Του Αδάμ Αδαμόπουλου(*)
Η σύντομη ζωή του Δημήτρη από τα Βοδενά (παλαιότερη ονομασία για τη σημερινή Έδεσσα), που συνεπαρμένος από τα νέφη και τους αιθέρες, αποφασίζει να εγκαταλείψει την πατρική στέγη και να κατέβει στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις για τη Σχολή Ικάρων, ενώ στην Ελλάδα μαίνεται ο Εμφύλιος Πόλεμος. Η προδοσία του σώματός του θα τον αναγκάσει σε «ανώμαλη προσγείωση», κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς αντί για ιπτάμενος της Πολεμικής Αεροπορίας, θα βρεθεί ανθυπολοχαγός του Πεζικού και θα μεταταχθεί στο ειδικό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα που έλαβε μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο της Κορέας προς υποστήριξη των Νοτιοκορεατών. Στη «Χώρα της πρωινής γαλήνης», ο νεαρός Δημήτρης θα αναζητήσει τη δική του, προσωπική λύτρωση και γαλήνη.
Μέσα από αντιπροσωπευτικές εικόνες της οικογενειακής ζωής της ελληνικής επαρχίας που μεγαλώνει ο Δημήτρης, της Αθήνας στην οποία θα βρεθεί για την εκπαίδευσή του, στη συνέχεια της Αμερικής, που αποτελεί το τότε αναδυόμενο μητροπολιτικό κέντρο για το μεταπολεμικό δυτικό κόσμο, αλλά και της Κορέας, όπου ο Δημήτρης θα λάβει ενεργό ρόλο στα πεδία των μαχών, αναπλάθονται η εποχή και τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδά της, ο ασφυκτικός περίκλειστος ελληνικός περίγυρος ιδίως για τους νέους, τα συλλογικά και ατομικά τραύματα που παραμένουν ανοικτά πολλές δεκαετίες αργότερα, μέχρι τις μέρες μας. Όλα αυτά με παράλληλες εικόνες από τους δύο εμφυλίους πολέμους, τον ελληνικό και τον σχεδόν ξεχασμένο στις μέρες μας κορεατικό και σε αντίστιξη με την ομορφιά, την ελευθερία και το εφήμερο των νεφών στον ουρανό, μια παράλληλη αφήγηση και μια αντίστιξη που μεγεθύνει τους Λαιστρυγόνες που μεταφέρει ενδόμυχα ο ανθρώπινος ψυχισμός και τους παντοδύναμους ιστορικούς μηχανισμούς που τον συνθλίβουν.
Με αφορμή τη διάκριση που έλαβε ο Ηλίας Μαγκλίνης με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού www.oanagnostis.gr για το 2016, είχαμε την ευκαιρία για την παρακάτω σύντομη συζήτηση με το συγγραφέα, η οποία σε μια μάλλον αναπάντεχη (ή μήπως αναπόφευκτη;) τροπή της έφερε στην επιφάνεια τη σημασία της Μικροϊστορίας, δηλαδή της θεώρησης της Ιστορίας όχι μόνο μέσα από τις μεγάλες αφηγήσεις, τα έργα και τις ημέρες των «ιστορικών προσωπικοτήτων», αλλά από τις προσωπικές εμπειρίες, βιώματα, μνήμες και εξιστορήσεις των «απλών ανθρώπων».
Πολεμική Αεροπορία και αεροπόροι που υπάρχουν στην προσωπική σας ζωή (ο πατέρας σας ήταν ένας από τους Ίκαρους της 22ης σειράς Ικάρων, με ενεργό δράση στον πόλεμο της Κορέας, αλλά και στο Κονγκό, ενώ ο αδελφός σας, επί 25ετία ιπτάμενος χειριστής στην Ολυμπιακή Αεροπορία) φαίνεται να μεταφέρονται τόσο στο πρώτο σας μυθιστόρημα «Σώμα με σώμα», (εκδόσεις Πόλις, 2005), όσο και στο αμιγώς ιστορικό συλλογικό έργο «Ο αεροπορικός πόλεμος πάνω από την Ελλάδα 1940-1944», (εκδόσεις Περισκόπιο, 2010). Σε ποιό βαθμό η δημιουργία του Δημήτρη, κεντρικού χαρακτήρα του τελευταίου σας βιβλίου «Πρωινή Γαλήνη» κρατά και μεταφέρει στοιχεία απ’ όλα αυτά;
Οι ιστορίες των Ελλήνων ιπταμένων της Πολεμικής Αεροπορίας των δεκαετιών του ’40 και του ’50, αλλά και των νεαρών ανδρών που βρέθηκαν στην εμπόλεμη Κορέα, είτε ως ιπτάμενοι είτε ως πεζοί, είναι εν πολλοίς άγνωστες, έξω τουλάχιστον από ένα (πραγματικά) πολύ μικρό κοινό εραστών της αεροπορικής και στρατιωτικής ιστορίας. Κυρίως, όλες αυτές οι αφηγήσεις είναι παντελώς ανεξερεύνητες, λογοτεχνικά μιλώντας, στη χώρα μας. Όταν το συνειδητοποίησα, ξαφνιάστηκα. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι όπως το δικό μου, με διάσπαρτες και καταχωνιασμένες φωτογραφίες και άλλα τεκμήρια, με αεροπλάνα και πιλότους, με έναν λιγομίλητο πατέρα, χαμένο στον κόσμο του, και με εξωτικό παρελθόν, όλο αυτό μου φαινόταν σαν μια πολύ συναρπαστική υπόθεση. Ή έστω, μου έμοιαζε με ένα πολύ ερεθιστικό δραματικό υπόβαθρο για να μιλήσω για όλα όσα μας καίνε, μας εμπνέουν και μας πληγώνουν: τα όνειρά μας, τους έρωτές μας, τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, τους δεσμούς αίματος, τη μνήμη, συλλογική και ιστορική, την ανθρώπινη υπόσταση κάτω από ακραίες συνθήκες, την αγάπη και το μίσος, την απώλεια, το θάνατο. Για εμένα, προσωπικά, ήταν πολύ φυσικό να αντλήσω υλικό και να επινοήσω ιστορίες από αυτή την δεξαμενή. Προφανώς και αν δεν υπήρχε η πατρική πτυχή της όλης ιστορίας, να μου είχαν διαφύγει όλ’ αυτά. Αλλά στάθηκα τυχερός. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ιστορία του Δημήτρη είναι άμεσα συνδεδεμένη με όσα αναφέρετε στην ερώτησή σας. Πάντοτε όμως ως αφετηρία για να ειπωθεί μια ιστορία για τη δύναμη και τον πόνο του ανθρώπου. Δεν ήθελα να γράψω για αεροπλάνα και τουφέκια. Ήθελα να γράψω για ανθρώπους που σε κάποια φάση της ζωής τους χειρίστηκαν αεροπλάνα και τουφέκια. Ο Δημήτρης της «Πρωινής Γαλήνης», χωρίς να το πολυκαταλάβει, βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σφαγείο της Ιστορίας. Αυτή είναι και μια από τις πάγιες εμμονές μου.
Ποιο είναι το δικό σας καταστάλαγμα από τις μακράς διάρκειας (από το 2001 έως το 2013) συζητήσεις και ανταλλαγές που είχατε με Έλληνες και Αμερικανούς βετεράνους πιλότους του πολέμου της Κορέας; Μετά τόσες δεκαετίες, πώς αξιολογούν οι άνθρωποι αυτοί την ενεργό συμμετοχή τους στον πόλεμο της Κορέας και τι είδους σκέψεις περνούν σε μας τους νεότερους;
Οι απαντήσεις που έλαβα ποικίλουν. Κάποιοι δεν είχαν πει τίποτα στην οικογένειά τους και «ξέρασαν» τα πάντα σε έναν άγνωστο με μαγνητόφωνο. Άθελά μου, έγινα, για λίγο, ένα είδος άτυπου εξομολογητή ή ψυχοθεραπευτή. Σύζυγοι, παιδιά και εγγόνια βρέθηκαν να μου λένε με έκπληξη «Δεν μας είχε πει τίποτα όλ’ αυτά τα χρόνια, τώρα τα ακούμε πρώτη φορά». Είδα μεγάλους άνδρες να κλαίνε, να θυμούνται συντρόφους που χάθηκαν στο πλάι τους και άγνωστους ανθρώπους που σκότωσαν εξ επαφής, τους είδα να οργίζονται που τους αποκάλεσαν «ιμπεριαλιστές μισθοφόρους», τους είδα να συγκινούνται σαν μικρά παιδιά κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες. Οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν σε μια κατάσταση κατά την οποία συνδέθηκαν ο ένας με τον άλλο με έναν τρόπο που σε εμάς σήμερα είναι αδιανόητος. Ακούω καμιά φορά τις κασέτες με τις ηχογραφημένες φωνές τους και μοιάζει με ταξίδι στο χρόνο, σε μια Ελλάδα που ευτυχώς δεν υπάρχει πια.
Ποιες οι εντυπώσεις σας από τη συμμετοχή σας σε τρεις επισκέψεις συγγενών και βετεράνων του πολέμου της Κορέας στη χώρα αυτή;
Κατά την τελευταία μου επίσκεψη, το 2013, βρισκόμουν μαζί με βετεράνους από διάφορες χώρες μέσα στο πούλμαν που είχε ναυλώσει η κορεατική κυβέρνηση, καθ’ οδόν προς κάποια εκδήλωση μνήμης. Τα οχήματα αυτά έφεραν πανό που δήλωναν ποιοι ήταν οι επιβάτες τους και από το δρόμο είδα περαστικούς να χαιρετούν και να υποκλίνονται, γονείς να δείχνουν τα πούλμαν αυτά στα παιδιά τους γελώντας, καταστηματάρχες να τα παρατάνε όλα και να βγαίνουν έξω για να χαιρετήσουν τα περαστικά πούλμαν. Υπήρχαν βλέμματα ευγνωμοσύνης. Οι νέοι θέλουν βέβαια να μην ακούνε άλλο για τον πόλεμο, έχουν κουραστεί και αυτό είναι πολύ λογικό. Θέλουν να κοιτάξουν μπροστά και η Νότια Κορέα είναι μια τέτοια χώρα. Όμως υπάρχει πάντοτε ο 38ος Παράλληλος και μια ανακωχή χωρίς ειρήνη από το 1953. Υπάρχουν ακόμα οικογένειες που χωρίστηκαν και στην Κορέα, η οικογένεια, οι δεσμοί αίματος, είναι κάτι πολύ σημαντικό.
Ο Δημήτρης προδίδεται από το σώμα του, κατά τη διαδικασία της παρθενικής του πτήσης, με αποτέλεσμα, παρά τον διακαή πόθο του να γίνει Ίκαρος, να διακοπεί η πτητική του εκπαίδευση πριν καλά – καλά αρχίσει. Αλλά και στη συνέχεια, τόσο στις προσωπικές, όσο και στις επαγγελματικές του στιγμές ως ανθυπολοχαγός του Πεζικού, έχει επανειλημμένα ανάλογα επεισόδια και κρίσεις πανικού που διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Με τον τρόπο αυτό επαναφέρετε, διά άλλης οδού, το ζήτημα που έχετε θίξει και στο πρώτο σας μυθιστόρημα «Σώμα με σώμα» (εκδόσεις Πόλις, 2001), αλλά και στη νουβέλα σας «Η ανάκριση», (εκδόσεις Κέδρος, 2008), όπου ο αριστερός πατέρας της Μαρίνας δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι κάπου το σώμα του συνεργαζόταν με τους βασανιστές του. Η συμφιλίωση υλικού/σαρκικού/σωματικού με το άυλο/πνευματικό/ψυχικό που υπερτονίζεται στις απωανατολικές θεωρήσεις, φαίνεται να έρχεται σε δεύτερη μοίρα στο δυτικό κόσμο. Κι όμως, ο Δημήτρης καταφέρνει να φτάσει στην «πρωινή γαλήνη» του όταν πετυχαίνει ακριβώς αυτή τη συμφιλίωση.
Το σώμα είναι μια εμμονή δική μου. Αποτελεί έκφραση των επιθυμιών μας αλλά και των βαθύτερων φόβων μας. Το σώμα είναι ηδονή αλλά είναι και οδύνη. Η συνείδηση και η μνήμη ανθίζουν μέσα στη σάρκα, εξατμίζονται μόλις το σώμα κρυώσει. Το σώμα είναι μια γιορτή της ζωής και μια υπενθύμιση, ειδικά καθώς περνούν τα χρόνια, ότι είμαστε φθαρτοί, δυνάμει νεκροί. Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ. Λέει μιαν αλήθεια στον Δημήτρη: ότι ίσως να μην μπορείς, να μην αντέξεις αυτό που θέλεις. Οπότε έχει να παλέψει με τον εαυτό του με το σώμα να είναι το πεδίο αυτής της μάχης. Τα αεροπλάνα και η Κορέα είναι το πρόσχημα απλώς.
Κατά τρόπο ευρηματικό, ο Προκόπης, αντάρτης θείος του Δημήτρη, του οποίου η τύχη αγνοείται από την εποχή της τελευταίας περιόδου του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, επανεμφανίζεται στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και με τον τρόπο αυτό τίθεται το ζήτημα του χειρισμού του εμφυλιοπολεμικού τραύματος της ελληνικής κοινωνίας τόσα χρόνια μετά. Θα θέλαμε τη δική σας εκτίμηση για το που βρισκόμαστε σήμερα σε σχέση με το ζήτημα αυτό.
Το έχω πει πολλές φορές: η κρίση επανέφερε αβίαστα μιαν ορολογία εμφυλιοπολεμική, έννοιες και εκφράσεις της ταραγμένης δεκαετίας του ’40. Δεν είναι τυχαίο νομίζω. Αυτά τα πράγματα είναι εκεί και είναι εκεί σαν βαρίδια διότι μόλις πριν λίγα χρόνια αρχίσαμε πιο ισορροπημένα να αναστοχαζόμαστε πάνω σε αυτά. Έχουμε μια καλή δικαιολογία: η Ελλάδα δεν είχε την απαραίτητη ηρεμία και πολυτέλεια να καθίσει να μελετήσει τι έγινε τότε και πώς. Το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος με την μονομέρειά του και τον δεξιό δογματισμό, η δικτατορία και η Κύπρος, η αποκατάσταση της δημοκρατίας και η είσοδος στην τότε ΕΟΚ, η επικράτηση της αριστερής ερμηνείας των πραγμάτων ως μόνη γνήσια και ορθή ερμηνεία της Ιστορίας (φυσική αντίδραση σε μια καταπίεση δεκαετιών) κ.ά., όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, μετά τη δεκαετία του ‘80 και στην τρισκατάρατη για πολλούς σήμερα απατηλή ευμάρεια της μεταπολίτευσης, να αρχίσουμε, δειλά δειλά να βλέπουμε τα γεγονότα εκείνης της περιόδου νηφάλια. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά. Και δεν είναι τόσο παλαιά όσο θέλουμε να νομίζουμε με τις σημερινές εξωφρενικές ταχύτητες. Η Ιστορία έχει την δική της ηλικία και παλαιότητα. Αν σκεφτεί κανείς ότι η Ελλάδα φέρει ακόμα το τραύμα του 1453 ή του 1922, καταλαβαίνουμε πόσο «φρέσκος» είναι ο Εμφύλιος. Πρέπει κάποτε να τελειώνουμε με όλα αυτά, όχι όμως μπαλώνοντάς τα ή μέσα από δαιμονοποιήσεις και μυθοποιήσεις.
Οι δύο νεαρές κοπέλες με τις οποίες σχετίζεται ερωτικά, με τη μία (Εύα) και συναισθηματικά, ο Δημήτρης παρουσιάζονται μάλλον τολμηρές για την εποχή τους, σε σχέση πάντα με τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του Εμφυλίου. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;
Δεν είναι και τόσο τολμηρές. Η έρευνά μου έδειξε πως ακριβώς επειδή υπήρχαν υπέρμετρα αυστηρά ήθη και τεράστια σεξουαλική πείνα, «από κάτω», υπογείως τρόπον τινά, γινόταν ένας μικρός χαμός. Η ελληνική κοινωνία κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό της. Από τις δύο κοπέλες, ίσως η Εύα να έχει μια κάποια τόλμη συγκριτικά με τις κοπέλες της γενιάς της, και όχι μόνον στα ερωτικά: θέλει να σπουδάσει και να εργαστεί, να ξεφύγει απ’ το σπίτι της. Και είναι μια παθιασμένη γυναίκα. Και είναι εκείνη που, προς στο τέλος του βιβλίου, διαλύει την παραμικρή εξιδανίκευση και νοσταλγία για τα ελληνικά φίφτις. Το λέει ξερά: τι νοσταλγείτε οι νεότεροι από εκείνη την εποχή; Ήταν μια φρικτή εποχή, ειδικά για τις γυναίκες.
Στο βιβλίο σας συνδυάζονται δύο εμφύλιο πόλεμοι, ο ελληνικός και ο κορεατικός, που αν και τα θέατρα των πολεμικών επιχειρήσεων γεωγραφικά απέχουν πολύ, ιστορικά/χρονολογικά έχουν την ιδιαιτερότητα ότι μόλις «έκλεινε» ο πρώτος, «άνοιγε» ο δεύτερος. Επίσης συνδυάζονται αριστοτεχνικά η μορφολογία και ο χρόνος ζωής των νεφών στους αιθέρες με τους ανθρώπινους χαρακτήρες και τη ζωή των ανθρώπων στη γη. Αυτές οι δύο αντιστίξεις σε ποιο βαθμό υπηρέτησαν την μυθιστορηματική πλοκή;
Οι Έλληνες που βρέθηκαν στην άλλη άκρη της Γης για να υπηρετήσουν σε έναν ξένο πόλεμο, έγιναν μάρτυρες της πείνας και της εξαθλίωσης του κορεατικού άμαχου πληθυσμού. Αυτό τους θύμισε τα δικά τους παιδικά χρόνια καταμεσής της Κατοχής. Κάποιοι ευαισθητοποιήθηκαν πολύ, άλλοι όχι και τόσο – τα γνωστά δηλαδή. Επίσης, όντως βρέθηκαν σε μια χώρα διχασμένη στα δύο -κυριολεκτικά, γεωγραφικά- και αυτό, αναπόφευκτα, τους θύμισε τον ελληνικό Εμφύλιο που μόλις είχε λήξει στρατιωτικά μόνον στην πατρίδα τους. Όλ’ αυτά τα στοιχεία δεν γινόταν να μην περάσουν στο βιβλίο και τους χαρακτήρες τους ειδικά επειδή βρίσκονταν σε έναν πόλεμο άγνωστο, περίεργο, που επί της ουσίας δεν τους αφορούσε. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να τον κάνουν «δικό τους» για να ανταπεξέλθουν εκεί πέρα. Γύρευαν σημεία αναφοράς για να μπορέσουν να βρούνε νόημα, πέρα από αυτό της επιβίωσης και της αλληλεγγύης με τον συμπολεμιστή. Κάποιοι το κατάφερναν, άλλοι όχι.
Ως προς τα νέφη και τον ανθρώπινο βίο, πάντοτε ήθελα με κάποιο τρόπο να γράψω κάτι μυθιστορηματικό για την υπόθεση των νεφών, τις επιστημονικές ονομασίες τους κτλ., καθώς το έβρισκα πολύ ποιητικό όλο αυτό, κι ας ήταν αυστηρά επιστημονικό – ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό. Βρίσκω την επιστήμη εξαιρετικά ποιητική υπόθεση γενικά. Τα νέφη θα ήταν και μια ανάσα από τα πάθη και τους φόνους επί του εδάφους. Και βέβαια, υπάρχει ένας παραλληλισμός ανάμεσα στα δέκα λεπτά βίου ενός απλού νέφους, του Σωρείτη, του πιο κοινού μικρού νέφους που θα δείτε στον ουρανό, και στον βραχύ ανθρώπινο βίο. Εξάλλου έχουμε έναν κεντρικό χαρακτήρα που ονειρεύεται να πετάξει και το πρώτο που τον γοητεύει από τον ουρανό είναι τα νέφη. Η σχέση του Δημήτρη με τα σύννεφα είναι από τις πιο σημαντικές σε όλο το βιβλίο.
Στον πίνακα του Πήτερ Μπρέχελ Πρεσβύτερου, «Τοπίο με την πτώση του Ίκαρου» (1558) ο Ίκαρος πέφτει στη θάλασσα σχεδόν στο περιθώριο του πίνακα, ενώ η καθημερινή ζωή των αγροτών, που καταλαμβάνει το κέντρο του πίνακα, εξακολουθεί το συνηθισμένο της ρυθμό. Κατ’ αναλογία, είναι αυτό που καταφέρνει ο Φερνάντ Μπρωντέλ στο βιβλίο του «Μεσόγειος» (εκδόσεις ΜΙΕΤ, 1991-1998) για το μεσογειακό κόσμο, βάζοντας το ρόλο του Βασιλιά Φιλίππου Β’ της Ισπανίας στο περιθώριο της Ιστορίας της εποχής του, δίνοντας πρωτεύοντα ρόλο στο μεσογειακό τοπίο και στη ζωή του απλού ανθρώπου. Η πρόωρη «πτώση» του Δημήτρη, οδηγεί σε μια σχεδόν προδιαγεγραμμένη πορεία προς το θάνατο-λύτρωση, στη διάλυση της οικογένειάς του, αλλά και κατά τρόπο καθοριστικό, στην πορεία που ακολούθησε ο μικρότερος αδελφός του. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά πόσο μπορούμε να θεωρήσουμε τον άνθρωπο υποκείμενο της Ιστορίας και κατά πόσο ως ένα αντικείμενο των επικυρίαρχων, υπερκείμενων κοινωνικών και ιστορικών δομών;
Δεν είμαι σίγουρος εάν διαθέτω την κατάλληλη εποπτεία για να απαντήσω σε ένα μάλλον αμιγώς φιλοσοφικό ερώτημα, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της Ιστορίας έστω. Θα προσπαθήσω να απαντήσω ως μυθιστοριογράφος όμως και νομίζω πως κάτι είπα επ’ αυτού σε μια προηγούμενη ερώτησή σας. Ότι το άτομο πολύ συχνά βρίσκεται παγιδευμένο στο σφαγείο της Ιστορίας. Αυτή είναι μια συγγραφική εμμονή μου: ο τρόπος που εισβάλλει η Ιστορία στον μικρόκοσμο ενός ανθρώπου και μιας οικογένειας και τους κάνει άνω κάτω. Ότι η Ιστορία δεν είναι μόνον, π.χ., ο Τσόρτσιλ, ο Ζαχαριάδης ή ο Παπάγος. Ιστορία είναι ο παππούς σου, ο ασήμαντος πατέρας σου, εσύ ο ίδιος, η κουζίνα της μάνας σου, το κρεβάτι σου. Και τι απομένει απ’ όλο αυτό το σφαγείο; Οι μνήμες, ατομικές και συλλογικές, οι αφηγήσεις, τα σπαράγματα των εικόνων, τι θέλουμε να ξεχάσουμε και δεν μπορούμε, η λήθη που άλλοτε μας λυτρώνει, η αγάπη που επιβιώνει εις βάρος του μίσους, όλ’ αυτά είναι απίστευτο λογοτεχνικό υλικό, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Σε ό,τι αφορά τον Δημήτρη και την οικογένειά του, επειδή γράφηκε κάπου ότι το βιβλίο υιοθετεί την «πλευρά των νικητών του Εμφυλίου», πράγμα που βέβαια κάνει μόνον αφηγηματικά, μην παίρνοντας ιδεολογικά μιλώντας καμία πλευρά (αλήθεια, στη νουβέλα μου «Η ανάκριση», κεντρικός ήρωας ήταν ένας αριστερός βασανισμένος της χούντας, εκεί όμως δεν τέθηκε από κανέναν ως ερώτημα, ως ζήτημα, το ότι «υιοθέτησα» την οπτική ενός αριστερού, θεωρήθηκε αυτονόητο), αναρωτιέμαι: πόσο «νικητής» είναι ο Δημήτρης και ολόκληρη η οικογένειά του; Είναι υπό την έννοια ότι δεν στρατεύθηκαν στο κομμουνιστικό στρατόπεδο και δεν υπέστησαν στη συνέχεια τις διώξεις και την καταπίεση που υπέστησαν όχι μόνον κομμουνιστές αλλά φιλελεύθεροι δημοκράτες και προοδευτικοί άνθρωποι γενικά. Αλλά σε ένα άλλο βάθος, πόσο «νικητής» είναι ο Δημήτρης, οι γονείς του, η Εύα; Όλοι τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι διαλυμένοι από την Ιστορία, τραυματισμένοι, με ανεπούλωτα τραύματα και συντριβές, με απώλειες, ενοχές και ελλείψεις. Που έγκειται η νίκη; Ειδικά σε έναν εμφύλιο;
info: Ηλίας Μαγκλίνης «Πρωινή γαλήνη», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015, σ. 464
(*)Αδάμ Αδαμόπουλος, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης , Τμήμα Ιατρικής, Εργαστήριο Ιατρικής Φυσικής
http://www.oanagnostis.gr
Η σύντομη ζωή του Δημήτρη από τα Βοδενά (παλαιότερη ονομασία για τη σημερινή Έδεσσα), που συνεπαρμένος από τα νέφη και τους αιθέρες, αποφασίζει να εγκαταλείψει την πατρική στέγη και να κατέβει στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις για τη Σχολή Ικάρων, ενώ στην Ελλάδα μαίνεται ο Εμφύλιος Πόλεμος. Η προδοσία του σώματός του θα τον αναγκάσει σε «ανώμαλη προσγείωση», κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς αντί για ιπτάμενος της Πολεμικής Αεροπορίας, θα βρεθεί ανθυπολοχαγός του Πεζικού και θα μεταταχθεί στο ειδικό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα που έλαβε μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο της Κορέας προς υποστήριξη των Νοτιοκορεατών. Στη «Χώρα της πρωινής γαλήνης», ο νεαρός Δημήτρης θα αναζητήσει τη δική του, προσωπική λύτρωση και γαλήνη.
Μέσα από αντιπροσωπευτικές εικόνες της οικογενειακής ζωής της ελληνικής επαρχίας που μεγαλώνει ο Δημήτρης, της Αθήνας στην οποία θα βρεθεί για την εκπαίδευσή του, στη συνέχεια της Αμερικής, που αποτελεί το τότε αναδυόμενο μητροπολιτικό κέντρο για το μεταπολεμικό δυτικό κόσμο, αλλά και της Κορέας, όπου ο Δημήτρης θα λάβει ενεργό ρόλο στα πεδία των μαχών, αναπλάθονται η εποχή και τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδά της, ο ασφυκτικός περίκλειστος ελληνικός περίγυρος ιδίως για τους νέους, τα συλλογικά και ατομικά τραύματα που παραμένουν ανοικτά πολλές δεκαετίες αργότερα, μέχρι τις μέρες μας. Όλα αυτά με παράλληλες εικόνες από τους δύο εμφυλίους πολέμους, τον ελληνικό και τον σχεδόν ξεχασμένο στις μέρες μας κορεατικό και σε αντίστιξη με την ομορφιά, την ελευθερία και το εφήμερο των νεφών στον ουρανό, μια παράλληλη αφήγηση και μια αντίστιξη που μεγεθύνει τους Λαιστρυγόνες που μεταφέρει ενδόμυχα ο ανθρώπινος ψυχισμός και τους παντοδύναμους ιστορικούς μηχανισμούς που τον συνθλίβουν.
Με αφορμή τη διάκριση που έλαβε ο Ηλίας Μαγκλίνης με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού www.oanagnostis.gr για το 2016, είχαμε την ευκαιρία για την παρακάτω σύντομη συζήτηση με το συγγραφέα, η οποία σε μια μάλλον αναπάντεχη (ή μήπως αναπόφευκτη;) τροπή της έφερε στην επιφάνεια τη σημασία της Μικροϊστορίας, δηλαδή της θεώρησης της Ιστορίας όχι μόνο μέσα από τις μεγάλες αφηγήσεις, τα έργα και τις ημέρες των «ιστορικών προσωπικοτήτων», αλλά από τις προσωπικές εμπειρίες, βιώματα, μνήμες και εξιστορήσεις των «απλών ανθρώπων».
Πολεμική Αεροπορία και αεροπόροι που υπάρχουν στην προσωπική σας ζωή (ο πατέρας σας ήταν ένας από τους Ίκαρους της 22ης σειράς Ικάρων, με ενεργό δράση στον πόλεμο της Κορέας, αλλά και στο Κονγκό, ενώ ο αδελφός σας, επί 25ετία ιπτάμενος χειριστής στην Ολυμπιακή Αεροπορία) φαίνεται να μεταφέρονται τόσο στο πρώτο σας μυθιστόρημα «Σώμα με σώμα», (εκδόσεις Πόλις, 2005), όσο και στο αμιγώς ιστορικό συλλογικό έργο «Ο αεροπορικός πόλεμος πάνω από την Ελλάδα 1940-1944», (εκδόσεις Περισκόπιο, 2010). Σε ποιό βαθμό η δημιουργία του Δημήτρη, κεντρικού χαρακτήρα του τελευταίου σας βιβλίου «Πρωινή Γαλήνη» κρατά και μεταφέρει στοιχεία απ’ όλα αυτά;
Οι ιστορίες των Ελλήνων ιπταμένων της Πολεμικής Αεροπορίας των δεκαετιών του ’40 και του ’50, αλλά και των νεαρών ανδρών που βρέθηκαν στην εμπόλεμη Κορέα, είτε ως ιπτάμενοι είτε ως πεζοί, είναι εν πολλοίς άγνωστες, έξω τουλάχιστον από ένα (πραγματικά) πολύ μικρό κοινό εραστών της αεροπορικής και στρατιωτικής ιστορίας. Κυρίως, όλες αυτές οι αφηγήσεις είναι παντελώς ανεξερεύνητες, λογοτεχνικά μιλώντας, στη χώρα μας. Όταν το συνειδητοποίησα, ξαφνιάστηκα. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι όπως το δικό μου, με διάσπαρτες και καταχωνιασμένες φωτογραφίες και άλλα τεκμήρια, με αεροπλάνα και πιλότους, με έναν λιγομίλητο πατέρα, χαμένο στον κόσμο του, και με εξωτικό παρελθόν, όλο αυτό μου φαινόταν σαν μια πολύ συναρπαστική υπόθεση. Ή έστω, μου έμοιαζε με ένα πολύ ερεθιστικό δραματικό υπόβαθρο για να μιλήσω για όλα όσα μας καίνε, μας εμπνέουν και μας πληγώνουν: τα όνειρά μας, τους έρωτές μας, τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, τους δεσμούς αίματος, τη μνήμη, συλλογική και ιστορική, την ανθρώπινη υπόσταση κάτω από ακραίες συνθήκες, την αγάπη και το μίσος, την απώλεια, το θάνατο. Για εμένα, προσωπικά, ήταν πολύ φυσικό να αντλήσω υλικό και να επινοήσω ιστορίες από αυτή την δεξαμενή. Προφανώς και αν δεν υπήρχε η πατρική πτυχή της όλης ιστορίας, να μου είχαν διαφύγει όλ’ αυτά. Αλλά στάθηκα τυχερός. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ιστορία του Δημήτρη είναι άμεσα συνδεδεμένη με όσα αναφέρετε στην ερώτησή σας. Πάντοτε όμως ως αφετηρία για να ειπωθεί μια ιστορία για τη δύναμη και τον πόνο του ανθρώπου. Δεν ήθελα να γράψω για αεροπλάνα και τουφέκια. Ήθελα να γράψω για ανθρώπους που σε κάποια φάση της ζωής τους χειρίστηκαν αεροπλάνα και τουφέκια. Ο Δημήτρης της «Πρωινής Γαλήνης», χωρίς να το πολυκαταλάβει, βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σφαγείο της Ιστορίας. Αυτή είναι και μια από τις πάγιες εμμονές μου.
Ποιο είναι το δικό σας καταστάλαγμα από τις μακράς διάρκειας (από το 2001 έως το 2013) συζητήσεις και ανταλλαγές που είχατε με Έλληνες και Αμερικανούς βετεράνους πιλότους του πολέμου της Κορέας; Μετά τόσες δεκαετίες, πώς αξιολογούν οι άνθρωποι αυτοί την ενεργό συμμετοχή τους στον πόλεμο της Κορέας και τι είδους σκέψεις περνούν σε μας τους νεότερους;
Οι απαντήσεις που έλαβα ποικίλουν. Κάποιοι δεν είχαν πει τίποτα στην οικογένειά τους και «ξέρασαν» τα πάντα σε έναν άγνωστο με μαγνητόφωνο. Άθελά μου, έγινα, για λίγο, ένα είδος άτυπου εξομολογητή ή ψυχοθεραπευτή. Σύζυγοι, παιδιά και εγγόνια βρέθηκαν να μου λένε με έκπληξη «Δεν μας είχε πει τίποτα όλ’ αυτά τα χρόνια, τώρα τα ακούμε πρώτη φορά». Είδα μεγάλους άνδρες να κλαίνε, να θυμούνται συντρόφους που χάθηκαν στο πλάι τους και άγνωστους ανθρώπους που σκότωσαν εξ επαφής, τους είδα να οργίζονται που τους αποκάλεσαν «ιμπεριαλιστές μισθοφόρους», τους είδα να συγκινούνται σαν μικρά παιδιά κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες. Οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν σε μια κατάσταση κατά την οποία συνδέθηκαν ο ένας με τον άλλο με έναν τρόπο που σε εμάς σήμερα είναι αδιανόητος. Ακούω καμιά φορά τις κασέτες με τις ηχογραφημένες φωνές τους και μοιάζει με ταξίδι στο χρόνο, σε μια Ελλάδα που ευτυχώς δεν υπάρχει πια.
Ποιες οι εντυπώσεις σας από τη συμμετοχή σας σε τρεις επισκέψεις συγγενών και βετεράνων του πολέμου της Κορέας στη χώρα αυτή;
Κατά την τελευταία μου επίσκεψη, το 2013, βρισκόμουν μαζί με βετεράνους από διάφορες χώρες μέσα στο πούλμαν που είχε ναυλώσει η κορεατική κυβέρνηση, καθ’ οδόν προς κάποια εκδήλωση μνήμης. Τα οχήματα αυτά έφεραν πανό που δήλωναν ποιοι ήταν οι επιβάτες τους και από το δρόμο είδα περαστικούς να χαιρετούν και να υποκλίνονται, γονείς να δείχνουν τα πούλμαν αυτά στα παιδιά τους γελώντας, καταστηματάρχες να τα παρατάνε όλα και να βγαίνουν έξω για να χαιρετήσουν τα περαστικά πούλμαν. Υπήρχαν βλέμματα ευγνωμοσύνης. Οι νέοι θέλουν βέβαια να μην ακούνε άλλο για τον πόλεμο, έχουν κουραστεί και αυτό είναι πολύ λογικό. Θέλουν να κοιτάξουν μπροστά και η Νότια Κορέα είναι μια τέτοια χώρα. Όμως υπάρχει πάντοτε ο 38ος Παράλληλος και μια ανακωχή χωρίς ειρήνη από το 1953. Υπάρχουν ακόμα οικογένειες που χωρίστηκαν και στην Κορέα, η οικογένεια, οι δεσμοί αίματος, είναι κάτι πολύ σημαντικό.
Ο Δημήτρης προδίδεται από το σώμα του, κατά τη διαδικασία της παρθενικής του πτήσης, με αποτέλεσμα, παρά τον διακαή πόθο του να γίνει Ίκαρος, να διακοπεί η πτητική του εκπαίδευση πριν καλά – καλά αρχίσει. Αλλά και στη συνέχεια, τόσο στις προσωπικές, όσο και στις επαγγελματικές του στιγμές ως ανθυπολοχαγός του Πεζικού, έχει επανειλημμένα ανάλογα επεισόδια και κρίσεις πανικού που διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Με τον τρόπο αυτό επαναφέρετε, διά άλλης οδού, το ζήτημα που έχετε θίξει και στο πρώτο σας μυθιστόρημα «Σώμα με σώμα» (εκδόσεις Πόλις, 2001), αλλά και στη νουβέλα σας «Η ανάκριση», (εκδόσεις Κέδρος, 2008), όπου ο αριστερός πατέρας της Μαρίνας δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι κάπου το σώμα του συνεργαζόταν με τους βασανιστές του. Η συμφιλίωση υλικού/σαρκικού/σωματικού με το άυλο/πνευματικό/ψυχικό που υπερτονίζεται στις απωανατολικές θεωρήσεις, φαίνεται να έρχεται σε δεύτερη μοίρα στο δυτικό κόσμο. Κι όμως, ο Δημήτρης καταφέρνει να φτάσει στην «πρωινή γαλήνη» του όταν πετυχαίνει ακριβώς αυτή τη συμφιλίωση.
Το σώμα είναι μια εμμονή δική μου. Αποτελεί έκφραση των επιθυμιών μας αλλά και των βαθύτερων φόβων μας. Το σώμα είναι ηδονή αλλά είναι και οδύνη. Η συνείδηση και η μνήμη ανθίζουν μέσα στη σάρκα, εξατμίζονται μόλις το σώμα κρυώσει. Το σώμα είναι μια γιορτή της ζωής και μια υπενθύμιση, ειδικά καθώς περνούν τα χρόνια, ότι είμαστε φθαρτοί, δυνάμει νεκροί. Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ. Λέει μιαν αλήθεια στον Δημήτρη: ότι ίσως να μην μπορείς, να μην αντέξεις αυτό που θέλεις. Οπότε έχει να παλέψει με τον εαυτό του με το σώμα να είναι το πεδίο αυτής της μάχης. Τα αεροπλάνα και η Κορέα είναι το πρόσχημα απλώς.
Κατά τρόπο ευρηματικό, ο Προκόπης, αντάρτης θείος του Δημήτρη, του οποίου η τύχη αγνοείται από την εποχή της τελευταίας περιόδου του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, επανεμφανίζεται στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και με τον τρόπο αυτό τίθεται το ζήτημα του χειρισμού του εμφυλιοπολεμικού τραύματος της ελληνικής κοινωνίας τόσα χρόνια μετά. Θα θέλαμε τη δική σας εκτίμηση για το που βρισκόμαστε σήμερα σε σχέση με το ζήτημα αυτό.
Το έχω πει πολλές φορές: η κρίση επανέφερε αβίαστα μιαν ορολογία εμφυλιοπολεμική, έννοιες και εκφράσεις της ταραγμένης δεκαετίας του ’40. Δεν είναι τυχαίο νομίζω. Αυτά τα πράγματα είναι εκεί και είναι εκεί σαν βαρίδια διότι μόλις πριν λίγα χρόνια αρχίσαμε πιο ισορροπημένα να αναστοχαζόμαστε πάνω σε αυτά. Έχουμε μια καλή δικαιολογία: η Ελλάδα δεν είχε την απαραίτητη ηρεμία και πολυτέλεια να καθίσει να μελετήσει τι έγινε τότε και πώς. Το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος με την μονομέρειά του και τον δεξιό δογματισμό, η δικτατορία και η Κύπρος, η αποκατάσταση της δημοκρατίας και η είσοδος στην τότε ΕΟΚ, η επικράτηση της αριστερής ερμηνείας των πραγμάτων ως μόνη γνήσια και ορθή ερμηνεία της Ιστορίας (φυσική αντίδραση σε μια καταπίεση δεκαετιών) κ.ά., όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, μετά τη δεκαετία του ‘80 και στην τρισκατάρατη για πολλούς σήμερα απατηλή ευμάρεια της μεταπολίτευσης, να αρχίσουμε, δειλά δειλά να βλέπουμε τα γεγονότα εκείνης της περιόδου νηφάλια. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά. Και δεν είναι τόσο παλαιά όσο θέλουμε να νομίζουμε με τις σημερινές εξωφρενικές ταχύτητες. Η Ιστορία έχει την δική της ηλικία και παλαιότητα. Αν σκεφτεί κανείς ότι η Ελλάδα φέρει ακόμα το τραύμα του 1453 ή του 1922, καταλαβαίνουμε πόσο «φρέσκος» είναι ο Εμφύλιος. Πρέπει κάποτε να τελειώνουμε με όλα αυτά, όχι όμως μπαλώνοντάς τα ή μέσα από δαιμονοποιήσεις και μυθοποιήσεις.
Οι δύο νεαρές κοπέλες με τις οποίες σχετίζεται ερωτικά, με τη μία (Εύα) και συναισθηματικά, ο Δημήτρης παρουσιάζονται μάλλον τολμηρές για την εποχή τους, σε σχέση πάντα με τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του Εμφυλίου. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;
Δεν είναι και τόσο τολμηρές. Η έρευνά μου έδειξε πως ακριβώς επειδή υπήρχαν υπέρμετρα αυστηρά ήθη και τεράστια σεξουαλική πείνα, «από κάτω», υπογείως τρόπον τινά, γινόταν ένας μικρός χαμός. Η ελληνική κοινωνία κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό της. Από τις δύο κοπέλες, ίσως η Εύα να έχει μια κάποια τόλμη συγκριτικά με τις κοπέλες της γενιάς της, και όχι μόνον στα ερωτικά: θέλει να σπουδάσει και να εργαστεί, να ξεφύγει απ’ το σπίτι της. Και είναι μια παθιασμένη γυναίκα. Και είναι εκείνη που, προς στο τέλος του βιβλίου, διαλύει την παραμικρή εξιδανίκευση και νοσταλγία για τα ελληνικά φίφτις. Το λέει ξερά: τι νοσταλγείτε οι νεότεροι από εκείνη την εποχή; Ήταν μια φρικτή εποχή, ειδικά για τις γυναίκες.
Στο βιβλίο σας συνδυάζονται δύο εμφύλιο πόλεμοι, ο ελληνικός και ο κορεατικός, που αν και τα θέατρα των πολεμικών επιχειρήσεων γεωγραφικά απέχουν πολύ, ιστορικά/χρονολογικά έχουν την ιδιαιτερότητα ότι μόλις «έκλεινε» ο πρώτος, «άνοιγε» ο δεύτερος. Επίσης συνδυάζονται αριστοτεχνικά η μορφολογία και ο χρόνος ζωής των νεφών στους αιθέρες με τους ανθρώπινους χαρακτήρες και τη ζωή των ανθρώπων στη γη. Αυτές οι δύο αντιστίξεις σε ποιο βαθμό υπηρέτησαν την μυθιστορηματική πλοκή;
Οι Έλληνες που βρέθηκαν στην άλλη άκρη της Γης για να υπηρετήσουν σε έναν ξένο πόλεμο, έγιναν μάρτυρες της πείνας και της εξαθλίωσης του κορεατικού άμαχου πληθυσμού. Αυτό τους θύμισε τα δικά τους παιδικά χρόνια καταμεσής της Κατοχής. Κάποιοι ευαισθητοποιήθηκαν πολύ, άλλοι όχι και τόσο – τα γνωστά δηλαδή. Επίσης, όντως βρέθηκαν σε μια χώρα διχασμένη στα δύο -κυριολεκτικά, γεωγραφικά- και αυτό, αναπόφευκτα, τους θύμισε τον ελληνικό Εμφύλιο που μόλις είχε λήξει στρατιωτικά μόνον στην πατρίδα τους. Όλ’ αυτά τα στοιχεία δεν γινόταν να μην περάσουν στο βιβλίο και τους χαρακτήρες τους ειδικά επειδή βρίσκονταν σε έναν πόλεμο άγνωστο, περίεργο, που επί της ουσίας δεν τους αφορούσε. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να τον κάνουν «δικό τους» για να ανταπεξέλθουν εκεί πέρα. Γύρευαν σημεία αναφοράς για να μπορέσουν να βρούνε νόημα, πέρα από αυτό της επιβίωσης και της αλληλεγγύης με τον συμπολεμιστή. Κάποιοι το κατάφερναν, άλλοι όχι.
Ως προς τα νέφη και τον ανθρώπινο βίο, πάντοτε ήθελα με κάποιο τρόπο να γράψω κάτι μυθιστορηματικό για την υπόθεση των νεφών, τις επιστημονικές ονομασίες τους κτλ., καθώς το έβρισκα πολύ ποιητικό όλο αυτό, κι ας ήταν αυστηρά επιστημονικό – ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό. Βρίσκω την επιστήμη εξαιρετικά ποιητική υπόθεση γενικά. Τα νέφη θα ήταν και μια ανάσα από τα πάθη και τους φόνους επί του εδάφους. Και βέβαια, υπάρχει ένας παραλληλισμός ανάμεσα στα δέκα λεπτά βίου ενός απλού νέφους, του Σωρείτη, του πιο κοινού μικρού νέφους που θα δείτε στον ουρανό, και στον βραχύ ανθρώπινο βίο. Εξάλλου έχουμε έναν κεντρικό χαρακτήρα που ονειρεύεται να πετάξει και το πρώτο που τον γοητεύει από τον ουρανό είναι τα νέφη. Η σχέση του Δημήτρη με τα σύννεφα είναι από τις πιο σημαντικές σε όλο το βιβλίο.
Στον πίνακα του Πήτερ Μπρέχελ Πρεσβύτερου, «Τοπίο με την πτώση του Ίκαρου» (1558) ο Ίκαρος πέφτει στη θάλασσα σχεδόν στο περιθώριο του πίνακα, ενώ η καθημερινή ζωή των αγροτών, που καταλαμβάνει το κέντρο του πίνακα, εξακολουθεί το συνηθισμένο της ρυθμό. Κατ’ αναλογία, είναι αυτό που καταφέρνει ο Φερνάντ Μπρωντέλ στο βιβλίο του «Μεσόγειος» (εκδόσεις ΜΙΕΤ, 1991-1998) για το μεσογειακό κόσμο, βάζοντας το ρόλο του Βασιλιά Φιλίππου Β’ της Ισπανίας στο περιθώριο της Ιστορίας της εποχής του, δίνοντας πρωτεύοντα ρόλο στο μεσογειακό τοπίο και στη ζωή του απλού ανθρώπου. Η πρόωρη «πτώση» του Δημήτρη, οδηγεί σε μια σχεδόν προδιαγεγραμμένη πορεία προς το θάνατο-λύτρωση, στη διάλυση της οικογένειάς του, αλλά και κατά τρόπο καθοριστικό, στην πορεία που ακολούθησε ο μικρότερος αδελφός του. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά πόσο μπορούμε να θεωρήσουμε τον άνθρωπο υποκείμενο της Ιστορίας και κατά πόσο ως ένα αντικείμενο των επικυρίαρχων, υπερκείμενων κοινωνικών και ιστορικών δομών;
Δεν είμαι σίγουρος εάν διαθέτω την κατάλληλη εποπτεία για να απαντήσω σε ένα μάλλον αμιγώς φιλοσοφικό ερώτημα, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της Ιστορίας έστω. Θα προσπαθήσω να απαντήσω ως μυθιστοριογράφος όμως και νομίζω πως κάτι είπα επ’ αυτού σε μια προηγούμενη ερώτησή σας. Ότι το άτομο πολύ συχνά βρίσκεται παγιδευμένο στο σφαγείο της Ιστορίας. Αυτή είναι μια συγγραφική εμμονή μου: ο τρόπος που εισβάλλει η Ιστορία στον μικρόκοσμο ενός ανθρώπου και μιας οικογένειας και τους κάνει άνω κάτω. Ότι η Ιστορία δεν είναι μόνον, π.χ., ο Τσόρτσιλ, ο Ζαχαριάδης ή ο Παπάγος. Ιστορία είναι ο παππούς σου, ο ασήμαντος πατέρας σου, εσύ ο ίδιος, η κουζίνα της μάνας σου, το κρεβάτι σου. Και τι απομένει απ’ όλο αυτό το σφαγείο; Οι μνήμες, ατομικές και συλλογικές, οι αφηγήσεις, τα σπαράγματα των εικόνων, τι θέλουμε να ξεχάσουμε και δεν μπορούμε, η λήθη που άλλοτε μας λυτρώνει, η αγάπη που επιβιώνει εις βάρος του μίσους, όλ’ αυτά είναι απίστευτο λογοτεχνικό υλικό, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Σε ό,τι αφορά τον Δημήτρη και την οικογένειά του, επειδή γράφηκε κάπου ότι το βιβλίο υιοθετεί την «πλευρά των νικητών του Εμφυλίου», πράγμα που βέβαια κάνει μόνον αφηγηματικά, μην παίρνοντας ιδεολογικά μιλώντας καμία πλευρά (αλήθεια, στη νουβέλα μου «Η ανάκριση», κεντρικός ήρωας ήταν ένας αριστερός βασανισμένος της χούντας, εκεί όμως δεν τέθηκε από κανέναν ως ερώτημα, ως ζήτημα, το ότι «υιοθέτησα» την οπτική ενός αριστερού, θεωρήθηκε αυτονόητο), αναρωτιέμαι: πόσο «νικητής» είναι ο Δημήτρης και ολόκληρη η οικογένειά του; Είναι υπό την έννοια ότι δεν στρατεύθηκαν στο κομμουνιστικό στρατόπεδο και δεν υπέστησαν στη συνέχεια τις διώξεις και την καταπίεση που υπέστησαν όχι μόνον κομμουνιστές αλλά φιλελεύθεροι δημοκράτες και προοδευτικοί άνθρωποι γενικά. Αλλά σε ένα άλλο βάθος, πόσο «νικητής» είναι ο Δημήτρης, οι γονείς του, η Εύα; Όλοι τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι διαλυμένοι από την Ιστορία, τραυματισμένοι, με ανεπούλωτα τραύματα και συντριβές, με απώλειες, ενοχές και ελλείψεις. Που έγκειται η νίκη; Ειδικά σε έναν εμφύλιο;
info: Ηλίας Μαγκλίνης «Πρωινή γαλήνη», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015, σ. 464
(*)Αδάμ Αδαμόπουλος, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης , Τμήμα Ιατρικής, Εργαστήριο Ιατρικής Φυσικής
http://www.oanagnostis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου