Στην ποιητική παρατηρείται η έντονη
αναγνώριση της ταυτότητας του γράφοντος μέσα από τις μνήμες αλλοτινών
παραμέτρων του έθνους ή των ιστορικών συγκυριών. Αναγιγνώσκεται στον
μεγαλόπνοο στίχο με το σημασιολογικό μεταφορικό βάρος ή στο δοκιμιακό
πεζό απόσταγμα της θεωρητικής ερμηνείας η ελληνικότητα. Δεσπόζει η
συνείδηση του ανήκειν στο έθνος, η αποβολή του ατομικισμού και η
ανάδειξη διαχρονικών ιδεωδών που προβάλλουν την έννοια της
ελληνικότητας.
Το «πνευματικό
εμβατήριο» θεωρείται προσκλητήριο με σκοπό την εθνική αναγέννηση.
Στους
«επίνικους ΙΙ», όπου ανήκει, ο Σικελιανός, πέραν της πραγμάτευσης των
αξιών της αρχαίας και βυζαντινής Ελλάδας, αναφέρεται στην αντίσταση του
λαού μας κατά τη γερμανική κατοχή[1].
Προσκαλεί λοιπόν ο ποιητής τους Έλληνες να ξεσηκωθούν, να πασχίσουν για
την ανασυγκρότηση της χώρας τους που διαφαίνεται κατεστραμμένη από τον
πόλεμο και την κατοχή. Ο ήλιος απεικονίζει τη ζωή που πρέπει να
στηριχτεί, για να ορθοποδήσει, να ξεκολλήσει το άρμα από τη λάσπη. Η
αρετή και η αγάπη αποτελούν εφαλτήρια για την ανάδειξη του λαμπρού
μέλλοντος του ελληνισμού.Ομπρός·βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα· ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο! Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη, κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα! Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος· | |
10 | σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα. Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του! Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου! |
15 | Ομπρός, οι δημιουργοί!… Την αχθοφόρα ορμή Σας στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος! Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα… Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα, τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!… |
20 | Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση· δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός του στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου, και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!… |
25 | Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι, βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα!Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι… Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου… |
30 | Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου, πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι! Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη… |
35 | Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει, και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα πέρατα της Οικουμένης…Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος… Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη· σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα· |
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα! |
Το
προσκλητήριο σάλπισμα στον κοινό αγώνα βέβαια (στ. 1-10, 33-37)
επαναλαμβάνεται σε επιμέρους κομμάτια, ενώ ο ήχος tου σαλπίσματος
υποχωρεί και απομένει μόνο στο βάθος. Η υποκειμενική κρίση (στ.23-32)
προβάλλεται μέσα από τον οραματισμό και τελικά το διάγγελμα μιας
ελπιδοφόρας περιόδου της ανάτασης (στ. 23-25). Η παρότρυνση για την
ολοκλήρωση των θυσιών των Ελλήνων (στ.26-32) επανέρχεται με το
προσκλητήριο. Ο ηλιόφως διακυβεύεται ως υψηλό αγαθό μέσα στη λαίλαπα των
εχθροπραξιών και της εμπάθειας (αίμα), των υλιστικών σκοπιμοτήτων
(λάσπη). Ο ελληνισμός διασώζεται μόνον χάριν του συλλογικού μόχθου, του
εντατικού αγώνα, ώστε ο κόσμος θα αναγεννηθεί.
Ο
κόπος συλλογικά συμπίπτει με την επίταση όλων των δυνάμεων («να
σηκώσουμε τον ήλιο»), ώστε να ξεκολλήσει το άρμα του ήλιου από τη λάσπη,
να μην καταπνίγεται από τις αντιζηλίες, το μίσος και τη ροπή προς το
υλικό όφελος (που η λάσπη αντιπροσωπεύει συμβολικά). Η εντατικοποίηση
της προσπάθειας επιβάλλεται, στα πλαίσια της δεοντολογικής ηθικής, να
γίνεται με το σώμα, το πνεύμα, την ψυχή. Συνεπώς ο κόσμος θα
μεταμορφωθεί, θα επιτευχθεί η εντελέχεια σε οντολογικό επίπεδο, σύμφωνα
με τη φιλοσοφική οπτική του ποιητή. Το «πνεύμα» (στ.22,36) δεν σημαίνει
μια διανοητική κατάσταση που μπορεί να εξυπηρετεί την υλική προοπτική
της ζωής, προξενώντας αδιάντροπες διαμάχες και την υλιστική ευδαιμονία.
Εξάλλου ενσωματώνεται στις ιδέες του ελληνισμού που προασπίζεται πάντοτε
το ήθος και όχι τα υλικά αγαθά.
Η
παρότρυνση να υψωθεί ο ήλιος σε πανανθρώπινο επίπεδο με τη συμβολή όλων
θα πραγματωθεί με την αποσόβηση των κινδύνων που λειτουργούν ως
τροχοπέδη της ανάπτυξης. Η εντατική αγωνιστικότητα θα γίνει βίωμα και
τρόπος αντίληψης, θα εκπηγάζει από τη συναίσθηση της αλληλεγγύης, της
συμπόρευσης. Αποτυπώνεται η εικόνα του ξωμάχου ο οποίος, ρίχνοντας το
βάρος του με το γόνατο, στηρίζει το φτυάρι, σέρνει το αλέτρι ξεπερνώντας
τα εμπόδια (στ.5-6). Επιπρόσθετα υποβοηθιέται και από το στήθος, την
ψυχή του παραγκωνίζοντας την ποταπότητα και στοχεύοντας σε υψηλά
ιδανικά. Η ατελέσφορη δύναμη για την επίτευξη του σκοπού, μολονότι
δημιουργεί απογοήτευση ή περιττό κόπο, είναι επιβεβλημένη, για να μην
βουλιάξουμε.
Η ρεαλιστική επίσης
αποτύπωση της ηθικής αναγκαιότητας (στ.12) πάλι σημειολογικά εστιάζει
στα μέλη του σώματος: για να αντισταθεί κανείς στο βάρος, γέρνει το
κεφάλι πίσω τεντώνοντας ολόκληρο το κορμί. Αυτό δημιουργεί ζάλη, σύγχυση
στο ποιητικό υποκείμενο (στ.15) που καταγράφεται αυτοαναφορικά («γυρίζω
σ’ έναν άγιον ίλιγγο»). Το λαμπρό αντίκρισμα της ελληνικής
πνευματικότητας τριών χιλιάδων ετών έχει αφετηρία το μινωικό πολιτισμό
(στ.16) των ταύρων και τελειώνει με τον Βυζαντινό (στ.17), όπως
κατανοείται από τη μετωνυμία («δικέφαλο αϊτό»). Ο ίλιγγος δεν επιτρέπει
να διακρίνει ο αφηγητής τις αλλεπάλληλες περιόδους της ελληνικότητας σε
ένα χάσμα επίσης διαχωριστικό του πλησίον και της μεγάλης απόστασης
(στ.20). Ακόμα και τα ηχητικά σήματα κάθε εποχής δεν ξεχωρίζουν, αλλά
στη συνείδηση του γράφοντος ενοποιούνται, σχηματίζοντας «αρμονία»
(«πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες»). Το όραμα του ποιητή
ξετυλίγεται στα όρια της προφητικής έκστασης. Έτσι σηματοδοτείται μια
νέα λογική που ισχυροποιεί το νου και το σώμα (στ.21-24).
Πρόκειται
για το λόγο που θα επικρατήσει, όντας η αρχή των πάντων («ἐν ἀρχῃ ἦν ὁ
λόγος/καί Θεός ἦν ὁ λόγος», σύμφωνα με το Ευαγγέλιο). Λίπασμα για την
καινούρια καρποφορία αποθεώνει τη θυσία, που γίνεται προσφορά για τις
επερχόμενες γενιές. Παρόμοια το κοπιαστικό όργωμα με τα δώδεκα ζευγάρια
(στ.29) ως κοπιώδης εργασία με μελλοντική απόδοση προσοδοφόρα (κατόπιν
πολλών μηνών). Άλλωστε ο κόπος πρέπει να αναλογεί στην προηγούμενη
θυσία. Η Δάφνη του Απόλλωνα απεικονίζει την αρετή, αμοιβή κάθε
πολύμοχθου εγχειρήματος, στον αντίποδα της χρησιμοθηρίας, αποτελεί
κανόνα διαβίωσης συνάμα με τη χριστιανική άμπελο που θα καλύψουν όλη τη
γη (στ.31-32). Η θυσία του αίματος των ηρώων, ο αγώνας για την κατάκτηση
των διαχρονικών αξιών αποσκοπεί στην εξύψωση ενός ανώτερου πολιτισμού
που ζωοποιείται με το ισχυρό εθνικό πνεύμα, αυτό που σε δένει με τις
ρίζες. Η επαναφορά του σαλπίσματος επισφραγίζει το εθνικό ιδεώδες, με
την έννοια ότι καλούνται όλες οι δυνάμεις του έθνους (φυσικές, ηθικές,
πνευματικές) συμβολικά το στήθος, το γόνα, τα χέρια, το κεφάλι («ομπρός·
βοηθάτε», «ομπρός, παιδιά»). Το σάλπισμα γίνεται η παρακίνηση για την
ανάληψη ενός ανώτερου έργου, της αναγέννησης του έθνους σε ηρωικό τόνο.
Σε
κάποια χωρία από το στοχαστικό δοκίμιο του Γιώργου Θεοτοκά, Παράδοση
και Ελληνικότητα, είναι ενδεικτική η θεμελίωση των αφαιρετικών σκέψεων
μέσα από την έμφαση στη συλλογικότητα[2].
[…]Όταν
μιλούμε σήμερα για ελληνική παράδοση, βάζουμε στο νου μια πνευματική
και ηθική εξέλιξη μακρόσυρτη και πολυποίκιλη, με πλήθος διακλαδώσεις που
μπλέκονται αναμεταξύ τους και συχνά αντιστρατεύονται η μια στην άλλη,
μα δημιουργούν ωστόσο ένα σύνολο ενιαίο, με θαυμαστό πλούτο μορφών.
Φτωχός λοιπόν μας φαίνεται ο ζήλος των διανοητών που πασχίζουν να
περιορίσουν την παράδοσή μας σ’ ένα μικρό διάστημα χρόνου, έξαφνα στις
τρεις γενεές του 5ου αιώνα π.Χ., όσο κι αν είναι περίλαμπρη και
καταπληκτική και μοναδική στην ιστορία του κόσμου η πνευματική συγκομιδή
της κλασικής εποχής. […] Μέσα σε τούτη τη ζωντανή, τη ζεστή ενότητα της
ελληνικής παράδοσης ζει και το κλασικό ιδανικό σαν ένα μέλος της
αναπόσπαστο, που την επηρεάζει ανέκαθεν και βαθύτατα, μα κι επηρεάζεται
ολοένα απ’ αυτήν. Η προσπάθεια να χωριστεί το ιδανικό τούτο από κάθε
οργανική του συνέχεια, ν’ απομονωθεί και να υψωθεί στη θέση δόγματος που
να μονοπωλήσει το πνεύμα, αναιρώντας όλη την εξαίσια ποικιλία των
ελληνικών μορφών ζωής και δημιουργίας, έγινε πολλές φορές και με
διάφορες προφάσεις από τους λογίους της χώρας μας και πάντα καταστάλαξε
στα νεκρά βάλτα του σχολαστικισμού.
Συγκεκριμένα
το κλασικό ιδανικό συνυφαίνεται με το πολιτιστικό σήμα, εφόσον ακόμα
και δογματικά υιοθετείται. Αυτό οδηγεί στον παραμερισμό της ελληνικής
ψυχής στο σύγχρονο κλίμα. Λογικά η αρχαιότητα και επηρεάζει τις
συγκαιρινές συνιστώσες, αλλά και επηρεάζεται ως παράδοση που ερμηνεύεται
πάντοτε βάσει άλλων συμφραζομένων, ανάλογων με την οπτική της εποχής. Η
λογιοσύνη που προκρίνει το κλασικό ιδανικό έναντι κάθε μοντέρνας
δημιουργίας ως ανώτερο, λανθάνει βεβαίως ως σχολαστικισμός μάταιος. Ο
πολυσύνθετος χαρακτήρας της ελληνικότητας εξάλλου, εκτός από τη σύνδεσή
της με την παράδοση, αποδεικνύεται με την ευρωπαϊκή της προοπτική υπό
προϋποθέσεις ωστόσο. Κυρίως η επαφή με την Ανατολή ανασύρει πλευρές του
εαυτού μας που άλλοτε αγνοούνταν επιδεικτικά λόγω ανωριμότητας. Η
πολυσύνθετη ιδιοσυγκρασία, η συνείδηση σε εγρήγορση, η ανοιχτή
επικοινωνία και οικειότητα με την απλότητα της τέχνης μας φέρνουν
πλησίον της κουλτούρας της ανατολής σε έναν γνώριμο γεωγραφικό ηθικό
προσανατολισμό.
Υπάρχει πάντα μια
πλευρά του εαυτού μας που ακουμπά στην Ανατολή, μια πλευρά που οι
παλαιότεροι μας, με την κάποια νεοπλουτική ξιπασιά που χαρακτηρίζει
συνήθως τις καινούριες κοινωνίες, ντρεπόντανε να τη φανερώσουν, αλλά που
εμείς, ωριμότεροι και πιο σίγουροι στα πόδια μας, τη νιώθουμε σαν ένα
πλουτισμό της ζωής μας και δεν θέλουμε να τη χάσουμε. Συνεννοούμαστε με
το Γάλλο, όμως συνεννοούμαστε και με τον Αρμένη και με τον Άραβα. […]
Εντούτοις
τα εγγενή στοιχεία της ελληνικότητας ορίζουν το χαρακτήρα της, όπως η
ορμητικότητα, ο νεωτερισμός, η αναζωογόνηση, η δημιουργικότητα. Κάθε
έργο, κάθε ενέργεια, κάθε έναυσμα κινητήριας τάσης προωθούν την
ανανέωση, την ευρυθμία, την ειλικρίνεια μέσα από μια αφομοιωτική
διαδικασία που σε σχετίζεται με τη δουλική νομιμοφροσύνη στους τύπους.
[…]ο
Ελληνισμός ζει, άρα αλλάζει ολοένα σύσταση και μορφή, ανανεώνεται,
αναπροσαρμόζεται σε καινούριες περιστάσεις, αφομοιώνει καινούριες
αντιδράσεις, ανακαλύπτει δρόμους που δεν περίμενε, φτιάνει έργα
πρωτότυπα, διαμορφώνει αντιπροσωπευτικούς τύπους αλλιώτικους από κείνους
που ήξερε. Δεν υπάρχει λοιπόν, ούτε θα υπάρξει, όσο ο Ελληνισμός είναι
ζωντανός, σύστημα κανόνων που να ρυθμίζει οριστικά πότε ένα έργο είναι
ελληνικό και πότε δεν είναι. Ο μόνος κανόνας της ελληνικότητας που
σηκώνει η δική μου τουλάχιστο συνείδηση είναι τούτος: ελληνικό είναι
κάθε έργο που βγαίνει με ειλικρίνεια από τη ζωή, την καρδιά και τη σκέψη
των ανθρώπων του έθνους μας.[…]
Το
ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, «ο ύπνος των γενναίων», απηχεί την εμπειρία
του ποιητή από τον πόλεμο του 1940, όταν υπηρέτησε ανθυπολοχαγός[3].
Θεωρείται ότι όσοι σκοτώθηκαν στον πόλεμο υπερασπιζόμενοι υψηλά
πατριωτικά ιδεώδη ουσιαστικά δε χάθηκαν. Η αθανασία τους τοποθετείται
στο πλαίσιο της υπόμνησης αεί της αυταπάρνησης (η αθανασία κρίνεται
σταθερή ιδέα και στο «άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό
της Αλβανίας» και στο «άξιον εστί»).
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από
το πέρασμα στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα
του θα ‘φτανε να πικράνει τον αέρα του Άδη 5
(Το ‘να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το
μέλλον, τ’ άλλο απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμέ-
νη με το πλάι,
Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοι-
λιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο 10
κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, α-
βρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα,
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να
χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού 15
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη,
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από
το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι
αποχρησμοδοτούσε το έρεβος…
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί, 20
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη
κι αναστραμμένη να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με
θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο,
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με 25
το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν’ αποδώσουν στα πράγ-
ματα το αληθινό τους όνομα,
Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μια ηχώ,
μονάχα το μένος της ανθρωπότητας που ολοένα δυνά-
μωνε τους καταρράχτες… 30
Μια σταγόνα, καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ’ τα βά-
ραθρα, την είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό
αγορίστικο σώμα.
Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται
σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι 35
είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει,
Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκα-
λιά του Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του
Αντρός.
Και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουν να κά- 40
νουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που
ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων.
Συνάμα
καταγίνεται ο λόγος με την αιωνιότητα των όντων σε μια μελλοντική φύση
όπου όλα θα είναι άφθαρτα, αιώνια. Ο «ύπνος» του τίτλου είναι ο θάνατος
σαν προάγγελος του ξυπνήματος σε έναν κόσμο αρτιότερο (ενδεικτική είναι η
επιρροή από τους ύμνους της μεγάλης Παρασκευής). Οι νεκροί ήρωες λοιπόν
εξακολουθούν να παραμένουν στην περιοχή της εγκατάλειψής τους, μετά την
αυτοθυσία τους όπου και το πιο μικρό λουλούδι θα εξισωνόταν με τη
νοσταλγία στον Άδη (στ.2-3). Μια λεπτομέρεια της σύνθεσης του Picasso,
Guernica, αποτυπώνει τη ρεαλιστική παράσταση της φρίκης. Το απλωμένο
χέρι δεν κείτεται στο χώμα (στ.4), αλλά πασχίζει να αρπαχτεί από το
μέλλον. Το κεφάλι στραμμένο στο πλάι δεν αντικρίζει τα χαλάσματα του
πολέμου (στ.5), παρά μόνο στα μάτια ενός άψυχου αλόγου.
Ο
θάνατος στέρησε στους γενναίους τις χαρές της ζωής, ταυτόχρονα τους
απάλλαξε από τις φροντίδες, τις ευθύνες, την απόγνωση («και τους
απάλλαξε ο καιρός»). Ο άνθρωπος απαρτίζεται από σώμα και ψυχή, δυαδική
υπόσταση κατ’ ουσίαν, διαθέτει δύο φτερούγες, η μια υλική κόκκινη και η
άλλη πνευματική. Το ερυθρό χρώμα ταυτίζεται σημασιολογικά με τη θυσία
στο πεδίο της μάχης, τη φθαρτότητα του γήινου κόσμου. Στο πνευματικό
πεδίο δεν υπάρχουν τύψεις, παρά η ανύψωση του ηθικού ανθρώπου πέρα από
το φθαρτό υλικό χώρο. Ακόμα και ο ήλιος δεν έχει τόση ισχύ, ώστε να
διαλύσει την πάχνη, αλλά εν δυνάμει θα διαλύσει το σκοτάδι.
Όλα
μεταβάλλονται, η φύση διέπεται από συγκυρίες διαφοροποιημένες από την
τιποτένια ζήση, το μίσος, την καταφρόνια. Οι γενναίοι, που
χρησιμοποιούσαν τη σωτηρία των όπλων, δικαιωμένοι πλέον, καλλιεργούν το
χώρο του ουρανού, ετοιμάζοντας τη συγκομιδή του αλτρουισμού. Στο ουράνιο
πλέγμα ο φθοροποιός χρόνος απουσιάζει μπροστά στην αιωνιότητα, την
ακατάλυτη τελειότητα (οντολογική-ηθική), την αγνότητα των προθέσεων
άφθονη, ρέουσα σαν τον καταρράκτη (στ.15). Αρκεί μία σταγόνα των υδάτων
αυτών να εξυγιάνει την φθορά, τη σαπίλα της επίγειας μειονεξίας («στα
μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν»).
Οι
γενναίοι πέρασαν από το χρόνο σε μια υπερχρονική περιοχή (το αίμα δε
στεγνώνει ούτε λησμονιούνται οι απωλεσθέντες εκεί). Σε αυτό το φάσμα οι
ενέργειες πραγματοποιούνται από την αρχή, όσοι θυσιάστηκαν βρήκαν
δικαίωση (στ.12). Μέσα από το φως αποκαλύπτουν αυτές οι φιγούρες το
βάθος πέρα από τις επιφανειακές συνθήκες («το αληθινό τους όνομα»).
Ισχυροποιούν την αθωότητα, την ενάρετη δράση εναντίον της άγνοιας, την
αδυναμία του επίγειου τόπου να οικοδομήσει την ομορφιά της ανεμώνης
(στ.16-18). Το θαύμα αυτής της ζωής ανυψώνεται μέσα από τη νοσταλγία
στον ύπνο των γενναίων (στ.19).
Η
πλούσια λεκτική φόρμα, μέσα από τη παρατακτική σύνδεση ελευθερώνει
λυρικές εκφάνσεις στην ποιητική του Ελύτη («και καμιά ρυτίδα ή τύψη,
αλλά σε βάθος μέγα/ κι αναστραμμένη να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα,
με/θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο»). Επιπλέον η δημοτική γλώσσα
διανθίζεται από σύνθετα («αποχρησμοδοτώ»)[4], λεκτικές επινοήσεις («μελανουργώ»)[5],
παραδοσιακά σχήματα («μένος»). Δεσπόζουν τα δάνεια από τη δημοτική
ποίηση, το καθημερινό λεξιλόγιο ή φράσεις (ως λεκτικές πράξεις)
παραστατικές («μυρίζουν ακόμα λιβανιά»). Ενδεικτικά μέσω της οσφρητικής
εικόνας (παραλλαγμένη σε διάφορα δημώδη κείμενα) διαπιστώνεται η
συνήθεια να θυμιάζουν με λιβάνι τους νεκρούς, μολονότι δεν είναι κάτι
τέτοιο εφικτό για όσους έπεσαν στη μάχη. Αυτό δείχνει αφενός ότι ο
θάνατός τους ήταν πρόσφατος, γι’ αυτό διατηρείται το άρωμα του λιβανιού
και αφετέρου οι ανθρώπινες απώλειες συνάδουν συμβολικά με το έρεβος
(«στα σκοτεινά μεγάλα μέρη») ή τη στατικότητα (το «ασάλευτο»). Πέραν των
αλληγορικών διατυπώσεων η παράσταση των νεκρών μοιάζει απαρασάλευτη,
σήμα κατατεθέν τη αξιοσύνης τους ή θλιβερό απομεινάρι της θανάσιμης
θυσίας. Είναι δείγμα της αφύσικης παρουσίας τους πάνω στο χώμα που
καλύπτει τα πτώματα των άλλοτε ακμαίων σωμάτων των στρατιωτών.
_
[1]Σικελιανός, Α.2003. Λυρικός βίος. Αθήνα: Ίκαρος[2] Θεοτοκάς, Γ. 1994. Πνευματική πορεία. Αθήνα: Ίκαρος
[3] Ελύτης, Ο. 1994. Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό. Αθήνα: Ίκαρος
[4] εδώ ο ποιητής παραπέμπει στην προσέγγιση αινιγματικών χρησμών με διπλή ερμηνεία
[5] «είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει»: είχαν διαπράξει σκοτεινά έργα ασυνείδητα («οὐδείς ἑκών κακός», κατά τον Σωκράτη)
https://tovivlio.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου