πιάνο: Κώστας Χαδούλης                                                                 
                                                               
                          

Ερμηνεία: Κατερίνα Βαρδακαστάνη

Από Κυριακή 13 Μαΐου και κάθε Κυριακή στις 9 το βράδυ
στον Πολυχώρο «Εκστάν»


Τη σπουδαία προσωπικότητα της Δανάης Στρατηγοπούλου, της δυναμικής γυναίκας που χάραξε την εποχή της, ως τραγουδίστρια, μουσικός, συγγραφέας, ποιήτρια, μεταφράστρια, δημοσιογράφος και αγωνίστρια για την ελευθερία του λαού μας, θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν οι φίλοι του θεάτρου, σε μια παράσταση που ανεβαίνει στις 13 Μαΐου στον Πολυχώρο «Εκστάν» στα Πατήσια. Το έργο δεν αποτελεί βιογραφία αλλά προβάλει ξεχωριστές πτυχές από την πολυκύμαντη ζωή της μοναδικής και ανεπανάληπτης Δανάης. 

Μεσκος για Ομηρο Πελλα, 1980


 Από το «Αντι», 20 Ιουνιου 1980. Το πληρες τευχος κατεβαινει σε pdf στο συνδεσμο:
http://pandemos.panteion.gr/index.php?lang=el&op=record&type=0&page=1&pid=iid:14637&q=isMemberOfCollection-cid:486 

20.4.18

Γιώργος Μαρκόπουλος: «Όλη μου η ποίηση είναι ένα κουβάρι μνήμης»

Ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ελληνικής ποίησης μιλάει για το ποδόσφαιρο που λατρεύει, την πλατεία Βικτωρίας που είναι το σπίτι του, τον Γιάννη Κοντό και τον Γιάννη Βαρβέρη και τον πιο ερωτικό στίχο που έχει γράψει.
Συνέντευξη στη Λίνα Ρόκου.

Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS
Βρεθήκαμε στο Café des Poetes, ένα καφέ στη πλατεία Βικτωρίας που στους τοίχους του κρέμονται φωτογραφίες όλων των σπουδαίων Ελλήνων ποιητών που πλέον δεν βρίσκονται στη ζωή, με εξαίρεση την Κική Δημουλά. Με υποδέχεται με χειροφίλημα. Εδώ είναι η γειτονιά του, το στέκι του. Εδώ σύχναζε με τους δύο αγαπημένους του φίλους, τον Γιάννη Βαρβέρη και τον Γιάννη Κοντό. Εδώ και με τον Τάσο Λειβαδίτη, τον κύριο Τάσο όπως τον αποκαλούσε πάντοτε με σεβασμό.
Κερνάει τσίπουρο με μεζέ όποιον μπαίνει στο μαγαζί, μιλάει σε όλους, κάποια στιγμή περνάει απ’ έξω ο ποιητής Λευτέρης Πούλιος και τον φωνάζει μέσα να μας κάνει παρέα, κι όντως εκείνος μας συντροφεύει σε μεγάλο μέρος της συζήτησης μας. Κι ενώ συζητάμε και πίνουμε ο Γιώργος Μαρκόπουλος διακόπτει συχνά την κουβέντα μας για να με προτρέψει «Φάε κορίτσι μου, όμορφο» με γλυκύτητα και τρυφερότητα αυθεντική,  συγκινητική.
«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι τα σκιερά χειρουργεία και το μακέλεμα».

18.4.18

To Φως που Καίει – Κώστας Βάρναλης

«Να σ’ αγναντέβω, θάλασσα, να μη χορταίνω, απ’ το βουνό ψηλά στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω απ’ τα μαλάματα σου τα πολλά» (Κώστας Βάρναλης, ‘Πρόλογος’).
O Kώστας Βάρναλης, το 1922, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή 'Το Φως που Καίει', συλλογή στην οποία εντυπώνει τον ορίζοντα του στοχασμού του, χρησιμοποιώντας μία γλώσσα λαϊκή-δημοτική, έκκεντρη & ανοιχτή στις εκφάνσεις της.
Στο 'Φως που Καίει' ο Κώστας Βάρναλης ανατρέχει στην παράδοση για να την νοηματοδοτήσει, συγκροτεί ποιητικές πλαισιώσεις που αντανακλούν κοινωνικές-φιλοσοφικές θέσεις, επαναπροσδιορίζοντας την μαρξική διαλεκτική (ο μαρξισμός του Κώστα Βάρναλη δια-κρατεί την ιδιαίτερη ιστορική 'εμπλόκιση' του χρόνου), υπό το πρίσμα της δι-επαφής, της ανάδειξης σημαινόντων εντός ποίησης, εντός των 'διαφορικών' διαλόγων. Το 'Φως που Καίει' δύναται να δια-κρατήσει έναν πρωταρχικό ριζοσπαστισμό, ο οποίος, ως ένταση & προτροπή φέρει ονόματα: Προμηθέας, Ιησούς & Μώμος.

12.4.18

Απέναντι - Τα τραγούδια

https://www.youtube.com/watch?v=cpp3oI6czOs&feature=youtu.be
Πάρτε μια γεύση από τα τραγούδια που συνοδεύουν το παραμύθι Απέναντι, του Θοδωρή Παπαϊωάννου, εικονογραφημένο από την Ίριδα Σαμαρτζή. Όλα τα τραγούδια περιέχονται σε CD που συνοδεύει το βιβλίο. Στίχοι, μουσική: Ορέστης Παπαϊωάννου
 Μπορείτε να ξεφυλλίσετε και να αγοράσετε το βιβλίο από εδώ: http://ikarosbooks.gr/618-apenanti.html

1.4.18

Julio Cortázar, «Κουτσό» (μετφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης), εκδ. opera, 2018

Κεφάλαιο 1 (απόσπασμα)
Αφήναμε τα ποδήλατα στο δρόμο και μπαίναμε σιγά σιγά, σταματώντας κάπου κάπου για να κοιτάξουμε τον ουρανό, γιατί αυτή είναι μία από τις λίγες ζώνες στο Παρίσι όπου ο ουρανός είναι πιο ωραίος απ’ τη γη. Καθισμένοι σε μια ντάνα σκουπίδια κάναμε ένα τσιγάρο, και η Μάγα μου χάιδευε τα μαλλιά ή σιγοτραγουδούσε μελωδίες που κανείς ακόμα δεν τις είχε συνθέσει, κάτι αλλοπρόσαλλους σκοπούς που τους διέκοπταν αναστεναγμοί και αναμνήσεις.
Εγώ άρπαζα την ευκαιρία για να αναπολήσω άχρηστα πράγματα – μια μέθοδος που την είχα πρωτοεφαρμόσει, χρόνια πριν, σ’ ένα νοσοκομείο, και που κάθε φορά μου φαινόταν όλο και πιο γόνιμη και αναγκαία. Καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, συνδέοντας βοηθητικές εικόνες, φέρνοντας στο μυαλό μου μυρωδιές και πρόσωπα, κατάφερνα ν’ ανασύρω από το χάος ένα ζευγάρι καφετιά παπούτσια που φορούσα το 1940 στην Ολαβαρία: είχαν τακούνια από καουτσούκ και πολύ λεπτές σόλες, κι όταν έβρεχε, το νερό με περόνιαζε ώς τα κόκαλα. Μ’ αυτό το ζευγάρι παπούτσια στo χέρι της μνήμης, τα υπόλοιπα έρχονταν μόνα τους: το πρόσωπο της δόνιας Μανουέλας, για παράδειγμα, ή ο ποιητής Ερνέστο Μορόνι.