Η ευλογία αλλά και η τυραννία των λέξεων
Ο Διονύσης Στεργιούλας στο τέταρτο ποιητικό του έργο με τίτλο Ακραία λεκτικά φαινόμενα συνεχίζει, όπως και στα προηγούμενα, να δημιουργεί στο προσωπικό του πια
είδος, τη φιλοσοφημένη ποίηση. Βαθιά επηρεασμένος από την αρχαία προσωκρατική φιλοσοφία και, κυρίως, από τον εφέσιο φιλόσοφο Ηράκλειτο, ο οποίος μίλησε για την κρυφή αρμονία που προέρχεται από τη σύζευξη των αντιθέτων, και από τον Αλεξανδρινό ποιητή, τον ποιητή της πόλης των ιδεών, που με λιτότητα και επιγραμματικότητα πέτυχε να παρουσιάσει με τον ποιητικό του λόγο τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του σύγχρονου ανθρώπου, μάς χάρισε αυτή τη φορά ένα μακροσκελές ποίημα με εκατόν τριάντα δύο ολιγόστιχες στροφές, κομμάτια μιας σύνθεσης με θέμα την ποίηση, τον ποιητή και τις σκέψεις-λέξεις, οι οποίες αποτελούν το δομικό στοιχείο των ποιημάτων.
Ο ποιητής μένει ξάγρυπνος και αναζητά τις λέξεις που θα του χαρίσουν φως και ουρανό, αλλά το πρωί διαπιστώνει πως βρίσκεται και πάλι στο σκοτάδι. Ο αγώνας και η αγωνία του να εκφραστεί τον ενθαρρύνουν, αλλά καταλαβαίνει ότι προσπαθεί να εκφράσει το ανέκφραστο. Έρχονται λέξεις και αποχωρούν, ανθίζουν και μαραίνονται. Είναι σε μια διαρκή αναμονή για να γεννηθούν μέσα του οι κατάλληλες λέξεις και να δημιουργήσει. Προσπαθεί μέσα από τα ποιήματά του να κερδίσει ό,τι δεν του έδωσε η ζωή – μάταια όμως. Κάποτε πίστευε ότι τα βιβλία μπορούν να του χαρίσουν γνώση και σοφία, αλλά τώρα κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Είναι στιγμές που οι λέξεις δεν σημαίνουν τίποτα, ενώ σε δύσκολες ώρες αρχίζουν να αποκτούν νόημα και περιεχόμενο:
Όταν οι λέξεις μου αρρώστησαν
τις πήγα άρον άρον στην εντατική.
*
Και τότε μίλησες με λέξεις
μιας διαλέκτου άγνωστης
που είχε χρώματα αντί για φθόγγους.
*
Ονόμασες τη θάλασσα στεριά
και τίποτα δεν άλλαξε
στον σκοτεινό βυθό της.
Ονόμασες την άνοιξη φθινόπωρο
μα πάλι ανθίσαν τα λουλούδια.
*
Ονόμασες το θρόισμα των φύλλων
λόγια ενός άγνωστου θεού.
*
Θα σου μιλώ με λέξεις που ξεθώριασαν
με λέξεις που κανείς δεν τις θυμάται.
Συνεχίζοντας αναφέρεται στην ανάγκη των ανθρώπων να γνωρίσουν το μέλλον και την αλήθεια και στη δύναμη των χρησμών και την αναγκαιότητά τους. Όλοι οι άνθρωποι προσπαθούν, όπως και ο Οιδίποδας, να λύσουν το αίνιγμα, αλλά ακόμη κι αν τα καταφέρουν, δεν έχει καμιά σημασία, γιατί καραδοκεί ο θάνατος. Η συνειδητοποίηση του θανάτου δρα καταλυτικά στη ζωή του ποιητή και τον αναγκάζει να μιλήσει απλά, χωρίς καλολογικά στοιχεία ή μαλάματα, όπως έλεγε ο Σεφέρης στο ποίημα «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»:
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Έτσι και ο Στεργιούλας ομολογεί:
Μιλούσα περιφραστικά
με εκτενείς περιγραφές
με αναλυτικές πληροφορίες
με πλήθος καλολογικών στοιχείων.
Μόνο όταν είδα απέναντί μου
τον θάνατο να ’ρχεται προς το μέρος μου
χωρίς να θέλω μίλησα απλά.
*
Στα πολλά λόγια ναυαγεί
κάθε αλήθεια.
Ο ποιητής συνεχίζει με τολμηρές και αλλόκοτες υπερρεαλιστικές εικόνες που δηλώνουν το ψυχικό αδιέξοδο και το υπαρξιακό κενό κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου που αναζητά στον σύγχρονο σκληρό και άξενο κόσμο να βρει ένα βαθύτερο νόημα. Η σχέση με το περιβάλλον δεν είναι αρμονική, η επανάληψη των ίδιων σκέψεων και λέξεων καθιστά την ζωή μονότονη και φορτική: «κι αν πας να πεις κάτι καινούργιο / θα ’ναι και πάλι τα ίδια και τα ίδια». «Είναι φορές που δεν το αντέχω / το μονότονο κείμενο της ζωής μου». Γίνεται όμως να ζήσουμε χωρίς τις λέξεις; Κάποτε οι λέξεις ήταν το κύριο μέλημά του και έδιναν νόημα στη ζωή του και άνοιγαν «όλες τις πόρτες του σπιτιού». Είχε αφιερωθεί σε ένα ατελείωτο παιχνίδι με τις λέξεις, που του επέτρεπαν να ονειρεύεται και να οραματίζεται ένα νέο κόσμο. Τώρα όμως οι λέξεις έχασαν τη σημασία τους και χρειάζεται ένας καινούργιος αγώνας, μια αναβάφτιση και μια αναγέννησή τους. Για τον ποιητή οι λέξεις που κάποτε ήταν ευλογία, τώρα είναι τυραννία, γιατί πρέπει να τους δώσει καινούργιο νόημα ή να βρει νέες λέξεις για να εκφράσει το νέο.
Κάποτε ήταν πολύ επιφυλακτικός και φοβόταν την άτεγκτη κριτική από τους διάφορους θεματοφύλακες και έμενε πιστός στους τύπους και τους κανόνες, ενώ τώρα τολμά να γράψει μια ανορθόγραφη προσευχή, χωρίς να ξέρει βέβαια αν εισακούστηκε από τον Θεό. Οι προσευχές είναι ποιήματα, αλλά είναι το κάθε ποίημα προσευχή, όπως είχε πει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης; Και, εν μέσω των ερωτηματικών και των διλημμάτων, υπάρχει και μια βεβαιότητα:
Η αγάπη υπερέχει κάθε αλγόριθμου
η αγάπη ξέρει πάντα το σωστό.
Η ζωή χωρίς τις λέξεις-σκέψεις είναι αδύνατη. Γι’ αυτό για μία ακόμη φορά καταφεύγει στις λέξεις για να γράψει ένα καινούργιο ποίημα:
Αυτό το ποίημα το έγραψα για σένα.
Αν κάποτε απομακρυνθείς
οι λέξεις του θα σε αναζητούν.
Το β΄ ενικό πρόσωπο που κυριαρχεί στο ποίημα και προσδίδει διδακτικό τόνο, δείχνει ότι το «για σένα» αφορά πρώτα και κύρια τον ποιητή, που είναι σε ένα διηνεκή εσωτερικό διάλογο και ύστερα και τον αναγνώστη-ναυαγό.
Ποιήματα της άγονης γραμμής:
ζούνε σε άνυδρες βραχονησίδες
και περιμένουν αναγνώστες ναυαγούς.
Τα ωραία ποιήματα κρύβουν μέσα τους κάτι θεϊκό, τον έρωτα και τον θάνατο μαζί. Κρύβουν πολλά μυστικά και μέσα τους βαθιά αποκαλύπτεται η ίδια η ζωή. Κάποτε αγαπούσε τα πολύστιχα ποιήματα, αλλά τώρα του προκαλούν τρόμο. Συνεχίζει με λεκτικά παιχνίδια (Ξέρω τι σημαίνει «άγνοια» / αγνοώ τι σημαίνει «γνώση») και απορίες (Πώς γίνεται το σύμπαν / να χωρά στη λέξη «σύμπαν»;) και με άλλες εμπειρίες από την συνεύρεσή του με τα ποιήματα και με τη μαγική δύναμη των λέξεων που με την αλλαγή ενός και μόνου γράμματος αποκτούν εντελώς αντίθετη σημασία, πτήση vs πτώση, θέλοντας να τονίσει πόσο κοντά είναι τα όρια της νίκης και της ήττας, της αρχής και του τέλους.
Οδεύοντας προς το τέλος του ποιήματος θυμάται όλους τους μεγάλους δημιουργούς, από τον Όμηρο και τον Πλάτωνα μέχρι τα νεότερα χρόνια, στους οποίους εντρυφούσε για πάρα πολλά χρόνια και από τους οποίους δέχτηκε πολλές επιδράσεις. Ως απόσταγμα όλων αυτών των αναγνώσεων δημιουργεί ένα πρωτότυπο ποίημα εντελώς αυθόρμητο αφήνοντας το υποσυνείδητό του να θυμηθεί από έναν στίχο από τους αγαπημένους του ποιητές, ακολουθώντας τη συμβουλή των υπερρεαλιστών για την αυτόματη γραφή.
Φαίνεται όμως ότι έχει επέλθει μια κούραση από το βαρύ φορτίο των λέξεων και των σκέψεων και μία αναγνώριση της «μωρίας» του/μας, θυμίζοντας τον Γκαίτε που ομολογεί: Και να ’μαι εδώ με τόσα φώτα, / εγώ μωρός, όσο και πρώτα! Όμως η ελπίδα του είναι πάλι στις σκέψεις-λέξεις που μπορούν να τον οδηγήσουν από τον σκοτεινό δρόμο σε ένα φωτεινό λιμάνι με τα πλοία του μέλλοντος.
Να επισημάνω, τέλος, και το πολύ ωραίο εξώφυλλο, το οποίο συνάδει με το περιεχόμενο του έργου, καθώς συνδυάζει την ηρεμία και την ασφάλεια του λιμανιού με το ακρόκορφο του βράχου, που συμβολίζει, κατά τη γνώμη μου, τη ριψοκίνδυνη νεότητα των ποιητών και την αναζήτηση ενός λιμανιού, όταν φτάσουν στην τρίτη ηλικία!
Συμπερασματικά, ο Διονύσης Στεργιούλας δημιούργησε ένα πρωτότυπο, ώριμο και μεστό ποίημα με θέμα τις λέξεις-σκέψεις για να εκφράσει το αδιέξοδο του σύγχρονου πνευματικού ανθρώπου, που είναι και αδιέξοδο όλων των σκεπτόμενων ανθρώπων ανά τους αιώνες. Σε αυτό το αδιέξοδο-αίνιγμα η στάση των ποιητών ποικίλλει:
Πολλοί το έλυσαν το αίνιγμα
και τίποτα δεν κέρδισαν.
Άλλοι αυτοκτόνησαν χωρίς αιτία
άλλοι τυφλώθηκαν από το ίδιο τους το χέρι
κι άλλοι σε λέξεις τριγυρνούν
να βρούνε όντα που τους μοιάζουν.
Αυτά τα όντα αναζητά ο Στεργιούλας, γι’ αυτά γράφει το ποίημα, για τις αδελφές ψυχές, και σίγουρα όσοι θα διαβάσουν αυτό το ποίημα θα ανακαλύψουν και άλλα πολλά που μου διέφυγαν, αλλά και που δεν μπορούσα να τα καταθέσω σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου