Χρήστος Λιάκος
Alain Supiot «Όταν κυβερνούν οι αριθμοί», μετάφραση: Παυλίνα
Κοντογεωργοπούλου, επιμέλεια: Χρόνης Τσιμπούκης, εκδόσεις Επιθεώρησις Εργατικού
Δικαίου, 2025
Το βιβλίο του Αλέν Σιπιό αποτελεί σημαντική συμβολή στη
σύγχρονη θεωρία του δικαίου και της
πολιτικής κοινωνιολογίας. Στο επίκεντρο
εντοπίζουμε την προσπάθεια κατανόησης της ριζικής αλλαγής παραδείγματος που
συντελείται στην παρούσα φάση του καπιταλισμού: την υποκατάσταση του νομικού
λόγου από τη διαχειριστική λογική, του κανόνα από τους αριθμούς. Συνδυάζοντας
την κοινωνιολογία του δικαίου με την πολιτική φιλοσοφία, ο συγγραφέας
αναδεικνύει τις συνέπειες της διάβρωσης του Δικαίου, υπέρ αυτού που ο ίδιος θεματοποιεί
ως κεντρική έννοια: τη «διακυβέρνηση μέσω των αριθμών» (σ. 12).
Στο πρώτο μέρος, επιστρατεύοντας μια γενεαλογική μέθοδο
ανάλυσης, ο Σιπιό ιχνηλατεί τη βαθμιαία μετάβαση από το κράτος δικαίου σε έναν
νέο τύπο εξουσίας, που δεν εδράζεται στη δεσμευτικότητα του κανόνα, αλλά στη
διαχείριση δεδομένων και την κυριαρχία των αριθμών. Στο δεύτερο μέρος, ο
συγγραφέας επανέρχεται στα θεμελιώδη ερωτήματα, εμβαθύνοντας και ολοκληρώνοντας
τη φιλοσοφική και πολιτική προβληματική του πρώτου μέρους.
Για να κατανοήσει κανείς το βάθος της ανάλυσης του Σιπιό,
πρέπει να αναγνωρίσει, σε πρώτη φάση, τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το
Δίκαιο. Στον πυρήνα της σκέψης του, βρίσκεται η θεώρηση του Δικαίου ως
φαντασιακής θέσμισης, σε στενή εννοιολογική συγγένεια με τη σκέψη του Κορνήλιου
Καστοριάδη. Ο στοχαστής κατανοεί, σχηματικά, το Δίκαιο ως «πολιτισμικό και
ποιητικό γεγονός» (σ. 2), ως σύστημα σημασιών που καθορίζουν τον τρόπο με τον
οποίο οι κοινωνίες αυτοθεσμίζονται και νοηματοδοτούν τη σχέση με το Άλλο.
Η μεθοδολογική του προσέγγιση επηρεάζεται επίσης από τον
Μισέλ Φουκό, και τη γενεαλογία του. Όπως ακριβώς ο Φουκό ανέλυσε τις ιστορικές
τομές που διαμόρφωσαν τις μορφές υποκειμενικότητας, έτσι και ο Σιπιόαναζητεί
τις ιστορικές ρωγμές που οδήγησαν στην αντικατάσταση της διακυβέρνησης μέσω του
Δικαίου από την τεχνοκρατική εξουσία των αριθμών.
Από τη νομική τάξη στον αριθμητικό υπολογισμό
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας χαρτογραφεί
ιστορικά τη μετάβαση από τη θεσμισμένη νομική τάξη –δομημένη γύρω από την ετερόνομη
αρχή του Δικαίου– σε μια οιονεί φυσική τάξη πραγμάτων, που βασίζεται στην
υποτιθέμενη ουδετερότητα των αριθμών. Ο νόμος, όπως συγκροτήθηκε και συλλήφθηκε
στο αρχαιοελληνικό φαντασιακό, λειτούργησε ως μορφή λόγου που δεσμεύει όλους
τους πολίτες ισομερώς, ενώ στο ρωμαϊκό δίκαιο αποτέλεσε θεμέλιο για τη νομική
σκέψη, ιδίως μέσα από την έννοια του ius. Το Δίκαιο, υπό το πρίσμα αυτών των
παραδόσεων, λειτουργεί ως εξωτερική αναφορά που συνιστά κοινό μέτρο της
κοινωνικής συνύπαρξης.
Για τον συγγραφέα, η μετάβαση από αυτή την απρόσωπη
διακυβέρνηση σε ένα μοντέλο βασισμένο σε αριθμούς, συνιστά κυρίως το αποτέλεσμα
μιας θεμελιώδους μεταβολής στην οργάνωση της παραγωγής, που συντελέστηκε στον
20ό αιώνα. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η επιστημονική οργάνωση της εργασίας,
όπως αυτή προσδιορίστηκε από «[τη] γαμήλια ένωση του καπιταλισμού και του
κομμουνισμού στην Ευρώπη […] που επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία υποδούλωσης του
Νόμου στους αριθμούς» (σ. 129). Στο πλαίσιο αυτό, ο Σιπιό αναδεικνύει πως δύο
ασύμβατα συστήματα, όπως ο σοβιετικός κομμουνισμός και ο νεοφιλελευθερισμός,
παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες τους, κατάφεραν να εδραιώσουν την
αντίληψη ότι «ο υπολογισμός είναι το κλειδί για την κοινωνική αρμονία» (σ.
127), υποτάσσοντας το Δίκαιο στον χρησιμοθηρικό υπολογισμό.
Η ιστορική αυτή πορεία κορυφώνεται από την επικράτηση της
σχολής Law and Economics, θεωρητικού εκφραστή του νεοφιλελευθερισμού στο πεδίο
του Δικαίου, η οποία εμφανίστηκε μεταπολεμικά στις ΗΠΑ και επηρέασε βαθιά την
εξέλιξη της νομικής σκέψης. Η προσέγγιση αυτή, που συστηματοποιήθηκε κυρίως από
τον Ρίτσαρντ Άλεν Πόσνερ και τη σχολή του Σικάγου, εστιάζει σε μια ωφελιμιστική
λογική υπολογισμού, εντός της οποίας το Δίκαιο αναδεικνύεται σε εργαλείο
μεγιστοποίησης της αποδοτικότητας. Ως εκ τούτου, το Δίκαιο, υποτασσόμενο σε
έναν ψυχρό υπολογισμό κόστους – οφέλους, απογυμνώνεται από κάθε ηθική και
πολιτισμική διάσταση.
Για τον Σιπιό, πάντως, η ιστορική αυτή πορεία δεν μπορεί να
ιδωθεί ανεξάρτητα από τον κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό που επήλθε με την
κρίση του φορντισμού. Ο φορντισμός, αν και δεν απέφυγε την αλλοτρίωση της
εργασίας, περιελάμβανε ένα ελάχιστο κοινωνικό συμβόλαιο: σταθερή απασχόληση,
συλλογικές διαπραγματεύσεις και κράτος πρόνοιας. Η κρίση του φορντισμού και η
μετάβαση στη μεταφορντική εποχή σηματοδότησαν την αντικατάσταση των θεσμικών
εγγυήσεων από μηχανισμούς στοχοθεσίας και αποδοτικότητας, ενσωματώνοντας τις
αρχές του επιχειρησιακού management. Αυτή η λογική διαχύθηκε και σε διεθνές
επίπεδο, μέσω οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ.
Το τέλος του υποκειμένου και του κράτους;
Στο δεύτερο μέρος, ο συγγραφέας προσφέρει μια πιο
συστηματική ανάλυση των συνεπειών αυτής της μετάβασης. Εδώ η κριτική του
αγγίζει την καρδιά της ανθρώπινης εμπειρίας στην ύστερη νεοφιλελεύθερη
κοινωνία, όπου όλα λειτουργούν ως δίκτυα διαχείρισης πληροφοριών και
προβλεψιμότητας.
Στη θέση του κλασικού υποκειμένου του νόμου το οποίο δύναται
να πράττει ελεύθερα εντός του πλαισίου της νομικής ετερονομίας, αναδύεται το
«αντικειμενικοποιημένο υποκείμενο»: ένα άτομο που καλείται όχι να δρα, αλλά να
αντιδρά σε εισροές δεδομένων, ενδείξεις και στόχους απόδοσης (σ. 213 – 218). Η
ατομική αξιολόγηση, όπως εφαρμόζεται στην εργασία και στη δημόσια διοίκηση, δεν
επιδιώκει πραγματική βελτίωση, αλλά στη συμμόρφωση προς ένα καθεστώς δεικτών
και μετρήσιμης απόδοσης. Ο εργαζόμενος δεν κρίνεται για το τι κάνει, αλλά για
το αν ανταποκρίνεται σε στόχους. Η αυτορρύθμιση και η συνεχής διαθεσιμότητα δεν
είναι απλώς τεχνικές διαχείρισης, αλλά μορφές κατασκευής της υποκειμενικότητας.
Σύμφωνα με τον Σιπιό, αυτό το μοντέλο έχει δραματικές
συνέπειες και για το κράτος, το οποίο μετατρέπεται σε απλό διαχειριστή της
ανταγωνιστικότητας. Ο συγγραφέας μιλά για τον «μαρασμό του κράτους» (σ. 229) τη
διείσδυση της λογικής του ιδιωτικού δικαίουστον δημόσιο τομέα, την ηγεμονία του
“ law shopping” (σ. 240)και την, τελικώς, «ιδιωτικοποίηση της κανονιστικής
εξουσίας» (σ. 235). Το εργατικό δίκαιο είναι, κατ’ εξοχήν, το πεδίο όπου
εκδηλώνεται αυτή η μεταμόρφωση. Οι εγγυήσεις της μισθωτής εργασίας
αντικαθίστανται από την έννοια της απασχολησιμότητας (σ. 295). Εντός αυτού του
πλαισίου, δεν αποτελεί διακύβευμα η «πραγματικά ανθρώπινη εργασία» (σ. 280),
αλλά το αν αυτή μπορεί να αποτελέσει ένα μετρήσιμο και ευέλικτο φαινόμενο.
Συμπερασματικά
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του έργου, μένει κανείς με την
αίσθηση μιας πυκνής θεωρητικής προσπάθειας να αρθρωθεί ένα αντίπαλο δέος στη
νεοφιλελεύθερη μεταμόρφωση του δικαίου. Η διακυβέρνηση μέσω των αριθμών, όπως
επισημαίνεται, δεν αποτελεί μια επιστημονική πρόοδο, αλλά ένα νέο φαντασιακό,
που διαποτίζει την καθημερινότητα: από την εργασία και τα συστήματα ατομικής
αξιολόγησης (βλ. KPI), έως την εκπαίδευση (με ενδεικτικά παραδείγματα την ΑΔΙΠ
και την εμμονή σε διεθνή rankings πανεπιστημίων), η ποιότητα μεταφράζεται σε
ποσοτικά δεδομένα και δείκτες απόδοσης.
Η προσέγγιση του Σιπιό, ανεξάρτητα από τη θεωρητική αφετηρία
που υιοθετεί κανείς, δεν είναι απλώς διαγνωστική, αλλά και πολιτική. Απέναντι
σε αυτή τη βαθιά μεταβολή, το ερώτημα που ανακύπτει είναι καίριο: μπορούμε να
στοχαστούμε το Δίκαιο, όχι ως εργαλείο αποδοτικότητας, αλλά ως πεδίο έκφρασης
συλλογικής βούλησης, κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτισμικής ταυτότητας;
Σε κάθε περίπτωση, όπως μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, η
υιοθέτηση ενός απορρυθμισμένου και αυτορρυθμιζόμενου μοντέλου καταλήγει
αναπόφευκτα σε αδιέξοδο, καθώς «καμία κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει χωρίς
πίστη και χωρίς νόμο» (σ. 247).
https://epohi.gr/articles/i-exoysia-choris-logo-pos-kyvernoyn-oi-arithmoi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου