Θέλω να γράψω ποιήματα ηλιόλουστα
επάνω στα ακρογιάλια των χεριών σου.
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Η ποίηση του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου είναι μια μεγάλη, συνταρακτική, αγωνιώδης, μοναξιασμένη, de profundis εξομολόγηση, που κρέμεται από την καταπιεσμένη κλωστή του εύθραυστου ψυχισμού του. Για τη ζωή, το πεπρωμένο, την ύπαρξη, την ομορφιά και τη ματαιότητα του κόσμου, τη ζωντάνια ή την κούραση των βλεμμάτων, των αισθημάτων και των σωμάτων.
Ποίηση, η οποία αναπτύσσεται, παραλλήλως δοκιμάζεται, στο θολό, βαρύ και ερειπωμένο τοπίο της μεταπολεμικής Ελλάδας, τη στιγμή που επιχειρεί πρόχειρα και όπως-όπως να επουλώσει τα νωπά βαθιά τραύματά της, έχοντας χάσει ολοσχερώς τον εσωτερικό της ρυθμό.
Ο ερωτισμός διαστέλλεται και συστέλλεται -πάντως, πάλλεται-, μέσα στο ίδιο τοπίο, αποκαλύπτοντας συγχρόνως την ερημιά και την ηδονή του, παρούσα σε κάθε τι, περίπου σαν το διακοπτόμενο φως ενός φάρου που, δείχνοντας προς την έξοδο, την αποφυγή της τρικυμίας ή της πρόσκρουσης σε επικίνδυνες ξέρες, -αυτό το ρόλο παίζει, με λιγότερο φανερό έως αθέατο τρόπο- πραΰνει και αγλαΐζει ίσως ορισμένες τραγωδίες, ραίνοντάς τες με τη χρυσή στάχτη των άστρων.
Κάποτε διακρίνεται ως τυραννία, κάποτε παίρνει τη θέση της τρυφερότητας, και άλλοτε ως λαγνεία ή ανάμνηση αυτής. Τις περισσότερες, ωστόσο, φορές είναι η υπόσχεση που δεν τηρήθηκε· προοπτική που δεν τελεσφόρησε, γιατί κάποιος οπισθοχώρησε. Πιθανώς, ακόμα και ο ίδιος ο ποιητής.

Ο Γιώργος Βαϊλάκης σε ένα εξαίσιο κείμενό του για τον Ασλάνογλου, γράφει:
«Η ασυνήθιστη οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιέπεσε, σε συνδυασμό με την ερωτική ιδιοτυπία του σε εποχές απόλυτης κατακραυγής της ομοφυλοφιλίας, δημιούργησαν συνθήκες απροσπέλαστης απελπισίας σ’ έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευαίσθητο κι αξιοπρεπή. Ως εκ τούτου, το θέαμα της διαπόμπευσής του από κοινωνικά αποβράσματα στο ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης ή οι βρισιές που άγνωστοι έγραφαν στις σκάλες της πολυκατοικίας που διέμενε, αποτελούν εν μέρει μια εξήγηση για την πληγωμένη εσωστρέφεια και την πνιγηρή απομόνωση του ποιητή. «Μέσα σ αυτή τη διαπάλη μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και του εσωτερικού», εξηγεί ο ίδιος, «γεννιέται μια σύγκρουση, ένα δράμα, που εξωτερικεύεται με μια στιχουργική προσωπική, μέσα σε μια θεματολογία που υπαγορεύεται από την ίδια την ψυχοσύνθεση του ποιητή, από τον ιδιαίτερο ψυχισμό του.»
Η ερημία, λοιπόν, έμελλε να γίνει σταδιακά η μόνιμη συνθήκη του έργου του, η κυριαρχική παρουσία μιας μοναξιάς που αποδίδεται με πηγαίο λυρισμό: «παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί / κι η πόλη σου είναι ξένη».
Η συναισθηματική ασφυξία του ποιητή σε ένα περιβάλλον που γίνεται συνεχώς μη αναγνωρίσιμο, ταξιδεύοντας και μη, επιτείνει την απομόνωσή του και προαναγγέλλει τα επόμενα μοναχικά χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Γεννημένος το 1931 στη Θεσσαλονίκη (πόλη που γεννά ποιητές όπως η Ιερουσαλήμ προφήτες), μεγαλωμένος σε αστικό περιβάλλον, θα πεθάνει 65 χρόνια μετά μόνος σε ένα διαμέρισμα στους Αγίους Αναργύρους.
Το σώμα του θα το ανακαλύψουν από τη μυρωδιά της αποσύνθεσης. Ανάμεσα στη γέννηση και το θάνατό του, είναι η ποίηση που γέμισε τη ζωή του, είναι η ποίησή του που πρέπει να αναζητήσουμε και να ανακαλύψουμε, είναι η ποίηση του η μοναδική παρακαταθήκη.
Όχι παράτες λοιπόν για αυτόν, όχι αφιερώματα και επετείους. Παράξενη ανταπόδοση για την αγάπη και λατρεία για την ελληνική γλώσσα, αν όχι για την τέρψη που οι στίχοι του μας προσφέρουν».

Το ξέρω, δεν αξίζει τόση επιμονή μέσα στην εκμηδένιση.
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Γράφει ο Γιώργος Χρονάς, Giorgos Chronas, για τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, σε ένα ακόμη περιούσιο κείμενο:
Οι πρώτες μέρες του Αυγούστου ήταν γεμάτες ζέστη. Μια ζέστη που ξεκίναγε από το τέλος Ιουλίου και συνεχιζόταν. Τα ημερομήνια αυτού του θέρους αγνώριστα. Στις πρώτες, έξι μέρες, αυτού του μήνα διαγράφεται ο καιρός του έτους στο μέρος όπου ζεις. Οι πόλεις είχαν αδειάσει. Οι θάλασσες και τα βουνά, τα λαμπρά επίνεια της επικράτειας, γεμάτα νεολαία. Τα ξενοδοχεία των λουτροπόλεων έδιωχναν κόσμο. Οι δισκοθήκες τα βράδια έπαιζαν ξεσκιστικά τραγούδια και τα ποτά έρχονταν πάνω σε δίσκους σε βεράντες που έβλεπαν στην παραλία. Έγειρε στο πλάι κι έκανε να πιάσει τις εικόνες των ποιημάτων του. Σαν πρόσωπο, του Σικελιανού, ο Ατσεσιβάνο, έγειρε προς το τραπέζι με τα χάπια. Όπως οι ηρωίδες του Παβέζε, του Τένεση Ουΐλλιαμς. Δεν θυμότανε πότε είχε πιει νερό. Δίψαγε. Ο γιατρός του το ζητούσε επίμονα - άφθονα υγρά. Ει δυνατόν και 3 λίτρα την ημέρα. Το γάλα στο ψυγείο είχε λήξει. Το ίδιο και οι χυμοί. Έγειρε και κοιμήθηκε. Ένα τράνταγμα στον ύπνο του τον αποκοίμισε για πάντα.
α. Δύο λέξεις αγαπούσε ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου: Γαλήνη. Πληρότητα. Και τις δύο τις έψαχνε εναγωνίως.
β. Ποτέ δεν έβαζε τελεία στο τέλος των ποιημάτων του. Ήθελε να συνεχίζεται μέσα στον αναγνώστη το ποίημα.
γ. Ποιητής του έρωτα και του θανάτου. Το κάθε ένα έδινε ζωή στο άλλο. Και τα δύο στον ίδιο.
δ. Η Αθήνα του έδωσε αυτό που ζητούσε - απόσταση από το πλήθος, από τα πράγματα, καθώς έβλεπε τα πάντα.
ε. ΙΚΑ και επικουρικό 120.000 δρχ. Το επικουρικό -20.000- πάω πρωί στο Μαρούσι, αρχές κάθε μηνός, και το παίρνω. Οι ουρές ατέλειωτες. Η σύνταξη έρχεται στην Ηρώων Πολυτεχνείου. 1994.
ζ. Κυκλοφορούσε στην πόλη μας με το βιβλιάριο καταθέσεων στην πίσω τσέπη. Ποτέ δεν το 'χασε. Για αναλήψεις 5-10.000 δρχ. Οι καταθέσεις, πενιχρές.
η. Όπως στα έργα του Πλάτωνος, οι ήρωες του περιβάλλονται από λάμψη, ομορφιά, μας λένε κάτι κι έπειτα χάνονται μέσα σε μια σκόνη, σ' ένα σύννεφο, σ' ένα πλοίο, ένα τραίνο. Η απουσία τους μας σκοτώνει. Μας δείχνει πώς είμαστε ένα τίποτα χωρίς αυτούς.
θ. Το 1978, όταν είχε έτοιμα τα ποιήματα του «Δύσκολου θανάτου», επιλογή από τα βιβλία του, 1946-1974, το πρώτο που μου έδωσε ήταν μια φωτογραφία με τέσσερα νεκρά άλογα στην έρημο, να το συνοδεύει, στις Εκδόσεις Εγνατία. Επέμενε. Έλεγε και ξανάλεγε τη φράση - "τέσσερα νεκρά άλογα στην έρημο".
ι. Μόνο ένα λογοτέχνη μου γνώρισε, τον Φαίδωνα Πολίτη. Με πήγε στο σπίτι του. Ήταν στο κρεβάτι. Μια καρδιακή ασθένεια τον κρατούσε εκεί. Μιλούσαν και λέγανε φιλικά θερμά πράγματα. Τον Φαίδωνα Πολίτη (Ιωαννίδη) τον συνάντησα πολλές φορές στο σπίτι του, με την μητέρα του, τότε ζούσε, τον αδελφό του Κρίτωνα. Ήρθε και στην Αθήνα, αργότερα, ταξίδι.
κ. Στην Βασιλίσσης Όλγας έμενε ο Ν.Α. Ασλάνογλου όταν τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη. Θέρμανση είχε ηλεκτρική σόμπα. Έκανε γαλλικά για να ζήσει. Κι όταν πληρωνότανε πηγαίναμε στον ίδιο δρόμο για να φάμε. Κρύο και πυρετός.
λ. Γέμιζε το ψυγείο του μικρά θανατηφόρα τρόφιμα. Μαλάκια και βούτυρο. Του άρεσε το πρωινό. Μαρμελάδες. Χυμοί. Καφές. Κάποιο τσιγάρο χωρίς βαθιά εισπνοή.
μ. Μια φορά στο κουδούνι του, δίπλα στο όνομα του, γράψανε χυδαιότητες. Στην Βασιλίσσης Όλγας. Θεσσαλονίκη. 1970;
ν. Νέος παρέμεινε πάντα. Η νεότητα του εγκεφάλου. Η νεότητα της απροσδόκητης εξήγησης της τέχνης.
ξ. Να βαδίζετε ξένοι, μα θερμοί, όπου ανήκετε. Να δέχεστε ευχές στις γαμήλιες τελετές.
ο. Το 1974, για τα ποιήματα του «Αργό πετρέλαιο», θα κυκλοφορήσουν στις Εκδόσεις «Πολύτροπον», του Μάνου Χατζιδάκι, μου ζήτησε μια ζωγραφιά του Γιάννη Μόραλη για το εξώφυλλο ή μέσα. Τα πήγα στον Μόραλη -τ' άφησα σε φάκελο στην πόρτα του. Τα παρέλαβε; Δεν ξέρω.
π. Οι φίλοι, οι γνωστοί του, ήρχοντο στο καφέ «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης. Ένας ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, ένας πωλητής νεανικών τζην, κάποιος από την Βέροια, ένας πλασιέ...
ρ. Μιλούσε, μιλούσε συνέχεια. Μια απόλαυση. Σιωπούσε, σιωπούσε για μέρες. Οι φίλοι μου, που παντρεύτηκαν, έλεγε, μου διηγούνται πώς αισθάνονται τώρα που έγιναν - πατέρες. Κάτι απίστευτο. Η μεταμόρφωση.
σ. Εκδρομή στο Ναύπλιο. Στο ξενοδοχείο έξω από την πόρτα του διπλανού δωματίου βλέπουμε τα παπούτσια που έχει αφήσει ο ένοικος του. Προσπαθώ να τον φανταστώ.
τ. Όπως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι Ιερείς ας κλάψουμε για την Τέχνη. Ας ανάψουμε φωτιές και λιβάνια.
ν. Βράδυ στο Μαρούσι. Καθώς βαδίζουμε με τον Τσαρούχη συναντάμε τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου. Ο Τ. προτείνει να καθίσουμε στο ζαχαροπλαστείο. Συζητήσεις σε χαμηλούς τόνους για τα πάντα. Πληθυντικός ευγενείας. Προτείνει να πληρώσει αυτός. Όχι λέει, ο Τ., θα κεράσω εγώ. Άλλη φορά. Καθώς αποχωριζόμαστε λέω στον Τσαρούχη: Είναι ένας μεγάλος, Έλληνας ποιητής! Κι αυτός έντρομος: Είπα κάτι που δεν έπρεπε;
φ. Στη Νέα Σμύρνη, έμενε σ' ένα δωμάτιο που η πόρτα του ήταν ένα σκαλί πάνω από το δρόμο. Μαγνησίας 20. Σπάνια κλείδωνε την πόρτα. Κι αν κλείδωνε παραβιαζόταν εύκολα.
χ. Τον Γκάτσο τον συνάντησε με τον Χατζιδάκι στου Φλόκα. Καλοκαίρι του 1974. Τα νερά και οι χυμοί συνόδευαν τη συζήτηση. Αυστηρή, μα γενναία, όπως ταιριάζει σε μαιτρ. Την Χαλκίδα ακόμα την θυμάμαι. Τα παραλιακά εστιατόρια. Τριήμερο Καθαράς Δευτέρας στο ξενοδοχείο Ευρώπη. Ευρώπη το 'λέγαν;
χ'. «Ωδές στον πρίγκηπα», τα ποιήματα ενός φτωχού ποιητή - ζούσε με τον βασικό μισθό του 1981, -για τον πρίγκηπα της ομορφιάς, της τέχνης, του θανάτου. Στο εξώφυλλο δύο άντρες από χαμηλή ταινία της ίδιας εποχής. Μου αρέσει πολύ, να την βάλεις. Να θυμάσαι ότι μ' αρέσει ο Αντονιόνι, ο Παζολίνι, ο Βισκόντι, τα παράφορα τραγούδια, οι μουσικές που χάνονται, τα παιδιά του Βορρά.
ψ. Ψαύω για να δω ότι υπάρχω. Ήταν κάποιος εδώ; Έφυγε; Υπήρξε; Ή όλα ήταν μια μεθυσμένη φαντασία;
ω. Δύο ημέρες πριν από την εορτή μου - του Αγίου Νικολάου, γιορτάζει ο αγαπημένος μου Πειραιάς. Η διαδρομή μου μέχρι να φτάσω εκεί. Δεν τέλειωσα! Μόλις τώρα αρχίζω. Έφυγα όπως οι ήρωες στα βιβλία μου -στις 6 Αυγούστου κι εσείς το μάθατε, από τις εφημερίδες, στις 7 Σεπτεμβρίου.
Καληνύχτα.
ΑΘΗΝΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ

Μια πολυκατοικία άδεια κι ασυνάρτητη
επιστρατεύει το λυγμό μου κάθε βράδυ.
Βραδυπορεί με το στρατιώτη που ξεπάγιασε
τον άρρωστο πλασιέ που επιστρέφει σπίτι.
Ανέραστη σαν τους μικρούς βοσκούς με
τα ροζιασμένα όνειρα των ορεινών χωριών
με περιμένει.
Μια πολυκατοικία άδεια, Ποιήματα για ένα καλοκαίρι

Στάχτη του καλοκαιριού
Αυτό το μεσημέρι σε θυμήθηκα
ανάμεσα στις φυλλωσιές, τα στάχυα και τον ουρανό
γιατί ήσουν άγγιγμα της θάλασσας που θά 'ρθει
απ’ τα παράθυρα να σχίσει τη σιωπή, να αιχμαλωτίσει
το φως, μα συλλογίστηκα
όλα είναι στάχτη
Αυτό το απόγευμα, καθώς
κατέβαινα στις ξύλινες εξέδρες και στους κήπους
που πλάγιαζαν σμίγοντας με τον ήλιο, σε κατάλαβα
σελίδες άγραφες, κλειστά τετράδια να μου απλώνεις
κι όλο να στήνεις σκαλωσιές, δε μίλησα
όλα είναι στάχτη
Αυτό το βράδυ που ο αέρας γέμισε
ψιθυρισμούς της θάλασσας στον τσιμεντένιο εξώστη
στην έξαρση της ομορφιάς με αποδεκάτισες
με μια βραχνή κορνέτα, δε σταμάτησα
θα γίνεις στάχτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου