Του
Θοδωρή Σαρηγκιόλη
Ο Κοσμάς
Χαρπαντίδης γεννήθηκε το 1959 στο κάτω Νευροκόπι Δράμας και από το 1964
διαμένει στην Καβάλα, όπου δικηγορεί. Στο ενδιάμεσο έζησε και σε άλλες πόλεις
και κωμοπόλεις της Βόρειας Ελλάδας. Κυκλοφόρησε το πεζό «Μανία πόλεως» εκδόσεις
Επικαιρότητα (1993) και τα διηγήματα «Οι εξοχές των νεκρών» από τις εκδόσεις
Νεφέλη (1995). Μέσα στον Απρίλιο του 2000 εκδίδεται η Τρίτη συλλογή του με διηγήματα
με τον τίτλο «Το έκτο δάχτυλο» από τις εκδόσεις Κέδρος. Συνεργάστηκε στην
έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Υπόστεγο». Έγραψε επίσης το «Ταξίδι με θέα
τη θάλασσα», ένα ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων για την Καβάλα σε μορφή
θεατρικού αναλογίου.
«Μπορεί όσα θα
ακουστούν να μην έχουν ενιαίο ρυθμό πλάι στο άρρυθμο μπλουζ […], ίσως
μπερδεύεται ένα αργό μακεδονίτικο […] μαζί με ήχους μπαγλαμά […]» (σ. 10). Αυτή
η προοιμιακή διατύπωση στη δεύτερη σελίδα του πεζού «Μανία Πόλεως» μας
προετοιμάζει για την πολυρρυθμία των κειμένων του Κ.Χ., την ποικιλία των επιρροών,
που άλλοτε αναγνωρίσιμες και άλλοτε τόσο καλά αφομοιωμένες, εντάσσονται στο
σώμα της γραφής του, χωρίς παρενέργειες και ασυμβατότητες. Έντονη η παρουσία
του παρελθόντος χρόνου, που εισβάλει στην συγχρονική αφήγηση εμβολίζοντας την
ευθύγραμμη εξέλιξη του κειμένου. Συγγραφική τεχνική ή μήπως εξορκισμός του
φόβου «πως σύντομα θα μας εκδικηθεί το παρελθόν»; (σ. 17).
Το παιχνίδι με
τις λέξεις είναι η περιπέτεια της γραφής, σε φωτεινά και σκοτεινά δρομάκια, με
την υγρασία του καιρού και την μυρωδιά της ιστορίας. Είναι ακόμη η χειρουργική
πρόθεση του συγγραφέα, προσθετική ή αφαιρετική, για να αναπλάσει την εικόνα του
μύθου και της ιστορίας. Ο μύθος και η ιστορία είναι για τον Κ.Χ. δύο βασικές
συνιστώσες της γραφής του. Απ’ αυτές ξεκινά και μ’ αυτές στηρίζει τις αφηγήσεις
του. Κλονίζεται, όμως, από την ορθωμένη ζωντάνια και διαπιστώνει πόσο είναι
«μικρός, χάρτινος, ένα λιγοστό μελάνι ανίκανο ν’ αντιπαρατεθεί στη ζωή» (σ.
45). Κι επιθυμεί να χάσει «το χρώμα του χαρτιού, να μιλήσουν οι φωνές που (τον)
κατοικούν» (σ. 45). Το δίλημμα τίθεται αμείλικτο, αλλά δύσκολα λύνεται.
Αν οι αφηγήσεις
είναι ταξικό προνόμιο, τότε ποιος δικαιούται να αφηγηθεί την ιστορία μιας πόλης
και των ανθρώπων της; Ένας συγγραφέας, που αναπνέει τον αέρα της, βλέπει τα
χρώματα της, πατά στο χώμα της και αφουγκράζεται τον παλμό της. Ένας άνθρωπος
εντός και επί τα αυτά και όχι υπεράνω και εκτός. Ένας υποψιασμένος, γι’ αυτό
και πληγωμένος και του γκρίζου παρόντος της. Αυτό που τελικά φαίνεται να
συγκρατεί τον συγγραφέα από την φυγή, είναι η απελπισμένη αισιοδοξία του πως θα
‘ρθει «η ευτυχισμένη των χρωμάτων εποχή» (σ. 44). Είναι πάντα έτοιμος, μέσα
στης νύχτας τον μαυλισμό, ν’ ανοίξει την πόρτα του στην μεγεθυμένη απ’ το
ημίφως γοητεία της γυναίκας – πόλης. Αυτής της νυχτερινής Καβάλας, «που όμως έχασε
το άλφα της ανάμεσα στο βήτα και λάμδα και προσαρμόστηκε σοφά στην περίσταση»
(σ. 30).
Ο μανιακός με
την πόλη του συγγραφέας θέλει να εξορκίσει «το σκοτάδι και όχι τη νύχτα, γιατί
αυτή είναι χρήσιμη αφού σκεπάζει τις πληγές της πόλης» (σ. 20), την κάνει
όμορφη και ελκυστική κι έτσι την ερωτεύεται ξανά, ανακαλύπτοντας ομορφιές που
δεν είχε συνειδητοποιήσει. Η σωματική αίσθηση των πραγμάτων και των ιδεών, η
αίσθηση τελικά ν’ αντιλαμβάνεται τον κόσμο με την αφή, την γεύση, την όσφρηση,
κάνει την επαφή με την πατρίδα, τον γενέθλιο τόπο, ν’ αποκτά μιαν ένταση, που
καταπραΰνει και καθαρίζει σαν το νερό. Στις «εξοχές των νεκρών», το δεύτερο
βιβλίο του Κ.Χ., η πόλη είναι παρούσα σε πολλά από τα διηγήματα, αλλά το βλέμμα
του συγγραφέα ανοίγεται και σ’ άλλους τόπους, κοντινούς και μακρινούς.
Εστιάζεται σε χωρικές λεπτομέρειες, μ’ ένα βλέμμα επιλεκτικό, διαλέγοντας τα
κοντινά πλάνα από τα πανοραμικά. Έτσι αυξάνει την ένταση δίνοντας λεπτομέρειες
προσώπων και χώρων, που εξυπηρετούν καλύτερα την αφήγηση.
Η παράθεση ιστορικών
πληροφοριών συνδέει έντεχνα τους χώρους με το παρελθόν, τα γεγονότα που
συνέβησαν και τους σημερινούς ανθρώπους. Τίποτα στα κείμενα του Χαρπαντίδη δεν
είναι μετέωρο. Όλα πατούν γερά στο ιστορικό υπόστρωμα και αναδεικνύουν την
αίσθηση της ιστορίας, της συνέχειας και της εξέλιξης. Μιας εξέλιξης, όμως, όχι
ευθύγραμμης, ούτε ομαλής. Αλλά μ’ ανατροπές μικρές και μεγάλες, που γίνονται
ορατές από το ευαίσθητο βλέμμα του συγγραφέα. Η παρουσία των νεκρών στα
διηγήματα του Χαρπαντίδη είναι φυσική και καθόλου υπερβατική. Οι νεκροί
έρχονται, συνομιλούν, συγκατοικούν και επιστρέφουν στις εξοχές τους,
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο χτίσιμο μιας ιστορίας.
Η γη, το χώμα
που πατούμε και σ’ αυτό θα επιστρέψουμε, συνοψίζει, κατά τον Χαρπαντίδη, την
αίσθηση των εγκάτων, των ανθρώπινων κυττάρων και τη μνήμη του αίματος. Πράγματα
ανεξίτηλα, που μαζί με κάποια ιδιαίτερα κτίρια συνθέτουν την σκηνή και το
σκηνικό, όπου εκτυλίσσονται τ’ ανθρώπινα δράματα και η ιστορία. Η γραφή του
ενσωματώνει σ’ αυτά που αφηγείται, τόσα ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία και ιστορικά
γεγονότα, όσα είναι απαραίτητα για την οικονομία και την δραστικότητά της.
Μπορεί ο Χαρπαντίδης να περιγράφει νατουραλιστικά και ξαφνικά στην επόμενη
παράγραφο, ν’ απογειώνεται το κείμενο και να γίνεται ένα πεζό ποίημα,
μεταστοιχειώνοντας την καθημερινότητα και το απλό σε ποίηση.
Μια ποίηση,
όμως, φυσικά εκπορευόμενη από απτά και υποστασιοποιημένα αντικείμενα και
πρόσωπα, που μεταδίδουν τις μυρωδιές, τα χρώματα και τους ήχους μέσα από
λέξεις. Λέξεις με μαστοριά αρμολογημένες, που στηρίζουν το κείμενο και το
εξακτινώνουν προς κάθε κατεύθυνση. Ο πεζογράφος δεν «σκοτεινιάζει» την γραφή
του υποδυόμενος τον βαθυστόχαστο, παρά μόνο βάζει στο χαρτί, χωρίς καμία
επιτήδευση, τις λέξεις που θα δημιουργήσουν το κλίμα, την ατμόσφαιρα και το
αποτέλεσμα που επιθυμεί. Ο αναγνώστης της πεζογραφίας του Κοσμά Χαρπαντίδη θα
βρει στα κείμενα του έναν αυθεντικό συγγραφέα, με αίσθηση του μέτρου και γνώση
της οικονομίας της γραφής, πράγμα ζητούμενο στην σημερινή πλημμυρίδα των
ογκωδέστατων μυθιστορημάτων. Έρχεται να προστεθεί στη σειρά των πολλών άξιων
διηγηματογράφων της Ελλάδας, που υπηρετούν το είδος αυτό, ενισχύοντας την άποψη
πως «το μικρό είναι πιο όμορφο».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ομιλία στη «Συνάντηση Μακεδόνων και Βαλκάνιων Συγγραφέων (1970-2000)», που έγινε στην Έδεσσα στις 23 Μαρτίου 2002, χωρίς άλλες εκ των υστέρων διορθώσεις και ήταν η παρουσίαση του Κ. Χαρπαντίδη.
- Όλες οι παραπομπές που γίνονται είναι από το βιβλίο «Μανία πόλεως» εκδόσεις «Επικαιρότητα», 1993.
Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης γεννήθηκε το 1959 στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας.
Σπούδασε νομικά και σήμερα ζει στην Καβάλα. Έχει κατοικήσει, κατά
καιρούς, και σε άλλες πόλεις του βορρά. Δικηγορεί από το 1986.
Εμφανίστηκε το 1993 με τα αφηγήματα "Μανία πόλεως" (εκδόσεις
Επικαιρότητα) και στη συνέχεια το 1995 με τα διηγήματα "Οι εξοχές των
νεκρών" (εκδόσεις Νεφέλη). Συνεργάστηκε στην έκδοση του λογοτεχνικού
περιοδικού "Υπόστεγο". Το 1997 έγραψε το "Ταξίδι με θέα τη θάλασσα", ένα
ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων για την Καβάλα σε μορφή θεατρικού
αναλογίου.
(2011) | Κρυφές αντοχές, Μεταίχμιο |
(2010) | Καβάλα - Θάσος, Μίλητος |
(2009) | Μανία πόλεως, Κέδρος |
(2006) | Τα δώρα του πανικού, Κέδρος |
(2002) | Το έκτο δάχτυλο, Κέδρος |
(1995) | Οι εξοχές των νεκρών, Νεφέλη |
(1993) | Μανία πόλεως, Επικαιρότητα |
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα:
(2009) | Παλίμψηστο Καβάλας, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2002) | Εν Δράμα, Νομαρχιακή Επιχείρηση Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης Ν. Δράμας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου