Γιάννης Μόραλης: Εκεί μακριά, κοντά στη θάλασσα
Χρειάζεται άσκηση, επίμονη αναζήτηση και
γνώση για την κατανόηση του τρόπου που λειτουργούν οι φόρμες, οι σχέσεις
και οι αντιθέσεις στη ζωγραφική, τα προφανή και τα υπόγεια, το χρώμα
που απλώνεται με βία και γίνεται σχήμα. Θα κυριαρχήσει; Θα συνομιλήσει
με το διπλανό του; Θα το εξαφανίσει ή θα το αναδείξει; Πώς θα γίνουν όλ’
αυτά μέσα σ’ ένα παραλληλόγραμμο όπου θα τολμήσεις ν’ αρθρώσεις τον
δικό σου λόγο, με τον δικό σου τρόπο, φτιάχνοντας μιαν εικόνα πυκνή, που
κάτι περιγράφει (αυτά που ξέρεις κι αυτά που δεν ξέρεις), ξαναμιλώντας
για πράγματα γνωστά, λες κι είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται στη γη… Πώς; Χρειάζεσαι έναν καθηγητή, που θα σου μάθει να ψάχνεις, ν’ αναγνωρίζεις, να παίρνεις αποφάσεις, ν’ απορρρίπτεις ό,τι χρειαστεί. Και μετά; Μετά, θα πορευτείς στον μάταιο τούτο κόσμο μόνος, μήπως και βρεις το στίγμα σου κάποια μέρα και ανοίξουν οι ουρανοί… Ο καθοδηγητής για μας ήταν ο δάσκαλός μας, ο Γιάννης Μόραλης, που στα χρόνια της Σχολής, με περισσή σοβαρότητα, γνώση και απέραντη ευγένεια, μας έβαλε με τον δικό του τρόπο στον χώρο της ζωγραφικής μαγείας, μεταγγίζοντάς μας τον σεβασμό στην αγωνιστικότητα, δίνοντάς μας να καταλάβουμε το βάρος της απόφασής μας να πορευτούμε στον δρόμο της τέχνης. Με το διάσημο μπλοκάκι του περνούσε από το καβαλέτο μας και, χωρίς ν’ ακουμπήσει ποτέ το έργο, μας εξηγούσε την άποψή του στο «ισοδύναμο» που σχεδίαζε στο χαρτί, συζητώντας και πείθοντάς μας, σαν μαθηματική απόδειξη πολλές φορές, για θέματα πολύ σοβαρά, που αφορούσαν το σχέδιο, το χρώμα και τη σύνθεση του έργου. Μας μάθαινε να βλέπουμε.
Ήταν ουσιαστικός και λιγομίλητος, όπως και στη ζωγραφική του εξάλλου. Έστηνε τις συνθέσεις πάνω στο βάθρο κάθε 15 μέρες και ήταν λίγο απολαυστικό, γιατί ήταν ακριβώς όπως ζωγράφιζε. Η Μαρία, το γυμνό μοντέλο, σε μια καρέκλα. Το χέρι ακουμπισμένο σ’ ένα στρογγυλό γαλάζιο τραπεζάκι καφενείου. Πίσω διάφορα γκρίζα και όχρες. Μια λεπτή γραμμή κοκκινωπή, παράλληλη με το έδαφος, πάνω στα ψυχρά χρώματα κι ένα ελάχιστο φιογκάκι στο ίδιο χρώμα της γραμμής πάνω στα σκούρα μαλλιά της Μαρίας! Έβαζα στοίχημα κάθε φορά για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Μας μάθαινε αλλά τον είχαμε μάθει κι εμείς απέξω. Η πίπα του, το μπλοκάκι, η ρόμπα, τα ψυχρά, τα θερμά, το δαχτυλίδι στο αριστερό χέρι, αυτό που ζωγράφιζε. Όλα στη θέση τους. Τον έχω μνημονεύσει πολλές φορές στη ζωή μου, κυρίως στους μαθητές μου, όταν το ’φερε η τύχη και ασχολήθηκα κι εγώ με τη διδασκαλία 20 ολόκληρα χρόνια. Ο Μόραλης είναι ένας θαρραλέος ζωγράφος που έχει κάνει στρέμματα ποιοτικής ζωγραφικής.
Όταν λέω «θαρραλέος» εννοώ ότι από την περίοδο αυτής της φοβερής προσωπογραφίας του 1938, του ζωγράφου Θεοδοσίου Χριστοδούλου, έως και τη δεκαετία του ’50, που έκανε το μαγικό πορτρέτο της κοπέλας με το απλωμένο χέρι και το μπλε φόντο, που εξελίχθηκε σε μεγάλες συνθέσεις με τρεις γυναίκες και στα επιτύμβια και τα επιθαλάμια (ευτυχώς, τα περισσότερα είναι στην Πινακοθήκη). Λοιπόν, απ’ αυτά τα έργα ο Μόραλης είχε εξασφαλίσει μια θέση στην ελληνική ζωγραφική και θα μπορούσε να συνεχίσει έτσι με δόξες και τιμές. Όμως είχε το θάρρος να βγει από τα τόσο γνώριμα γι’ αυτόν εδάφη και να μπει σε μια πολύ πιο αφαιρετική αναζήτηση (εκεί γύρω στο ’70) που είχε κινδύνους, με την έννοια ότι ήταν ένας τελείως νέος κύκλος γι’ αυτόν. Έπρεπε, λοιπόν, να εξερευνήσει τον καινούργιο του κύκλο, γιατί η ίδια του η ζωγραφική τον έσπρωξε προς τα εκεί και έπρεπε να βρει τον τρόπο να τον κάνει δικό του, με το δικό του αποτύπωμα, χωρίς να πέσει στην παγίδα του διακοσμητικού (που καιροφυλακτεί σε τέτοιου είδους έργα), και να πλουτίσει το έργο του με όλ’ αυτά τα στοιχεία που τον ενδιέφεραν, σαν αίσθημα, σαν συμβολισμό, σαν όραμα.
Και κατάφερε κι έκανε τα «μνημειακά», κάπως νοσταλγικά, αυτά έργα, που κράτησαν από τη δεκαετία του ’70 έως το τέλος της ζωής του. Κάτι έργα που δεν μπορείς να μετακινήσεις μέσα τους, ούτε για ένα χιλιοστό, το παραμικρό. Που σου επιβάλλονται με τη δύναμη της απλότητάς τους, που δεν τα βαριέσαι ποτέ και που έχουν την ικανότητα να σε στέλνουν στα δικά σου βάθη. Ποιος ξέρει γιατί… Όταν δούλευα στο Πολυτεχνείο, αποφασίσαμε με μία συνάδελφο καθηγήτρια, την Αφροδίτη Μπιρμπίλη, να καταγράψουμε τα έργα τέχνης του Ιδρύματος, έτσι, για την ψυχή μας, για την τρέλα μας και το Πολυτεχνείο.
Εγώ ανέλαβα τη ζωγραφική και κάποιες προτομές. Συνάντησα λοιπόν τον Μόραλη και του ’δειξα κάτι φωτογραφίες πορτρέτων χωρίς υπογραφές και άλλα φθαρμένα μετά τη φωτιά της πρώην Πρυτανείας, για να μου πει αν είναι δικά του και πότε τα έκανε. Σε όλα είχα πέσει μέσα, πλην ενός. Όταν φτάσαμε λοιπόν σ’ αυτό που είχα κάνει λάθος, γυρίζει με παράπονο και μου λέει: «Βρε Βάσω, θα έκανα εγώ τέτοιο γιακά;» «Συγγνώμη, δάσκαλε», του λέω και σκάσαμε στα γέλια, γιατί έλεγε και διάφορα ευτράπελα για τις πόζες των πρώην πρυτάνεων. Είχα την τύχη και συναντηθήκαμε σ’ ένα γραφειάκι του Μουσείου Μπενάκη, ίσως και δύο εβδομάδες προτού αρρωστήσει. Βρεθήκαμε τελείως συμπτωματικά δυο-τρεις φίλοι κι εκείνος εξηγούσε κάτι λεπτομέρειες για τις αρχιτεκτονικές του συνθέσεις. Καθόμαστε αντικριστά σ’ ένα τραπέζι και τον ρώτησα χαμηλόφωνα: «Πώς είσαι, δάσκαλέ μου;» Πολύ γρήγορα, σοβαρά και βλέποντάς με κατάματα, μου απάντησε: «Ε, έφυγε πλήρης ημερών…» Μετά από λίγο καιρό έμαθα ότι είναι άρρωστος, ήταν Δεκέμβρης. Κάθε χρόνο ανταλλάσσαμε κάρτες με ευχές, εκείνη τη χρονιά, το 2009, δεν είχα στείλει τίποτα. Το συνειδητοποίησα και ταράχτηκα. Θα νομίσει ότι είναι πολύ άρρωστος, γι’ αυτό… Γράφω μια κάρτα που έλεγε «περαστικά και χρόνια πολλά, δάσκαλε», και σαν βολίδα πήγα στο ταχυδρομείο, που είναι δυο δρόμους απ’ το σπίτι, και την έβαλα στο κουτί. Ήταν 20 Δεκεμβρίου, η μέρα που πέθανε… Στο εξαιρετικό βιβλίο του Μουσείου Μπενάκη Άγγελοι, Μουσική, Ποίηση, του 2001, η Φανή Μαρία Τσιγκάκου κατάφερε να τον ξεκλειδώσει και να της εμπιστευτεί τη μεγάλη συνέντευξη ζωής. Σ’ αυτό το βιβλίο, κάπου λέει εξομολογητικά: «Με τη ζωγραφική προσπαθώ να μαζέψω, να κρατήσω τα πράγματα που κινδυνεύω να χάσω ή που έχασα».
Στις 23 Απριλίου συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Το αποτύπωμά του έχει μείνει ανεξίτηλο σ’ αυτόν τον τόπο. Εκτός από τους ζωγραφικούς πίνακες, τον βρίσκουμε σε ποιητικές συλλογές, εξώφυλλα δίσκων, μακέτες θεάτρου, στις αξέχαστες Έξι λαϊκές ζωγραφιές και στις αρχιτεκτονικές του συνθέσεις, σπαρμένες σ’ όλη τη χώρα, από την όψη του Χίλτον ώς το μετρό στο Πανεπιστήμιο ή την Τράπεζα. Αυτά είναι μια τεράστια δουλειά, που ευτυχώς το Μουσείο Μπενάκη κι η Φανή τα συγκέντρωσαν σ’ έναν τόμο. Ευτυχώς! Ακούραστος εργάτης της τέχνης, εξαιρετικός δάσκαλος, πολύ αγαπητός άνθρωπος, ο Γιάννης Μόραλης είναι μέσα στη ζωή μας, κι ας μην τον συναντάμε πια στου Φιλίππου να τρώει, στο ίδιο πάντα τραπεζάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου