Ευτυχής συγκυρία μέσα στο κάμα του πύρινου Αυγούστου ο τόπος μας, η Δεσκάτη, να γίνεται το ορεινό δροσερό καταφύγιο των απανταχού Δεσκατιωτών και συγχρόνως να τιμάται 30 χρόνια από το θάνατό του ο συντοπίτης μας ποιητής, που την πρώτη του σημαντική συλλογή την ονόμασε Ορεινό Καταφύγιο, ταυτίζοντάς την με τη Δεσκάτη, προσθέτοντας έτσι, αίγλη και μεγάλη τιμή στον γενέθλιο τόπο του.
Ο Χρήστος Μπράβος γεννήθηκε στη Δεσκάτη το 1948 και, αφού αποφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο Δεσκάτης, σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών και εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών. Ο ποιητής έφυγε από τη ζωή στα 39 του χρόνια, στις 21 Απριλίου 1987,τρίτη μέρα του Πάσχα.
Μπορούμε να πούμε ότι ανήκει στη γενιά του 1970, αλλά η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Ορεινό καταφύγιο», κυκλοφορεί όψιμα το 1983. Δυο χρόνια αργότερα, το 1985, βλέπει το φως της δημοσιότητας η δεύτερη συλλογή, «Με των αλόγων τα φαντάσματα». Δημοσίευσε άρθρα, κείμενα κριτικής και χρονογραφήματα.Tα κείμενα κριτικής διακρίνονται για τον μεστό, ώριμο, καίριο και εύστοχο λόγο του και αποτελούν υποδείγματα κριτικής. Το 1996,εννιά χρόνια μετά τον θάνατό του, εκδίδεται η συλλογή «Μετά τα μυθικά», με εικόνες του Χρόνη Μπότσογλου, πρόλογο του φίλου του Μ. Γκανά και επιμέλεια του Μισέλ Φάις.
Στη συλλογή εμπεριέχεται, τυπωμένο τον Δεκέμβρη του 1986, κι ένα δίφυλλο με το ποίημα «Σονέτο του σκοτεινού θανάτου», το οποίο γράφεται με αφορμή τα πενήντα χρόνια από το θάνατο του Λόρκα.
Παραθέτω ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα, με ελαφρό ειρωνικό τόνο και ένα αφοπλιστικό ίσως χαμόγελο, όταν το έγραφε ο ίδιος.
«ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (ΟΧΙ ΓΙΑ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΣΕ
ΔΗΜΟΣΙΑ Ή ΙΔΙΩΤΙΚ Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣH)»
Γεννήθηκα στη Δεσκάτη το 1948. Τις νύχτες του χειμώνα η γιαγιά μου μούλεγε δημοτικά τραγούδια — ακούω ακόμα τον «Πραματευτή». Ο πατέρας μού διηγιόταν ιστορίες από το αντάρτικο. Θυμάμαι εξόριστους να γυρίζουν — με τον X. Ν. λύνουμε σταυρόλεξα τα καλοκαίρια. Ο καλύτερος, ίσως, φίλος μου δεν γνώρισε πατέρα — σκοτώθηκε στο Βίτσι το ‘49. Τα καλοκαιριάτικα βράδια λέγαμε ιστορίες για φαντάσματα — μερικοί τολμηροί κατηφόριζαν ως το νεκροταφείο και γύριζαν με κρανία ή κόκαλα. Από το 1976 ζω στην Αθήνα.
Χρήστος Μπράβος
31 Μαρτίου 1982»
Θα αρχίσω την αναφορά μου σε έναν μεγάλο ποιητή κάπως αντίστροφα, από το τέλος του αυτοβιογραφικού, τη ζωή του από το 1976 στην Αθήνα. Στη δεκαετία του ‘80 η Ελλάδα οδεύει προς μια πολιτιστική άνοδο, καθώς έχει αφήσει αρκετά πίσω τις μετεμφυλιακές αναταράξεις. Ο ποιητής ζει και εργάζεται στην Αθήνα και επομένως γνωρίζει την πνευματική κίνηση και συμμετέχει στα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά δρώμενα. Άλλωστε περιστοιχίζεται από έναν κύκλο πνευματικών ανθρώπων, όπως ο Γ. Δάλλας, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Μ. Γκανάς, ο Εκτ. Κακναβάτος, ο Γ. Κακουλίδης κ.ά., με δεδομένες τις αλληλεπιδράσεις στον πνευματικό χώρο.Οι περισσότεροι ποιητές του κύκλου αυτού είναι παιδιά προερχόμενα από την επαρχία μετακινούμενα στην Αθήνα είτε για σπουδές είτε για αναζήτηση εργασίας. Ζυμώνονται στην πνευματική κίνηση της Αθήνας, αλλά κουβαλούν μέσα τους τη μνήμη και τις καταβολές του γενέθλιου τόπου τους. Οι μεγαλύτεροι Δάλλας και Σαχτούρης φαίνεται ότι κερδίζουν τον θαυμασμό και τον σεβασμό των νεότερων οικοδομώντας μια σχέση δασκάλου -μαθητή. Ο Σαχτούρης εκτιμούσε και αγαπούσε ιδιαίτερα τον Μπράβο, όπως και ο Δάλλας, ενώ ο Μ. Γκανάς έγινε ο “γκαρδιακός' φίλος του.Η εκτίμηση αυτή, ο αλληλοσεβασμός, η οικειότητα και η συναισθηματική σχέση της «παρέας» διακρίνονται όχι μόνο στις αλληλεπιδράσεις που παρατηρούνται στα έργα τους, αλλά και στις αλληλοαφιερώσεις ποιημάτωνή στις μελέτες, κριτικές και αμοιβαίες αναφορές των έργων τους. Θα επισημάνουμε από αυτές κυρίως τη συναισθηματική και στενή φιλική σχέση Μπράβου - Γκανά, που φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα.Ο Μπράβος αφιερώνει στο Μιχάλη Γκανά το ποίημα «Μῆκος Χρόνου» στην πρώτη ποιητική συλλογή του “Ορεινό Καταφύγιο' εκδ. “Κείμενα', 1983.
Μῆκος χρόνου
Στον Μιχάλη Γκανά
Θά εἶναι νύχτα καί θά οὐρλιάζουν τά βατράχια
καί τά σκυλιά θά σεργιανοῦν στήν ἀγορά
καί ἐσύ μ’ ἕνα μαχαίρι στά νεφρά
θά συντροφεύεις τά φαντάσματα στά βράχια.
Ἐκεῖνος θά ‘ρχεται ἀπ’ τ’ ἀνέμου τόν κρυψώνα
-ξύλινα πόδια πού κοντεύουν τήν ὀργιά-
καί σύ μέ τόν ἀνάπηρο σουγιά
θά σκάβεις πάλι τ’ ὄνομά του στόν αἰώνα.
Σέ κούφια μέρα θά γλιστρᾶς τυφλός σακάτης
θά ᾿ν’ὅλος αἶμα τοῦ σκυλιοῦ σου ὁ ζουρνάς
κι ἄν φύγεις ὅλο πίσω θά γυρνᾶς
στά μαυρολίθαρα δεμένος ἀπελάτης.
Ο Μ. Γκανάς αφιερώνει ποιήματα στον Μπράβο ή τον αναφέρει ως ήρωα σε αρκετά από αυτά. Ενδεικτικά αναφέρω: Το δεύτερο ποίημα της ποιητικής συλλογής “Γυάλινα Γιάννενα' 1989, Μιχ. Γκανάς, Ποιήματα 1978, εκδ Μελάνι 2013, σελ.96 είναι ολόκληρο αφιερωμένο στον Χρήστο Μπράβο. Στη συλλογή “ΠΑΡΑΛΟΓΗ' στο ποίημα [Πέτρα πού ξύνει τό χαρτί], πέρα από την αναφορά στο όνομά του, υπάρχουν και στίχοι δανεισμένοι από ποιήματα του Χρ. Μπράβου.(Δηλώνονται παρακάτω με πλάγια γράμματα).
Πένα πού ξύνει τό χαρτί
ὅσο τό ἄσπρο σουρουπώνει.
Ἀλλά το Πάσχα πρώιμο
ἡ νύχτα στό γλυκύ μου ἔαρ
κι ἕνα τραγούδι σιγανό με λιβανίζει.
Πραματευτής κατέβαινε μέσ’ ἀπό την Αὐλώνα
σέρνει μουλάρια δώδεκα και μοῦλες δεκαπέντε
φέρνει τό Χρῆστο - Χρῆστο μου! με πλάκα καί κοντύλι.
Μέ τό κοντύλι ἔγραφε κι η πλάκα μαρτυροῦσε
ἀργά πολύ συλλαβιστά με κεφαλαῖα ΜΝΗ-ΜΗ.
Ἀντιλαλῶ σάν τρίκλιτη βασιλική
ἀπό φωνές πολλῶν κεκοιμημένων.
Τό πιό γλυκό βιολί τό παίζει ὁ θάνατος -θυμᾶμαι-
καί τότε ξεχωρίζω τή δική του.
Στην ίδια συλλογή ('ΠΑΡΑΛΟΓΗ', Μ. Γκανάς Ποιήματα 1978-2012, εκδ. Μελάνι 2013, σελ. 149) η αναφορά γίνεται κυρίως στις δυο οικογένειες Μπράβου-Γκανά: (Ηλίας και Γιάννης, τα παιδιά του Μπράβου, Ερμιόνη η σύζυγός του και Μιχάλης ο αδελφός του που κατοικούσε στο εξωτερικό).
Νά μέ θυμᾶσαι -βασιλικά να τρίβεις στις παλά-
μες σου γιά νά θυμᾶσαι -και δάκρυα πολλά νά
χύνεις ὅταν μέ θυμᾶσαι - ὅταν σημαίνει Ναύπα-
κτος-Ἀράχοβα-Δεσκάτη - ὅταν περνᾶς Γαλήνης 18
-πού δέν περνᾶς -νά μέ θυμᾶσαι -ἐκεῖ χαρτιά
μισογραμμένα -παιδιά πού μεγαλώνουν - Ηλίας -
Γιάννης -τα παιδιά μου -ἐκεῖ παράπονο Ἐρμιόνη
-περαστικός Μιχάλης καί Χρῆστος των χρωμά-
των -βασιλικά νά τρίβεις γιά νά μέ θυμᾶσαι ὅταν
σημαίνει Σάββατο ………….καί μήν ἀκοῦς πάνω
καί κάτω κόσμος -εἴσαστε η πατρίδα μας κι ἐμεῖς
ξενιτεμένοι.
Φυσικά υπάρχουν και πολλές αναφορές σε άλλα μέλη-φίλους της “παρέας', αλλά δεν είναι, όμως, θέμα της παρούσης εργασίας.
Ο Χρήστος έχει καταξιωθεί από τους φιλολογικούς κύκλους και κριτικούς ως μέγας ποιητής, από την πρωτοτυπία του έργου του, τις ικανότητές του να συνδυάσει στοιχεία ετερόκλητα,όπως τον μεταφυσικό κόσμο του παραμυθιού, της μυθολογίας, των παραλογών, της αρχαίας παράδοσης με το μοντέρνο,τα εσωτερικά συναισθήματα, το εξπρεσιονιστικό στοιχείο, τον υπερρεαλισμό με το δημοτικό στοιχείο, το δημοτικό τραγούδι, την ικανότητά του να τιθασεύσει τον εθνικό δεκαπεντασύλλαβο σε ιδιότυπες μετρικές μορφές. Όλα αυτά δένονται θαυμάσια με τα θέματα της ποίησής του, αφού σε όλα κύριο στοιχείο είναι ο θάνατος.
Εμείς, όμως, πέρα από αυτά,θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον συντοπίτη μας ποιητή, την προσπάθειά του να περάσει μέσα από το ποιητικό του έργο και να προβάλει, με ιδιαίτερο τρόπο τον τόπο μας, μια μικρή άσημη κωμόπολη, τη Δεσκάτη, ως το κέντρο αναφοράς και επιχειρήσεων ολόκληρης της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου αλληλοσπαραγμού. Το δράμα παίζεται σ’ ένα μικρό θεατρικό χώρο, αλλά αφορά ολόκληρη την πατρίδα. Ολόκληρη η πρώτη ποιητική συλλογή και το υπόλοιπο έργο είναι πλημμυρισμένααπό την αναφορά σε τόπους, χρονικές στιγμές, γεγονότα, πρόσωπα, συνήθειες, σκηνές από την κοινωνική, οικογενειακή ζωή, τη ντόπια παράδοση, την ιστορική πραγματικότητα, τη δημοτική ποίηση της Δεσκάτης και της ευρύτερης περιοχής.
Παρά τις παρέες και τους κοινωνικούς κύκλους στους οποίους εντάχθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του στην Αθήνα, δε λησμόνησε τους φίλους του χωριού.Ο ποιητής αποφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο Δεσκάτης.Αρκετά από τα ποιήματά του είναι αφιερωμένα σε φίλους και συμμαθητές.
Ο καλύτερος φίλος, που αναφέρει ο ποιητής στο παραπάνω αυτοβιογραφικό, είναι ο Χρ. Γκαγκτζής, μετέπειτα γιατρός. (Ο καλύτερος, ίσως, φίλος μου δεν γνώρισε πατέρα).Ίσως ο θάνατος του πατέρα του φίλου του, στο Βίτσι το ‘49, όπως ο ίδιος αναφέρει, να συγκλόνισε την ψυχή του και να αποτέλεσε μια από τις αιτίες για να ασχοληθεί ο ποιητής, σχεδόν σ’ όλο το ποιητικό του έργο, με την περίοδο του Εμφυλίου και κυρίως με τον απόηχο των γεγονότων της περιόδου αυτής.« Ο Πατέρας μού διηγιόταν ιστορίες από το αντάρτικο»
Για τον φίλο του αυτόν αφιερώνει ο ποιητής το παρακάτω ποίημα:
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΠΩΝ
Στόν Χρήστο Δ. Γκαγκτζή
Καί στά χαντάκια τοῦ καιροῦ
τό κόκκινο θ’ ἀνθίζει.
Τό χέρι μου θ’ ἀνοίγει τό σεντούκι
νά βγάλει τή μικρή φωτογραφία
καί θά πηδάει λιγνός βοσκός.
Θά κρύβεται σε θάμνο• ὥς τή νύχτα.
Νά πάει μέ τούς παράνομους•
καί μέ τούς λυπημένους.
(Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα 1985)
Κι άλλο ποίημα αφιερωμένο σε φίλο και συμμαθητή, Χρ.Κεραμίδα, αργότερα γιατρό. Στο Νοσοκομείο (Γ.Ν.Α.) που εργαζόταν αυτός και με τη φροντίδα του ίδιου, πέρασε τις τελευταίες μέρες, πριν από το θάνατό του ο ποιητής. Διασκευή του ποιήματος μελοποίησε ο Θαν. Παπακωνσταντίνου στη μουσική του συλλογή «Βραχνός Προφήτης». Ο τίτλος του μουσικού άλμπουμ από στίχο του ποιήματος αυτού. Ο ίδιος ο τραγουδοποιός τονίζει: «Σημαντικό κομμάτι του στιχουργικού παζλ αποτέλεσαν και δύο ποιήματα «Ἥμερος Ὕπνος» και «Ἀ. Μάνθος) ενός Μακεδόνα ποιητή. Όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο ποίησης «Μέ τῶν Ἀλόγων Τα ΦαντάσματατουΧρήστου Μπράβου, ένιωσα ένταση και οικειότητα. Εικόνες που είχα βιώσει σαν παιδί ή είχα πλάσει, ακούγοντας διηγήσεις συγγενών μου. Όταν έψαξα να μάθω γι’ αυτόν, κατάλαβα γιατί. Έχουμε καταγωγή από κοντινές περιοχές, άρα κοινές μνήμες. Επέλεξα ποιήματα με δυνατές εικόνες, γιατί αυτό μ’ αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε στην τέχνη: η καθαρή απεικόνιση της σκέψης».
ΗΜΕΡΟΣ ΥΠΝΟΣ
Στόν Χρῆστο Κεραμίδα
Χιόνι σεντόνι τρυφερό γιά τοῦ φιδιού τόν ὕπνο.
Χιόνι και πένθιμο σκυλί βραχνός προφήτης.
Μέ νύχια παγωμένα ὁ λύκος κρύβεται.
Μέ φόβο οἱ ζωντανοί τήν πόρτα κλείνουν.
Κοιτᾶς ἀπ’ τό παράθυρο: Καπνίζουν τά πηγάδια.
Χιόνι• κι ἀνάψαν τή φωτιά στόν κάτω κόσμο.
Ὁ κυνηγός στό πέρασμα τό σπίρτο πίνει.
Τόν λύκο, πού ἐχύμηξε πίσω του, δέν τόν βλέπει.
Νύχτα μέ πένθιμο σκυλί στόν σάπιο φράχτη.
Κι οἱ πεθαμένοι ἀκοῦν• καί περιμένουν.
( Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα, 1985)
Άλλο ποίημα αφιερωμένο σε φίλο του από τη Δεσκάτη, γνωστό ζωγράφο:
Ἀνατολή
Στόν Χρήστο Μπουρονίκο
Μά ἡ μέρα τό σκορπᾶ τό μυστικό της. Κ’ εἶπε
«σκοτάδι ἄς γίνει, ἄς γίνει φόβος». Ἀκούστηκαν
χτυπήματα στήν πόρτα. Μέ τῶν ἀλόγων τά φαν-
τάσματα περνοῦσαν οἱ νεκροί. Σηκώθηκε μιά λύπη.
Κι ὅλοι τό ΄νιωσαν-ὁ μάγος εἶχε φτάσει.
Τότε πέρασαν χρόνια. Τ’ ἄλογα ματωμένα
καί τρελά κατέβαιναν στούς κάμπους• ἔπεφταν
στ’ αποσπάσματα. Ὅμως ὁ μάγος σώπαινε. Τί-
ναζε μοναχά τά δάχτυλά του, τραβοῦσε ἀόρατα
σκοινιά. Ὥσπου ἀνοίξανε τά σπλάχνα του καί
βγῆκε τό βαμπάκι.
( «Μέ τῶνν ἀλόγων τά φαντάσματα». εκδ. Κείμενα 1985, Καστανιώτη, 1990).
Θυμάμαι εξόριστους να γυρίζουν — με τον X. Ν. λύνουμε σταυρόλεξα τα καλοκαίρια, αναφέρει στο αυτοβιογραφικό και ο Χ.Ν είναι ο συντοπίτης Χρ. Νάτσιουλας. Στενά συνδεδεμένο μ’ αυτά τα λόγια και το ποίημα:
Σημεία και πέρατα
1. Μέ κόσκινο ἐμάζεψαν τό αίμα.
2. Ἄλλοι εἶπαν τόν εἶδαν νεκρό στό Βίτσι•
ἄλλοι ζωντανό στήν Τασκένδη.
3. Ὁ πατέρας. Ἐνθύμιον λύπης.
4. Δέν θέλουν νά θυμοῦνται πώς ἀνοίγει
ἡ πόρτα στό ὑπόγειο, ἡ γδαρμένη.
5. Τό κούφιο δόντι τους. Αὐτό μέ τό φαρμάκι.
6. Αὐτά πού φύγαν, αἵματα
Αὐτά πού ἦρθαν, χιόνι.
7. Αὐτά πού φύγαν αἵματα ἦρθαν χιόνι.
8. Ἄλογα μαῦρα στό σκοτάδι.
9. Ὥς τή συντέλεια τῆς μνήμης.
( Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα)
Η ποίηση του Χρήστου χαρακτηρίζεται από πολλούς σκοτεινή, άλλωστε γενικάη ποίηση είναι σκοτεινή, αφού είναι προσωπική δημιουργία, έργο τέχνης, γι’ αυτό και η ερμηνεία είναι προσωπική. Μεγάλος ποιητής όμως είναι εκείνος, που μέσα από το προσωπικό, καλύπτει το γενικό κι αυτό γίνεται «κατά κόρον» στο ποιητικό έργοτου Χρήστου. Ίσως η κάποια δυσκολία υφίσταται λόγω του φιλοσοφικού του χαρακτήρα, της μαθηματικής σκέψης και των επιδράσεωναπό τη ζωή στην επαρχία και την ντόπια παράδοση, που δεν είναι για όλους κατανοητή, γι’ αυτό,στη συνέχεια, θα καταβάλουμε προσπάθεια για κάποια ερμηνεία.
Τα ποιήματα που προαναφέρθηκαν, πέρα από τον ιδιωτικό χαρακτήρα που διατηρούν, βοηθούν ίσως, να σχηματίσουμε τον κόσμο, το χρόνο και τις περιστάσεις μέσα στις οποίες κινείται το ποιητικό του γίγνεσθαι. Φαίνεται ότι όλα γενικά περικλείονται από δυο θόλους. Ένας ευρύτερος θόλος, που περικλείει και σφραγίζει τα πάντα, είναι ο γενέθλιος τόπος του ποιητή, η Δεσκάτη.Ένας μικρότερος θόλος, εγγεγραμμένος, εγκλείει τα γεγονότα που έχουν διαδραματιστεί σε κοντινό σχετικά παρελθόν, την περίοδο του Εμφυλίου. Η ποιητική μνήμη φωτογραφίζει και αντλεί από εκεί, καθώς ο ποιητής βιώνει τον απόηχο των γεγονότων,αφού ο ίδιος δεν τα έζησε,μέσα στον ίδιο τόπο, σε έναν «περιγεγραμμένο χρόνο», τον Εμφύλιο.Μοιάζει με το περίβλημα της μαγικής σφαίρας που περικλείει το μύθο, τα γεγονότα,την εξέλιξη. Η «ορεσίβια» ποιητική των Μέσκου, Γκανά και Μπράβου έχει κοινό σημείο συνάντησης στο γεγονός ότι και οι τρεις εισάγουν τις εμφύλιες μνήμες στο ποίημα, δένονται στενά με το γενέθλιο επαρχιακό τοπίο, οι ήρωες τους τρίβονται και αλέθονται στις μυλόπετρες του εμφυλίου, ενώ η βάση και ραχοκοκαλιά των ποιημάτων τους είναι το Δημοτικό τραγούδι. Φαντάζει περίεργο το γεγονός ότι ο Μπράβος, αν και δεν έζησε καθόλου τον Εμφύλιο, αφοσιώνεται τόσο απόλυτα στον κόσμο των “λυπημένων'. Ο κόσμος διχασμένος: υπάρχουν από τη μια οι «παράνομοι», «οι λυπημένοι»,οι εξόριστοι που κρύβονται στα δάση και στις βουνοκορφές,κι από την άλλη «τα σκυλιά»«οι κυνηγοί», «οι άλλοι», όπως ο ίδιος τους αποκαλεί:
Ἔπεσε νύχτα μέ πριόνι καί θηλιά
κι οἱ λυπημένοι διάλεξαν τ’ ἀγρίμια.
Νύχτα μέ χέρι σιδερένιο τοῦ τυφλοῦ
στό δάσος οἱ παράνομοι ἐγλιστρῆσαν.
Οἱ ἄλλοι μπῆκαν μέ τουφέκια
καί σκυλιά να βροῦν τό αἷμα,
νά φέρουν τά κεφάλια. Δέν ἐγύρισαν.
Πέλμα τοῦ λύκου πορφυρό καί δόντι
τ’ ἄγριου χοίρου στό λαιμό τους.
Νά ’χουν πετρώσει τά σκυλιά
κι οἱ λυπημένοι νά ’χουν πιάσει
ἄγριες ράχες.
Μαύρη Κιβωτός ( Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα)
Τα πάντα εξελίσσονται και διαδραματίζονται στο σκοτάδι. Φυσικά τέτοια τραγικά και ανείπωτα γεγονότα, όπως του Εμφυλίου, μόνο μέσα στο σκοτάδι θεριεύουν.Τα χρώματα εναλλάσσονται στις εικόνες των ποιημάτων του και κυρίως το μαύρο, το κόκκινο, το γκρίζο, το άσπρο,-όλα,όμως,ακόμα και το άσπρο,-σχετίζονται με το θάνατο. Ίσως η διαίσθησή τουνα τον οδηγεί εκεί, αφού χάθηκε τόσο νέος, στα 39 τουχρόνια. Το μαύρο κηρύσσεται από τον ίδιο τον ποιητή θεμέλιο χρώμα με εφτά πέπλα, εφτά στρώματα, όπως το φως με τα εφτά χρώματα της ίριδας. Σκηνοθετείται, έτσι, ένας κόσμος παράδοξος, ζοφερός, αλλά συνάμα εφιαλτικός, παράλογος, εξωπραγματικός. Τα εφτά μαύρα πέπλα είναι βαριά,πυκνά καλύπτουν τη γη, τα πρόσωπα, αιχμαλωτίζουν τους δρόμους, τα όνειρα, τους ήχους, εκτείνονται από τη γη, τον πάνω κόσμο και καταλήγουν στον Κάτω κόσμο, στο θάνατο, στον σκοτεινό Άδη, με τα «χαμηλά ποτάμια», όπως ο ίδιος αναφέρει. Παντού σκοτάδι, θάνατος, αίμα, αδελφοκτόνος σπαραγμός με πρωτοφανή αγριότητα. Η σκοτεινή μήτρα γεννά θάνατο και τρέλα, η νύχτα γεννά θάνατο, ακόμα και στην κούνια και στο γάμο (Ματωμένος Γάμος):
Νά μήν τήν πεῖ κανείς αὐτή τή νύχτα
πού ἔπνιξε τό θάνατο στήν κούνια
Τό νερό (μετά τά Μυθικά
Ἔλαμπε μές στά μαῦρα του ὁ γαμπρός
Γάμος Ι (Μετά τα Μυθικά)
Ἀπό παντοῦ τόν κόσμο νά κυκλώνει
τό μαῦρο φῶς: ἡ λάμψη τοῦ θανάτου
Γάμος ΙΙ( Μετά τα μυθικά)
Τα άλογα μαύρα, ή κόκκινα οδηγούν τους αναβάτες ή εκπορεύονται από τον Άδη. Ακόμα και το φως είναι μαύρο κι ο αέρας σκοτεινός, αφού χρωματίζονται από τη λάμψη του θανάτου. Η παγωμάρα του θανάτου συνδέεται εύκολα συνειρμικά με το παγωμένο χιόνι και την κρυάδα του φιδιού, γι’ αυτό πολλές οι αναφορές σ’ αυτά τα σύμβολα θανάτου στην ποίησή του:
Ἀέρας παγωμένος
γνέθει κρύσταλλα
ἀέρας παγερός
καί παγωμένος.
…………………
Μέ σκάρτα ζάρια
παίζει ὁ θάνατος
Ἀλώνι- (Ξύλινα τείχη)
Χιόνι σεντόνι τρυφερό γιά τοῦ φιδιού τόν ύπνο.
Χιόνι καί πένθιμο σκυλί βραχνός προφήτης.
Χιόνι• κι ἀνάψαν τή φωτιά στόν κάτω κόσμο.
ΗΜΕΡΟΣ ΥΠΝΟΣ ( Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα)
Το μαύρο φαίνεται σαν να μην είναι ικανό να αποδώσει τη φρίκη του θανάτου και χρειάζεται το συμπληρωματικό του. Το κόκκινο θεωρείται,επίσης, βασικό χρώμα στην ποίησή του. Το αδελφικό κόκκινο αίμα, που ποτάμι χύνεται, βάφει τη φρίκη του θανάτου των αδικοχαμένων, «των κεκοιμημένων», τους οποίους ο ποιητής «φωτογραφίζει από μνήμης», αφού δε ζει ο ίδιος τα γεγονότα:
Κάποτε τούς μυρίζω στόν ἀέρα
-βαρύ ἄλιωτο κόκκινο
Αναστάσιμο (Ορεινό Καταφύγιο)
Η φρίκη του αίματος διατηρεί τη μνήμη αναλλοίωτη, αλλά και τη μυρουδιά του θανάτου, εξάπτει τα πάθη, φλογίζει την εκδίκηση, καταλαμβάνει τον χρόνο, τη μέρα, τη νύχτα, τον γενέθλιο τόπο, τις μαυροφορεμένες χήρες με τα κόλλυβα, το τοπίο του θανάτου, εικόνες καθημερινές, γνωστές στον τόπο μας, πέρα από το χρόνο, αφού αυτός πια «μετριέται μόνο με Ψυχοσάββατα».
(συνεχίζεται…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου