26.8.25

«Η δεσμοφύλακας» του Νίκου Δαββέτα


στα Βιβλιο - φιλικά της Αυγής για το βιβλίο του Νίκου Δαββέτα «Η δεσμοφύλακας», εκδ. Πατάκη.
Δεσμοφύλακας της μητέρας μου
«Η δεσμοφύλακας» του Νίκου Δαββέτα ανήκει στο είδος της αυτομυθοπλασίας. Άλλωστε ο συγγραφέας δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Μόλις αρχίζουν να γίνονται ορατά τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας της μητέρας του εκείνος καταφεύγει στη γραφή. Είναι μια ζεστή μέρα του Ιουλίου, μετά από πολύωρη αναμονή στο Μητρώο Ασφαλισμένων γυρίζει στο σπίτι και αρχίζει να γράφει: «(…) να γράφω ανελλιπώς έως και τον θάνατό της τον Νοέμβριο του 2024, προσπαθώντας να διασώσω – τελευταίος μάρτυρας της ύπαρξής της – ένα ελάχιστο ίχνος της κοινής μας ζωής, να διασταυρώσω άγνωστα γεγονότα, να ανακαλύψω ακριβείς ημερομηνίες, σαν να μην υπήρχε άλλος τρόπος να υπάρχω κι εγώ, καμιά άλλη επιλογή μπροστά μου». Είναι η ανάγκη του γιου να αποδεχτεί την πορεία φθοράς της μητέρας που αναπόφευκτα οδηγεί στον θάνατο, αλλά και η ανάγκη να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του μέσα από την ψηλάφηση των γεγονότων που διαμόρφωσαν και καθόρισαν την κοινή τους ζωή η οποία τώρα φτάνει στο τέλος της.
Η αυτομυθοπλασία (autofiction), για την οποία πολλά έχουν ειπωθεί και μάλλον βρίσκεται σε άνθιση τα τελευταία χρόνια, δεν είναι εύκολο είδος. Η βιογραφία του εαυτού πρέπει να βγει από το στενό πλαίσιο του προσωπικού βιώματος – ενώ αυτό καλείται να διηγηθεί – ανάγοντας την εμπειρία σε «κάτι» ευρύτερου ενδιαφέροντος. Από την άλλη, δεν είναι πάντα πειστικό και, κυρίως, δεν είναι πάντα λογοτεχνικά ενδιαφέρον ένα γεγονός μόνο και μόνο επειδή συνέβη στην πραγματικότητα. Στη «Δεσμοφύλακα» ο Δαββέτας βάζει τη μητέρα σε πρώτο πλάνο, καταφέρνοντας να μιλήσει για τη σχέση μάνας και γιου αλλά και να σκιαγραφήσει μια ολόκληρη εποχή – το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος – με έναν διαυγή, αποστασιοποιημένο τρόπο που δεν αγαπάει τα δράματα αλλά προσβλέπει στην ουσία των πραγμάτων. Είναι εμφανής η θητεία του συγγραφέα στην ποίηση, καθώς η κάθε φράση του είναι καλά ζυγιασμένη, ακριβής και πυκνή με τα επιμέρους μικρά κεφάλαια του βιβλίου να μπορούν να σταθούν σαν αυτόνομες διηγήσεις και τις κατακλείδες να δίνουν το καίριο ευδιάκριτο στίγμα της ψυχοσύνθεσης και της κατάστασης του αφηγητή. Ο Δαββέτας δεν αναλώνεται σε εύκολες συγκινήσεις, παρόλο που το θέμα του προσφέρεται για τέτοιες. Η συγκίνηση προκύπτει. Και είναι τέτοια που δεν σε κατακλύζει, αλλά λειτουργεί υπόγεια και διαβρωτικά. Ο γιος προσπαθεί να ανασυνθέσει τη σχέση του με τη μητέρα. Εκείνη υπήρξε δεσμοφύλακας στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Ένα επάγγελμα που της επιβλήθηκε: έπρεπε να το κάνει για να σωθεί από την ένδεια – συγκλονιστικές οι περιγραφές της φτώχειας και της ανέχειας που γεννάνε ντροπή στον αφηγητή όταν εκείνος φοιτά πλέον στο πανεπιστήμιο καθώς «η φτώχεια , η καθημερινή ανέχεια, ήταν κάτι σαν αφροδίσιο νόσημα, σαν γαστρεντερική λοίμωξη»– για να μπορέσει να αναθρέψει τους δυο γιους της αφού έμεινε χήρα στα εικοσιοκτώ της, αναγκασμένη να ακολουθήσει μια ζωή που δεν επέλεξε, έχοντας όμως τη δύναμη να πει τα μεγάλα «όχι». «Οι χήρες πορεύονται με πολλά ¨όχι¨ στη ζωή τους, άρνηση πάνω στην άρνηση, αλλιώς σε τρώνε ζωντανή ακόμη και οι πέτρες». Ένα από τα «όχι» της μάνας είναι η άρνηση της να πάει ο μικρός γιος – ο συγγραφέας δηλαδή – σε ίδρυμα: «της το χρωστάω αυτό το ανένδοτο ¨όχ騻. Καθώς η μάνα βυθίζεται στο Αλτσχάιμερ επιστρέφει όλο και περισσότερο στο παρελθόν καθώς η κοντινή μνήμη έχει χαθεί. Η αφήγηση κινείται σε δύο πλάνα. Από τη μια η διαδρομή της αρρώστιας με τις καθημερινές δυσκολίες και από την άλλη τα σπαράγματα αναμνήσεων της μάνας αλλά και οι αναμνήσεις του ίδιου του αφηγητή που ανασυνθέτουν το παρελθόν. Οι περισσότερες αναμνήσεις έχουν να κάνουν με τις φυλακές, τον εγκλεισμό δηλαδή, καθώς η μάνα υπήρξε δεσμοφύλακας αλλά υπήρξε εξίσου και φυλακισμένη. Το επακόλουθο ήταν η παιδική ηλικία του γιου, στιγματισμένη και αυτή από το επάγγελμα της μάνας, να είναι μουντή, σκληρή, βίαιη και δίχως ιδιαίτερη φροντίδα. Το πορτρέτο της μητέρας παραμένει μέχρι το τέλος αμφιλεγόμενο και θολό. Ο Δαββέτας αναφέρεται σε πολλές κρατούμενες, είτε πολιτικές είτε ποινικές: αυτές για χρόνια αποτελούσαν το περιβάλλον τους. Δεν τις κρίνει, παρόλο που κάποιες κατηγορούνταν για βαριά εγκλήματα. Φωτίζει τις ραγισμένες ζωές τους δημιουργώντας στον αναγνώστη ένα αίσθημα συμπόνιας που κι αυτή, όπως και η συγκίνηση, απλώς προκύπτει. Με άλλα λόγια, ο Δαββέτας δεν αρέσκεται να καθοδηγεί το συναίσθημα του αναγνώστη.
Όσο περισσότερο η μάνα παύει να έχει φωνή, παύει να έχει σώμα και γίνεται «μια μεταφορά, μια τριτοπρόσωπη αφήγηση
», τόσο περισσότερο ο γιος γίνεται ο «δεσμοφύλακας της μητέρας του». Μόνο η κατανόηση ίσως μπορέσει να φέρει τη λύτρωση. Αλλά θα προηγηθεί ένας αγώνας με τις ενοχές και τα αντιφατικά συναισθήματα: «Αν σε μισώ, θα είμαστε για πάντα μαζί, θα σε κουβαλάω στους ώμους ως το δικό μου τέλος. Αν σ’ αγαπώ, μπορώ και να σε αποχωριστώ». Λύτρωση είναι η αγάπη που κατακτιέται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: