5.8.25

Η προφορικότητα που έχει καταγωγή


Δημήτρης Δουλγερίδης

 

Το αφήγημα του Θωμά Κοροβίνη «Σταυροί στο ακροθαλάσσι» (εκδ. Άγρα) με τις αναμνήσεις της γιαγιάς Ελπινίκης από τον ερχομό των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης

Η ιστορική έρευνα είναι το πιο έγκυρο και πάλι υπό την αίρεση ότι τα γεγονότα παρουσιάζονται

διαμεσολαβημένα και δεν ανασυστήνονται ως αυθεντικά. Ισχύει το ίδιο για την αναπαράσταση και τα φωτογραφική τεκμηρίωση.

Ποιο ήταν το κυρίαρχο αίσθημα πίσω από τα στιγμιότυπα μακρινών σε εμάς εποχών, όταν οι άνθρωποι στήνονταν στο πρωτόγνωρο για εκείνους μέσο; Αλήθεια, πόζαραν ή πρόκειται για τις πιο «ειλικρινείς» στιγμές τους;

Ο Θωμάς Κοροβίνης επιλέγει διαισθητικά τη γλώσσα για να επιστρέψει στη θρακιώτικη Ιστορία –αυτό που χαρακτηρίζουμε «ντοπιολαλιά», ορισμένες φορές για να αναγάγουμε την προφορικότητα σε «ποιότητα».

Στην περίπτωση, όμως, του αφηγήματος «Σταυροί στο ακροθαλάσσι» (εκδ. Άγρα, 2024) είναι μια προφορικότητα που αντλεί τη δύναμή της από τη γη. Έχει καταγωγή, γνωρίζει το πνεύμα του τόπου στον οποίο αναφέρεται, δίνει από την αρχή ονόματα στους αφανείς ανθρώπους των μικροϊστοριών, εκεί όπου κράτος και εξουσία έχουν του κύκλου τα γυρίσματα και του καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν. Γιατί αν υπάρχει ένας άξονας που δένει αυτό το εν μέρει ρεαλιστικό, εν μέρει «έντεχνο» αφήγημα με τους διαλόγους του συγγραφέα και της γιαγιάς Ελπινίκης είναι οι αντιφάσεις της ζωής και η σύνθεση των αντιθέσεών της.

Για έναν βορειοελλαδίτη, που πέρασε αρκετά καλοκαίρια σε αυλές από το Κιλκίς και την Επανομή έως τη Χαλκιδική και την Καβάλα, η γιαγιά Ελπινίκη υπήρξε και υπάρχει. Ούτε καν σαν φάντασμα που αφηγείται όσα πέρασαν οι δικοί της, τα προσωπικά πάθη και τους καημούς της ιδιαίτερης πατρίδας της (με δεδομένο ότι η ίδια είχε γεννηθεί το 1898 στο Λουλέ Μπουργκάς της Βιζύης στην Ανατολική Θράκη και κατέληξε στη Νέα Ηράκλεια Χαλκιδικής).

Υπάρχει ως στοιχείο –ίσως και στοιχειό- της καθημερινότητας σε μια ενηλικίωση που περιλάμβανε τα τουρκικά ως «πρώτη» γλώσσα πολλών προσφύγων, το στίγμα των τουρκόφωνων, τη δαιμονισμένη ανάγκη για «προκοπή» και την τελική ενσωμάτωση στο μεγάλο κομμάτι της ελληνικής επικράτειας. Μαζί με όλες τις στρεβλώσεις, την πολιτικοποίηση στα άκρα του φάσματος, τη συντηρητικοποίηση που ερχόταν ως αντίδραση στον «κομμουνιστικό» και εκ Βορρά κίνδυνο.

Είναι τα ψήγματα που ανασύρει από την καταπακτή της προσωπικής του οικογενειακής περιπλάνησης ο Κοροβίνης έχοντας εποπτεία –παλαιόθεν- στις ντοπιολαλιές, τις τουρκικές και ελληνικές παροιμίες της περιόδου (τα βιβλία του 1993 και 1998), το λαϊκό τραγούδι και την αντιβενιζελική παράδοση.

Η σκανδάλη για να ξεκινήσει ο μίτος είναι ο θάνατος του θείου του και γιου της Ελπινίκης, Κωνσταντίνου, το 1945, όταν τον συνθλίβει η νάρκη απ’ την οποία προσπαθεί να αφαιρέσει το μπαρούτι για να το χρησιμοποιήσει στο ψάρεμα.

 

Στην αφήγηση αυτή τα παιδιά «κουντουρντάνε» (λυσσάνε, δηλαδή, παίζουν με μανία), γίνονται «σερσερήδες» (χαζούληδες), οι εντριβές γίνονται με σπίρτο (οινόπνευμα), πολλές γυναίκες φοράνε μαύρα ρούχα που τα έχουν βάψει στο κατράμι, το θανατικό παραμονεύει στα χωράφια, ο πατέρας της οικογένειας σηκώνει ενίοτε το βαρύ χέρι, τα δώρα για τον γάμο των άλλων περιλαμβάνουν μεγάλα κούπια με γάλα.

Α, ναι, είναι ένας κόσμος χαμένος σε πρώτη ανάγνωση κι όμως μονίμως ζωντανός.

Η ζώσα συνείδηση της «άλλης» Ελλάδας, ο ελληνικός 20ός αιώνας που αιμοδοτήθηκε από τον ερχομό των προσφύγων (όσο και αν η γιαγιά Ελπινίκη βλέπει την ανταλλαγή –δικαίως απ’ την πλευρά της- σαν δεινό, η άλλη ανάγνωση υποδεικνύει τη διάσωση πληθυσμών που θα είχαν αποδεκατιστεί στο τουρκικό έδαφος).

Είναι λέξεις και λόγια καρφωμένα με πρόκες που λειτούργησαν σαν πλούτος κατά την ενηλικίωση των επόμενων γενιών (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ίδιος ο Θωμάς Κοροβίνης, φιλόλογος στο επάγγελμα και θεματοφύλακας της προφορικής διήγησης, όπως ο Γιώργος Μελίκης, ο Χρήστος Ζαφείρης, ο Κώστας Καφαντάρης και τόσοι άλλοι).

Η Ελπινίκη μιλάει τη γλώσσα της και την ίδια στιγμή έρχεται κάπως πιο κοντά μας μέσα από τις προβολές του συγγραφέα σε αυτό το ιδιότυπο μοντάζ της μνήμης. Μιλούν ο 22χρονος εαυτός του και η 77χρονη γιαγιά, αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει από μια άλλη οπτική γωνία με εσωτερικό μονόλογο ενός λαϊκού διανοούμενου που οφείλει να διαχειριστεί την ιστορική μνήμη. Στην περιπέτεια αυτή ο Κοροβίνης αντλεί υλικά από τα δημοτικά τραγούδια (εμβόλιμοι πολλοί στίχοι με εκείνα τα ελληνικά που συνιστούν πολιτισμό:

 

Κάτου στα Τάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα,

Μοιρολογούν οι λυγερές και κλαιν τα παλικάρια,

Τάχα να στέκ’ ο ουρανός, να στέκ’ ο Απάνου κόσμος,

Να στέκουν τα χοροστασιά, σαν που ήτανε και πάντα,

Να λειτουργιόνται οι εκκλησιές, να ψέλνουν οι παπάδες;

 

Κι εδώ υπάρχει μια αλήθεια παγωμένη στον χρόνο. Αν ο πόνος είναι το δυνατότερο συναίσθημα, το υπόστρωμα της βιωματικής αλήθειας, η ανάγκη να συγχωρεθεί –χωρίς να ξεχαστεί- είναι η αντίρροπη δύναμη. Να μην ξεχαστούν οι νεκροί, αλλά να συνεχιστεί και η ζωή είναι το μάθημα της Ελπινίκης που δεν διατυπώνεται ως τέτοιο. Να πατάει κανείς στη γη, αλλά να περνάει όποτε θέλει και από τον αραχνοΰφαντο τοίχο των αναμνήσεων. Μέσα από τις φωτογραφίες των πεθαμένων στα σκρίνια των επαρχιακών σπιτιών.

https://www.tanea.gr/2025/07/28/lifearts/i-proforikotita-pou-exei-katagogi/?fbclid=IwY2xjawL6YURleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETBNN3dOSXZrRUtBSlNKRkxQAR68fU8iEKptmOmLND6dU7Z_nyQkGB8ePxhdw9A7fv9Ag0xxtQsx1Gtl8XkUXw_aem_iCqluHw9iAtWmSw4r6Iuow

Δεν υπάρχουν σχόλια: