γράφει η Έλενα Τσαγκαράκη (*)
Στην ποίηση του Γιάννη Κοντού δεν συναντά κανείς μια θεωρητική σύλληψη της Ιστορίας ή του θανάτου, αλλά αποσταγμένο βίωμα που μεταφέρεται στο χαρτί με οικονομία, ακρίβεια και, κυρίως, ενσώματη αλήθεια. Η πρόσφατη ανθολογία «Ο χάρτης της αγάπης μου: Οι ερωτικοί στίχοι», που κυκλοφορεί δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του
Κοντού από τις εκδόσεις Κριτική, σε επιμέλεια του ποιητή Αργύρη Παλούκα, λειτουργεί ως ένα οξυδερκές σχόλιο πάνω στο έργο ενός ανθρώπου που έγραψε με την απλότητα της απόλυτης συνείδησης. Ανθολογία, αλλά και λεπτομερές αποτύπωμα ενός εσωτερικού τοπίου, που δεν υπήρξε ποτέ ιδιωτικό, αλλά διαρκώς συνομιλούσε με την ανθρώπινη κοινότητα.Ο Κοντός υπήρξε ποιητής της χαραγής. Η γραφή του είναι μια διαδικασία αναβίωσης της εμπειρίας, όχι για να τη λυτρώσει ή να την υπερβεί, αλλά για να την κοιτάξει από την κοντινότερη απόσταση. Η μνήμη δεν υπηρετεί κανέναν αφηγηματικό σκοπό – είναι η ίδια το περιεχόμενο. Ποιήματά του όπως «Το περιβόλι» και «Η ίδια Τρίτη», αλλά και τα εκ πρώτης όψεως απλά στιγμιότυπα του βίου, όπως η ανάμνηση ενός πρωινού «με το ζεστό γάλα ή τον καφέ», λειτουργούν ως πυρήνες πύκνωσης. Δεν εξηγούν τίποτα, αλλά μεταδίδουν μια αίσθηση σχεδόν παλμογραφική.
Βασισμένη στην ελάχιστη παρέκκλιση από την καθημερινή γλώσσα, εκεί όπου η μεταφορά δεν μετακινεί αλλά εστιάζει, στην ποίηση του Γιάννη Κοντού οι εικόνες είναι χαμηλόφωνες, προφυλάσσοντας ταυτόχρονα την εσωτερικά εκρηκτική λειτουργία. Δεν εκβιάζουν το συναίσθημα· παράγουν συγκίνηση μέσω της κλίμακας. Εδώ, ένα παραμύθι γίνεται μνημείο πένθους, ένα εσωτερικό όργανο γίνεται καταγραφή Ιστορίας. Ο λόγος του δεν χρησιμοποιεί την ποίηση ως σχήμα· γράφει την πραγματικότητα σαν ποίηση.
Ο Αργύρης Παλούκας, που εκτός από ποιητής και επιμελητής του βιβλίου έχει υπάρξει και μαθητής του Κοντού, κατανοεί περισσότερο από τον καθένα τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ο Κοντός έχει δουλέψει με μεγάλη μαεστρία τη σχέση μεταξύ βιώματος και γλώσσας. Η σιωπή που διατρέχει τους στίχους του δεν είναι απουσία λέξεων – είναι η ίδια η παρουσία του πένθους, και το ανθρώπινο σώμα εμφανίζεται στην αφήγηση όχι ως αντικείμενο ερωτισμού αλλά ως αρχείο: ο χώρος όπου εγγράφονται τα ιστορικά και υπαρξιακά γεγονότα. Αντίστοιχα, ο θάνατος δεν είναι απλώς το τέλος· είναι μια διαρκής κατάσταση αναμονής, ενδεχομένου, πιθανότητας. Και η ποίηση είναι τρόπος να τον εντοπίσεις, να τον διαβάσεις, να τον αφήσεις να υπάρξει χωρίς να τον εξορκίσεις. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ο Παλούκας με τον Κοντό μοιράζονται την ίδια γενναιότητα που πηγάζει ανόθευτα από τις προσωπικές τους απώλειες, τις οποίες ουδέποτε έφεραν στο προσκήνιο ή κατονόμασαν. Τις ακούμπησαν όμως με περισσή φροντίδα με τις λέξεις τους, φτιάχνοντας φιλόξενους χώρους μέσα στα ανθρώπινης κλίμακας δημιουργήματά τους.
Αυτή την ανθρώπινη κλίμακα της ποίησης υπογραμμίζει η γλώσσα του Κοντού καθώς, απογυμνωμένη από οτιδήποτε περιττό, δεν αναζητά την έκπληξη, αλλά την αλήθεια. Η συντακτική του οικονομία δεν προέρχεται από στυλιστική επιλογή, αλλά από βαθιά συνειδητοποίηση της βαρύτητας κάθε λέξης. Και ο στοχασμός που παραμονεύει ανάμεσα στις λέξεις δεν εκφέρεται ως ρητορική ή στοχαστική πρόταση, αλλά ως εικόνα. Μια τσαλακωμένη φωτογραφία, ένα προπολεμικό ασανσέρ, νερά στα πλακάκια το καλοκαίρι, το φως που κάνει ρίγες στη φούστα. Ένας υφέρπων ερωτισμός και μια επιλεκτική λεπτότητα απέναντι στα πράγματα, που δεν σχολιάζονται όπως θα ήταν ποιητικά αναμενόμενο, γιατί εδώ ο Κοντός έχει επιλέξει να τα εκθέσει με εντιμότητα.
Είναι προφανές, από την επιλογή των ποιημάτων της ανθολογίας, ότι ο Αργύρης Παλούκας έχει διαβάσει τον Κοντό όχι μόνο ως ποιητής, αλλά ως αναγνώστης που είχε τη χαρά της άμεσης πρόσβασης στον ίδιο τον δημιουργό. Αποτυπώνοντας με ακρίβεια τις σταθερές περιοχές μέσα από τις οποίες ο Κοντός κατασκεύαζε την ερωτική εκδοχή του ποιητικού του σύμπαντος, ο Παλούκας δεν οργανώνει απλώς ένα υλικό· μετακινεί τον αναγνώστη στο εσωτερικό ενός προσωπικού, αισθηματικού, βιωματικού, σωματικού και ηθικού κόσμου, χωρίς να τον εγκλωβίσει στην προσδοκία της ερμηνείας.
Γνωρίζοντας τον Κοντό, ο επιμελητής κάνει και μια ακόμη επιλογή: αναδεικνύει μέσα από αυτή την παιδικότητα του ποιητή ένα στοιχείο που διατρέχει όλη του την πορεία, με έναν τρόπο αγνό και ακραιφνή, σε στίχους όπως «Όταν τελειώσει η αγάπη μας, τι μπάζα έχω να πετάω», που αποτελούν μια συγκλονιστική ποιητική σύλληψη της μετα-ερωτικής ερήμωσης, της συναισθηματικής αποκαθήλωσης και της εσωτερικής συντριβής που ακολουθεί το τέλος της αγάπης. Ο Κοντός, με χαρακτηριστική λακωνικότητα και τραχύτητα, απογυμνώνει τον λόγο από κάθε ρομαντική εξιδανίκευση, ενώ με τον όρο «μπάζα» κλείνει το μάτι σε έναν ορμητικό και καυστικό νεότερο εαυτό που ζωντανεύει μέσα από τον ήχο της ίδιας της λέξης και τους συνειρμούς που ανασύρει. Ταυτόχρονα, η παιδικότητα στον Κοντό δεν έχει ιδεαλιστικό πρόσημο· είναι το πρώτο σημείο συνάντησης με τη βία, με την απώλεια, με τον κόσμο των ενηλίκων ως σύστημα οδύνης. Η ποίησή του επιστρέφει εκεί γιατί η πληγή δεν κλείνει. Και η επιστροφή είναι τρόπος ενσυναίσθησης: όχι εξορκισμός, αλλά αναγνώριση. Για τον λόγο αυτό ο Παλούκας, που είναι σε θέση να συλλάβει τη διάσταση αυτή με ποιητική ευαισθησία, φροντίζει να αποδοθεί το βάθος αυτής της πρώτης θεμελιακής εμπειρίας του ποιητή όχι ως αναπόληση, αλλά ως αρχειακό υλικό της μνήμης.
Αντίστροφα, η ομορφιά, πρωτίστως του σώματος και δευτερευόντως της καθημερινότητας, απέχει πολύ από αυτή της καταγραφής ενός ποιητή μεταφυσικής νοσταλγίας ή θρησκευτικής παρηγορίας. Η εστίαση στα μικρά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα ενός προσώπου, από τη μυρωδιά, τον ώμο, τα μαλλιά, ή τα χέρια, ανάγονται σε σημεία βεβαιότητας, σε άγκυρες ζωής, ξορκίζοντας την αγωνία. Είναι μια ενδοσκόπηση μπροστά στο αίνιγμα της ανθρώπινης φθοράς απέναντι σε ένα θείο ον που δεν απαντά· είναι εκεί, αλλά δεν επεμβαίνει.
Εξετάζοντας την ερωτική ποίηση του Κοντού μέσα από τη σχέση βίου και λόγου, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σπουδαίο αναγνωστικό κληροδότημα: αυτό της ανάγνωσης όχι μόνο της ποίησης, αλλά της ίδιας της ανθρώπινης ερωτικής εμπειρίας. Έξω από θεωρητικά σχήματα, αλλά μέσα από την υλικότητα των λέξεων και την ηθική τους ευκρίνεια, μέσα από έναν λόγο που δε φωνασκεί· επιμένει. Δεν αποκαλύπτει· επιτρέπει. Δεν φιλοδοξεί να εξηγήσει το βάθος, αλλά να καταφέρει να σταθεί μέσα σ’ αυτό.
Η ανθολογία «Ο χάρτης της αγάπης μου» φέρνει ξανά στο προσκήνιο μια ποίηση που γράφτηκε με εσωτερική πειθαρχία, με ηθική σοβαρότητα, με ποιητική οξυδέρκεια. Η φροντίδα του Αργύρη Παλούκα, να οργανώσει τα ποιήματα με τρόπο που ενθαρρύνει τον αναγνώστη να εισέλθει όχι μόνο στο έργο αλλά στην ψυχοσύνθεση του δημιουργού, προσδίδει στην έκδοση τον χαρακτήρα μιας εσωτερικής βιογραφίας. Δεν πρόκειται για έναν χάρτη συναισθημάτων· πρόκειται για έναν χάρτη επιβίωσης. Έχοντας μελετήσει τα σκοτεινά σημεία του, όχι για να τα ερμηνεύσει αλλά για να τα φωτίσει με τον δικό του φακό, διακριτικά και χωρίς έπαρση, ο Παλούκας αποφεύγει τις παγίδες της εξιδανίκευσης και της μουσειοποίησης. Αντιθέτως, επαναφέρει τον Κοντό στον ζωντανό διάλογο του σήμερα, δείχνοντας πως η ποίηση που ξεκινά από το τραύμα δεν είναι καταδικασμένη στη σιωπή, αλλά μπορεί να παραμείνει έντονα ερωτική, επίκαιρη, ακόμη και λυτρωτική.
Σε μια εποχή ποιητικής υπερπαραγωγής, όπου ο λόγος γίνεται συχνά εργαλείο αυτοπροβολής ή αφηρημένου πειραματισμού, η ποίηση του Κοντού –μέσα από τα μάτια του Παλούκα– μας υπενθυμίζει την απλότητα ως αλήθεια, τη σιωπή ως δύναμη, τη λέξη ως πράξη. «Ο χάρτης της αγάπης μου» είναι ένας σπάνιος ποιητικός χάρτης για πολλούς λόγους αλλά κυρίως για έναν: γιατί δείχνει όχι το πού να πάμε, αλλά το πώς να μείνουμε.
(*) Η Έλενα Τσαγκαράκη είναι φιλόλογος. Από το 2006 συνδέθηκε φιλικά με τον Γιάννη Κοντό, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κύκλου: Κική Δημουλά, Θανάσης Νιάρχος, Βαγγέλης Χρόνης κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου